Γιάννης Φαρσάρης
Μαῦρο μανταρίνι
ΒΓΑΛΕ
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ ὑπογείου
ἀγουροξυπνημένος. Τὸ μελαψό του πρόσωπο φόβισε τὴ
γειτόνισσα τοῦ ἀπέναντι μπαλκονιοῦ, ποὺ ἔτρεξε νὰ
μανταλώσει τὴν συρόμενη ἀλουμινόπορτα. Ἡ μέρα φώναζε
δυνατὰ πὼς θὰ τὸ πάει γιὰ βροχὴ κι ἔριξε μιὰ κοφτὴ βρισιὰ σὲ
γλώσσα ἀκατάληπτη. Δίπλωσε πρόχειρα τὸ πάπλωμα πάνω στὸ
ζαρωμένο στρῶμα καὶ ἔφτιαξε ἕνα κουταλάτο νεσκαφὲ μὲ νερὸ
τῆς βρύσης. Καὶ τέσσερις κουταλιὲς ζάχαρη.
Οἱ
συγκάτοικοί του εἶχαν φύγει ἀπὸ νωρὶς γιὰ δουλειά, νὰ
προλάβουν στὴν πρωϊνὴ κίνηση τῶν φαναριῶν νὰ καθαρίσουν
πολλὰ τζάμια. Ἔμεναν πέντε νοματαῖοι σὲ εἴκοσι ὀκτὼ ὑπόγεια
τετραγωνικὰ καὶ πλήρωναν σαρανταπέντε εὐρὼ ἕκαστος, μαζὶ
μὲ τὰ κοινόχρηστα. Καθόλου ἄσχημα, ἀλλὰ εἶχε πολλὲς
κατσαρίδες κι ἐκεῖνος σιχαινόταν. Μὲ τὰ ποντίκια πάλι δὲν
εἶχε πρόβλημα. Τὸ πρόβλημα ἦταν ὅτι οἱ δουλειὲς στὴν
οἰκοδομὴ δὲν πήγαιναν καλὰ καὶ ἦταν ἄνεργος. Οὔτε γυναίκα
μποροῦσε νὰ βρεῖ κι ἔνιωθε μόνος, ἀλλὰ γυναίκα δὲν εἶχε ποτὲ
στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ δουλειὰ ἔβρισκε πάντα.
Εἶχε κάνει ὅλες τὶς σκληρὲς ἀγγαρεῖες στὴν οἰκοδομὴ καὶ
στὰ χωράφια καὶ δὲν τὸν ἔνοιαζε, ὅμως τζάμια αὐτοκινήτων δὲν
ἤθελε νὰ καθαρίζει. Δὲν ἄντεχε τὰ βλέμματα τῆς ἀπαξίωσης
ἀπὸ τόσους πολλοὺς σὲ κάθε ἄναμμα, κι ἄς ἦταν ἡ μοναδικὴ
δουλειὰ ποὺ μποροῦσε νὰ κάνει. Σὲ λιγότερο ἀπὸ πέντε λεπτὰ
περπατοῦσε νωθρὰ στὸ δρόμο μὲ τὸν κουβὰ καὶ τὸ κοντάρι ἀνὰ
χείρας καὶ τὸ μπουκαλάκι τοῦ ἀπορρυπαντικοῦ στὴν κωλότσεπη.
Μέσα στὴν πρώτη ὥρα, παρὰ τὸ μποτιλιάρισμα, εἶχε
εἰσπράξει μυριάδες ἀρνήσεις καὶ μόλις τρία κέρματα, κι ἄς
εἶχε καθαρίσει πάνω ἀπὸ τριάντα παρμπρίζ. Οἱ ὑπόλοιποι τὸν
φιλοδώρησαν μὲ περιπαικτικὰ μειδιάματα, ἀφοῦ πρῶτα τὸν
ἄφησαν νὰ παλέψει μὲ τὴ σκόνη. Δεχόταν στωϊκὰ τὴ μοίρα του
γιατὶ ἔπρεπε νὰ βγεῖ τὸ μεροκάματο, ὅσο μικρὸ κι ἂν ἦταν, ὅσο
κρύο κι ἂν ἔκανε.
Τὸ πρῶτο χαμόγελο ποὺ συνάντησε μετὰ ἀπὸ ὥρα, ἀνῆκε
σ' ἕνα κόκκινο σαράβαλο μίνι. Ὁ ὁδηγός του, ὅση ὥρα ἐκεῖνος
καθάριζε τὰ τζάμια, κουνιόταν στὸ ρυθμὸ τῆς μουσικῆς καὶ τοῦ
φάνηκε ἀστεῖος μὲ τὸ ὑπερβολικὰ σγουρὸ μούσι του. Μόλις
ἄναψε τὸ πράσινο τοῦ ἔτεινε τὸ χέρι μὲ συμπάθεια,
φωνάζοντας: «Δὲν ἔχω λεφτὰ φιλαράκο, πάρε ἕνα μανταρίνι.»
Ἔμεινε γιὰ μερικὰ δεύτερα ἀκίνητος ἀπὸ ἔκπληξη κι
ἔπειτα γύρισε τὸν κουβὰ ἀνάποδα καὶ κάθισε δίπλα στὸ
φανάρι. Ἄρχισε νὰ καθαρίζει τὸν χρυσὸ καρπὸ μὲ τὰ βρώμικα
νύχια του καὶ ἡ σκέψη του ταξίδεψε πίσω στὴν πατρίδα, στὸν κῆπο
μὲ τὶς μανταρινιὲς ποὺ μεγάλωσε. Κάθε σκελίδα ποὺ ἔβαζε στὸ
στόμα τὸν γέμιζε γλυκὰ καὶ τὸν ἔκανε ὅλο καὶ πιὸ ἀνυπόμονο.
Καταπίνοντας τὴν τελευταία μπουκιὰ σηκώθηκε σίγουρος. Θὰ
γύριζε πίσω, καθὼς δὲν εἶχε τίποτα πιὰ νὰ τοῦ προσφέρει ἡ
ξενιτιά. Περπάτησε ἀργὰ τὸ δρόμο γιὰ τὸ ὑπόγειο. Ἦταν ἡ
τελευταία φορὰ κι ἦταν χαρούμενος. Ἤλπιζε μόνο ἐκείνη ἡ
μικρὴ ὄμορφη γειτόνισσα στὸ χωριὸ νὰ μὴν εἶχε παντρευτεῖ.
Τέσσερα χρόνια ἔλειπε μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου