α΄
Ήθελε κάπου να στεριώσει• όμως γνώριζε
πόσο τον άρτο τον καθημερινό ποτίζουνε συμβιβασμοί
και αγοραίες συναλλαγές.
Τον τίμιο μόχθο του θανάτου τον συλλογιόταν
μα έλπιζε πως πολλά θ’ αλλάξουνε ως τα τότε•
τον τίμιο μόχθο του θανάτου θα τον εξαγόραζε
- μα με ποιο τίμημα, ποιας ζωής;
Ήρθε λοιπόν και στέριωσε εδώ
να διαλαλεί και να εμπορεύεται τον λόγο των ανθρώπων
-τον άλλο, των αγγέλων, θα τον κράταγε κρυφό•
οι άγγελοι έχουνε καιρό• θα περιμένουν-
οι άγγελοι που σωπαίνουνε ανάμεσά μας.
β΄
Σαν να περίμενε εξελίξεις, κάτι
που επιτέλους θα ερχόταν να ξεπλύνει τ’ ανομήματα
που τόσο αφειδώς εφόρτωσε
το χέρι του θεού στην πόλη αυτή.
Θ’ άλλαζε πόλη εφέτο, ή θρησκεία
ή τρόπο ζωής.
Για όλα αυτά πολύ απαραίτητη
έκρινε την αίτηση ενός τηλεφώνου
που ανέβαλε από χρόνια. Έτσι
θα υπέβαλε προφορικά παράπονα στον δήμαρχο
ή θα μιλούσε με τον νέο θεό του.
Τότε ξεπρόβαλε ο τυφλός και του έδωσε το χέρι:
«Εγώ είμαι το μικρόφωνο, λέγε σε μένα
τα λόγια σου και σύντομα, και λιγοστά
όχι πολλά, όχι τις φλυαρίες τις γνωστές.
Βάλε τη χαρτοσημασμένη αίτησή σου
στην κόγχη του άδειου μου ματιού
κι έλα να περπατήσουμε στη νέα σου πόλη•
αν σε βαραίνει το κουστούμι, φόρτωσέ το
στις πλάτες μου -αντέχουν• έτσι γυμνόν,
ιδού, σε περιφέρω στις πλατείες
χαρούμενο δημότη, εκεί που ευδοκιμούν
τα νέα αμάραντα, οι μυρτιές, οι νέες δάφνες».
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Οι περιπλανήσεις της Εδεσσαίας» (ποιήματα 1985-2005), εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Μάρτιος 2007, σσ. 57-58.
Κώστας Ρεούσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου