Ἀθανάσιος Γκράβαλης
Ἡ βασιλές
ΟΥΣΕ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ στὸ χωριό μου ἕνας βασιλές. Ἕνας βασιλὲς ὅμως
ἀληθινός, ὄχι σὰν αὐτοὺς ποὺ φορᾶν στὸ κεφάλι τους κορόνες καὶ
βαστᾶν στὰ χέρια πατερίτσες καὶ ὁρίζουν τοὺς λαοὺς σὰν
κοπάδια.
Ζοῦσε
μιὰ φορὰ στὴν πατρίδα μου ἕνας βασιλὲς ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν
οὗλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ οὗλα τὰ μωρά, ποὺ πάγαινε στὸ δρόμο
μοναχὸς δίχως ἀκολουθίες καὶ τούμπανα. Τοῦτος ὁ δικός μου «ἡ
βασιλὲς» ὅριζε ἕνα βασίλειο μεγάλο ὅσο ἡ σκέψη. Γιὰ
σκέπασμα στὸ θρόνο του εἶχε τὸν ἀληθινὸ οὐρανὸ καὶ γιὰ δύναμή
του τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀγάπη.
Ὁ Μπάρμπα Μανώλης «ἡ βασιλές». Γιατί τὸν βγάλανε αὐτὸ τὸ
ὄνομα δὲν τὸ ξέρω. Ὅποιος τοῦ τὸ ἔδωσε ὅμως ἔκανε πολὺ καλά,
γιατί τοῦ Μπάρμπα Μανώλη τοῦ βασιλὲ ἕνα τέτοιο ὄνομα τοῦ
ταίριαζε μονάχα.
Ὅλη τὴ ζωή του «ἡ βασιλὲς» τὴν πέρασε ἀπάνου στὴ
θάλασσα. Ἀνάμεσα στὰ βράχια τῶν γκρέμνων ἀκρογιαλιῶν ποὺ τὰ
δέρνει πάντα τὸ κύμα. Ἀνάμεσα στὰ βράχια καὶ στὲς γοῦβες τὶς
γεμάτες ἀπὸ καλόγνωμες καὶ στρείδια καὶ μύδια καὶ κάθε εἶδος
θαλασσινά.
Σπίτι του καὶ χαρὰ του μιὰ βάρκα.
Μέσα σ' αὐτὴ ἔζησε ὅλη του τὴ ζωή. Ἴσως καὶ νὰ γεννήθηκε
σ' αὐτή, ἴσως καὶ νὰ γεννηθήκανε κι οἱ δυό τους μαζί. Δὲν
ξέρω.
Ξέρω μόνο πὼς τὸν βασιλὲ καὶ τὴ βάρκα του δὲν μπόρεσα ποτὲς νὰ τοὺς ξεχωρίσω.
Ἡ βασιλὲς ἦταν βαρκάρης. Βαρκάρης ποὺ δὲν δούλευε γιὰ κανέναν ἀλλὰ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του μονάχα.
Γύριζε ὅλη τὴ μέρα στὴ θάλασσα σέρνοντας μαζὶ μὲ τὸ
γέρικο κορμί του καὶ τὴ γέρικια πιὰ σὰν αὐτὸν κούνια του. Μὲ τὴ
βάρκα ἡ βασιλὲς περπατοῦσε ἐπάνω στοὺς γιαλοὺς καὶ στὸ
μπουρίνι καὶ στὴν παγωνιὰ καὶ στὴ βροχὴ καὶ στὸ λιοπύρι.
Ἔφευγε ἀπ' τὴν ἀραξά του πουρνὸ-πουρνό. Ἔφευγε καὶ
τραβοῦσε πότε μέσα στὶς ἀγκάλες, πότε κατὰ τὸ πέλαγο, χωρὶς
νὰ ξέρει γιατί, χωρὶς νὰ ζητᾶ τίποτα. Ἀλλιῶς δὲν ἤτανε βολετὸ
νὰ κάνει.
Ὅλα τὰ θολάμια κι ὅλες οἱ γοῦβες οἱ γεμάτες ἀπὸ μύδια
καὶ καλογριὲς ἤτανε δικές του. Ζοῦσε ρουφώντας τὴν ἁρμύρα κι
ἀπ' τὸν ἀγέρα κι ἀπ' τὸ γιαλό.
Ἡ βασιλὲς ἦταν λίγο καμπούρης. Ἴσως καὶ νὰ μὴν ἤτανε
ὅμως. Ἴσως νὰ τὸν ἔπαιρνα ἔτσι καθὼς τὸν ἔβλεπα πάντα σκυφτό,
πότε στὸ κουπί, πότε τὴν ὥρα ποὺ ἔψαχνε στὸν πάτο τῆς θάλασσας
καὶ πότε σὰν τραβοῦσε τὰ βράδια στὴν πολιτεία φορτωμένος στὸν
ὦμο ἕναν τροβά.
Παπούτσια στὰ πόδια του οὔτε σὰν πέθανε δὲν τὸν βάλανε.
Στὸ κεφάλι φοροῦσε ἕνα τουνουζλίδικο* φέσι ξαλλήθωρο ἀπ' τὰ
χρόνια. Τὰ μάτια του ἤτανε τριγυρισμένα πάντα ἀπὸ ἕναν
ἄλικο κύκλο ἀπὸ αἷμα κι ἡ μύτη του ἤτανε μεγάλη, ἴσαμε
γροθιά.
Ἡ βασιλὲς νερὸ δὲν ἔπινε ποτές. Τραβοῦσε μόνο μὲ τὴν
τσότρα κρασί, ποὺ τό ’παιρνε κάθε βράδυ δίνοντας γιὰ πληρωμὴ
κοροχύλια καὶ καβούρια καὶ χάβαρα*.
Ὁ Μανώλης ἡ βασιλὲς πέθανε ὅπως πεθαίνουν ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι, ἀπαράλλαχτα ὅπως πεθαίνει κάθε ζωντανό.
Ἅπλωσε μιὰ νύχτα κάτω ἀπ' τὴν ἀστροφεγγιὰ τοῦ
χειμωνιάτικου οὐρανοῦ τὰ ποδάρια του, τέντωσε τὰ χέρια του
μὲ τὶς παλάμες ἀνοιχτὲς πρὸς ὅλο τὸν κόσμο, ἔσφιξε τὰ μάτια του
καὶ κοκάλιασε μὲ μιὰ σπιθαμὴ ἀνοιχτό τὸ στόμα.
Ἡ βάρκα του τὸν κουνοῦσε ἔτσι ὅλη τὴ νύχτα, ἀπαράλλαχτα ὅπως τὸν κουνοῦσε πάντα ἔτσι καὶ ζωντανό.
Τὸ πρωὶ τὸν βρήκανε κάτι μωρὰ ποὺ πῆραν σβάρνα τὶς ἀκρογιαλιὲς γιὰ νὰ μαζέψουν κοροχύλια.
Ὁ θάνατος τοῦ βασιλέ μαθεύτηκε γρήγορα στὰ τριγύρω
ντάμια*. Ἕνας παραγιὸς τοῦ Μοναστηριοῦ, μιὰ καὶ ποὺ πέθανε
ἐκεῖ πέρα κοντά, παράτησε τ' ἀλέτρι του ἐπάνω στὴν αὐλακιά,
κατέβηκε κατὰ τὸ γιαλό, τράβηξε τὴ βάρκα μὲ τὸ σκοινὶ ποὺ
ἦταν δεμένη κατὰ τὴ στεριὰ καὶ σκέπασε τὸν πεθαμένον μ' ἕνα
τσουβάλι. Ὕστερα πῆρε τὴν τσότρα* ποὺ κοίτουνταν ἐκεῖ κοντὰ
καὶ ρούφηξε λίγο κρασί, ἔσκυψε καὶ κατὰ τὸν τροβά, πῆρε τὰ
κοροχύλια ποὺ ἦταν μέσα, τά ’βαλε στὸ ζουνάρι του, τράβηξε
πάλι τὸ σχοινὶ τῆς βάρκας καὶ πήδησε στὴ στεριά.
Ἡ βάρκα μὲ τὸν πεθαμένο βασιλέ της ἔμεινε ἔτσι μοναχὴ καὶ ξακολούθησε νὰ χορεύει ἐπάνω στὰ κύματα.
Τὸν βασιλὲ τὸν θάψανε κατὰ τὸ βράδυ.
Στὸ σούρουπο οἱ παραγιοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ δὲν ἔκανε
νὰ χασομερήσουν τὴ μέρα τὸ ζευγάρι* των, κατεβήκανε μ' ἕνα
φτιάρι κι ἕναν κασμά. Κατέβηκε μαζί τους κι ὁ γούμενος τοῦ
Μοναστηριοῦ μὲ τὸ πετραχήλι στὴν ἀμασκάλη καὶ μ' ἕνα μικρὸ
σταυρὸ στὸ χέρι. Θυμιατὸ δὲν φέρανε.
Ὕστερα, σὰν ἦρτε ἡ ὥρα νὰ θυμιάσουν, βάλανε δυὸ κάρβουνα
ἀπάνω σὲ μιὰ κεραμίδα κι ἕνα κουκούτσι λιβάνι ποὺ τὸ βρῆκε
στὴν τσέπη τοῦ γελεκιοῦ του ὁ γούμενος.
Δὲν φέρανε οὔτε λάδι οὔτε νερό. Ἀντὶς νερὸ ἕνας
παραγιὸς πῆρε μὲ τὸ φτιάρι λίγη θάλασσα καὶ τὴν ἔριξε στὰ
μοῦτρα τοῦ πεθαμένου.
Τὰ γράμματα ὁ γούμενος τά ‘ψαλε ἀπὸ στεριά, ἐνῶ ὁ
νεκρὸς κοίτονταν ἀκόμα μέσα στὴ βάρκα ποὺ χόρευε ἀπ' τὰ
κύματα. Λίγο παραπέρα, κοντὰ στὴν ἀμμουδιά, δυὸ ἄλλοι
παραγιοὶ σκάβανε τὴν ἴδια ὥρα ἕνα λάκκο.
Σὰν τέλειωσαν τὰ γράμματα, τραβήξανε τὴ βάρκα μὲ τὸ
σχοινὶ κατὰ τὴ στεριά, κι ἕνας φορτώθηκε τὸν πεθαμένο βασιλὲ
στὸν ὦμο. Αἱ παλάμες του ἦταν τεντωμένες πάντα πρὸς ὅλο τὸν
κόσμο. Τοῦ βάλανε κι ἕνα κεραμίδι ποὺ βρήκανε ἐκεῖ κοντὰ στὸ
στόμα, τὸν κατέβασαν στὸ λάκκο του καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χαλίκια
τῆς ἀκρογιαλιᾶς.
Σὰν φύγανε ὅλοι, ὁ ἴδιος ὁ παραγιὸς ποὺ πρωτοκατέβηκε
ἐπήδηξε πάλι στὴ βάρκα, ἤπιε ὅσο κρασὶ εἶχε μείνει στὴν
τσότρα καὶ τὴν πέταξε στὴ θάλασσα. Ὕστερα πῆρε καὶ τὸ τσουβάλι
ποὺ εἶχε σκεπάσει πεθαμένο τὸν βασιλιά, πήδηξε στὴ στεριὰ
καὶ τράβηξε κατὰ τὸν ἀνήφορο.
Κι ἡ βάρκα χοροπηδοῦσε ἀκόμα τώρα πιὸ ἀλαφριὰ ἐπάνω στὰ κύματα.
Ὕστερα ἀπ' τὸ βασιλὲ πέθανε κι ἡ βάρκα του, ποὺ ἦταν
γέρικη σὰν κι αὐτόν, κι εἶχε μείνει ἔρημη στὴν ἀκρογιαλιὰ σὰν
τὸν στερήθηκε.
Ἦρταν οἱ παραγιοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τὴν κομματιάσανε
μὲ τοὺς μπαλτάδες γιὰ τὸ καζάνι. Τὴν ὥρα ποὺ κουβαλούσανε τὰ
ξύλα μὲ τὸν ἀραμπά, ἕνα μαδέρι μὲ κάτι γιωμένες* καρφάρες
ἔπεσε κατὰ γῆς. Ἕνας παραγιὸς τὸ πῆρε καὶ τὸ κάρφωσε ὄρθιο
μέσα στὰ χαλίκια, στὸ ἴδιο μέρος ποὺ εἴχανε χώσει τὸν Μανώλη
τὸν βασιλέα. Τ' ἀφήσανε ἐκεῖ πέρα ἔτσι, καὶ κανένα χέρι δὲν
τό ‘βγαλε, ὣς ποὺ τὸ ἕλιωσε σιγὰ-σιγὰ ὁ ἥλιος, τὸ κύμα καὶ ἡ
βροχή.
Ὕστερα τὸν τάφο τοῦ βασιλέα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δείξει πλειὰ κανένας.
Γλωσσάρι:
τουνουζλίδικος· ἀπὸ τὸ Τούνεζι (Τυνησία).
χάβαρο· εἶδος ἀχιβάδας.
ντάμι· πρόχειρο ἀγροτικὸ κατάλυμμα.
τσότρα· ξύλινο δοχεῖο.
ζευγάρι· ζευγάρι βοδιῶν γιὰ τὸ ὄργωμα.
γιωμένος· σκουριασμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου