Του Θοδωρή Σαρηγκιόλη
Άνθρωπος με πολλές δεξιότητες, γνώσεις και ευαισθησίες ξεχώριζε στο επαρχιακό σκηνικό της Έδεσσας, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια του και πέθανε σε πλήρη ένδεια. Η μόρφωση του και οι γνώσεις του ξέφευγαν κατά πολύ από το μέσο όρο των κατοίκων της περιοχής.
Ο Παύλος Χαρτοματζίδης ένας Έλληνας της διασποράς, ζάμπλουτος κάποτε στη Ρωσία, τα ‘χασε όλα στην επανάσταση των μπολσεβίκων, αλλά κράτησε την έπαρση και την αλαζονεία της αριστοκρατικής του καταγωγής, χωρίς κανένα από τα υλικά στηρίγματα της. Για τους πολλούς υπήρξε παρεξηγημένος και γι’ αυτό παρέμεινε απομονωμένος.
Διδάχθηκε αρχαία Ελληνικά στην Τραπεζούντα, γνώριζε πέντε γλώσσες (ρωσική, τουρκική, αγγλική, γαλλική, ιταλική και στοιχεία σανσκριτικής), ενώ ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στο Νοβοροσίσκ από τον ζωγράφο Κων/νο Κουβάκιν.
Στην Έδεσσα ασχολήθηκε επαγγελματικά με την Ζωγραφική και προπολεμικά παρουσίασε έργα του σε εκθέσεις. Κατασκεύασε μόνος του φωτογραφική μηχανή, με την οποία εργαζόταν επαγγελματικά. Ήταν ο πρώτος που κινηματογράφησε την Έδεσσα, φυσιογνωμίες της πόλης, κατοίκους με τοπικές φορεσιές, χορευτικές εκδηλώσεις και την κηδεία του μητροπολίτη Κωνστάντιου. Αυτά τα κινηματογραφικά γεγονότα παρουσίασε σε ταινία που πρόβαλε στον κινηματογράφο “Βέρμιον”. Στη δεκαετία ’30 έως ’40 υπήρξε δάσκαλος στα χωριά Λουτροχώρι, Μαρίνα και Πέλλα. Πέρα των τυπικών εγκυκλίων γνώσεων δίδαξε στα αγροτόπαιδα πρακτικές και κοινωφελείς γνώσεις (δενδροκομία, μελισσοκομία, ορνιθοτροφία, σηροτροφία κ.ά. Στη διάρκεια της διδασκαλικής του θητείας συγκέντρωνε αρχαιολογικά ευρήματα, δημιουργώντας πυρήνες μελλοντικών μουσείων. Στην Πέλλα, όπου δίδαξε το σχολικό έτος 1938-39, άφησε έναν κατάλογο στην κοινότητα, στον οποίο καταγράφονται χίλια (1000) αρχαιολογικά αντικείμενα, τα οποία δυστυχώς λεηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής. Εξέδωσε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα “Το ναυάγιο του Σφιατογόρ” (εκδ. Τυπογραφείον – Βιβλιοδετείον ΦΙΣΤΑ – εν Εδέσση 1934) όπου καταγράφει τα νεανικά χρόνια της μαθητείας του σ’ ένα αγρόκτημα στο Νοβορόσισκ και την εφιαλτική εμπειρία της φυγής του από το Βατούμ προς την Τραπεζούντα, πάνω στο τιτλώνυμο πολεμικό μεταγωγικό που βυθίστηκε στη Μαύρη θάλασσα. Έκτοτε δεν ξανάγραψε λογοτεχνία, σιωπώντας και αρνούμενος να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στο χώρο των γραμμάτων, μένοντας προσκολλημένος στους ποιητές και συγγραφείς της Αθηναϊκής Σχολής. Ο Π. Χαρτοματζίδης όμως κρατούσε ημερολόγιο. Κατάλοιπα αυτών των ημερολογιακών σημειώσεων, που αναφέρονται στις δεκαετίες ’40 , ’50 και ’60, βρίσκονται στην κατοχή του φιλοπρόοδου Συλλόγου Έδεσσας “Μέγας Αλέξανδρος”. Οι καθημερινές ημερολογιακές εγγραφές γίνονταν σε μικρού σχήματος σημειωματάρια και ξεκινούν πάντα με τις ενδείξεις: Μήνας, ημέρα, πίεσις, θερμοκρασία, ουρανός, άνεμος. Στη συνέχεια περιγράφονται οι καθημερινές ενασχολήσεις του, οι προστριβές με την μητέρα και τον πατέρα του, γίνονται αναφορές στην επικρατούσα πολιτική, πολεμική, κοινωνική κατάσταση, με τις ανάλογες κρίσεις για γεγονότα και πρόσωπα. Συναντούμε, επίσης, καταγραφές ονείρων, όπου εκεί η γραφή του αγγίζει τη λογοτεχνία και συχνά εμφανίζονται λυρικές παράγραφοι, απόρροια της ευαισθησίας και της παρατηρητικότητας του, αλλά και της ανάγκης φυγής από τη μίζερη καθημερινότητα. Από την ανάγνωση των ημερολογιακών σημειώσεων του προκύπτει μία αίσθηση πολυπραγμοσύνης, ενός homo universalis, που το ασφυκτικό επαρχιακό περιβάλλον και η ταραχώδης οικογενειακή ατμόσφαιρα δεν αφήνουν να εκφρασθεί αβίαστα. Είναι κυρίαρχο ένα αίσθημα του ανεκπλήρωτου των επιθυμιών του, που σε συνδυασμό με την πρόσδεση και εξάρτηση από την οικογένεια του τον κρατούν στην Έδεσσα, όπου σιγά-σιγά αυτοεγκλωβίζεται και περνά στο κοινωνικό περιθώριο. Τα περιεχόμενα των ημερολογίων του πιστεύουμε πως έχουν το ενδιαφέρον και την σημασία που έχουν, κάποτε, τα φαινομενικώς ασήμαντα πράγματα. Εν κατακλείδι, ο Π. Χαρτοματζίδης, παρά την ευρύτητα των κλασικών σπουδών και γνώσεων του, δεν έκανε εκείνο το άλμα, που θα τον οδηγούσε σε μία κορύφωση, σ’ έναν έστω από τους τομείς γνώσης ή ταλέντου που διέθετε. Παραμένοντας, έτσι, μια ιδιότυπη, πολυπράγμων και δυσπρόσιτη προσωπικότητα. Αυτά που έκανε δεν ήταν ελάχιστα, όμως δεν κορυφώθηκαν σ’ ένα έργο αναφοράς. Γι’ αυτό, η τιμή που του πρέπει ας καθορισθεί από την απόσταση του χρόνου, που ως αλάνθαστος κριτής βάζει τα πρόσωπα και τα πράγματα στη θέση τους. Σημειώσεις: 1) Τα στοιχεία βιογραφίας του Παύλου Χαρτοματζίδη αντλήθηκαν από το κείμενο του Νίκου Καραμανάβη “Παύλος Χαρτοματζίδης” στο ομώνυμο αφιέρωμα εκδ. Δ. Πέλλας, Ν.Ε.Λ.Ε. Πέλλας, Φ.Ο.Ε., περιοδικό “Επί Τροχάδην”, Έδεσσα 1993, σελ. 27-28. 2) Ομιλία στην εκδήλωση για τον Παύλο Χαρτοματζίδη στην αίθουσα του Μ. Αλεξάνδρου στις 30/1/1998, χωρίς άλλες εκ των υστέρων διορθώσεις. Ο Παύλος Χαρτοματζίδης. …Έξαφνα ένας δαιμονιώδης ομαδικός πάταγος εκπυρσοκροτήσεων είχε κορυφώσει τη φρίκη και την αγωνία. Οι φλόγες είχαν πια απλωθεί στην αποθήκη των πολεμοφοδίων! Ω φρίκη! Φρίκη! Όπως μια καλοκαιρινή μέρα πάει να περάσει κανείς κοντά από τέλμα όπου οι βάτραχοι γύρω στις όχθες του ηλιάζονται ομαδικώς κ’ έξαφνα από τον κρότο των βημάτων του διαβάτη πανικόβλητοι πηδούν αλλεπαλλήλως στα νερά κι ακούγεται ένα αδιάκοπο, πλιούμ, πλιούμ, πλιούμ, έτσι κι οι ναυαγοί του Σφιατογόρ πανικόβλητοι σ’ εκείνην τη στιγμή πηδούσαν ακατάσχετοι στα μανιασμένα κύματα για να ξεφύγουν από το μοιραίο. Ολίγοι μόνον, οι ψυχραιμότεροι, κρεμάσθηκαν από σχοινιά στα τοιχώματα της πρώρας και μερικοί άλλοι καβαλίκεψαν στον πρωραίο δοκό. Ο ράφτης Ραφαήλ κάπου ξεκάρφωσε ολόκληρη μια θύρα και την κρατούσε σαν ασπίδα του Τρωικού πολέμου με όλη τη μεγαλοπρέπεια του Τελαμόνιου Αίαντα, χωρίς όμως να πάψει το μοιρολόγημα. Γύρω στο πλοίο η θάλασσα κατασκεπάσθηκε από κάθε είδους αντικείμενα, σανίδια, σχοινιά, σωσίβια, κουπιά, ρούχα, κι όπως σε φθινοπωρινή δύση βλέπει κανείς μέσα στο κιτρινόχρωμο χωράφι άφθονα και κιτρινόπυρρα πεπόνια, έτσι και σ’ εκείνην τη στιγμή μέσα στο μαύρο φόντο της νύχτας και στη φρικτή μαρμαρυγή των κυμάτων φαίνονταν κιτρινόπυρρα από τη λάμψη των φλογών τα κεφάλια των ζωντανών ή των πνιγμένων ναυαγών μέσα στη θάλασσα. Εδώ έβλεπες ανθρώπους που πάλευαν με τα πελώρια κύματα, εκεί κουπιά αδέσποτα και παρεκεί άλλη φρικτότερη τραγωδία. (Παύλος Χαρτοματζίδης, απόσπασμα από “Το ναυάγιο του Σφιατογόρ”, σελ. 80-81) Το πρωτότυπο εξώφυλλο του βιβλίου. …Ο κύριος Παύλος ήταν δάσκαλος, ο αρνητής των εγκοσμίων και ο εραστής της φύσης, ο θαμώνας των παραπέρα γωνιών των καφενείων, ο απλά ντυμένος, αλλά και ο πλούσια μορφωμένος, αυτός που ήταν έτοιμος πάντα και με ήθος και με ευγένεια, αλλά και παρρησία από ένα ελάχιστο μόριο και ένα σημείο των πραγμάτων και των φαινομένων της ζωής, ν’ αρχίσει μιαν ολόκληρη ιστορία εξηγώντας τα. Ο κυρ-Παύλος ο λιθοβολημένος από τα παιδιά και την αδιάφορη κοινωνία. “Κάθε φορά που άπλωσα το χέρι να αγκαλιάσω ή να προσφέρω κάτι στον κόσμο, μου το τσάκισαν”, εξομολογήθηκε ο εγκάρδιος και απλός καλοσυνάτος, ο γηράσκων αεί διδάσκων και διδασκόμενος, ο παραδοξοφανής, ίσως, αλλά ποτέ παραδοξολόγος. Μάρκος Μέσκος, (Βιβλιοκρισία για το βιβλίο του Π. Χαρτοματζίδη, “Το ναυάγιο του Σφιατογόρ”, (1934), που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Ηχώ της Εδέσσης”).
Στην Έδεσσα ασχολήθηκε επαγγελματικά με την Ζωγραφική και προπολεμικά παρουσίασε έργα του σε εκθέσεις. Κατασκεύασε μόνος του φωτογραφική μηχανή, με την οποία εργαζόταν επαγγελματικά. Ήταν ο πρώτος που κινηματογράφησε την Έδεσσα, φυσιογνωμίες της πόλης, κατοίκους με τοπικές φορεσιές, χορευτικές εκδηλώσεις και την κηδεία του μητροπολίτη Κωνστάντιου. Αυτά τα κινηματογραφικά γεγονότα παρουσίασε σε ταινία που πρόβαλε στον κινηματογράφο “Βέρμιον”. Στη δεκαετία ’30 έως ’40 υπήρξε δάσκαλος στα χωριά Λουτροχώρι, Μαρίνα και Πέλλα. Πέρα των τυπικών εγκυκλίων γνώσεων δίδαξε στα αγροτόπαιδα πρακτικές και κοινωφελείς γνώσεις (δενδροκομία, μελισσοκομία, ορνιθοτροφία, σηροτροφία κ.ά. Στη διάρκεια της διδασκαλικής του θητείας συγκέντρωνε αρχαιολογικά ευρήματα, δημιουργώντας πυρήνες μελλοντικών μουσείων. Στην Πέλλα, όπου δίδαξε το σχολικό έτος 1938-39, άφησε έναν κατάλογο στην κοινότητα, στον οποίο καταγράφονται χίλια (1000) αρχαιολογικά αντικείμενα, τα οποία δυστυχώς λεηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής. Εξέδωσε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα “Το ναυάγιο του Σφιατογόρ” (εκδ. Τυπογραφείον – Βιβλιοδετείον ΦΙΣΤΑ – εν Εδέσση 1934) όπου καταγράφει τα νεανικά χρόνια της μαθητείας του σ’ ένα αγρόκτημα στο Νοβορόσισκ και την εφιαλτική εμπειρία της φυγής του από το Βατούμ προς την Τραπεζούντα, πάνω στο τιτλώνυμο πολεμικό μεταγωγικό που βυθίστηκε στη Μαύρη θάλασσα. Έκτοτε δεν ξανάγραψε λογοτεχνία, σιωπώντας και αρνούμενος να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στο χώρο των γραμμάτων, μένοντας προσκολλημένος στους ποιητές και συγγραφείς της Αθηναϊκής Σχολής. Ο Π. Χαρτοματζίδης όμως κρατούσε ημερολόγιο. Κατάλοιπα αυτών των ημερολογιακών σημειώσεων, που αναφέρονται στις δεκαετίες ’40 , ’50 και ’60, βρίσκονται στην κατοχή του φιλοπρόοδου Συλλόγου Έδεσσας “Μέγας Αλέξανδρος”. Οι καθημερινές ημερολογιακές εγγραφές γίνονταν σε μικρού σχήματος σημειωματάρια και ξεκινούν πάντα με τις ενδείξεις: Μήνας, ημέρα, πίεσις, θερμοκρασία, ουρανός, άνεμος. Στη συνέχεια περιγράφονται οι καθημερινές ενασχολήσεις του, οι προστριβές με την μητέρα και τον πατέρα του, γίνονται αναφορές στην επικρατούσα πολιτική, πολεμική, κοινωνική κατάσταση, με τις ανάλογες κρίσεις για γεγονότα και πρόσωπα. Συναντούμε, επίσης, καταγραφές ονείρων, όπου εκεί η γραφή του αγγίζει τη λογοτεχνία και συχνά εμφανίζονται λυρικές παράγραφοι, απόρροια της ευαισθησίας και της παρατηρητικότητας του, αλλά και της ανάγκης φυγής από τη μίζερη καθημερινότητα. Από την ανάγνωση των ημερολογιακών σημειώσεων του προκύπτει μία αίσθηση πολυπραγμοσύνης, ενός homo universalis, που το ασφυκτικό επαρχιακό περιβάλλον και η ταραχώδης οικογενειακή ατμόσφαιρα δεν αφήνουν να εκφρασθεί αβίαστα. Είναι κυρίαρχο ένα αίσθημα του ανεκπλήρωτου των επιθυμιών του, που σε συνδυασμό με την πρόσδεση και εξάρτηση από την οικογένεια του τον κρατούν στην Έδεσσα, όπου σιγά-σιγά αυτοεγκλωβίζεται και περνά στο κοινωνικό περιθώριο. Τα περιεχόμενα των ημερολογίων του πιστεύουμε πως έχουν το ενδιαφέρον και την σημασία που έχουν, κάποτε, τα φαινομενικώς ασήμαντα πράγματα. Εν κατακλείδι, ο Π. Χαρτοματζίδης, παρά την ευρύτητα των κλασικών σπουδών και γνώσεων του, δεν έκανε εκείνο το άλμα, που θα τον οδηγούσε σε μία κορύφωση, σ’ έναν έστω από τους τομείς γνώσης ή ταλέντου που διέθετε. Παραμένοντας, έτσι, μια ιδιότυπη, πολυπράγμων και δυσπρόσιτη προσωπικότητα. Αυτά που έκανε δεν ήταν ελάχιστα, όμως δεν κορυφώθηκαν σ’ ένα έργο αναφοράς. Γι’ αυτό, η τιμή που του πρέπει ας καθορισθεί από την απόσταση του χρόνου, που ως αλάνθαστος κριτής βάζει τα πρόσωπα και τα πράγματα στη θέση τους. Σημειώσεις: 1) Τα στοιχεία βιογραφίας του Παύλου Χαρτοματζίδη αντλήθηκαν από το κείμενο του Νίκου Καραμανάβη “Παύλος Χαρτοματζίδης” στο ομώνυμο αφιέρωμα εκδ. Δ. Πέλλας, Ν.Ε.Λ.Ε. Πέλλας, Φ.Ο.Ε., περιοδικό “Επί Τροχάδην”, Έδεσσα 1993, σελ. 27-28. 2) Ομιλία στην εκδήλωση για τον Παύλο Χαρτοματζίδη στην αίθουσα του Μ. Αλεξάνδρου στις 30/1/1998, χωρίς άλλες εκ των υστέρων διορθώσεις. Ο Παύλος Χαρτοματζίδης. …Έξαφνα ένας δαιμονιώδης ομαδικός πάταγος εκπυρσοκροτήσεων είχε κορυφώσει τη φρίκη και την αγωνία. Οι φλόγες είχαν πια απλωθεί στην αποθήκη των πολεμοφοδίων! Ω φρίκη! Φρίκη! Όπως μια καλοκαιρινή μέρα πάει να περάσει κανείς κοντά από τέλμα όπου οι βάτραχοι γύρω στις όχθες του ηλιάζονται ομαδικώς κ’ έξαφνα από τον κρότο των βημάτων του διαβάτη πανικόβλητοι πηδούν αλλεπαλλήλως στα νερά κι ακούγεται ένα αδιάκοπο, πλιούμ, πλιούμ, πλιούμ, έτσι κι οι ναυαγοί του Σφιατογόρ πανικόβλητοι σ’ εκείνην τη στιγμή πηδούσαν ακατάσχετοι στα μανιασμένα κύματα για να ξεφύγουν από το μοιραίο. Ολίγοι μόνον, οι ψυχραιμότεροι, κρεμάσθηκαν από σχοινιά στα τοιχώματα της πρώρας και μερικοί άλλοι καβαλίκεψαν στον πρωραίο δοκό. Ο ράφτης Ραφαήλ κάπου ξεκάρφωσε ολόκληρη μια θύρα και την κρατούσε σαν ασπίδα του Τρωικού πολέμου με όλη τη μεγαλοπρέπεια του Τελαμόνιου Αίαντα, χωρίς όμως να πάψει το μοιρολόγημα. Γύρω στο πλοίο η θάλασσα κατασκεπάσθηκε από κάθε είδους αντικείμενα, σανίδια, σχοινιά, σωσίβια, κουπιά, ρούχα, κι όπως σε φθινοπωρινή δύση βλέπει κανείς μέσα στο κιτρινόχρωμο χωράφι άφθονα και κιτρινόπυρρα πεπόνια, έτσι και σ’ εκείνην τη στιγμή μέσα στο μαύρο φόντο της νύχτας και στη φρικτή μαρμαρυγή των κυμάτων φαίνονταν κιτρινόπυρρα από τη λάμψη των φλογών τα κεφάλια των ζωντανών ή των πνιγμένων ναυαγών μέσα στη θάλασσα. Εδώ έβλεπες ανθρώπους που πάλευαν με τα πελώρια κύματα, εκεί κουπιά αδέσποτα και παρεκεί άλλη φρικτότερη τραγωδία. (Παύλος Χαρτοματζίδης, απόσπασμα από “Το ναυάγιο του Σφιατογόρ”, σελ. 80-81) Το πρωτότυπο εξώφυλλο του βιβλίου. …Ο κύριος Παύλος ήταν δάσκαλος, ο αρνητής των εγκοσμίων και ο εραστής της φύσης, ο θαμώνας των παραπέρα γωνιών των καφενείων, ο απλά ντυμένος, αλλά και ο πλούσια μορφωμένος, αυτός που ήταν έτοιμος πάντα και με ήθος και με ευγένεια, αλλά και παρρησία από ένα ελάχιστο μόριο και ένα σημείο των πραγμάτων και των φαινομένων της ζωής, ν’ αρχίσει μιαν ολόκληρη ιστορία εξηγώντας τα. Ο κυρ-Παύλος ο λιθοβολημένος από τα παιδιά και την αδιάφορη κοινωνία. “Κάθε φορά που άπλωσα το χέρι να αγκαλιάσω ή να προσφέρω κάτι στον κόσμο, μου το τσάκισαν”, εξομολογήθηκε ο εγκάρδιος και απλός καλοσυνάτος, ο γηράσκων αεί διδάσκων και διδασκόμενος, ο παραδοξοφανής, ίσως, αλλά ποτέ παραδοξολόγος. Μάρκος Μέσκος, (Βιβλιοκρισία για το βιβλίο του Π. Χαρτοματζίδη, “Το ναυάγιο του Σφιατογόρ”, (1934), που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Ηχώ της Εδέσσης”).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου