Χρήστος Κυθρεώτης
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Δύο σημαντικές επανεκδόσεις
Στον «Σκοτεινό Βαρδάρη» (α΄ έκδοση, Κέδρος, 2004) η Ελενα Χουζούρη στήνει έναν ολόκληρο κόσμο για να μπορέσει να αφηγηθεί με συνέπεια και βάθος την ιστορία μιας φωτογραφίας τραβηγμένης στο Σιδηρόκαστρο το 1913. Η φωτογραφία απαθανατίζει μια ομάδα Ελλήνων προσφύγων από τo Μελένικο, που με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου πέρασε στη Βουλγαρία, και ταυτόχρονα υποβάλλει στη συγγραφέα την οπτική γωνία της αφήγησης: την αντιπαράθεση του παρόντος με το παρελθόν. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πως η αφηγήτρια στον «Σκοτεινό Βαρδάρη» βρίσκεται σε μια σχέση διαρκούς διαπραγμάτευσης με τα αφηγούμενα και τους πρωταγωνιστές του
βιβλίου: τους θέτει ερωτήματα, τους δίνει απαντήσεις, σε μερικές περιπτώσεις μοιάζει ακόμα και να επιλέγει μαζί τους τη συνέχεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπενθυμίζεται διαρκώς στον αναγνώστη πως αυτό που διαβάζει είναι μια σύμβαση, το αποτέλεσμα μια κατασκευής. Το σημαντικότερο τεχνικό επίτευγμα της Χουζούρη εδώ είναι πως αυτή η συνεχής υπόμνηση συνυπάρχει με τη μέγιστη δυνατή αναγνωστική εμπλοκή: πουθενά η αφήγηση δεν κρατάει έξω από τον χώρο της τον αναγνώστη, πουθενά δεν γίνεται εργαστηριακή ή ακαδημαϊκή. Πρόκειται για μια μορφή αφοπλιστικής ειλικρίνειας, μέσα στην οποία συμβαδίζουν η μεταμοντέρνα καχυποψία με την αθωότητα της αφήγησης, που δεν γίνεται πουθενά αφέλεια. Επειδή στη λογοτεχνία σπανίως υπάρχουν αμιγώς τεχνικές κατακτήσεις, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι δείχνει η τεχνική της Χουζούρη για τον κόσμο του «Σκοτεινού Βαρδάρη», για ένα περιβάλλον δηλαδή κατεξοχήν ρευστό, μεταβαλλόμενο και αενάως υπό διαμόρφωση, τη «μακεδονική σαλάτα» των αρχών του 20ού αιώνα. Μέσα στο συγκεκριμένο κάδρο, όπου οι βαλκανικοί εθνικισμοί έχουν ήδη αναδυθεί και οι εθνικές αφηγήσεις έχουν λίγο-πολύ διαμορφωθεί, αυτή η μίξη αθωότητας και συνειδητής κατασκευής μέσα στο μυθιστόρημα καθρεφτίζει μια ανάλογη μίξη μέσα στις ίδιες τις εθνικές ταυτότητες. Οι ταυτότητες είναι μεν κατασκευασμένες, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων και των ηρώων του μυθιστορήματος με πολύ πραγματικό τρόπο, πως δεν τους «συναρπάζουν», όπως ακριβώς συναρπάζει και η αφήγηση της Χουζούρη τον αναγνώστη, παρότι κατασκευασμένη. Μέσα στο βιβλίο συναντάμε Ελληνες, Βούλγαρους, Εβραίους, όλους ανθρώπους που είτε όρισαν συνειδητά τον εαυτό τους με βάση αυτές τις τεχνητές πλην συναρπαστικές αφηγήσεις, είτε απλώς ενεπλάκησαν στη δίνη τους. Το βιβλίο της Χουζούρη μπορεί να διαβαστεί είτε ως ερωτική ιστορία είτε ως η ιστορία μια απώλειας – η ιστορία όλων των πραγμάτων που έχασε ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου και παππούς της αφηγήτριας, Στέφανος. Πάνω από όλα όμως είναι η ιστορία μιας στιγμής – της στιγμής κατά την οποία η αφηγήτρια τους «βλέπει», όπως αναφέρει η ίδια στο τέλος του μυθιστορήματος, της στιγμής δηλαδή κατά την οποία μπορεί να δει, πίσω από τον μύθο, πίσω από την παγωμένη φωτογραφία, πίσω από τις ιστορίες, τις ταυτότητες και όσα πολυάριθμα έχουν γραφτεί για την εποχή, τα ίδια πρόσωπα των πρωταγωνιστών της.
ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ, «Η Εβραία νύφη», Πατάκης, 2019, Σελ. 288
Στην «Εβραία νύφη» (α΄ έκδοση, Κέδρος, 2009) ο Νίκος Δαββέτας αποφασίζει να αφηγηθεί μια δύσκολη ιστορία μέσα από μια σειρά άλλων δύσκολων ιστοριών. Προκειμένου να μιλήσει για την Ελλάδα του β΄ μισού του 20ού αιώνα, στήνει μια γοητευτική και ελαφρώς αλλόκοτη ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν μεσήλικα δημοσιογράφο και την πολύ νεότερή του Νίκη, μια κοπέλα που μπαινοβγαίνει στο βιβλίο σαν φάντασμα. Αλκοολική και ανορεξική, στοιχειωμένη από το παρελθόν του πατέρα της, που πλούτισε σε βάρος των εβραϊκών περιουσιών της Θεσσαλονίκης, αλλά και από το δικό της παρόν, η νεαρή γυναίκα είναι περισσότερο μια παρουσία άχρονη, παρά μια ερωμένη με σάρκα και οστά. Η εμφάνισή της παραπέμπει σε αυτή των θυμάτων του Ολοκαυτώματος – και κατά συνεκδοχή «θυμάτων» του πατέρα της, του οποίου θύμα είναι εξάλλου και η ίδια. Είναι αυτή ακριβώς η ανεκκαθάριστη σχέση με τον πατέρα της που προσφέρει το σημείο σύνδεσής της με τον δημοσιογράφο και κεντρικό αφηγητή – που έχει κι αυτός τα δικά του ανεπίλυτα ζητήματα με την πατρική φιγούρα. Οσο περισσότερο καταδύονται σε αυτό το παρελθόν μέσα από τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση τόσο περισσότερο η σχέση τους μοιάζει καταδικασμένη. Μια εγκυμοσύνη και ένα ταξίδι της Νίκης στη Γερμανία θα αποτελέσουν τη θρυαλλίδα για τον οριστικό χωρισμό τους, με τον αφηγητή του βιβλίου να πηγαίνει κι αυτός στη Γερμανία, αναζητώντας τα ίχνη της παράξενης γυναίκας. Στο βιβλίο εναλλάσσεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κεντρικού ήρωα με τις αφηγήσεις άλλων προσώπων, που του απευθύνονται αποκαλύπτοντάς του κομμάτια του παρελθόντος, είτε του πατέρα του είτε της Νίκης (και του δικού της πατέρα). Αυτή η ζύμωση γραπτού και προφορικού λόγου, και ταυτόχρονα παρελθόντος και παρόντος, που κάνει τόσο γοητευτική την ανάγνωση του μυθιστορήματος, ανάγεται σε μια ελλειπτική προσέγγιση του υλικού του από τον συγγραφέα. Πρόκειται για μια ελλειπτικότητα όχι κραυγαλέα, αλλά καλά χωνεμένη στην ίδια τη δομή του βιβλίου: μέσα από τις προφορικές εξιστορήσεις, διαφαίνονται τα ερωτήματα που απευθύνει στα διάφορα πρόσωπα ο κεντρικός αφηγητής, υφαίνεται το νήμα των δικών του αναζητήσεων. Αντί να στήσει μεγάλες, πλήρεις σκηνές, δηλώνοντας ρητά τα κίνητρα του ήρωά του, ο Δαββέτας προτιμά εδώ να κρατήσει την ψίχα αυτών των σκηνών που απουσιάζουν – και το αποτέλεσμα λειτουργεί εξαιρετικά, τόσο για τη ροή της αφήγησης όσο και για την ατμόσφαιρά της. Μέσα από αυτές τις προφορικές αφηγήσεις, αλλά και το κεντρικό νήμα της ιστορίας του δημοσιογράφου και της Νίκης, δεν σκιαγραφείται απλώς η ιστορία και η μοίρα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αλλά φτάνει ο απόηχος μιας καθημαγμένης Ελλάδας, μιας Ελλάδας που ξεκινάει από τον πόλεμο, περνάει μέσα από τη χούντα και φτάνει μέχρι τις πυρκαγιές της Ηλείας, σήμερα πια συμβολικό προανάκρουσμα της κρίσης που καθόρισε την τρέχουσα δεκαετία. Μέσα από αυτή την Ελλάδα, και τους έξοχους χειρισμούς του Δαββέτα, φτάνει ώς εμάς η φωνή ανθρώπων που επιβίωσαν και τώρα προσπαθούν να διαχειριστούν το βάρος των πραγμάτων που έκαναν για να επιβιώσουν.
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/218304_parelthon-apenanti-sto-paron
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Δύο σημαντικές επανεκδόσεις
Στον «Σκοτεινό Βαρδάρη» (α΄ έκδοση, Κέδρος, 2004) η Ελενα Χουζούρη στήνει έναν ολόκληρο κόσμο για να μπορέσει να αφηγηθεί με συνέπεια και βάθος την ιστορία μιας φωτογραφίας τραβηγμένης στο Σιδηρόκαστρο το 1913. Η φωτογραφία απαθανατίζει μια ομάδα Ελλήνων προσφύγων από τo Μελένικο, που με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου πέρασε στη Βουλγαρία, και ταυτόχρονα υποβάλλει στη συγγραφέα την οπτική γωνία της αφήγησης: την αντιπαράθεση του παρόντος με το παρελθόν. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πως η αφηγήτρια στον «Σκοτεινό Βαρδάρη» βρίσκεται σε μια σχέση διαρκούς διαπραγμάτευσης με τα αφηγούμενα και τους πρωταγωνιστές του
βιβλίου: τους θέτει ερωτήματα, τους δίνει απαντήσεις, σε μερικές περιπτώσεις μοιάζει ακόμα και να επιλέγει μαζί τους τη συνέχεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπενθυμίζεται διαρκώς στον αναγνώστη πως αυτό που διαβάζει είναι μια σύμβαση, το αποτέλεσμα μια κατασκευής. Το σημαντικότερο τεχνικό επίτευγμα της Χουζούρη εδώ είναι πως αυτή η συνεχής υπόμνηση συνυπάρχει με τη μέγιστη δυνατή αναγνωστική εμπλοκή: πουθενά η αφήγηση δεν κρατάει έξω από τον χώρο της τον αναγνώστη, πουθενά δεν γίνεται εργαστηριακή ή ακαδημαϊκή. Πρόκειται για μια μορφή αφοπλιστικής ειλικρίνειας, μέσα στην οποία συμβαδίζουν η μεταμοντέρνα καχυποψία με την αθωότητα της αφήγησης, που δεν γίνεται πουθενά αφέλεια. Επειδή στη λογοτεχνία σπανίως υπάρχουν αμιγώς τεχνικές κατακτήσεις, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι δείχνει η τεχνική της Χουζούρη για τον κόσμο του «Σκοτεινού Βαρδάρη», για ένα περιβάλλον δηλαδή κατεξοχήν ρευστό, μεταβαλλόμενο και αενάως υπό διαμόρφωση, τη «μακεδονική σαλάτα» των αρχών του 20ού αιώνα. Μέσα στο συγκεκριμένο κάδρο, όπου οι βαλκανικοί εθνικισμοί έχουν ήδη αναδυθεί και οι εθνικές αφηγήσεις έχουν λίγο-πολύ διαμορφωθεί, αυτή η μίξη αθωότητας και συνειδητής κατασκευής μέσα στο μυθιστόρημα καθρεφτίζει μια ανάλογη μίξη μέσα στις ίδιες τις εθνικές ταυτότητες. Οι ταυτότητες είναι μεν κατασκευασμένες, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων και των ηρώων του μυθιστορήματος με πολύ πραγματικό τρόπο, πως δεν τους «συναρπάζουν», όπως ακριβώς συναρπάζει και η αφήγηση της Χουζούρη τον αναγνώστη, παρότι κατασκευασμένη. Μέσα στο βιβλίο συναντάμε Ελληνες, Βούλγαρους, Εβραίους, όλους ανθρώπους που είτε όρισαν συνειδητά τον εαυτό τους με βάση αυτές τις τεχνητές πλην συναρπαστικές αφηγήσεις, είτε απλώς ενεπλάκησαν στη δίνη τους. Το βιβλίο της Χουζούρη μπορεί να διαβαστεί είτε ως ερωτική ιστορία είτε ως η ιστορία μια απώλειας – η ιστορία όλων των πραγμάτων που έχασε ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου και παππούς της αφηγήτριας, Στέφανος. Πάνω από όλα όμως είναι η ιστορία μιας στιγμής – της στιγμής κατά την οποία η αφηγήτρια τους «βλέπει», όπως αναφέρει η ίδια στο τέλος του μυθιστορήματος, της στιγμής δηλαδή κατά την οποία μπορεί να δει, πίσω από τον μύθο, πίσω από την παγωμένη φωτογραφία, πίσω από τις ιστορίες, τις ταυτότητες και όσα πολυάριθμα έχουν γραφτεί για την εποχή, τα ίδια πρόσωπα των πρωταγωνιστών της.
ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ, «Η Εβραία νύφη», Πατάκης, 2019, Σελ. 288
Στην «Εβραία νύφη» (α΄ έκδοση, Κέδρος, 2009) ο Νίκος Δαββέτας αποφασίζει να αφηγηθεί μια δύσκολη ιστορία μέσα από μια σειρά άλλων δύσκολων ιστοριών. Προκειμένου να μιλήσει για την Ελλάδα του β΄ μισού του 20ού αιώνα, στήνει μια γοητευτική και ελαφρώς αλλόκοτη ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν μεσήλικα δημοσιογράφο και την πολύ νεότερή του Νίκη, μια κοπέλα που μπαινοβγαίνει στο βιβλίο σαν φάντασμα. Αλκοολική και ανορεξική, στοιχειωμένη από το παρελθόν του πατέρα της, που πλούτισε σε βάρος των εβραϊκών περιουσιών της Θεσσαλονίκης, αλλά και από το δικό της παρόν, η νεαρή γυναίκα είναι περισσότερο μια παρουσία άχρονη, παρά μια ερωμένη με σάρκα και οστά. Η εμφάνισή της παραπέμπει σε αυτή των θυμάτων του Ολοκαυτώματος – και κατά συνεκδοχή «θυμάτων» του πατέρα της, του οποίου θύμα είναι εξάλλου και η ίδια. Είναι αυτή ακριβώς η ανεκκαθάριστη σχέση με τον πατέρα της που προσφέρει το σημείο σύνδεσής της με τον δημοσιογράφο και κεντρικό αφηγητή – που έχει κι αυτός τα δικά του ανεπίλυτα ζητήματα με την πατρική φιγούρα. Οσο περισσότερο καταδύονται σε αυτό το παρελθόν μέσα από τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση τόσο περισσότερο η σχέση τους μοιάζει καταδικασμένη. Μια εγκυμοσύνη και ένα ταξίδι της Νίκης στη Γερμανία θα αποτελέσουν τη θρυαλλίδα για τον οριστικό χωρισμό τους, με τον αφηγητή του βιβλίου να πηγαίνει κι αυτός στη Γερμανία, αναζητώντας τα ίχνη της παράξενης γυναίκας. Στο βιβλίο εναλλάσσεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κεντρικού ήρωα με τις αφηγήσεις άλλων προσώπων, που του απευθύνονται αποκαλύπτοντάς του κομμάτια του παρελθόντος, είτε του πατέρα του είτε της Νίκης (και του δικού της πατέρα). Αυτή η ζύμωση γραπτού και προφορικού λόγου, και ταυτόχρονα παρελθόντος και παρόντος, που κάνει τόσο γοητευτική την ανάγνωση του μυθιστορήματος, ανάγεται σε μια ελλειπτική προσέγγιση του υλικού του από τον συγγραφέα. Πρόκειται για μια ελλειπτικότητα όχι κραυγαλέα, αλλά καλά χωνεμένη στην ίδια τη δομή του βιβλίου: μέσα από τις προφορικές εξιστορήσεις, διαφαίνονται τα ερωτήματα που απευθύνει στα διάφορα πρόσωπα ο κεντρικός αφηγητής, υφαίνεται το νήμα των δικών του αναζητήσεων. Αντί να στήσει μεγάλες, πλήρεις σκηνές, δηλώνοντας ρητά τα κίνητρα του ήρωά του, ο Δαββέτας προτιμά εδώ να κρατήσει την ψίχα αυτών των σκηνών που απουσιάζουν – και το αποτέλεσμα λειτουργεί εξαιρετικά, τόσο για τη ροή της αφήγησης όσο και για την ατμόσφαιρά της. Μέσα από αυτές τις προφορικές αφηγήσεις, αλλά και το κεντρικό νήμα της ιστορίας του δημοσιογράφου και της Νίκης, δεν σκιαγραφείται απλώς η ιστορία και η μοίρα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αλλά φτάνει ο απόηχος μιας καθημαγμένης Ελλάδας, μιας Ελλάδας που ξεκινάει από τον πόλεμο, περνάει μέσα από τη χούντα και φτάνει μέχρι τις πυρκαγιές της Ηλείας, σήμερα πια συμβολικό προανάκρουσμα της κρίσης που καθόρισε την τρέχουσα δεκαετία. Μέσα από αυτή την Ελλάδα, και τους έξοχους χειρισμούς του Δαββέτα, φτάνει ώς εμάς η φωνή ανθρώπων που επιβίωσαν και τώρα προσπαθούν να διαχειριστούν το βάρος των πραγμάτων που έκαναν για να επιβιώσουν.
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/218304_parelthon-apenanti-sto-paron
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου