Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος, Πέρα από τις ισχνές αγελάδες: Μελετήματα για την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Θεσσαλονίκη: Ιανός, 2018, 208 σ.
τότε θα νιώσεις πως ό,τι πήρες – πήρες· τώρα πρέπει να δώσεις·
κι αν έχεις πολλά, πολλὰ θα δώσεις· […]
κι αν έχεις πολλά, πολλὰ θα δώσεις· […]
Απορώ μ’ αυτό το παιδί πώς μένει ακόμα στις Αγάπες.
Play it again
Ας
μου παραχωρηθεί για την αρχή της παρούσας βιβλιοσύστασης το δικαίωμα
της εκκίνησης από το κατεξοχήν ματαιόδοξο, πανέμορφο δε, κριτήριο
κρίσης: το εξώφυλλο. Εν προκειμένω, οι παρακειμενικές παραστάδες, ο
τίτλος Πέρα από τις ισχνές αγελάδες και ο ειδολογικός
υποτιτλισμός τους ως «μελετήματα», δεν ευθυγραμμίζεται με τους ακκισμούς
ενός ευπώλητου διαφημιστικού τρικ αλλά σημαίνει ευθύς εξαρχής την
βούληση μιας προσδιορισμένης μεθοδολογικής βούλησης της σύλληψης και της
γραφής.
Πρώτη δοκιμή η «βιβλική μέθοδος» του Χριστιανόπουλο από την κατεξοχήν αξιοθέτηση της στην Εποχή έως την μονοπυρηνική της συγέντρωση αλλά και την αφαιρετική επαγωγή της στα Μικρά ποιήματα,
δίχως η δραστικότητα της επαφής υπερκειμένου-υποκειμένου να
διαταράσσεται. Η μετά-διακειμενικότητα της βιβλικής ποιητικής (όπως
έγινε πρόσφατα η μετάφραση του γαλλικού αντιστάσιμου όρου transtextualité
που περιγράφει την υπερβατική κειμενική ποιότητα, δηλονότι κάθε τύπο
σχέσης που συσχετίζει ένα κείμενο με ένα άλλο) συνιστά, άλλωστε, σταθερό
πεδίο της φιλολογικής εργασίας του Μώρου. Η ανταλλαγή του χαιρετισμού
ανάμεσα στις τροχιές της θεολογίας και της λογοτεχνίας (απόπειρα
χαρτογράφησης η οποία αποτελεί, άλλωστε, το διακύβευμα της διδακτορικής
του εργασίας) βρίσκει μια από τις καλύτερες στιγμές της στην πέμπτη κατά
σειρά μελέτη η οποία διαπραγματευόμενη την θεωρία των Βεβηλώσεων και του Homo Sacer
του Agamben παρακολουθεί την ιππαστί συμπόρευση του ιερού και του
βέβηλου μέσα από την ερωτικοποίηση συμβόλων ή ακολουθιών της Εκκλησίας
με μια διάθεση αυτοταπείνωσης φετιχιστικών αποχρώσεων, πλαισιωμένη σαφώς
πάντα στο περιρρέον κλίμα του εναγούς άχθους της θρησκευτικής αμαρτίας
του Χριστιανόπουλου. Το «Κύριε, μη τους πόδας μου μόνον, αλλά και τας
χείρας και την κεφαλήν» του Ιωάννη παίζει ξανά στο «Άλλο δεν επεθύμησα –
μονάχα/ τα κουρασμένα πόδια να σου πλύνω.» και κατόπιν στο «Μεγάλη
Πέμπτη. Πάλι ο Χριστός θα πλύνει τα πόδια/των δώδεκα και πάλι ο Πέτρος
θα του πει ‘’Κύριε, όχι/ μόνο τα πόδια μου αλλά και όλο μου το σώμα’’.
Δώδεκα /αγάπες είχα κι εγώ στη ζωή μου, μα κανενός δεν αξιώθηκα/ να
πλύνω τα πόδια. Κανένας Πέτρος δε βρέθηκε για μένα.»
Υπό
τον υπερώνυμο χαρακτηρισμό «Χριστιανόπουλος et aliae artes» δύνανται να
συστεγαστούν οι μελέτες που αφορούν την φωτογραφία και την μελοποίηση
οι οποίες αποτολμούν την επαναπροσδιορισμό του συγγραφικού corpus εντός
της διευρυμένης οικογένειας των πολιτισμικών σπουδών. Κατακερματισμένοι
και απαγμένοι, ελαφρώς παραλλαγμένοι αρκετές φορές λόγω της μνημονικής
αναπαραγωγής τους ή και σε άλλες στιγμές ενταγμένοι και αναστηλωμένοι,
οι χριστιανοπουλικοί στίχοι έχουν πραγματοποιήσει την ηρωική τους έξοδο
από τις στερεότυπες εκδόσεις και εφορμούν πλησίστιοι στις ατραπούς
διασημειωτικών μεταφράσεων και λογιών πολιτισμικών οικειοποιήσεων και
επανεργοποιήσεων ενώ ταυτόχρονα και οι ίδιοι σκαρώνουν έναν λόγο
ανακλαστικό των περιβάλλοντων πολιτισμικών συνιστώτων άμα και
κοσμοπλαστικό μέσα από την κατά βούληση ανακατανομή των διανυσμάτων.
«και τι δεν κάνατε για να με θάψετε/ όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος»,
«τα πρόβατα απήργησαν/ ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής», «μην
καταργείτε την υπογεγραμμένη/ ιδίως κάτω από το ωμέγα/ είναι κρίμα να
εκλείψει/ η πιο μικρή ασέλγεια/ του αλφαβήτου μας», «αφαίρεσε τη νύχτα
απ᾿ τα μάτια σου –/ πως να παλέψω μόνος με τους δυό σας», «το φιλί/
ενώνει πιο πολύ/ απ᾿ το κορμί/ γι᾿ αυτό το αποφεύγουν/ οι πιο πολλοί»:
στίχοι αναγνωρίσιμοι περαστικοί και πάντοτε πρόχειρα παραθέσιμοι
(προερχόμενοι ιδίως από τα fragmenta της επιγραμματικής αποφατικότητας
των Μικρών Ποιημάτων) εμφιλοχωρούν λάθρα μνημοτεχνικά σε λόγους
(discours) πάσης φύσεως ή και εδράζονται με ενσυνείδητη
αποφασιστικότητα στο στόμα της νεότητας η οποία αναγνωρίζει σε αυτούς
τους προβληματισμούς της εν πυκνώσει. Αρκεί να θυμηθούμε, άλλωστε, πως
το Φεστιβάλ Σεξουαλικότητας του 2017 στο Α.Π.Θ. αφιέρωσε μια ολόκληρη
θεματική στην ποίηση του Χριστιανόπουλου. Έτσι, εν προκειμένω ο Μώρος
καταθέτει, εκτός από μια ερμηνευτική πρόταση, την έμπρακτη απόπειρα
εφαρμογής της από καιρό πρότασης για την προσέγγιση της λογοτεχνίας ως
πολιτισμικό προϊόν και ως εκ τούτου υποκείμενης, μετόχου αλλά και
δραστικής εντός του ευρύτερου πολιτισμικού δικτύου.
Αμφιθαλές
αρχικά της ρεαλιστικής αναπαράστασης, ένα οριζόντιο tranche de vie,
εντός του φάσματος του θετικισμού που σκιάζει την γέννησή του, το
νεοπαγές επίτευγμα της φωτογραφίας θα διασχίσει το κατώφλι της
(μετα)μοντερνικότητας με τον κρότο της εκπυρσοκρότησης της οπλικής
κάννης να συνακούγεται σε κάθε φωτογραφικό κλικ, έτσι ώστε για τον
Barthes να αποτελεί «επίπεδο θάνατο» και «θανατογραφία» για τον Dubois: η
φωτογραφία ταλαντεύεται δίχως ανάπαυλα ανάμεσα στο perennius
της μνημείωσής του προϊόντος της και στην θανάτωση της διαδικασίας,
ανάμεσα στην δια-χρονική διατήρηση που εξασφαλίζει το υλικό της άμα και
στην μοιραία διάβρωση την οποία συνεπάγεται η φθαρτότητά της.
Κορφολογώντας τις λάμψεις του φωτογραφικού τεχνουργήματος (αλλά και των
εικαστικών απεικασμάτων, δηλονότι έχουμε να κάνουμε με «τρίτα της
αληθείας», με την ποιητική διαπραγμάτευση αναπαραστάσεων) από το
«άλμπουμ με τα εικόνια» του Δημά της Εποχής έως τα poèmes en prose της Νεκρής Πιάτσας και τους στοχασμούς των Δοκιμίων,
ο Μώρος φοδράρει θεωρητικά τα ειδολογικά ποικίλα κείμενα
παρακολουθώντας περιγραφικά και συνθετικά τα ράματα του φωτογραφικού
ποιητικού τεχνάσματος πάνω στους άξονες της αναπαράστασης του ανδρικού
σώματος και του punctum του φετίχ της μπότας, σταθερά βαριάντα του
χριστιανοπουλικού σύμπαντος, τους ενδιάθετους λόγους που αποδίδονται στα
αντικείμενα καθιστώντας τα εκτός από ορώμενα (ή μάλλον εξαιτίας αυτού)
ταυτόχρονα και ομιλούντα αλλά και τους ποιητολογικούς στοχασμούς. Η
καβαφική ηχώ των τριών φωτογραφικών ποιημάτων, επίκληση αναπόδραστη
καθώς ο «καταχθόνιος νεκρομάντης» Αλεξανδρινός αναδεικνύεται σε
καταγωγική στιγμή ταρίχευσης αλλά και μετάδοσης «το[υ] πιο τίμιο[υ] –
τη[ς] μορφή[ς]», εντάσσει τον Χριστιανόπουλο μέσω της φωτογραφικής
απαγωγής στο δωμάτιο συνήχησης λόγων του ομοερωτισμού με συγκεκριμένη
διακύμανση συντεταγμένων στις οποίες φαίνεται να αξιοθετείται
εμβληματικά η φωτογραφική ποιητική με το εξής αποτέλεσμα: «ένα μνημείο
στην αιώνια άντληση, μια ελεγεία στην αναπότρεπτη εξάντληση.»
Εν
συνεχεία, το κατοπτρικό ζεύγος ποιητικό μέλος/ μελοποιημένη ποίηση δεν
αποκαλύπτεται ως μια φιλολογικά ανυπεράσπιστη περιοχή, ήδη από τον
ονομαστικό προσδιορισμό του αρχαϊκού είδους της «λυρικής ποίησης», στους
προβηγγιανούς τροβαδούρους του μεσαίωνα και στην «καθαρή», με διαθέσεις
εξαΰλωσης, ποίηση των συμβολιστών έως τους μοντερνιστικούς
πειραματισμούς του μεσοπολέμου που θα παίξουν ολόκληρα μυθιστορήματα
πάνω στο πεντάγραμμο (δείγματος χάριν το Contre Temps της Μιμίκας Κρανάκη και η Eroïca
του Κοσμά Πολίτη) και τον χτύπο της γενιάς beat με τα poetry slams
μέχρι τις αυτάδελφες περιπτώσεις του Brassens και του Σαββόπουλου ακόμα
και της Patti Smith και του Bob Dylan. Ο Μώρος ενορχηστρώνει έναν
προκαταρκτικό περίπλου των μελοποιήσεων του Χριστιανόπουλου από τους
Κουγιουμτζή και Χατζηδάκι ανιχνεύοντας τα παρεμβατικά στρατηγήματα στο
ποιητικό κείμενο: ο πρώτος μέσω της αποσιώπησης, της παραφθοράς αλλά και
της εξολοκλήρου νοηματικής νοθείας αναπέμπει στην δυσωνυμία της
«ντουλάπας» την ομοερωτική δεσπόζουσα του πρωτοτύπου χάριν ή εξαιτίας
(;) της λογικής του ευπώλητου και της ανταπόκρισης του κοινού ενώ ο
δεύτερος δεξιώνεται την τεχνική του κειμενικού κέντρωνα, της συρραφής
κειμενικών αφηγηματικών ρακών από τα χριστιανοπουλικά ποιήματα
προκειμένου να κοχλιώσει την προσωπική του αφήγηση, το ίδιον «τραγούδι
της αμαρτίας», παράγωγο του ένθεν κι ένθεν μερισμού και της συνενωτικής
συγκόλλησης, που ανεμίζει το φλάμπουρο της ομοερωτικότητας. Ακολούθως,
τούτες οι χειρονομίες οι οποίες χρονομετρούν το πέρασμα του
Χριστιανόπουλο από το σημειώτικό σύστημα μιας τέχνης σε μια άλλη δεν
εξοβελλίζονται εύκολα στον ανώδυνο τόπο ενός απλού καλλιτεχνικού decorum
αλλά είναι «σημαντικές» (sémantiques) δύο αντιδιαμετρικών «πολιτικών»
στάσεων απέναντι στην ομοερωτική χρωστική του έργου του ποιητή και,
συνεπώς, αρμόζεται ως δελεαστική υπόθεση εργασίας η καταγραφή της
πρόσληψης των μελοποιήσεων, όχι με όρους σουξέ ή κριτικής αποτυχίας αλλά
μέσα από το πρίσμα που δίνει η καταστατική διαχείριση της ομοφυλοφιλίας
σε κάθε ένα από τα δύο ενδεχόμενα.
Κατόπιν,
ειδική μνεία οφείλεται στο «Χριστιανόπουλος et alii» ή στον
Χριστιανόπουλο των άλλων. Στα ταξίδια της κριτικής και στην γκάμα των
αποχρώσεων της μεταγλώσσας, λημέρια τα οποία έχει εναρκτήρια οργώσει με
την συμβολή της η εργασία του Δημήτρη Κόκορη, η μελέτη της παρούσας
συναγωγής προσθέτει ένα πετράδι θέτοντας επί συγκριτικού τάπητος της
ανθολογήσης του ποιητή από τους Ευαγγέλου, Παπαγεωργίου, Γαραντούδη,
Πίστα, Δημητράκο. Η ανθολόγηση, τεκμήριο κανονικοποίησης εντός των άλλων
του ποιητή, δεν συνιστά πράξη άδολη, εφόσον πραγματώνει το προσωπικά
επιλεγμένο βλέμμα του ανθολόγου επί του ποιητή, αλλά αγκυροβολεί σε
συγκεκριμένους λιμένες εισόδου και καθηλώνει συχνά χειραγωγητικά τον
αναγνώστη της, ωστόσο, μαρτυρά από την σκοπιά της τους διασταυρωμένους ή
αποκλίνοντες κυματισμούς της πρόσληψής του. Αν το άνθος είναι η
κατεξοχήν εικονική μεταφορά του ποιήματος και στο ρήμα «λέγω»
συνακούγεται πάντα η «συλλογή» με την ετυμολογική έννοιά της (κατά πως
στο «collection » ενυπάρχει το «lego »), η συγκομιδή είναι πράξη
προσωπική και τα μπουκέτα πάντοτε φορτισμένα·εντούτοις, οι ανθοδέσμες,
προσιδιάζουσες ή λίαν απέχουσες, προσφέρουν το έλασσον δείγμα του
μείζονος ποιητικού λειμώνα.
Κορυφαία
στιγμή διαύγειας και φιλολογικής αγχίνοιας ορίζει το καταληκτικό
μελέτημα του προς διαπραγμάτευση τεύχους με την εις βάθος αποκατάσταση
του «πολύπλευρου» της σχέσης Χριστιανόπουλου-Λαπαθιώτη. Από τον κόλπο
της Διαγωνίου όπου εντοπίζεται εν πολλοίς ο βιότοπός της και με
μια ποικιλλότητα η οποία εκτείνεται από την κατάρτιση βιβλιογραφικών
καταλόγων στο serio ludere του pastiche, ο Μώρος ανασύρει και προβαίνει
στην ψηφιδωτή ανασύσταση του δικτύου που κατέχει το στάτους
γνωστού-αγνώστου, πολλάκις αναγνωρισμένου αλλά ποτέ στοιχειοθετημένου,
ενσκύπτοντας αγαπητικά εξίσου πάνω από το έργο και των δύο αλλά και με
συνδυαστική επαγρύπνηση, ακονισμένη ενημερότητα, προοπτική διάσταση και
ευρυμάθεια. Δεν πρόκειται να θίξουμε τις πλευρές του πολύεδρου που
σχηματοποιεί ο Μώρος σε μια από τις καλύτερες περιπτώσεις της
φιλολογικής του επιφάνειας αποστραγγίζοντας εδώ την πραγματική
αναγνωστική απόλαυση που πηγάζει από την μελέτη, μονάχα αξίζει να
σημειώσουμε πως σε δεύτερο πλάνο καθόλο το μήκος του βιβλίου
περιχαρακώνει έναν κύκλο ομοερωτικής πολιτισμικής δημιουργίας
(Χριστιανόπουλος, Καβάφης, Χατζηδάκις, Λαπαθιώτης) δίχως την ακτιβιστική
δέσμευση που στοχεύει την ιδεολογική πυξίδα προς συγκεκριμένο βορρά
αλλά με την περιγραφική νηφαλιότητα του μελετητή που τιμά την καντιανή
πρό(σ)κληση «sapere aude»· εν άλλοις λόγοις, σταχυολογείται υποφώσκων
ένα προκαταρκτικό «σύνταγμα της ηδονής» στου οποίου τις γεωμετρικές
αναδιπλώσεις συμμετέχει η παρούσα προσπάθεια αλλά μένει ακόμα να
αρμολογήσουμε τους δεσμούς «πέρα από αυτούς τους στίχους».
Μια «εξαιρετική περίπτωση»
Στο
προλογικό σημείωμα του βιβλίου η Σωτηρία Σταυρακοπούλου αποδίδει στον
συγγραφέα τον χαρακτηρισμό της «εξαιρετικής περίπτωσης». Ακολουθώντας το
παράδειγμα του συγγραφέα του, η παρούσα έκδοση εξέχει του μέσου όρου
δεδομένου ότι εντός του ιδιαιτέρως απαιτητικού περιβάλλοντος μιας
σχολαστικής φιλολογικής εργασιακής πολιτικής, η οποία δεν επιτρέπει την
ανωριμότητα των δοκιμών στις δοκιμασίες της, αρθρώνει έναν λόγο
φιλολογικής μελέτης με ιδιαίτερη επένδυση και επιμέλεια φροντίδας μεν,
νεότητας δε. Αν για τον Nietzsche οι φιλόλογοι είναι «φίλοι του lento»
και, συνεπώς, οι εργασίες τους χρειάζονται την ωρίμανση και το ευρυγώνιο
άνυσμα πεδίου που χαρίζει ο χρονικός κάματος και ο κοπιαστικός χρόνος,
γίνεται αντιληπτό γιατί αξίζει να σταθούμε στην περίπτωση του Μώρου η
οποία δεν στερείται καμία από αυτές τις ποιότητες παρά το νεαρό της
βιολογικής του ηλικίας. Επιπροσθέτως, το γεγονός πως μια χούφτα
μελετημάτων συνιστά μόσχευμα από διαφορετικό χρονότοπο πρώτης εμφάνισης
(δημοσιευμένα ήδη από το 2015 σε έγκυρα φιλολογικά και λογοτεχνικά
περιοδικά, όπως τα Μικροφιλολογικά, Παρέμβαση, ανθρώπινο) δεν
συντελεί στην ανισοτική απίσχανση του κειμενικού ιστού αλλά αντιθέτως
συνδράμει στην αναγνωστική σκιαγράφηση του «πορτραίτου του φιλολόγου ως
νεαρού ερευνητή», δηλονότι πρόκειται για κείμενα ορισμένα από την
ημερομηνία που τα υπογράφει τα οποία φυλλομετρούν το δρομολόγιο της
μαθητείας στην φιλολογική σκαπάνη.
Εν
κατακλείδι, αν για τον Χριστιανόπουλο «ο Καβάφης καλπάζει», ο Μώρος
κομίζει εδώ 10+1 «χριστιανοπουλικά καλπάσματα», παραλλαγές επί ενός
ποδός σε εναλλασσόμενα ρυθμικά μέτρα, δοκιμές μελετών και ταυτόχρονα
μελέτες δοκιμών, κειμενικό σώμα με μυώδη υποστηρικτικό μηχανισμό άμα και
ευλύγιστο εξακτινώνοντας τα διακυβεύματα της προβληματικής του.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μαρία Ιατρού, Η Εποχή των ισχνών αγελάδων του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ανίχνευση διακειμενικών σχέσεων, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1996.
2. Πβ. Gérard Genette, Παλίμψηστα: Η λογοτεχνία δεύτερου βαθμού, μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης, επιμ. Μαρία Στεφανοπούλου, Λίζυ Τσιριμώκου, εισαγωγή Λίζυ Τσιριμώκου, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2018.
[Ανεπτυγμένη
μορφή του κειμένου που εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του εν λόγω
βιβλίου στις 20/12/18 στο Αναγνωστήριο του Νέου Κτιρίου της Δημοτικής
Βιβλιοθήκης Κοζάνης. O Μπίλη Μητσικάκος είναι Φιλόλογος, Μεταπτυχιακός
φοιτητής Littérature Comparée στη Sorbonne Université-Faculté des
Lettres (Paris IV) και υπότροφος του Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση. Η
φωτογραφία εξωφύλλου είναι του Σπύρου Στάβερη από τη Lifo. Πρώτη
δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου