Σ΄είδα απ΄τ΄αμπέλια ν΄ανεβαίνεις
τα κλήματα περίπαθα μπλεγμένα στις ακτίνες σου -
σ΄είδα από τα νερά τα κύματα να σε φθονούνε,
από της φυλακής το παραθύρι σου φώναξα το χαίρε,
από τους ώμους του έρωτα κι ανάμεσα από τα φιλιά,
πάνω από τους καπνούς της μάχης.
Στ΄αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα
δούλος κι αφέντης κανενός,
σ΄απόκτησα ξέροντας πως ανήκεις
σ΄όλα τα μάτια που σε βλέπουν.
("Σ΄ ΑΠΟΧΤΗΣΑ", από την ποιητική συλλογή Ουρανία, Κέδρος, 1978)
Τον περασμένο Απρίλιο (2008) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιητικών βιβλίων της Βικτωρίας Θεοδώρου.
Η έκδοση, που φέρει τον γενικό τίτλο «ΠΟΙΗΜΑΤΑ», συμπίπτει με την συμπλήρωση πενήντα και πλέον χρόνων παρουσίας της Βικτωρίας Θεοδώρου στα ελληνικά γράμματα.
Το βιβλίο αυτό, (παρά τα ανεπίτρεπτα τυπογραφικά σφάλματα που περιέχει), είναι άκρως σημαντικό, επειδή περιλαμβάνει έντεκα από τις δώδεκα συνολικά συλλογές της Βικτωρίας Θεοδώρου, πολλές από τις οποίες έχουν εξαντληθεί εδώ και δεκαετίες, έτσι που ήταν αδύνατο μέχρι σήμερα για έναν μελετητή του έργου της ποιήτριας να έχει μία συνολική εικόνα της πορείας της από το 1957 μέχρι σήμερα.
Ουσιαστικά, όμως, η σπουδαιότητα της έκδοσης συνίσταται στο ότι μας βοηθάει να δούμε αναδρομικά τον τρόπο με τον οποίο μία βασική εκπρόσωπος της «Α΄ μεταπολεμικής γενιάς», της επονομαζόμενης «Ποίησης της ήττας», βίωσε τη ματαίωση του ακριβού οράματος της γενιάς της, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η ποίησή της "αποσύρεται" από το μαρασμό της ήττας και των αποήχων της, για να αντικρίσει τη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα και ζωή, όπου το εφιαλτικό παρελθόν δεν σταματάει ποτέ να υποφώσκει.
Έτσι, βλέπουμε το ποιητικό υλικό να αντιστέκεται με βεβαιότητα στο χρόνο, αφού επιχειρεί διαρκώς μια επίπονη ανάβαση προς μια λυρική ενατένιση της ανακυκλούμενης ιστορίας του κόσμου και του ατόμου.
τα κλήματα περίπαθα μπλεγμένα στις ακτίνες σου -
σ΄είδα από τα νερά τα κύματα να σε φθονούνε,
από της φυλακής το παραθύρι σου φώναξα το χαίρε,
από τους ώμους του έρωτα κι ανάμεσα από τα φιλιά,
πάνω από τους καπνούς της μάχης.
Στ΄αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα
δούλος κι αφέντης κανενός,
σ΄απόκτησα ξέροντας πως ανήκεις
σ΄όλα τα μάτια που σε βλέπουν.
("Σ΄ ΑΠΟΧΤΗΣΑ", από την ποιητική συλλογή Ουρανία, Κέδρος, 1978)
Τον περασμένο Απρίλιο (2008) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιητικών βιβλίων της Βικτωρίας Θεοδώρου.
Η έκδοση, που φέρει τον γενικό τίτλο «ΠΟΙΗΜΑΤΑ», συμπίπτει με την συμπλήρωση πενήντα και πλέον χρόνων παρουσίας της Βικτωρίας Θεοδώρου στα ελληνικά γράμματα.
Το βιβλίο αυτό, (παρά τα ανεπίτρεπτα τυπογραφικά σφάλματα που περιέχει), είναι άκρως σημαντικό, επειδή περιλαμβάνει έντεκα από τις δώδεκα συνολικά συλλογές της Βικτωρίας Θεοδώρου, πολλές από τις οποίες έχουν εξαντληθεί εδώ και δεκαετίες, έτσι που ήταν αδύνατο μέχρι σήμερα για έναν μελετητή του έργου της ποιήτριας να έχει μία συνολική εικόνα της πορείας της από το 1957 μέχρι σήμερα.
Ουσιαστικά, όμως, η σπουδαιότητα της έκδοσης συνίσταται στο ότι μας βοηθάει να δούμε αναδρομικά τον τρόπο με τον οποίο μία βασική εκπρόσωπος της «Α΄ μεταπολεμικής γενιάς», της επονομαζόμενης «Ποίησης της ήττας», βίωσε τη ματαίωση του ακριβού οράματος της γενιάς της, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η ποίησή της "αποσύρεται" από το μαρασμό της ήττας και των αποήχων της, για να αντικρίσει τη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα και ζωή, όπου το εφιαλτικό παρελθόν δεν σταματάει ποτέ να υποφώσκει.
Έτσι, βλέπουμε το ποιητικό υλικό να αντιστέκεται με βεβαιότητα στο χρόνο, αφού επιχειρεί διαρκώς μια επίπονη ανάβαση προς μια λυρική ενατένιση της ανακυκλούμενης ιστορίας του κόσμου και του ατόμου.
Πρόκειται για μια ποίηση δίχως ίχνος ομφαλοσκόπησης, ναρκισσισμού ή εντυπωσιασμού, μια ποίηση βαθιά ουμανιστική και λειτουργική, στην οποία το λιτό κι απέριττο αισθητικό κάλλος της μορφής αντιστοιχεί απόλυτα με το περιεχόμενο, με τις ιδέες δηλαδή της ποιήτριας για ένα κόσμο καλύτερο κι ειρηνεμένο.
Με αυτή την έννοια, η αναμφισβήτητη ελληνικότητα της ποίησης της Βικτ. Θεοδώρου, φαίνεται να λειτουργεί ως σύμβολο έκφρασης ενός πανανθρώπινου ιδανικού, έτσι που καθίσταται οικουμενική, πολύτιμο εγχειρίδιο στον οποιοδήποτε σκεπτόμενο πολίτη του κόσμου για καθημερινή χρήση αντίστασης και πάλης στον αγώνα για προσωπική αξιοπρέπεια και συλλογική ελευθερία.
Εργοβιογραφία Βικτωρίας Θεοδώρου
Η Βικτωρία Θεοδώρου γεννήθηκε στα Χανιά το 1926 από μητέρα κρητικιά και πατέρα σερβοέλληνα αγιογράφο. Είναι απόφοιτος του φιλολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από το 1942 οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 1948 διαδοχικά στη Χίο, το Τρίκερι και την Μακρόνησο.
Το 1952 αφέθηκε ελεύθερη ως "αδειούχος εξόριστη"μετά από ενέργειες του Χαρίδημου Σπανουδάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε αργότερα (1955), αφού προηγουμένως ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο, τις οποίες είχε αναγκαστικά εγκαταλείψει. Το 1956 απέκτησε τις δίδυμες κόρες της Ειρήνη και Μαρία.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1957 με ποιήματά της που δημοσιεύτηκαν στην "Επιθεώρηση Τέχνης".
Έκτοτε δημοσίευσε 12 ποιητικές συλλογές και 4 πεζά, στους πλέον έγκριτους εκδοτικούς αθηναϊκούς οίκους :
"Ποιήματα" (Εγκώμιο) 1957, "Κατώφλι και παράθυρο" 1962, "Βορεινό Προάστειο" 1966, "Το λαγούτο" 1971, "Η εκδρομή" 1973, "Ουρανία" 1978, "Άρειος Ύπνος" 1983, "Η νυχτωδία των συνόρων" 1986, "Μειλίγματα" 1990, "Χρονικό" 1994, "Ευνοημένοι" 1998, "Καταλόγι για τον μάστορα" 2008, "Στρατόπεδα γυναικών" 1975, "Ο Τράϊκο" 1982, "Γαμήλιο δώρο" 1995, "Οι δεσποινίδες της οδού Λαμψάκου" 2005.
Έργα της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, σερβικά, ρωσικά, ισπανικά, κ.α. ενώ στο μεταφραστικό της έργο περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων ανθολογίες γαλλόφωνης ποίησης καθώς και ανθολογίες σλαυόφωνων ποιητών.
Στην πολύτομη "Ανθολογία του Αίμου" που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις "Φίλων του περιοδικού ΑΝΤΙ" η Βικτωρία Θεοδώρου έχει μεταφράσει τους σημαντικότερους ποιητές της Πρώην Γιουγκοσλαυϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, μεταξύ των οποίων, τον μάρτυρα της Αντίστασης και εθνικό ποιητή της Π.Γ.Δ.Μ. Κόστα Ράτσιν.
Από το 1942 οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 1948 διαδοχικά στη Χίο, το Τρίκερι και την Μακρόνησο.
Το 1952 αφέθηκε ελεύθερη ως "αδειούχος εξόριστη"μετά από ενέργειες του Χαρίδημου Σπανουδάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε αργότερα (1955), αφού προηγουμένως ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο, τις οποίες είχε αναγκαστικά εγκαταλείψει. Το 1956 απέκτησε τις δίδυμες κόρες της Ειρήνη και Μαρία.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1957 με ποιήματά της που δημοσιεύτηκαν στην "Επιθεώρηση Τέχνης".
Έκτοτε δημοσίευσε 12 ποιητικές συλλογές και 4 πεζά, στους πλέον έγκριτους εκδοτικούς αθηναϊκούς οίκους :
"Ποιήματα" (Εγκώμιο) 1957, "Κατώφλι και παράθυρο" 1962, "Βορεινό Προάστειο" 1966, "Το λαγούτο" 1971, "Η εκδρομή" 1973, "Ουρανία" 1978, "Άρειος Ύπνος" 1983, "Η νυχτωδία των συνόρων" 1986, "Μειλίγματα" 1990, "Χρονικό" 1994, "Ευνοημένοι" 1998, "Καταλόγι για τον μάστορα" 2008, "Στρατόπεδα γυναικών" 1975, "Ο Τράϊκο" 1982, "Γαμήλιο δώρο" 1995, "Οι δεσποινίδες της οδού Λαμψάκου" 2005.
Έργα της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, σερβικά, ρωσικά, ισπανικά, κ.α. ενώ στο μεταφραστικό της έργο περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων ανθολογίες γαλλόφωνης ποίησης καθώς και ανθολογίες σλαυόφωνων ποιητών.
Στην πολύτομη "Ανθολογία του Αίμου" που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις "Φίλων του περιοδικού ΑΝΤΙ" η Βικτωρία Θεοδώρου έχει μεταφράσει τους σημαντικότερους ποιητές της Πρώην Γιουγκοσλαυϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, μεταξύ των οποίων, τον μάρτυρα της Αντίστασης και εθνικό ποιητή της Π.Γ.Δ.Μ. Κόστα Ράτσιν.
Ο γενέθλιος τόπος της πoιήτριας (Χανιά, 1926)
Μικρό ανθολόγιο και εισαγωγή στην ποίηση της Βικτωρίας Θεοδώρου
ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Οι γονείς μου σαν από κάποια επιταγή
κατέβηκαν από ορεινά χωριά για να με γεννήσουν στ΄ακρογιάλι.
Εκεί, πίστευαν, ο σπόρος τους θ΄αναπτυχθεί καλός
και θ΄αρτυθεί με το αλάτι και με το ρυθμό.
Πουλιά της θάλασσας νηπιαγωγοί μου, ψάρια αθώα
- Άργησα πολύ να μιλήσω δεν ήθελα να πω τ΄όνομά μου –
και δάκρυα της μητέρας μου πολλά στις Δρίμες για να μου δώσουνε φωνή.
Ωστόσο, μέσα από δύσβατα όνειρα
κατόρθωσα ν΄απαλλαγώ από το κατσικίσιο πόδι μου
και να πάω με τους ανθρώπους.
Αλλά είμαι καταδικασμένη ν΄ακούω τον αυλό τους
και να ιστορώ τη φυγή και την προσφυγή εκείνων των κυνηγημένων.Στο τάγμα της Μνήμης υπηρετώντας.(Η νυχτωδία των συνόρων, 1986)Πενήντα ένα χρόνια μετά την εμφάνισή της στα γράμματα, το ποιητικό έργο της Βικτωρίας Θεοδώρου συνεχίζει να εγγράφεται ως σταθερή λογοτεχνική αξία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις χώρες στις οποίες διαρκώς μεταφράζεται.
Δώδεκα ποιητικές συλλογές, τέσσερα πεζά, δεκάδες σκόρπια ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και ανέκδοτα κείμενα, είναι ο καρπός της αδιάλειπτης παρουσίας μιας αντιπροσωπευτικής εκπροσώπου της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, της επονομαζόμενης «γενιάς της Ήττας», μιας περιόδου ακόμα ανοιχτής στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
ΤΣΑΚΙΖΩ ΤΙΣ ΛΙΑΝΕΣ ΕΛΙΕΣ
Τσακίζω τις λιανές ελιές και συλλογίζομαι
όσά ΄τανε να γίνουν κι απομείναν
σύννεφα, όπου δεν ρίξαν τη βροχή
παρά τα σκόρπισεν ενάντιος άνεμος.
Θα τις γλυκάνω με το βρυσικό νερό
με τ΄άλλαγμα η πικράδα τους θα φύγει
μάραθο και λεμόνι θα τους βάλλω να ευωδιάσουνε
Μα η πίκρα η δικιά μου πως γλυκαίνει;
Ωσάν την πράσινην ελιά να με τσακίζανε
δεν θα ΄φευγα με τους προσκυνημένους.(Κατώφλι και παράθυρο, 1962)Από την πρώτη συλλογή της Εγκώμιο (1957), μέχρι την τελευταία Καταλόγι για το μάστορα (2008) η Βικτωρία Θεοδώρου ανακαλεί επιτακτικά, ως χρέος στο εγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι, τους αφανείς συντρόφους, χρησιμοποιώντας ακριβή βιογραφικά στοιχεία· απόδειξη δηλαδή ότι οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν, ότι δεν ήσαν φάσματα του ποιητικού μύθου. Οδηγός της ποιήτριας είναι το ηρωικό πνεύμα συναγωνιστών της, όπως η Βασιλική Κ., λίγο πριν εκτελεστεί στη διάρκεια του Εμφυλίου από την δεξιά αντίδραση του τόπου :
ΒΑΣΙΛΙΚΗ Κ.
Ας ήμουν άξια να ΄στηνα τραγούδι
μεγάλο, ωσάν καράβι αρματωμένο
άφοβο του καιρού.
Τραγούδι για την ομορφιά σου, για τα νειάτα σου
και για τη μοναξιά σου,
και να ειπώ :
Το πώς εδέχτης ν΄αποθάνεις και δεν έρριξες
βλέμμα για τον Απρίλη πικραμένο
το πώς σηκώθηκες μονάχη σου
και στάθηκες μ΄ολάνοιχτα τα μάτια.
Μπροστά σου εφτά τουφέκια
πίσω σου το χάραμα
με τα τριαντάφυλλα και με τους κρόκους,
τι σούδινε κουράγιο, τι σε φτέρωνε
τι κύταζαν τα μάτια σου πέρα-μακριά
κι ήτανε τόσο ξάστερο το μέτωπό σου
ποιαν Ευτυχία, ποιαν Άνοιξη είδες να ξημερώνει
πίσω από τα τειχιά κι από τα σίδερα.
Γίνε οδηγός μου πνέμα ηρωϊκό!
Κάνε ν΄αστράψει και για μένα αναλαμπή
από τη φλόγα που σε συνεπήρε.(Ποιήματα, (Εγκώμιο) 1957)Η ποιητική συνεισφορά στην ανασύσταση της πολιτικής σκέψης είναι η Μνήμη. Με το στόμα της ποιήτριας μιλάει η φωνή των απλοϊκών γυναικών στα νησιά του μίσους που παράγγειλαν «στη γραμματισμένη» συνεξόριστή τους να ιστορήσει τα πάθη τους, αλλά και η φωνή των «αγύριστα φευγάτων» της Κατοχής και του Εμφυλίου. Τα ποιήματα αυτά της Βικτωρίας Θεοδώρου με έντονες επιρροές από την παραδοσιακή λαϊκή ποίηση του τόπου, μοιάζουν με παραλογές σύγχρονων δημοτικώντραγουδιών.
ΟΛΓΑ ΚΑΜΠΑΝΙΕΡΗ
Ένα όνειρο, μια παιδιακίσια σκανταλιά
με τις μικρές εργάτισσες μπροστά στις μηχανές
ξεχάστηκε …
Γύρισε η λουρίδα ξαναγύρισε λεπίδα και τσεκούρι αλύπητο
της χώρισε το μπράτσο.
Δεξιά της τώρα ένα μανίκι αδειανό ανεμίζει
απ΄ τα ζερβά το χέρι της το μοναχό·
με τούτο μόνο πέρασε στ΄αντάρτικο κι εβάσταξε τουφέκι
με τούτο πάλεψε τα βάσανα της φυλακής
μ΄αυτό κεντούσε τα προικιά που δεν εχάρηκε
ποτέ της …(Κατώφλι και παράθυρο, 1962)Η επώδυνη διαδικασία της αυτογνωσίας συντελείται μέσα από την απόλυτη συνείδηση της ιστορικής αλήθειας. Ουδεμία αποσιώπηση, ουδεμία οικειοποίηση.
Τα συμπεράσματα της ποιήτριας εκφράζονται με το απαιτούμενο δέος απέναντι στον Χρόνο, με την αναπόφευκτη μελαγχολία της «ακύρωσης του οράματος» αλλά και με απόλυτη εμπιστοσύνη στην ανακυκλούμενη Ιστορία του Κόσμου:
ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ
Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας μ΄αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας
Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν
Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
Χωρίς εμάς(Μειλίγματα, 1990)Δεκαετίες αργότερα, η αποσιώπηση και η απουσία των «ηττημένων» της ζωής από «την αγορά», γίνονται μουσικές νότες ουράνιων σφαιρών στον διαρκή «στρόβιλο της ύλης», με την πίστη ότι ίσως κάποτε επανέλθουν για να ηχήσουν ως νέο αίτημα μιας μελλοντικής εποχής :
ΚΥΚΛΟΣ
Όπως φύλλα θα πέσουμε απ΄τα δέντρα·
Την αίσθηση και τον καρπό εργαστήκαμε
Καλέσαμε τον άνεμο και την βροχή
Το φως και της σκιάς το δίχτυ
Την πυρκαγιά να συγκρατήσει
Στις εποχές εκθέσαμε τα μέτωπά μας.
Θλίψη καμιά. Όμως πολύ το πάθος
Της προσφοράς, η δύναμή μας αναλώθηκε νωρίς
Στα περίχωρα μείναμε.
Οι φύλαρχοι μας απομάκρυναν κι η τάφρος.
Αλλά ίσως προνόμιο η ανωνυμία
Κι η απουσία μας απ΄την αγορά.
Στον στρόβιλο της ύλης θα υπάρχουμε
Σαν ανεκπλήρωτη επιθυμία.
Η μουσική γεννάει τη μουσική.(Ευνοημένοι, 1998)Η γνώριμη απόγνωση της Α΄μεταπολεμικής γενιάς απέναντι στο ακυρωμένο όραμα ανιχνεύεται μεν και στη Βικτωρίας Θεοδώρου πλην όμως η ποιητική της αποσύρεται περήφανα από το μαρασμό της ήττας και των αποήχων της.
Με τον τρόπο αυτό το ενδιαφέρον για το έργο της δεν καθίσταται απλά γραμματολογικό. Κυρίως γιατί το ποιητικό υλικό αντιστέκεται με θαυμαστή βεβαιότητα, επιχειρώντας μια επίπονη ανάβαση προς μια λυτρωτική λυρική ενατένιση του κόσμου και της ζωής :
ΑΝΕΜΟΣ ΑΟΚΝΟΣ
Δεν έχω φόβο πια κανένα
Μέσα μου υπάρχουν
οι φόβοι μ΄όλα τους τα πρόσωπα
Η φλούδα μου σκληρή – χυμοί στο βάθος
Ιδανική εποχή ποτέ μη δύσεις
Άνεμος άοκνος σκορπάει
τη σκόνη μου στα πεύκα στρόβιλος
την ανεβάζει εκεί απ΄όπου επάρθη
φυσάει τον αναμμένο Αρκτούρο
Ήσουν η δημιουργία κάποτε θάλασσα για μένα
ήσουν ο Ωκεανός πριν δω πριν μαθητεύσω
στων άστρων το δρυμό –
πριν να γνωρίσω των αριθμών το ρίγος(Μειλίγματα, 1990)Ο στίχος πυρπολεί, γιατί η ποιήτρια εκπέμπει από βαθιά θεμέλια και αιμορραγεί λέξεις πλασμένες από «γη και ουρανό», «θάνατο και ελευθερία», «αξιοπρέπεια και περηφάνεια» · όχι μόνο στον απολογισμό του αδικαίωτου αγώνα, αλλά και σ΄εκείνον των μετέπειτα προσωπικών επιλογών :
ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΖΗΤΩ
Την αρμονία ν΄ακούσω ζητώ
τη μουσική της γαλήνης
όπως απ΄τα λιβάδια ακούγεται
την ώρα που τ΄άστρα δακρύζουν
και την πρωινή πάχνη υφαίνουν.
Τότε αναδείχνεται του αγκαθιού το φύλλο
σαν ασημένιο κέντημα πάνω στο χώμα
η εύνοια τ΄ουρανού προσγειώνεται
και προστατεύει τον ύπνο του σπόρου.
Άγια τα γήινα, μα εγώ έχω κινήσει
για των ερωτημάτων τους κόσμους,
διάλειμμα στη θλίψη η περιέργειά μου.
Ανία της έντασης
πλήξη των σχέσεων και πλήξη της μοναξιάς
να ξεφύγω θέλω και να φύγω ακμαία,
με τη γύρη των άστρων ν΄αφομοιωθώ.
Νεφέλη πάνω απ΄το κάστρο αυτό να με σηκώσει.
(Ουρανία, 1978)Στο σημερινό ιστορικό γίγνεσθαι η Βικτωρία Θεοδώρου στέκεται σκεπτική περισσότερο από ποτέ για την εύθραυστη ειρήνη του κόσμου. Αναστηλώνει τη Μνήμη και άλλων συντρόφων μας, όπως είναι ο Κόστα Ράτσιν, εθνικός ποιητής-μάρτυρας της Αντίστασης κατά του φασισμού στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, απ΄όπου κατάγεται ο πατέρας της.
Σαν άυπνη και αγέραστη ιεροφάντις αγαθού πνεύματος, αντίκρυ στα χαοτικά ιδεολογικά άρματα που δηλητηριάζουν δύο λαούς, συγκοινωνούς της Αλήθειας, η ποιήτρια πράττει ακόμα μια φορά το χρέος της απέναντι στην έννοια της Ελευθερίας.
ΤΟΠΙΟ Β΄
Είδα το Βέλες
από τα χιόνια του να φέγγει
στους γυμνούς λόφους κρατημένο
όπως παιδί στης μάνας του το στήθος
ώρα πολέμου, ώρα αποκλεισμού.
Στάζουν οι στέγες του και κρύσταλλα
ματώνουν το μουντό πρωί
στις ράγες στο σταθμό χειμώνας
στους ώμους του Άγγελου το χιόνι.
Τον Κόστα Ράτσιν
είδα να ταλαντεύεται να πέφτει
καθώς πουλί, την τουφεκιά ν΄αντιλαλεί
να τον θρηνούν του Λόπουσνικ οι οξιές
όχι στον ύπνο μου – ύπνο δεν έχω.
Το Βέλες σκέφτομαι
κι αυτόν τον μοιρασμένο ποταμό του
που παρασύρει ατάραχος τους ρύπους
περιφρονά τις έριδες, τις βίζες.
Ενωτικός, αγαθοδαίμων.(Ευνοημένοι, 1998)
***********************************************************************************
Υ. Γ. Το κείμενο που ακολουθεί με τίτλο " Σ΄αυτούς που δόθηκε το χάρισμα κι η μοίρα …" του Κώστα Νταντινάκη δημοσιεύτηκε ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας της Ποίησης 2008 στην εφημερίδα "Χανιώτικα Νέα". Στην εκδοχή που ακολουθεί, το κείμενο παραδίδεται αυτούσιο, με μόνη αλλαγή την αντικατάσταση του ποιήματος της Βικτωρίας Θεοδώρου "Όλγα Καμπανιέρη" με το ποίημα "Παλιό τραγούδι". Το ποίημα "Όλγα Καμπανιέρη" δημοσιεύεται σε άλλο σημείο του παρόντος blogspot. Το "Παλιό τραγούδι" αναφέρεται στη διαπόμπευση της Ηρωίδας της Αντίστασης Μαρίας-Βαγγέλας Κλάδου, κατά την διάρκεια του Εμφυλίου, στην γέφυρα του Κλαδισού ποταμού, ο οποίος ρέει δυτικά της πόλης των Χανίων.
***********************************************************************************
Σ΄αυτούς που δόθηκε "το χάρισμα κι η μοίρα"
Σαν βρεις στο δρόμο σου το γόρδιο δεσμό,
δε γίνεται να στρίψεις πια
δεξιά, αριστερά ή και πίσω ακόμα,
προσποιούμενος άλλο ταξίδι.
Δεν σου μένει άλλη επιλογή από τη λύση
των μπερδεμάτων του πανάρχαιου κόμπου.
Οσαδήποτε μάγια ή ξεραμένα δάκρυα
κι αν κρύβει στους κύκλους του.
Οσηδήποτε ζωή ή θάνατο
κι αν χρειαστείς στο σταθμό του.
ΜΑΡΙΑ ΠΡΙΠΑΚΗ
H φετινή Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης συνέπεσε με την τεσσαρακοστή ημέρα από την αναχώρηση του ποιητή Γιώργη Μανουσάκη. Όσο κι αν πρόκειται για καθαρή σύμπτωση, η αγάπη μου για την ποίησή του θέλει να ερμηνεύσει το τυχαίο αυτό γεγονός ως ένα κλείσιμο ματιού του Χρόνου, ο οποίος εργάζεται ακριβοδίκαια και με καθόλου κοσμικά κριτήρια, για το πέρασμα ενός δημιουργού προς την Αθανασία.
Παίρνοντας αφορμή από αυτή την συγκυρία θα ήθελα να αναφερθώ αφενός στη σχέση των ποιητών που «γέννησαν» τα Χανιά με τον ίδιο τους τον τόπο, αφετέρου να διατυπώσω την προσωπική μου άποψη σε θέματα που σχετίζονται με την ποίηση, όπως είναι η δύσκολη και προβληματική σχέση του αναγνωστικού κοινού της πόλης με τον έμμετρο λόγο, η παρουσία πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών στα Χανιά, η αντιποιητική εποχή που διανύουμε, κ. ά.
Συχνά διαβάζουμε ή ακούμε ότι ο τάδε τόπος «γέννησε», «έβγαλε» ή «μας έδωσε» τον τάδε ποιητή. Οι συμπολίτες του διεκδικούν να τους αναγνωριστεί ένα είδος συμμετοχής στην «ανάδειξη» του ένδοξου συμπατριώτη τους.
Εξυπακούεται βέβαια ότι κανείς ποιητής δεν «ανήκει» στον γενέθλιο τόπο του. Οι ποιητές, όπως άλλωστε και οι εκπρόσωποι των άλλων Τεχνών, οι στοχαστές, οι επιστήμονες και οι αγωνιστές ανήκουν στην ανθρωπότητα, εφόσον έχουν ως κοινό ιδανικό την υπεράσπιση και εξύψωση στο «κατ’ εικόνα» της Δημιουργίας κάθε ιδέας και οντότητας μέσα στο σύμπαν.
Ωστόσο δεν αρκεί μόνο του το γεγονός να έχει γεννηθεί ένας ποιητής σ΄ένα τόπο ώστε να κλέψει η πόλη λίγη από τη δόξα του. Ποτέ δεν είπε κανείς ότι το Ηράκλειο έβγαλε έναν Ελύτη, επειδή έτυχε να γεννηθεί εκεί ο ποιητής. Ο γενέθλιος τόπος, πρωτίστως, πρέπει να έχει συμμετάσχει στο έργο του ποιητή, είτε με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία έζησε, είτε με την ιστορία του. Κλασσικά παραδείγματα αυτού του συλλογισμού είναι όχι μόνο η Σαπφώ και ο ζωγράφος Θεόφιλος, αιώνες αργότερα, στη Λέσβο αλλά και ο Κ. Καβάφης, ο γλύπτης Γ. Χαλεπάς, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Δ. Σολωμός και πολλοί άλλοι.
Αν δεν βρεθείς Απρίλη μήνα στις εξοχές της Ζάκυνθος, δεν θα καταλάβεις γιατί και το σκουληκάκι μπορεί να «βρίσκεται σ΄ώρα γλυκειά κι εκείνο», όπως διαβάζουμε σ΄ένα σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Το ίδιο ισχύει και για το χρυσό φως του ήλιου πάνω στις ελιές της Μυτιλήνης, έτσι όπως αυτό αποτυπώνεται στους πίνακες του Θεόφιλου. Αν δεν μελετήσεις την ιστορία της Κρήτης με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των κατοίκων της, δεν θα καταλάβεις γιατί ο Ν. Καζαντζάκης έγραψε ότι «φοβέρα θέλει κι ο Θεός για να κάνει το θαύμα του» ούτε τους ελεγειακούς στίχους της Βικτωρίας Θεοδώρου για τους σφαγμένους της Μαλάθυρος, όπου «στο σκοτεινό φαράγγι της, τ΄αστέρια δεν φέγγουνε μονάχα, παρά λαλούν με τους αγύριστα ταξιδεμένους». Αν δεν έχεις μνήμες από τα Χανιά της δεκαετίας του ΄70 για να τα συγκρίνεις με τα σημερινά, θα απορήσεις με τον στίχο που έγραψε σχετικά πρόσφατα ο Γιώργης Μανουσάκης «Στη θέση ορθώθηκε μια πόλη / σκληρή κι αγέλαστη, ύπουλη και φαντασμένη. / Σε ξένη πόλη σέρνω τώρα τη ζωή μου». Ο τόπος και ο χρόνος με τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συντεταγμένες λειτουργούν καθοριστικά για τον ποιητή από τον καιρό της νεότητάς του καθώς «μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς» του και «σχεδιάζονταν της τέχνης» του «η περιοχή».
Βικτωρία Θεοδώρου :
ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΕπάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη
τ΄άσπρα της χέρια σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια
σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη
κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει
και σκουπισμένο τον αφήνει απ΄ τ΄ αγκαθόξυλα
για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,
όσοι την παν νεκροί να την πομπέψουνε
στου Κλαδισού την ποταμιά.
Θανάτου αέρας σήκωσε τα σωθικά της
ξωπίσω της πολλοί, κι αδέλφια ακόμα, τηνε περιγελούν
και την πρησμένη της κοιλιά κεντούν μ΄ ένα καλάμι …
Τ΄ αχείλι της σκισμένο δεν σαλεύει
να δώσει πάλι δίκια απόκριση στα όσα της λέγαν
σε μας παράδωσε το μετερίζι της τιμής της.
Ήταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες
όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε την ντροπή
να δούνε τι μας καρτερεί και μας που ανταρτέψαμε
μα κείνες τήνε κλάψανε και τη μοιρολογήσανε
την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν
στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,
για θυγατέρα τους την ελογάριασαν·
με τ΄ ακριβό σταμνί του δρόμου της επλύναν
το κέρινό της πρόσωπο το παιδιακίσιο με τα δυο
γεφυρωτά της φρύδια απ΄ όπου εδιάβηκεν
η Λευτεριά με την Αγάπη για να παν αντίπερα
σ΄ άλλους καιρούς καλύτερους κι ειρηνεμένους.
Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι
παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της
και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα
να σειέται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα
κι φούντα της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.
Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής
για να της πει τ΄ αξέχαστο τραγούδι,
εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στην καλαμιά
δε τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω
σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω
μαζί με τ΄ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω …(Από τη συλλογή Βορεινό Προάστιο, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Γαβριηλίδης Αθήνα, 2008, σελ. 70 - 71)
Αναφέρθηκα στο τέλος σε δύο από τους σημαντικότερους νεοέλληνες ποιητές που γέννησαν τα Χανιά, την Βικτωρία Θεοδώρου και τον Γιώργη Μανουσάκη. Ανήκουν βέβαια σε διαφορετική ποιητική γενιά, (στην πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική αντίστοιχα), έχουν εντελώς διαφορετικό ύφος και αισθητική πνοή, αλλά τους ενώνει ένα κοινό χαρακτηριστικό : το περιβάλλον και η ιστορία της πόλης με την ευρύτερη περιοχή της έχει «αισθηματοποιηθεί» ολόκληρο μέσα τους (όπως η Αλεξάνδρεια στην ποίηση του Κ. Π. Καβάφη).
Γιώργης Μανουσάκης :
ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙΤα χόρτα θρασομάνησαν με το χειμώνα
στον κήπο και στο πλακόστρωτο
τ΄αντικρινού παλιού σπιτιού.
Τα κάγκελα γέρνουν να πέσουν.
Κάθε τόσο ξεκολλούν απ΄το γείσωμα
κομμάτια του σουβά.
Όλα είναι μουσκεμένα κι ετοιμόρροπα
σα να΄χουν μαλακώσει απ΄τη βροχή.
Χτες είδα μια στιγμή
στης πόρτας το άνοιγμα
εκείνην που επιμένει να το κατοικεί.
Των τοίχων οι ρωγμές διακλαδίζουνταν
στο πρόσωπό της, τα βρύα
είχαν απλωθεί στα χέρια της.
Ίσως και να ΄ναι ο τελευταίος χειμώνας
που στέκουντ΄όρθιοι χτίσμα κι άνθρωπος.(Από την συλλογή Άνθρωποι και σκιές, εκδόσεις Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα, 1995, σελ. 40)
Την ίδια αίσθηση, δίνουν πολλά ποιήματα και δύο μεταγενέστερων ποιητών, της Ελένης Μαρινάκη και του Λεωνίδα Κακάρογλου, οι οποίοι γεννήθηκαν επίσης στα Χανιά.
Ελένη Μαρινάκη :
ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΑΝΙΑ
ΙΙΖηλεύω που δίνεσαι σε όλους τους άλλους
με την καθημερινή σου φορεσιά.
Τη συνηθισμένη.
Εμένα με δέχεσαι μόνο με τις γιορτινές σου
γιρλάντες Χριστούγεννα – Πάσχα
έτσι για να με κάνεις να νιώθω
περπατώντας στους δρόμους σου
αιώνια ξένη.(Από την συλλογή Περνώντας βάφεσαι μπλε,
εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1987, σελ. 40)
Αν περιορίζω την αναφορά μου στους τέσσερις αυτούς ποιητές, είναι επειδή οφείλω να λάβω ως γνώμονα (τηρουμένων των αναλογιών) την πολύχρονη, επίμονη και σταθερή προσήλωσή τους στην ποίηση, σε πείσμα όλων των αντιξοοτήτων που συνεπάγεται η όλη προσπάθεια, την τόλμη να αψηφήσουν τον κίνδυνο της «έκθεσης» και τις όποιες ενδεχομένως αρνητικές ή λιγόψυχες κριτικές για το έργο τους, την αφοσίωση τελικά και την αποφασιστικότητά τους να υπηρετήσουν με το όποιο κόστος την υπέρτατη Τέχνη του Λόγου.
Λεωνίδας Κακάρογλου :
ΕΝΘΥΜΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 1969-70Πέτρινος τοίχος
Ο ιστός της σημαίας στο ένα πλάι
Κι εμείς της τελευταίας τάξης
Στ΄άλλο στριμωγμένοι
Μαζί μας
Ο καθηγητής των Μαθηματικών
Κι ο καθηγητής της Ιστορίας
Όλοι μας χαμογελαστοί
Στον καθηγητή χρόνο
Που ανυποψίαστα δουλεύει για τη σκουριά(Από την συλλογή Η συνήθεια των ημερολογίων,
εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1995, σελ. 14)
Αυτή είναι η βάση του σκεπτικού που με κάνει να μην αναφερθώ ονομαστικά στους άλλους νεώτερους ποιητές, αφού ο ακριβοδίκαιος κριτής χρόνος, θα εργαστεί και γι αυτούς.
Στο σημείο αυτό, βέβαια, κλίνω το γόνυ στην ακριβή μνήμη της Μαρίας Πριπάκη, η οποία δεν πρόλαβε να γράψει αυτά που ήθελε, άφησε όμως ένα ουσιαστικό και αξιόλογο έργο.
Την τελευταία δεκαπενταετία αυξάνεται ολοένα ο αριθμός των Χανιωτών που εκδίδουν ποιητικά βιβλία. Όλες φυσικά οι εκδόσεις, ακόμα κι αυτές που περιέχουν πρωτόλεια ποιήματα, συλλογές που βιάστηκαν ίσως να εκδοθούν, είναι καλοδεχούμενες, μέσα στην αντιποιητική εποχή που εδώ και δεκαετίες διανύουμε. Αντιποιητική εννοώ την εποχή που χαρακτηρίζεται από πενία ήθους, έλλειψη ιδανικών ή κάποιου οράματος.
Η παρουσία των νέων ποιητικών φωνών δείχνει ότι σε πείσμα των καιρών, όπου το πλησιέστερο κλαδί για ν΄ακουμπήσει ένας λυπημένος είναι δυσεύρετο, («κλαδιά σπασμένα, το αλληλέγγυο», γράφει η Κ. Δημουλά), υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να στρέφουν το πρόσωπό τους προς τον άνθρωπο για να πλουτίσουν, και όχι προς το χρήμα. Για τους ανθρώπους αυτούς, «που κοιτάζουν προς τα πάνω, ανθίζουν κάθε χρόνο οι μανόλιες» της πλατείας Δικαστηρίων «σαν άσπρες φλόγες», όπως θα έγραφε και ο αγαπημένος μου Τσέχος ποιητής Ντάλιμπορ Πέσεκ.
Με θλίψη, ωστόσο, διαπιστώνω ότι οι Χανιώτες ποιητές στους οποίους αναφέρθηκα, είναι σχεδόν άγνωστοι για την συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών τους. Τα βιβλιοπωλεία της πόλης θα διέθεταν στις προθήκες τα περισσότερα από τα έργα τους, εάν υπήρχε το ανάλογο αναγνωστικό κοινό. Αλλά και μόνο μια ματιά στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης, αρκεί, για να διαπιστώσει κανείς ότι η Ποίηση παραμένει στα αζήτητα. Βιβλία Χανιωτών δημιουργών με άκοπες, εδώ και 20 χρόνια, σελίδες, ποιητικές συλλογές που δεν υπάρχουν, αν και δεν έχουν εξαντληθεί στο εμπόριο. Η εικόνα αυτή αποδεικνύει εκτός των άλλων ότι και οι εκπαιδευτικοί της πόλης, δεν ανέλαβαν ποτέ καμία πρωτοβουλία, με αφορμή την εδώ και χρόνια θεσπισμένη Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, να αναθέσουν στους μαθητές μία εργασία πάνω στους Χανιώτες δημιουργούς. Ωστόσο, εκεί βλέπω με απορία νέους ανθρώπους να δανείζονται και να επιστρέφουν ογκωδέστατα βιβλία ελληνικής παραλογοτεχνίας, συγγραφέων που ενέκυψαν την τελευταία δεκαετία κυρίως, και τα οποία ταιριάζουν απολύτως για διασκευή στην σύγχρονη τηλεοπτική «αισθητική» της ντροπής.
Συζητώντας πρόσφατα με απόφοιτη του φιλολογικού τμήματος στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, έκπληκτος την άκουσα να υποστηρίζει, ότι «έτσι κι αλλιώς στον κόσμο δεν αρέσει η ποίηση». Έμαθα ότι στα τέσσερα χρόνια φοίτησής της, ό,τι διδάχτηκε συνοψιζόταν στο έργο του Δ. Σολωμού, και στους εκπροσώπους μιας σχολής του περασμένου αιώνα, σ΄ένα μάθημα επιλογής. Το βάρος στην νεοελληνική λογοτεχνία δίνεται, όπως μου είπε, κατά κύριο λόγο στην πεζογραφία.
Δυστυχώς, η Ποίηση τελεί «υπό διωγμό» τόσο στη χώρα μας, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου υπάρχει συνεπέστερη κυβερνητική πολιτική για το βιβλίο. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι στη Γαλλία των 60.000.000 κατοίκων θεωρείται επιτυχία εάν ένα ποιητικό βιβλίο πραγματοποιήσει πωλήσεις 1000 αντιτύπων.
Στις μέρες μας η λέξη ποίηση μοιάζει να αφορά μια τάξη αλαφροΐσκιωτων αναγνωστών που αντιστέκονται με χάρτινα σπαθιά στην επέλαση της γενικευμένης αναλγησίας.
Φαίνεται ότι ο συμπυκνωμένος λόγος φοβίζει. Ο μη ευαισθητοποιημένος αναγνώστης ζητάει, όπως και ο μη καλλιεργημένος θεατής του κινηματογράφου, δράση, σασπένς, ιστορίες. Το ακούω με θλίψη συχνά : «Μη μου πεις την υπόθεση, γιατί μετά δεν θα έχει νόημα να δω την ταινία» !
Πώς να πείσεις λοιπόν εκείνους που βλέπουν στην Τέχνη μόνο το περιεχόμενο και διόλου το κυρίως ζητούμενο, τη μορφή, (αφού τα πάντα έχουν ειπωθεί εδώ και αιώνες), ότι και στην ποίηση υπάρχει η δράση, η αφήγηση, το στοιχείο της έκπληξης; Η σχετική προσέγγιση όμως απαιτεί εσωτερική εγρήγορση και ησυχία, ζητούμενα παράταιρα για ένα διασκορπισμένο νου στην ταχύτητα των καιρών. Πώς να εξηγήσεις ότι και οι ποιητές (κυρίως αυτοί) έχουν το χάρισμα να παρατηρούν, να ερμηνεύουν και να μας μεταφέρουν την αθέατη α-λήθεια των ανθρώπων και των πραγμάτων;
Ας το πω απερίφραστα, κι ας μου συγχωρηθεί ο δογματικός τόνος, παραφράζοντας τον μέγα ποιητή : Λίγοι διαβάζουν ποίηση, ίσως επειδή λίγοι είναι αυτοί που «εκλεκτή συγκίνηση το πνεύμα τους αγγίζει»! Γιατί, αν είχαμε κατανοήσει ότι «η ποίηση μας βοηθάει να ζήσουμε αλλά και να πεθάνουμε», όπως έγραψε η κριτική για την ποίηση του Γιώργη Μανουσάκη, ασφαλώς και θα σχηματίζαμε ουρές για να προμηθευτούμε το βάλσαμό της.
Στα κείμενα που παρενείρονται μεταξύ των ποιημάτων του κεφαλαίου "Μικρό ανθολόγιο και εισαγωγή στην ποίηση της Βικτωρίας Θεοδώρου" συνεργάστηκε η φιλόλογος Κωνσταντίνα Σπηλιωτοπούλου, διδάκτωρ της Ecole Pratique des Hautes Etudes.
Ανέκδοτες μεταφράσεις ποιημάτων της Βικτωρίας Θεοδώρου. Α : από τα γαλλικά.
FLEUR DE MER (ΑΛΙΑΝΘΟΣ)
Je ne suis jamais là
je suis en mer
victime de la morsure
de la méduse, qui ensomeille.
Mon corps, mon existence sont sa proie,
mais elle me sauve au dernier moment,
comme un dauphin sauve le naufragé.
Sombres yeux
baisers luisants de la vague
la déesse qui m'a enfantée
est un piège.
Cette mer est labourée
par mon désir
elle est le creuset de mon angoisse
qui quette, silencieuse.
Barque
à laquelle j'ai confié le sentiment le plus pur,
rends-moi sain et sauf
l'enfant de mon âme.
Que ni l'Adriatique
ni le cape Malée
ni les Hyades sinistres
ne battent tes flancs,
que le ciel te guide,
signe d'un temps serein.
Navigue en paix,
sous la lune qui te protège
de la jeunesse impudente du Notus,
de la malveillance du vieillard Borée,
barque qui transportes
ma postérité.
Μετάφραση από τα ελληνικά Michel Lassithiotakis. Το ποίημα δημοσιεύθηκε στην παρισινή επιθώρηση Polyphonies, (revue semestrielle de poésie, n° 7 ) την άνοιξη του 1988.
Νέες μεταφράσεις ποιημάτων της Βικτωρίας Θεοδώρου (α΄ενότητα : γαλλικά)
Απόδοση : Κώστας Νταντινάκης / Michel Lassithiotakis
Η ΑΠΛΩΣΤΡΑ
Φυσάει αέρας στεγνωτής
κινάει τα τέλια της απλώστρας σαν τα ξάρτια,
φουσκώνει ασπρόρουχα και σκούρα μανιασμένα.
Ωσάν καράβι η αυλή μου, όπου το σπρώχνει ο άνεμος
σ΄αγνώριστα ταξίδια,
έβαλε μπρος να ξεσηκώσει τα ντουβάρια.
Σπρώχνει κι εμέ π’ απλώνω μ΄ανοιχτά τα χέρια
- έτσι λιγνή κι ανάλαφρη
σα φύλλο θα με πάρει –
και να ΄τανε να μ΄έφερνε στα πέλαγα
μακριά από τη ζωή του μόχθου και της έγνοιας.
(Κατώφλι και παράθυρο, 1962)
LE FIL A LINGE
Il souffle un vent impétueux
qui secoue les fils à linge comme des haubans,
il gonfle le linge, blanc et couleurs, furieusement.
Ma cour est devenue un bateau que le vent pousse
vers des voyages inconnus,
il s’est mis aussi à emporter les murs.
Et moi aussi, qui étends mon linge, mains ouvertes,
- mince et légère comme je suis,
il m’emportera telle une feuille –
puisse-t-il m’emporter alors vers le grand large,
loin de cette vie de labeur et d'inquiétude.
(Seuil et fenêtre, 1962)
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΩ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
Πρέπει να προφυλάξω τη μητέρα
να την προετοιμάσω για τα γηρατειά.
Την πείρα μου δεν έχει, βιάστηκε
ν΄αποδημήσει πριν ασπρίσουν
τα ωραία της μαλλιά.
Στον ύπνο μου τη βλέπω νέα
στις αρρώστιες, στις θλίψεις μου να με παρηγορεί
στους φόβους μου να με καθησυχάζει :
δεν είναι αλήθεια να με βεβαιώνει
γι αυτά που ακούς να λένε.
Θάνατος, κάτω κόσμος δεν υπάρχει
ποτέ δε συναντήσαμε το μαύρο καβαλάρη.
Αύρες είμαστε, αγέρας
στα φύλλα κατοικούμε
γι αυτό φθινόπωρο να΄σαι προσεκτική ...
(Ευνοημένοι, 1998)
IL MΕ FAUT PROTEGER LA MÈRE
Il me faut protéger la mère,
la préparer à la vieillesse.
Mon expérience, elle ne l’a pas : elle s’est hâtée
de partir avant que ne blanchissent
ses beaux cheveux.
Dans mon sommeil je la vois jeune,
me consoler dans la maladie, dans mes tristesses
apaiser mes peurs,
me rassurer en me disant
tout ce que tu entends n'est pas vrai.
La mort, le monde d'en bas n’existent pas
jamais on n'a croisé le cavalier noir.
Nous sommes des brises, du vent,
nous habitons les feuillages ;
en automne il te faut donc être prudente …
(Privilégiés, 1998)
Η ΑΠΛΩΣΤΡΑ
Φυσάει αέρας στεγνωτής
κινάει τα τέλια της απλώστρας σαν τα ξάρτια,
φουσκώνει ασπρόρουχα και σκούρα μανιασμένα.
Ωσάν καράβι η αυλή μου, όπου το σπρώχνει ο άνεμος
σ΄αγνώριστα ταξίδια,
έβαλε μπρος να ξεσηκώσει τα ντουβάρια.
Σπρώχνει κι εμέ π’ απλώνω μ΄ανοιχτά τα χέρια
- έτσι λιγνή κι ανάλαφρη
σα φύλλο θα με πάρει –
και να ΄τανε να μ΄έφερνε στα πέλαγα
μακριά από τη ζωή του μόχθου και της έγνοιας.
(Κατώφλι και παράθυρο, 1962)
LE FIL A LINGE
Il souffle un vent impétueux
qui secoue les fils à linge comme des haubans,
il gonfle le linge, blanc et couleurs, furieusement.
Ma cour est devenue un bateau que le vent pousse
vers des voyages inconnus,
il s’est mis aussi à emporter les murs.
Et moi aussi, qui étends mon linge, mains ouvertes,
- mince et légère comme je suis,
il m’emportera telle une feuille –
puisse-t-il m’emporter alors vers le grand large,
loin de cette vie de labeur et d'inquiétude.
(Seuil et fenêtre, 1962)
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΩ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
Πρέπει να προφυλάξω τη μητέρα
να την προετοιμάσω για τα γηρατειά.
Την πείρα μου δεν έχει, βιάστηκε
ν΄αποδημήσει πριν ασπρίσουν
τα ωραία της μαλλιά.
Στον ύπνο μου τη βλέπω νέα
στις αρρώστιες, στις θλίψεις μου να με παρηγορεί
στους φόβους μου να με καθησυχάζει :
δεν είναι αλήθεια να με βεβαιώνει
γι αυτά που ακούς να λένε.
Θάνατος, κάτω κόσμος δεν υπάρχει
ποτέ δε συναντήσαμε το μαύρο καβαλάρη.
Αύρες είμαστε, αγέρας
στα φύλλα κατοικούμε
γι αυτό φθινόπωρο να΄σαι προσεκτική ...
(Ευνοημένοι, 1998)
IL MΕ FAUT PROTEGER LA MÈRE
Il me faut protéger la mère,
la préparer à la vieillesse.
Mon expérience, elle ne l’a pas : elle s’est hâtée
de partir avant que ne blanchissent
ses beaux cheveux.
Dans mon sommeil je la vois jeune,
me consoler dans la maladie, dans mes tristesses
apaiser mes peurs,
me rassurer en me disant
tout ce que tu entends n'est pas vrai.
La mort, le monde d'en bas n’existent pas
jamais on n'a croisé le cavalier noir.
Nous sommes des brises, du vent,
nous habitons les feuillages ;
en automne il te faut donc être prudente …
(Privilégiés, 1998)
Προλεγόμενα του συγγραφέα Jean-Claude Villain* στη γαλλική έκδοση των ποιημάτων της Β. Θεοδώρου
Η ποίηση της Βικτωρίας Θεοδώρου αντλεί την θεματογραφία της πρωτίστως από τα προσωπικά της βιώματα, τα οποία συμπίπτουν με τη νεότητά της και συγχρόνως με την ταραγμένη ιστορία της χώρας της, όπως είναι τα δραματικά γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949).
Η ποιήτρια έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση σε πολύ νεαρή ηλικία, από το 1943, και στα δεκαέξι της χρόνια στρατεύτηκε με τις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου ενάντια στην εγχώρια εθνικιστική αντίδραση, η οποία με τη νίκη της έστειλε χιλιάδες αγωνιστές στην εξορία. ΄Ετσι, η Βικτωρία Θεοδώρου θα μείνει κρατούμενη επί πέντε χρόνια στη Χίο, το νησί του Τρίκερι και την Μακρόνησο, από τα 21 ως τα 26 της χρόνια.
Στα ποιήματα που ανθολογούμε εδώ αναδεικνύεται ανάγλυφα η περίοδος αυτή (ιδίως στις συλλογές της «Εκδρομή» και «Χρονικό»), μέσα από την λεπταίσθητη ποιητική έκφραση ενός νεαρού κοριτσιού που βρέθηκε αντιμέτωπο με τη σκληρότητα αυτού του αγώνα για ένα ιδανικό. Η μνήμη των θλιβερών περιπετειών, τόσο της ίδιας όσο και των συντρόφων της, αυξάνει την ευαισθησία και την ποιητική της διάθεση, απέναντι στο οικείο περιβάλλον, απέναντι στη φύση, το στερέωμα αλλά και στις μυθολογικές παρουσίες. Ο ίδιος λυρισμός και οι αμετακίνητες πολιτικές της θέσεις την φέρνουν αργότερα κοντά στους μετανάστες οι οποίοι τα τελευταία χρόνια γέμισαν την Ελλάδα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Μέσα από αυτούς η ποιήτρια αναγνωρίζει τόσο την διαχρονική μορφή του κατατρεγμένου συνανθρώπου της όσο και τα διαψευσμένα ιδανικά που την συνεπήραν στη νιότη της.
Στην ανθολογία των ποιημάτων που επιχειρήσαμε, παρά τον αναπόφευκτα αποσπασματικό χαρακτήρα της, διαφαίνονται καθαρά τα θέματα αυτά που σημαδεύτηκαν από την Ιστορία. Δεν θα κατανοήσει κανείς εύκολα το συνολικό εγχείρημα παρά μόνο αν διακρίνει στο σύμπαν της ποιήτριας τον τρόπο με τον οποίο η τραγικότητα των γεγονότων μόρφωσε βουλές της ποιήσεώς της και σχεδίασε της Τέχνης της την περιοχή : Λιτότητα, περιεκτικότητα και σπάνια εκλέπτυνση είναι τα υφολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το λόγο της ποιήτριας. Οι πληγές δεν έσβησαν το χαμόγελό της κι η πίκρα δεν της στέρησε τη διαύγεια του νου, αλλά αντίθετα προσέδωσαν στη μορφή της μια χαρούμενη γαλήνη. Ίσως αυτά να είναι η αμοιβή για τη γενναιοδωρία της ψυχής της κι εκεί ακριβώς να έγκειται η ιδιαίτερη έκφραση της χάρης της.
Έτσι η Βικτωρία Θεοδώρου φαίνεται να δικαιώνει διπλά το όνομά της : Αφενός επειδή νικητής αποφαίνεται εκείνος που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων όταν η Ιστορία έχει πλέον γραφτεί. Αφετέρου επειδή με τη στάση ζωής της η ποιήτρια δικαίωσε εκείνους που της έδωσαν αυτό το όνομα, και ειδικά τη μητέρα της, ένα ζωντανό παράδειγμα αγάπης για κείνην, μια γυναίκα με σιωπηλό σθένος, διακριτική αυταπάρνηση και κυρίως σεμνότητα.
(απόδοση / προσαρμογή, Κ. Νταντινάκης)
*Η μετάφραση των ποιημάτων έγινε από τον Jean Claude Villain και την Constance Dima. Το βιβλίο με τίτλο "Victoria Théodorou, Poèmes choisis" κυκλοφόρησε το 2001 στο Παρίσι από τις εκδόσεις L’HARMATTAN στη σειρά Poètes des cinq continents με εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο Ράλλης Κοψίδης.
Η γενέθλια πόλη μου
Της Βικτωρίας Θεοδώρου
Η Κρήτη (η Κρατακή) είναι μια ήπειρος με όλα της τα κλίματα και τα υψόμετρα, με όλα τα χρώματα και τα είδη. Πρώτη πόλη, από τα δυτικά είναι τα Χανιά, η δική μου πρωτεύουσα. Εκεί γεννήθηκα κάποτε (εκτός χρόνου) γιατί όλα για μένα είναι παρόντα και σημερινά. Η πόλη δεν βρίσκεται στα σύννεφα - δεν είναι η ευδαίμων Νεφελοκοκκυγία. Είναι κτισμένη στο μυχό του πλατειού ανοιχτού κόλπου της Κυδωνίας, πάνω στα θεμέλια της αρχαίας Κυδωνίας. Γνωστό πως την έκτισαν Ενετοί σε σχήμα ορθογώνιο που ακολουθεί το σχήμα του κόλπου, με τείχη, πύργους και βαθειά τάφρο. Το σπίτι όπου ακούστηκε το πρώτο μου κλάμα υπάρχει ακόμη στην οδό (Καπεταναίων) Χάληδων, κατεβαίνοντας αριστερά προς το Σαντριβάνι. Ήταν παλαιό. Το είχαν κατοικήσει ενετικές και τουρκικές οικογένειες πριν από μας. Η σκάλα του όρθια πολύ, ξύλινη. Το πάτωμα της τραπεζαρίας-κουζίνας στρωμένο με μαύρες πλάκες από λάβα του Βεζούβιου. Με παρόμοιες πλάκες ήταν στρωμένη και η προκυμαία. Κρατώ τ' αρώματα της πόλης μου αξεθύμαστα. Πήγαζαν από τη μεγαλοπρεπή αγορά με τη γυάλινη στέγη. Φρούτα, μπαχαρικά, ξηροί καρποί, τυριά, μέλια. Μανουσάκια (νάρκισσοι) το χειμώνα, φούλι, ζουλφαρί, γιασεμί το καλοκαίρι. Ο δυόσμος, τ' αρωματικά βραστάρια, οι καφέδες μοσχοβολούσαν και νικούσαν τις οσμές από τα κρέατα και τα αλιεύματα. Θυμάμαι την κομψότητα και το γούστο των γυναικών που στολισμένες κατέβαιναν στο κέντρο, καθισμένη έξω από το εργαστήρι του πατέρα μου, στα παπλωματάδικα.
Στα Χανιά ήκμασε μια κοινωνία ντόπια και κοσμοπολίτικη. Νέες συνοικίες απλώνονταν έξω από τα τείχη. Με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία χωρικούς από τα κατεστραμμένα, από τις πρόσφατες επαναστάσεις χωριά του Αποκόρωνα, ναυτικούς από τα Δωδεκάνησα, τεχνίτες από τη Στερεά Ελλάδα. Υπήρχαν ακόμα κατάλοιπα Τούρκων, Αιγύπτιων και Ενετών. Αρμένιοι και πολλοί Εβραίοι. Οι ποικιλία αυτή του πληθυσμού αποτυπωνόταν και στην πόλη. Στη ρυμοτομία και στην αρχιτεκτονική των οικοδομημάτων της. Ήταν δυτική και ανατολική. Οι Χανιώτες δεν ήταν μόνο για τ' άρματα. Ήταν και για τα γράμματα και για τη χαρά της ζωής, σαν απόγονοι των μινωικών Κρητών. Χορωδίες και θίασοι μελοδράματος, κονσέρτα, μαντολίνα. Θυμάμαι τον παλιό κινηματογράφο, το "Ιδαίον άντρον", τη σπηλαιώδη αίθουσά του, τις βωβές ταινίες, τους θαυματοποιούς και το κουκλοθέατρο.
Από την ταράτσα μας έβλεπα πολύ κοντά το τείχος και την τάπια, άκουγα να βουίζει η εβραϊκή συνοικία -ένας λαβύρινθος- με τα ψηλά σπίτια της, που έδινε προς το λιμάνι, όπου υψώνονταν οι πρώην κατοικίες των Ενετών και τα διοικητικά κτίρια με τους θυρεούς, τις λατινικές επιγραφές, τα δίλοβα παράθυρα και τις αίθουσες με τα μυτερά τόξα. Απέναντί μας ακριβώς η στοά της Τριμάρτυρης, που δεν υπάρχει πια, χώρος της παιδικής μου φαντασίας. Τελετές, λιτανείες, παρελάσεις, κάτω από τα παράθυρά μας. Η πομπή των ασπροντυμένων κοριτσιών στη γιορτή της Αγίας Δωρεάς, οι επιτάφιοι και τα λάβαρα της Ανάστασης ν' αστράφτουν στον ήλιο. Εορτές και επέτειοι της 25ης Μαρτίου, της Ένωσης με την Ελλάδα, του Αρκαδίου, με μουσικές εξαίσιες για την παιδική μου ακοή. Πιο άνω, το μέγαρο του Φιλολογικού Συλλόγου ο Χρυσόστομος, με την απέραντη σάλα, εστία Γραμμάτων και Τεχνών.
Μαύρα κέπια ανέμιζαν στους φανοστάτες. Ακούω το πένθιμο εμβατήριο και τον υπόκωφο λυγμό των ανθρώπων που συνοδεύουν το φέρετρο του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 24 Μαρτίου του 1936. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου η πόλη θ' αλλάξει χρώματα. Τα μαύρα κέπια θα γίνουν γαλανόλευκα και ο διπλούς πέλεκυς το έμβλημα της εποχής. Η δικτατορία θα επικρατήσει και στη φιλέορτη φιλελεύθερη πόλη μου. Δεν θα την εμποδίσει ούτε η εξέγερση του 1938, ούτε οι αντιφασιστικές εκδηλώσεις των νέων. Ο φασισμός έχει εδραιωθεί στην καρδιά της Ευρώπης και στην Ιταλία.
Μαθήτρια γυμνασίου θ' ακούσω την κήρυξη του πολέμου. Τις καμπάνες για τις νίκες του ελληνικού στρατού στην Αλβανία, τους θρήνους από τα σπίτια των θυμάτων. Τα σχολεία κλείνουν, αρχίζει ο αποκλεισμός, οι βομβαρδισμοί, η έξοδος των κατοίκων. Οι Γερμανοί κατέβηκαν ήδη στην Αθήνα. Ετοιμάζουν μέσα στο Μάη την εισβολή. Η μητέρα μου με στέλνει στα Τοπόλια της Κισσάμου μαζί με τα αδέλφια μου. Έρχεται η τρομερή ναζιστική ακρίδα. Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Τεράστια οπλιταγωγά ακουμπούν πετώντας στα κυπαρίσσια. Πολυβολούν τους χωριανούς, που αιφνιδιασμένοι στην αρχή τα νομίζουν αμερικανικά! Κι αφού σκορπίζουν το δέος και το θειάφι ρίχνουν τους αλεξιπτωτιστές κοντά μας. Αρχίζουν οι μάχες. Οι άνδρες τρέχουν προς τον κάμπο του Καστελλιού για να υπερασπιστούν τα χώματά τους. Οι άμαχοι γυρεύουν σπήλαια και χαράδρες. Τα αεροπλάνα τούς κυνηγούν. Μαίνεται ο πόλεμος στον Κίσσαμο και στο Μάλεμε. Δέκα μέρες καίγονται τα Χανιά από τις εμπρηστικές. Τα λάδια τρέχουν πύρινος ποταμός προς τη θάλασσα. Το Καστέλλι, η πλατεία Σπλάντζιας, ο ναός, τα πέτρινα αρχοντικά γύρω από το Δημοτικό Κήπο σωριάζονται. Το εμπορικό κέντρο και ο συνοικισμός των προσφύγων. Το κοιμητήριο του Αγίου Λουκά ανασκάβεται από τις βόμβες. Τρεις δυνάμεις σφυροκοπούν το λιμάνι της Σούδας και τα Χανιά. Οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και οι Άγγλοι. Στέναξαν τα επικά όρη. Οι κάτοικοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι που έπρεπε να συνεχίσουν τη δουλειά τους (και η μητέρα μας στο κλειστό σχολείο της) έτρεχαν αλλόφρονες στα "καταφύγια" με το ουρλιαχτό της σειρήνας. Ο Οβριακή ερήμωσε. Οι Εβραίοι συμπολίτες χάθηκαν, για μια "εξορία" χωρίς επιστροφή.
Ήσουν αφύλακτη μητρική μου πόλη. Πολύ ανοικτή και φιλόξενη. Κατάσκοποι σε είχαν χαρτογραφήσει. Ήξεραν την κάθε σου πέτρα. Χτισμένη στον ανοιχτό γιαλό του κόλπου, εκτεθειμένη στους πειρατές. Η Σπάθα από τα δυτικά, το πελώριο ακρωτήρι -σπαθί και τείχος- δεν σε έσωσε αυτή τη φορά. Το Μάλεμε κυριεύθηκε παρά τη λυσσαλέα αντίσταση. Οι ορδές μπήκαν στο άδυτό σου. Ανεξίκακη πόλη. Έδωσες χώμα στο Μάλεμε, στο ύψωμα 107, για να ταφούν με τιμές και γρανίτη οι κατακτητές σου. Ακόμα και σήμερα "ησυχάζουν" στον άρειο ύπνο τους. Πού είναι το μνημείο των πολιτών που σε υπερασπίστηκαν; Να φέρω λουλούδια και ελεγεία. Να προσεύχομαι για την Ειρήνη, την ευημερία σου.
(ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ - Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Η Κρήτη (η Κρατακή) είναι μια ήπειρος με όλα της τα κλίματα και τα υψόμετρα, με όλα τα χρώματα και τα είδη. Πρώτη πόλη, από τα δυτικά είναι τα Χανιά, η δική μου πρωτεύουσα. Εκεί γεννήθηκα κάποτε (εκτός χρόνου) γιατί όλα για μένα είναι παρόντα και σημερινά. Η πόλη δεν βρίσκεται στα σύννεφα - δεν είναι η ευδαίμων Νεφελοκοκκυγία. Είναι κτισμένη στο μυχό του πλατειού ανοιχτού κόλπου της Κυδωνίας, πάνω στα θεμέλια της αρχαίας Κυδωνίας. Γνωστό πως την έκτισαν Ενετοί σε σχήμα ορθογώνιο που ακολουθεί το σχήμα του κόλπου, με τείχη, πύργους και βαθειά τάφρο. Το σπίτι όπου ακούστηκε το πρώτο μου κλάμα υπάρχει ακόμη στην οδό (Καπεταναίων) Χάληδων, κατεβαίνοντας αριστερά προς το Σαντριβάνι. Ήταν παλαιό. Το είχαν κατοικήσει ενετικές και τουρκικές οικογένειες πριν από μας. Η σκάλα του όρθια πολύ, ξύλινη. Το πάτωμα της τραπεζαρίας-κουζίνας στρωμένο με μαύρες πλάκες από λάβα του Βεζούβιου. Με παρόμοιες πλάκες ήταν στρωμένη και η προκυμαία. Κρατώ τ' αρώματα της πόλης μου αξεθύμαστα. Πήγαζαν από τη μεγαλοπρεπή αγορά με τη γυάλινη στέγη. Φρούτα, μπαχαρικά, ξηροί καρποί, τυριά, μέλια. Μανουσάκια (νάρκισσοι) το χειμώνα, φούλι, ζουλφαρί, γιασεμί το καλοκαίρι. Ο δυόσμος, τ' αρωματικά βραστάρια, οι καφέδες μοσχοβολούσαν και νικούσαν τις οσμές από τα κρέατα και τα αλιεύματα. Θυμάμαι την κομψότητα και το γούστο των γυναικών που στολισμένες κατέβαιναν στο κέντρο, καθισμένη έξω από το εργαστήρι του πατέρα μου, στα παπλωματάδικα.
Στα Χανιά ήκμασε μια κοινωνία ντόπια και κοσμοπολίτικη. Νέες συνοικίες απλώνονταν έξω από τα τείχη. Με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία χωρικούς από τα κατεστραμμένα, από τις πρόσφατες επαναστάσεις χωριά του Αποκόρωνα, ναυτικούς από τα Δωδεκάνησα, τεχνίτες από τη Στερεά Ελλάδα. Υπήρχαν ακόμα κατάλοιπα Τούρκων, Αιγύπτιων και Ενετών. Αρμένιοι και πολλοί Εβραίοι. Οι ποικιλία αυτή του πληθυσμού αποτυπωνόταν και στην πόλη. Στη ρυμοτομία και στην αρχιτεκτονική των οικοδομημάτων της. Ήταν δυτική και ανατολική. Οι Χανιώτες δεν ήταν μόνο για τ' άρματα. Ήταν και για τα γράμματα και για τη χαρά της ζωής, σαν απόγονοι των μινωικών Κρητών. Χορωδίες και θίασοι μελοδράματος, κονσέρτα, μαντολίνα. Θυμάμαι τον παλιό κινηματογράφο, το "Ιδαίον άντρον", τη σπηλαιώδη αίθουσά του, τις βωβές ταινίες, τους θαυματοποιούς και το κουκλοθέατρο.
Από την ταράτσα μας έβλεπα πολύ κοντά το τείχος και την τάπια, άκουγα να βουίζει η εβραϊκή συνοικία -ένας λαβύρινθος- με τα ψηλά σπίτια της, που έδινε προς το λιμάνι, όπου υψώνονταν οι πρώην κατοικίες των Ενετών και τα διοικητικά κτίρια με τους θυρεούς, τις λατινικές επιγραφές, τα δίλοβα παράθυρα και τις αίθουσες με τα μυτερά τόξα. Απέναντί μας ακριβώς η στοά της Τριμάρτυρης, που δεν υπάρχει πια, χώρος της παιδικής μου φαντασίας. Τελετές, λιτανείες, παρελάσεις, κάτω από τα παράθυρά μας. Η πομπή των ασπροντυμένων κοριτσιών στη γιορτή της Αγίας Δωρεάς, οι επιτάφιοι και τα λάβαρα της Ανάστασης ν' αστράφτουν στον ήλιο. Εορτές και επέτειοι της 25ης Μαρτίου, της Ένωσης με την Ελλάδα, του Αρκαδίου, με μουσικές εξαίσιες για την παιδική μου ακοή. Πιο άνω, το μέγαρο του Φιλολογικού Συλλόγου ο Χρυσόστομος, με την απέραντη σάλα, εστία Γραμμάτων και Τεχνών.
Μαύρα κέπια ανέμιζαν στους φανοστάτες. Ακούω το πένθιμο εμβατήριο και τον υπόκωφο λυγμό των ανθρώπων που συνοδεύουν το φέρετρο του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 24 Μαρτίου του 1936. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου η πόλη θ' αλλάξει χρώματα. Τα μαύρα κέπια θα γίνουν γαλανόλευκα και ο διπλούς πέλεκυς το έμβλημα της εποχής. Η δικτατορία θα επικρατήσει και στη φιλέορτη φιλελεύθερη πόλη μου. Δεν θα την εμποδίσει ούτε η εξέγερση του 1938, ούτε οι αντιφασιστικές εκδηλώσεις των νέων. Ο φασισμός έχει εδραιωθεί στην καρδιά της Ευρώπης και στην Ιταλία.
Μαθήτρια γυμνασίου θ' ακούσω την κήρυξη του πολέμου. Τις καμπάνες για τις νίκες του ελληνικού στρατού στην Αλβανία, τους θρήνους από τα σπίτια των θυμάτων. Τα σχολεία κλείνουν, αρχίζει ο αποκλεισμός, οι βομβαρδισμοί, η έξοδος των κατοίκων. Οι Γερμανοί κατέβηκαν ήδη στην Αθήνα. Ετοιμάζουν μέσα στο Μάη την εισβολή. Η μητέρα μου με στέλνει στα Τοπόλια της Κισσάμου μαζί με τα αδέλφια μου. Έρχεται η τρομερή ναζιστική ακρίδα. Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Τεράστια οπλιταγωγά ακουμπούν πετώντας στα κυπαρίσσια. Πολυβολούν τους χωριανούς, που αιφνιδιασμένοι στην αρχή τα νομίζουν αμερικανικά! Κι αφού σκορπίζουν το δέος και το θειάφι ρίχνουν τους αλεξιπτωτιστές κοντά μας. Αρχίζουν οι μάχες. Οι άνδρες τρέχουν προς τον κάμπο του Καστελλιού για να υπερασπιστούν τα χώματά τους. Οι άμαχοι γυρεύουν σπήλαια και χαράδρες. Τα αεροπλάνα τούς κυνηγούν. Μαίνεται ο πόλεμος στον Κίσσαμο και στο Μάλεμε. Δέκα μέρες καίγονται τα Χανιά από τις εμπρηστικές. Τα λάδια τρέχουν πύρινος ποταμός προς τη θάλασσα. Το Καστέλλι, η πλατεία Σπλάντζιας, ο ναός, τα πέτρινα αρχοντικά γύρω από το Δημοτικό Κήπο σωριάζονται. Το εμπορικό κέντρο και ο συνοικισμός των προσφύγων. Το κοιμητήριο του Αγίου Λουκά ανασκάβεται από τις βόμβες. Τρεις δυνάμεις σφυροκοπούν το λιμάνι της Σούδας και τα Χανιά. Οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και οι Άγγλοι. Στέναξαν τα επικά όρη. Οι κάτοικοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι που έπρεπε να συνεχίσουν τη δουλειά τους (και η μητέρα μας στο κλειστό σχολείο της) έτρεχαν αλλόφρονες στα "καταφύγια" με το ουρλιαχτό της σειρήνας. Ο Οβριακή ερήμωσε. Οι Εβραίοι συμπολίτες χάθηκαν, για μια "εξορία" χωρίς επιστροφή.
Ήσουν αφύλακτη μητρική μου πόλη. Πολύ ανοικτή και φιλόξενη. Κατάσκοποι σε είχαν χαρτογραφήσει. Ήξεραν την κάθε σου πέτρα. Χτισμένη στον ανοιχτό γιαλό του κόλπου, εκτεθειμένη στους πειρατές. Η Σπάθα από τα δυτικά, το πελώριο ακρωτήρι -σπαθί και τείχος- δεν σε έσωσε αυτή τη φορά. Το Μάλεμε κυριεύθηκε παρά τη λυσσαλέα αντίσταση. Οι ορδές μπήκαν στο άδυτό σου. Ανεξίκακη πόλη. Έδωσες χώμα στο Μάλεμε, στο ύψωμα 107, για να ταφούν με τιμές και γρανίτη οι κατακτητές σου. Ακόμα και σήμερα "ησυχάζουν" στον άρειο ύπνο τους. Πού είναι το μνημείο των πολιτών που σε υπερασπίστηκαν; Να φέρω λουλούδια και ελεγεία. Να προσεύχομαι για την Ειρήνη, την ευημερία σου.
(ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ - Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Η Βικτωρία Θεοδώρου συζητάει με τους αρχιτέκτονες ...
Α.Μ. Μας ενδιαφέρει η σχέση της κοινής γνώμης με την αρχιτεκτονική. Τι σημαίνει αρχιτεκτονική για σας;
Β.Θ.: Αρχιτεκτονική για μένα είναι μια από τις καλές τέχνες που εφαρμόζεται στα κτίρια, οικοδομές, ναούς, γέφυρες, που συνδυάζει το ωφέλιμο με το ωραίο.
Α.Μ. Υπάρχει χώρος οικείος σε σας και χώρος ανοίκειος που μπορείτε να τον προσδιορίσετε;
Β.Θ. Χώρος οικείος υπάρχει, ευτυχώς για την οικογένεια μας. Είναι το σπίτι που χτίσαμε από το 1958 σε οικόπεδο της Φιλοθέης δυτικά από το λόφο της εκκλησίας Αγία Φιλοθέη και σύμφωνα με το σχέδιο
του αρχιτέκτονα Σ. Κόκου και του συντρόφου μου Χαρίδημου Σπανουδάκη που το προσάρμοσε στις ανάγκες μας.
Α.Μ. Εκτός από τους χώρους όπου ευχάριστα ζείτε,
υπάρχει χώρος που να σας δημιουργεί αρνητικά αισθήματα; Ποια η αίσθηση περπατώντας στην πόλη ή σ’ ένα δρόμο ή σε μια στοά;
Β.Θ. Η αίσθηση περπατώντας στην πόλη ή σ' ένα δρόμο
εξαρτάται από την περιοχή. Αν π.χ. περπατώ στην κηπούπολη Φιλοθέη, που έτυχε να ζω, η αίσθηση είναι ικανοποιητική ευχάριστη (ανακουφιστική) παρά τα τρωτά... Μπορείς να αναπνεύσεις, να ξεκουραστεί το μάτι σου στην ρυμοτομία, στα σπίτια χτισμένα μέσα σε κήπους, ιδίως τα παλαιότερα, στο σχεδιασμό δρόμων και των πάρκων. Αν όμως περπατώ στην πόλη με κυριεύει αγωνία και φόβος από τα δίκυκλα προπαντός τ’ αυτοκίνητα τρόλεϊ, λεωφορεία ελάχιστα μου επιτρέπουν να χαρώ την ομορφιά κάποιων κτιρίων και πάρκων που την κοσμούν.
Άλλη είναι η αίσθηση όταν περπατώ στα Χανιά, την πόλη που γεννήθηκα, όπου μεταπολεμικά δεν έπεσε τόσο χρήμα από τον τουρισμό και τις αρχαιότητες, όπως π.χ το Ηράκλειο. Έτσι η πόλη διατηρεί την ομορφιά της στο κέντρο, στο λιμάνι και σε πολλά σπίτια του περασμένου αιώνα. Αλλά επειδή αναφέρεστε σε στοά θυμάμαι με θλίψη το γκρέμισμα της στοάς μπροστά στην Τριμάρτυρη – μητρόπολη των Χανίων στην οδό Χάληδων και απέναντι από το σπίτι που γεννήθηκα.
Για μένα που περπατώ σπανίως στην πόλη η αίσθηση
σήμερα δεν είναι πια ευχάριστη. Εν τούτοις η νοσταλγία που μου προκαλούν κάποιοι δρόμοι, η Σόλωνος, ο χώρος του Πανεπιστημίου και της Φοιτητικής λέσχης, του πνευματικού κέντρου, με τραβάει πολύ. Τα Ανάκτορα, η πλατεία Συντάγματος, το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία – βάση των ξένων, μου είναι ψυχρά όσο κι αν στολίζονται και καλλωπίζονται.
Α.Μ. Τι σημαίνει η αρχιτεκτονική για την καθημερινότητα του χρήστη;
Β.Θ. Η αρχιτεκτονική συμβάλλει θετικά, με την αισθητική, στην καθημερινότητα των κατοίκων. Το καλό γούστο ενός κτιρίου, η αρμονία και η φιλοκαλία που εκφράζεται με απλότητα, ανακουφίζει και εμπνέει.
Α.Μ. Γιατί υπάρχει το άγχος του μεγέθους της κατοικίας;
Β.Θ. Από καιρό αναρωτιέμαι κι εγώ μαζί σας. Γιατί οι
άνθρωποι «τρώνε» τη γη, το φως και τον ουρανό χτίζοντας τόσα μεγάλα σπίτια; Πού είναι το «φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας» των αρχαίων προγόνων;
Τους αρέσει, τους καθιστούν υπερήφανους τα πολλά και μεγάλα δωμάτια, τα χτιστά μπαλκόνια χωρίς εκείνα τα ωραία λεπτά κάγκελα των πολυκατοικιών του περασμένου αιώνα; Ακόμα και στα λίγα προάστια στις κηπουπόλεις που απόμειναν. «Αφού έβαλα μπροστά να χτίσω ας χτίσω όσο μπορώ παραπάνω για ν’ αξιοποιήσω τη γη μου...» σκέφτονται. Ποιο το αποτέλεσμα όμως; Μήπως οι αρχιτέκτονες θα μπορού-
σαν να συμβάλλουν σ’ αυτό θετικά σαν ιδεολογία της καλαισθησίας και όχι μόνο
Α.Μ. Περπατώντας στη Σταδίου ποιο κτίριο σας αρέσει;
Β.Θ. Μου αρέσει η παλιά Βουλή στην οδό Σταδίου, όπου μετά την απελευθέρωση (1945) εγκαταστάθηκε το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Α.Μ. Σε ποια παραλία θα πηγαίνατε για μπάνιο και γιατί;
Β.Θ. Μου αρέσει το μπάνιο στην παραλία Καλύβια Αττικής κοντά στο εξοχικό μας και στην θαυμάσια ακρογιαλιά της Νέας Χώρας στα Χανιά. Ελπίζω κι εφέτος να πάω εκεί. Γιατί οι παραλίες αυτές είναι καθαρές, όμορφες και ελεύθερες ακόμα από τους εισπράκτορες, τους καταπατητές και τους ξενοδόχους που αγνοούν τους νόμους και το Σύνταγμα, ότι δηλαδή «30 μέτρα από το μέγιστο χειμέριο κύμα η παραλία είναι για όλους και απαγορεύεται η περίφραξή της».
Η συζήτηση έγινε με την Άννα Μελανίτου και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αρχιτέκτονες του ΣAΔAΣ-ΠEA τεύχος 57 – περίοδος B Μάιος/Ιούνιος 2006
Β.Θ.: Αρχιτεκτονική για μένα είναι μια από τις καλές τέχνες που εφαρμόζεται στα κτίρια, οικοδομές, ναούς, γέφυρες, που συνδυάζει το ωφέλιμο με το ωραίο.
Α.Μ. Υπάρχει χώρος οικείος σε σας και χώρος ανοίκειος που μπορείτε να τον προσδιορίσετε;
Β.Θ. Χώρος οικείος υπάρχει, ευτυχώς για την οικογένεια μας. Είναι το σπίτι που χτίσαμε από το 1958 σε οικόπεδο της Φιλοθέης δυτικά από το λόφο της εκκλησίας Αγία Φιλοθέη και σύμφωνα με το σχέδιο
του αρχιτέκτονα Σ. Κόκου και του συντρόφου μου Χαρίδημου Σπανουδάκη που το προσάρμοσε στις ανάγκες μας.
Α.Μ. Εκτός από τους χώρους όπου ευχάριστα ζείτε,
υπάρχει χώρος που να σας δημιουργεί αρνητικά αισθήματα; Ποια η αίσθηση περπατώντας στην πόλη ή σ’ ένα δρόμο ή σε μια στοά;
Β.Θ. Η αίσθηση περπατώντας στην πόλη ή σ' ένα δρόμο
εξαρτάται από την περιοχή. Αν π.χ. περπατώ στην κηπούπολη Φιλοθέη, που έτυχε να ζω, η αίσθηση είναι ικανοποιητική ευχάριστη (ανακουφιστική) παρά τα τρωτά... Μπορείς να αναπνεύσεις, να ξεκουραστεί το μάτι σου στην ρυμοτομία, στα σπίτια χτισμένα μέσα σε κήπους, ιδίως τα παλαιότερα, στο σχεδιασμό δρόμων και των πάρκων. Αν όμως περπατώ στην πόλη με κυριεύει αγωνία και φόβος από τα δίκυκλα προπαντός τ’ αυτοκίνητα τρόλεϊ, λεωφορεία ελάχιστα μου επιτρέπουν να χαρώ την ομορφιά κάποιων κτιρίων και πάρκων που την κοσμούν.
Άλλη είναι η αίσθηση όταν περπατώ στα Χανιά, την πόλη που γεννήθηκα, όπου μεταπολεμικά δεν έπεσε τόσο χρήμα από τον τουρισμό και τις αρχαιότητες, όπως π.χ το Ηράκλειο. Έτσι η πόλη διατηρεί την ομορφιά της στο κέντρο, στο λιμάνι και σε πολλά σπίτια του περασμένου αιώνα. Αλλά επειδή αναφέρεστε σε στοά θυμάμαι με θλίψη το γκρέμισμα της στοάς μπροστά στην Τριμάρτυρη – μητρόπολη των Χανίων στην οδό Χάληδων και απέναντι από το σπίτι που γεννήθηκα.
Για μένα που περπατώ σπανίως στην πόλη η αίσθηση
σήμερα δεν είναι πια ευχάριστη. Εν τούτοις η νοσταλγία που μου προκαλούν κάποιοι δρόμοι, η Σόλωνος, ο χώρος του Πανεπιστημίου και της Φοιτητικής λέσχης, του πνευματικού κέντρου, με τραβάει πολύ. Τα Ανάκτορα, η πλατεία Συντάγματος, το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία – βάση των ξένων, μου είναι ψυχρά όσο κι αν στολίζονται και καλλωπίζονται.
Α.Μ. Τι σημαίνει η αρχιτεκτονική για την καθημερινότητα του χρήστη;
Β.Θ. Η αρχιτεκτονική συμβάλλει θετικά, με την αισθητική, στην καθημερινότητα των κατοίκων. Το καλό γούστο ενός κτιρίου, η αρμονία και η φιλοκαλία που εκφράζεται με απλότητα, ανακουφίζει και εμπνέει.
Α.Μ. Γιατί υπάρχει το άγχος του μεγέθους της κατοικίας;
Β.Θ. Από καιρό αναρωτιέμαι κι εγώ μαζί σας. Γιατί οι
άνθρωποι «τρώνε» τη γη, το φως και τον ουρανό χτίζοντας τόσα μεγάλα σπίτια; Πού είναι το «φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας» των αρχαίων προγόνων;
Τους αρέσει, τους καθιστούν υπερήφανους τα πολλά και μεγάλα δωμάτια, τα χτιστά μπαλκόνια χωρίς εκείνα τα ωραία λεπτά κάγκελα των πολυκατοικιών του περασμένου αιώνα; Ακόμα και στα λίγα προάστια στις κηπουπόλεις που απόμειναν. «Αφού έβαλα μπροστά να χτίσω ας χτίσω όσο μπορώ παραπάνω για ν’ αξιοποιήσω τη γη μου...» σκέφτονται. Ποιο το αποτέλεσμα όμως; Μήπως οι αρχιτέκτονες θα μπορού-
σαν να συμβάλλουν σ’ αυτό θετικά σαν ιδεολογία της καλαισθησίας και όχι μόνο
Α.Μ. Περπατώντας στη Σταδίου ποιο κτίριο σας αρέσει;
Β.Θ. Μου αρέσει η παλιά Βουλή στην οδό Σταδίου, όπου μετά την απελευθέρωση (1945) εγκαταστάθηκε το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Α.Μ. Σε ποια παραλία θα πηγαίνατε για μπάνιο και γιατί;
Β.Θ. Μου αρέσει το μπάνιο στην παραλία Καλύβια Αττικής κοντά στο εξοχικό μας και στην θαυμάσια ακρογιαλιά της Νέας Χώρας στα Χανιά. Ελπίζω κι εφέτος να πάω εκεί. Γιατί οι παραλίες αυτές είναι καθαρές, όμορφες και ελεύθερες ακόμα από τους εισπράκτορες, τους καταπατητές και τους ξενοδόχους που αγνοούν τους νόμους και το Σύνταγμα, ότι δηλαδή «30 μέτρα από το μέγιστο χειμέριο κύμα η παραλία είναι για όλους και απαγορεύεται η περίφραξή της».
Η συζήτηση έγινε με την Άννα Μελανίτου και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αρχιτέκτονες του ΣAΔAΣ-ΠEA τεύχος 57 – περίοδος B Μάιος/Ιούνιος 2006
https://victoriatheodorou.blogspot.com/?fbclid=IwAR3WOXBOhkyZC3MnJV0SgYsw0G_YtUmlosbn-EEyDAbEFsqmTV-mBdj69jw
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου