Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //
«Ποιον τίτλο θα βάζατε στην εποχή;» «Αδίστακτη εποχή.»
Ο Ανδρέας Μήτσου, ωστόσο, δεν καταδέχεται να γράψει εν θερμώ και εν συνειδήσει για την εποχή μας. Άλλωστε «Όπως το προζύμι φουσκώνει το ψωμί, ίδια μεγαλώνει και αποκτά σώμα η ιστορία σου. Ερήμην σου», επιμένει. Και η σημαντική πορεία του στην λογοτεχνία το επιβεβαιώνει και τον επιβραβεύει.
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για «Τα ανίσχυρα –ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου» το 1996, Βραβείο Γραμμάτων Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τους «Σφήκες» το 2002, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για την «Εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια» το 2016, Βραβείο Αναγνωστών (ΕΚΕΒΙ- ΕΡΤ) για τον «Κύριο Επισκοπάκη» το 2007 με τον ίδιο, ωστόσο, να επιμένει ότι «Το βιβλίο, διαλέγει κάθε φορά τους φίλους του. Να μην το ξεχνάμε: “Είμαστε η ερμηνεία μας”. Δεν μας όρισε κανείς τιμητές κάθε βιβλίου, όσους διαβάζουμε. Εραστές του προσδοκούμε να αναδειχθούμε.»
Τώρα γιατί, μετά από τόσα βιβλία, γράφουμε και ξαναγράφουμε, «Γράφουμε για να
ξεγελάσουμε, ή καλύτερα ίσως για να αναγελάσουμε το χάρο. Επιχειρούμε να αντλήσουμε το αθάνατο νερό, τον πολύτιμο χρόνο από μέσα μας. Την πιο νόστιμη μνήμη μας. Αυτό είναι το ξόρκι μας, το μόνο αποτρόπαιο του θανάτου», μας αποκαλύπτει μιλώντας στον Φιλελεύθερο. Και με αφορμή το καινούργιο βιβλίο του «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, θα ξαναδούμε το ζήτημα της γραφής και της εποχής, του καταχωνιασμένου βιώματος και της ενοχής, «το διήγημα ή το μυθιστόρημα (που) αναπαριστά την μέθοδο της αποθεραπείας σου».
Οι ήρωές του, οι γυναίκες των βιβλίων του και οι σκύλοι, οι μνήμες, και τα ανοιχτά τραύματα όλα θα έρθουν στο φως. Ας ξεκινήσουμε, όμως, όσο πιο μαλακά γίνεται…
Βαβυλωνία η εποχή μας και τα σημαντικά καλόν είναι να λέγονται απαλά και σχεδόν, ψιθυριστά, για να ακούγονται. Σε έναν κόσμο που όλοι φωνάζουν τόσο πολύ και τόσα πολλά.
-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει διήγημά σας και τι, μυθιστόρημα, κύριε Μήτσου;
Ο πυρήνας, η ψίχα της, είναι ένα βίωμα καταχωνιασμένο βαθιά μέσα σου και υποτίθεται ξεχασμένο. Κάποια χαιρέκακη στιγμή πέφτεις απρόβλεπτα πάνω του. Ανίδεος το σκαλίζεις. Και τότε ξεπηδά ένα δηλητηριώδες φιδάκι και σε τσιμπάει, η παλιά μας μνήμη ξυπνάει. Αμέσως πρέπει να αρχίσεις τα ξόρκια να ρουφήξεις, να στραγγίξεις το δηλητήριο για να καθαρίσεις. Αλλιώς χάθηκες.
Το διήγημα ή το μυθιστόρημα αναπαριστά την μέθοδο αποθεραπείας σου. Αν θα κρατήσει καιρό, αν θα χρειαστείς τη συνδρομή πολλών προσώπων για να σωθείς, οπότε στήνεται το μυθιστόρημα, ή θα ταφεί ξανά το κόκκινο φιδάκι σε χρόνο μικρότερο, με βοήθεια ελαχίστων ηρώων-αγγέλων σου, εγώ το ονομάζω, αυτή την απόπειρα συγκάλυψης, διήγημα. Όπως το προζύμι φουσκώνει το ψωμί, ίδια μεγαλώνει και αποκτά σώμα η ιστορία σου. Ερήμην σου.
Δόλιος ο συγγραφέας βυσσοδομεί, στοχεύοντας να αποπλανήσει πρώτα τον εαυτό του μετά να ξεγελάσει και τους άλλους, όσους τυχόν πάρουν χαμπάρι το κρίμα του, την ενοχή του. Στήνει ένα άλλο αφήγημα μια άλλη εκδοχή και ερμηνεία. Επομένως, αναγκαίος όρος το βίωμα, το ανοιχτό τραύμα. Μετά, όλα εξελίσσονται από μόνα τους. Η ανάδυση της ιστορίας του, η πρόσκαιρη, μάλλον, θεραπεία σου.
-Οι έλληνες συγγραφείς αγαπούν τα διηγήματα;
Υπάρχει μια καλή παράδοση στο διήγημα. Ωστόσο ευκολότερο είδος δεν είναι, σε καμιά περίπτωση. Απόσταγμα είναι το διήγημα.
-Οι έλληνες αναγνώστες;
Δεν μπορώ να το ξέρω, πάντως, και ελπίζω να μην κακοφανεί σε κάποιον, δεν με αφορούν τα γούστα των λεγόμενων αναγνωστών. Ο ίδιος είμαι ο μόνος αναγνώστης του κειμένου μου. Αν μ’ αρέσει ενδίδω σε αυτό και το προσκυνώ. Αν εγώ το αγαπήσω, θα συναντήσω τον όμορο αναγνώστη, τον αγαπώμενο. Αυτό ελπίζω. Εξάλλου η έννοια του αναγνώστη δεν υφίσταται ως δεδομένη ιδιότητα. Κάποιος αξιώνεται να αναδειχθεί ως αναγνώστης ενός συγκεκριμένου βιβλίου. Το βιβλίο, διαλέγει κάθε φορά τους φίλους του. Να μην το ξεχνάμε: «Είμαστε η ερμηνεία μας». Δεν μας όρισε κανείς τιμητές κάθε βιβλίου, όσους διαβάζουμε. Εραστές του προσδοκούμε να αναδειχθούμε.
-«Ο Ορφέας και ο Ανδρέας», έχει κάτι από σας αυτή η συλλογή; Εκτός από τον μισό τίτλο; [και το ότι είστε, βεβαίως, ο συγγραφέας]
Έχει πολλά. Πότε είμαι Ορφέας, πότε ο Ανδρέας, πότε και τα δυο μαζί, αποζητώντας εν αγώνια να συναντήσω ένα πρόσωπο με κοινή γλώσσα. Για να καταργηθεί έτσι η σιωπή μου και να αποκτήσει ένα παρηγορητικό νόημα. Σ’ όλα τα διηγήματα ό,τι επιχειρείται, να μιλήσει ο πρωταγωνιστής εκ βαθέων, σε μια γλώσσα κατανοητή και όχι συμβολική. Άμεση και καίρια. «Να μου δοθεί αυτή η χάρη».
-Γιατί επιλέξατε ο Ορφέας να είναι σκύλος;
«Γιατί υπήρξα άλλοτε, και αγόρι και κορίτσι, θάμνος, πουλί, ψάρι βουβό στη θάλασσα», θα μας απαντούσε ο Εμπεδοκλής. Συχνά δηλαδή γίνομαι σκύλος. Συχνά μιλάω με το σκύλο μου, τα λέμε οι δυο μας.
-Γυναίκες, σκύλοι, γλώσσα… άλλοι κοινοί άξονες στη συλλογή που μας διαφεύγουν;
Μνήμη (το χωριό των κουφών, ο μοχθηρός δάσκαλος, κ.α.), αναίτια ενοχή, κατ’ εξοχήν, στοχασμός επίμονος και ατελέσφορος για το χρόνο, ο έρωτας πάντα, η γυναίκα βέβαια, φόβος, λύπη, η νοσταλγία. Κι όλα μαζί.
-Κύριε Μήτσου, θυμίζει Βαβυλωνία η εποχή μας;
Για τους περισσότερους ίσως. Όχι για όσους αγαπούν. Αυτοί έχουν βρει τη δική τους κοινή-ευλογημένη γλώσσα με κάποιον συγκεκριμένο.
-Είναι κι αυτό ένα σύμπτωμα της κρίσης; Το ότι δεν μιλάμε πια την ίδια γλώσσα, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε;
Η απεγνωσμένη προσπάθεια κάθε ανθρώπου να μιλήσει είναι η ίδια, πέρα από κοινωνικά φαινόμενα και εποχές. Η κρίση, ίσως να προσφέρει περισσότερους κοινούς κώδικες για μια άλλης μορφής επικοινωνία.
-Η κρίση ωφέλησε ή έβλαψε την λογοτεχνία; Τους λογοτέχνες;
Όσοι γράφουν για την κρίση δεν μπορεί να είναι αξιόπιστοι. Είναι υστερόβουλοι και έχουν δόλιες εξωλογοτεχνικές προθέσεις-στόχους. Ωστόσο η κρίση συντείνει στη διαμόρφωση στο λογοτέχνη, και σε κάθε καλλιτεχνική συνείδηση, μιας νέας πιθανώς πρόσληψης και ερμηνείας της πραγματικότητας. Η ανάδυση κατά τη γνώμη μου αυτής της πραγματικότητας, οφείλει να είναι έμμεση και υπαινιχτική, για να συνιστά λογοτεχνική έκφραση.
-Γκαλίνα, Αλεξάνδρα, Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια, Η ελεημοσύνη των γυναικών, Ο σκύλος της Μαρία… να επανέλθουμε στις ηρωίδες σας; Οι γυναίκες στο έργο σας;
«Είσαι γύρω μου ένα θαύμα, είσαι μέσα μου ένα τραύμα», όπως το λέει ο Ρασούλης.
-Η Πάραλος, μπζιάκα, πριάρι, σκηνές από τον γενέθλιο τόπο, η ανάγκη να περισώσουμε τα τιμαλφή μας;
Η λογοτεχνία δεν λέει, είναι. Ο συγγραφέας εκθέτει τις δικές του λέξεις, τον κόσμο του. Δεν το κάνει εν συνειδήσει. Όσο πιο βαθιά σκάβει, τόσο πιο πολύτιμο πιθανώς, ορυκτό εξορύττει, όταν βεβαίως βρίσκει, όταν υπάρχει εντός του τέτοιο υλικό.
-Γι’ αυτό γράφουμε, κύριε Μήτσου; Γιατί γράφουμε;
Γράφουμε για να ξεγελάσουμε, ή καλύτερα ίσως για να αναγελάσουμε το χάρο. Επιχειρούμε να αντλήσουμε το αθάνατο νερό, τον πολύτιμο χρόνο από μέσα μας. Την πιο νόστιμη μνήμη μας. Αυτό είναι το ξόρκι μας, το μόνο αποτρόπαιο του θανάτου.
-Και τι είναι εκείνο που κάνει ειδικά εσάς με τόσα βραβεία, με τόσα βιβλία να έχετε την ανάγκη να βρεθείτε μέσα σε ένα καινούργιο βιβλίο;
Για να γλυτώσω κάθε φορά, να την σκαπουλάρω από την αιμοβόρα στιγμή, που σαν αράχνη θέλει να με τυλίξει στον ιστό της μνήμης μου, και να με κατασπαράξει, πρέπει να τακτοποιώ, να δικαιολογήσω τις οδυνηρές απώλειές μου έστω να τις σκεπάσω προσωρινά. Σαν κύματα έρχονται ξαφνικά, και για να μην πνιγώ, κολυμπάω απεγνωσμένα σε μια λευκή σελίδα που την ονομάζω θάλασσα.
-Αλήθεια, πώς είναι όταν έρχεται [ή όταν γεννιέται] η ιστορία;
Επώδυνο. Πας να το σκάσεις, να σηκωθείς και να φύγεις, και αντιλαμβάνεσαι πως δεν υπάρχει διαφυγή. Οπότε κάθεσαι κάτω και επιχειρείς να βάλεις μια στοιχειώδη τάξη στα μέσα σου. Και ζηλεύεις αφόρητα εκείνον που περνάει απέξω από το σπίτι σου στο δρόμο, έξι η ώρα το πρωί, τραγουδώντας δυνατά.
-«Όλα όσα συμβαίνουν στην αφήγησή μου έχουν συμβεί ή θα μου συμβούν. ΚΑΡΣΟΝ ΜΑ Κ ΚΑΛΕΡΣ» Κύριε Μήτσου, η Φαντασία μας είναι ζωή;
Επιλέγω αυτό το μότο, γιατί πιστεύω πως είναι αλήθεια για μένα. Τώρα ποιος κόσμος είναι ο αληθινός, ποιος ο ψεύτικος, δεν το ξέρω. Μην ξεχνάμε πάντως, πως η λέξη αλήθεια δηλώνει ετυμολογικά το αντίθετο της λήθης. Και η φαντασία ίδια με το μελάνι της σουπιάς. Θολώνει τα νερά για να ξεφύγει, να μην την δει ο ψαράς που στέκεται ορθός απέξω, με το καμάκι του πάνω στο βράχο.
-Ο κόσμος των ηρώων; Πού πάνε οι ήρωες και οι ηρωίδες μας όταν ένα βιβλίο έχει τελειώσει, έχει ολοκληρωθεί;
Μας εγκαταλείπουν σαν επαναστατημένοι έφηβοι, τους παίρνουν μετά οι άλλοι και τους περιθάλπουν, και τους υιοθετούν. Αν τυχόν όμως ξαναγυρίσουν πίσω σε μας, θα επιστρέψουν μόνο για να απαιτήσουν εξηγήσεις και να τακτοποιήσουν ανοιχτούς λογαριασμούς. Κι αυτό το απευχόμαστε. Καλύτερα να μην μας συμβεί ποτέ.
-Ποιον τίτλο θα βάζατε στην εποχή;
Αδίστακτη εποχή.
-Μια ευχή; Έγινε ήδη 2019…
Να αναβιώσουμε παλιές χαρές, από καιρό λησμονημένες.
http://fractalart.gr/andreas-mitsoy/?fbclid=IwAR0jqykvY5f_ckL3urJgy1biFJUKnEHgKekTMEYmt4p7wqoI-Lmt5aKVjTg
Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου