12.11.19

Ο δικός μου λόγος

Αρχίζω με έναν και μόνο εναρκτήριο λόγο γι’ αυτόν εδώ τον λόγο. Που τον βλέπω ήδη να ξεπροβάλλει λέξη τη λέξη στην οθόνη του υπολογιστή. Σαν τον καρκίνο του αίματος που διεισδύει μέσα από τις φλέβες και τις αρτηρίες σε όλα τα όργανα του ασθενή. Ή σαν τις οχιές που γεννούν τα αβγά τους μες στους καταυλισμούς των προσφύγων, ανάμεσα στις σκηνές, τα χαρτοκιβώτια και τα λοιπά συμπράγκαλά τους. Λέω λοιπόν ότι αυτός εδώ ο λόγος είναι ένας ξένος λόγος, σε ένα ξένο πληκτρολόγιο, σε μια ξένη γλώσσα. Και αν τώρα επιμένει να ηχεί ερήμην των πάντων είναι γιατί θέλει να ξορκίσει τους δικούς του τους καρκίνους και να θειαφίσει τις δικές του τις οχιές ξεκινώντας μοναχικές συνομιλίες με τη σιωπή.
Ηχεί λοιπόν. 




Η δική μου η γλώσσα είναι μια άλλη γλώσσα. Με δισύλλαβες ανάγκες για το φαΐ, το ψωμί και το νερό, κάτι σπαστά ελληνικά της κακιάς ώρας μαθημένα εξ ανάγκης. Από λαούς και έθνη με στόμα ανοιχτό και μπόλικα φωνήεντα. Που ντύνονται τα πιο καλά εκφραστικά τους μέσα όταν ονειρεύονται τη ζωή και ελπίζουνε στο αύριο. Για να βρουν, τελικά, τον εαυτό τους απλά σημεία στίξης στη μεταμοντέρνα αφήγηση του παρόντος, που αρέσκεται με τα ερωτηματικά, τις άνω τελείες και τις πολλές αποσιωπήσεις.
Το δικό μου το Αιγαίο είναι ένα άλλο Αιγαίο. Δίχως το αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο, δίχως το αιγαιοπελαγίτικο λευκό, δίχως τον αιγαιοπελαγίτικο ήλιο. Δεν έχει ψάρια, δεν έχει νησιά, δεν έχει βραχονησίδες, δεν έχει ΑΟΖ, δεν έχει χωρικά ύδατα, δεν έχει τίποτα απολύτως. Μια κακή απομίμηση της Μαύρης Θάλασσας είναι το δικό  μου το Αιγαίο, μια υγρή εκδοχή της Αλμυράς Ερήμου. Και αν έχει απομείνει εντός του κάτι ζωντανό πέρα από τις σάπιες βάρκες με τους πρόσφυγες, είναι η αδελφή του Μεγαλέξανδρου που κουβαλάει συνέχεια τραμπάλες, κούνιες, τσουλήθρες και μονόζυγα για μια υποθαλάσσια παιδική χαρά κάπου στο Φαρμακονήσι.
Η δική μου η ζωή είναι μια άλλη ζωή. Ίσως η ζωή των παιδιών ή των παιδιών των παιδιών μου ή των παιδιών των παιδιών των παιδιών μου. Κι απ’ όσα ήλπιζα να κάνω στη δική μου τη ζωή, μόνο το πρώτο σκαλί μιας σκάλας θα μπορέσω τελικά να χτίσω. Για να ’ρθουν τα παιδιά  μου να χτίσουν το δεύτερο. Τα παιδιά των παιδιών μου το τρίτο. Κι ίσως τα παιδιά των παιδιών των παιδιών μου να μπορέσουν να σηκώσουν ολόκληρο σπίτι. Με κουζίνα, υπνοδωμάτιο, παιδικά, διάδρομο και μία ασφαλώς πόρτα. Ενόσω εγώ θα παραμένω η μακρινή ανάμνηση ενός πρώτου σκαλιού. Που πάνω του θα πιάνουν τα χιόνια του χειμώνα, θα πέφτουν τα ξεραμένα φύλλα του φθινοπώρου, θα τσουρουφλάνε οι καυτές αχτίνες του καλοκαιρινού ήλιου και θα σημαδεύουνε με τα ούρα τους τα αδέσποτα της γειτονιάς την άνοιξη.
Η δική μου η Ευρώπη είναι μια άλλη Ευρώπη. Που δεν εμπνεύστηκε από τους αρχαίους Έλληνες, δεν έχει περάσει διαφωτισμό, δεν έχει διαβάσει μαρξισμό, δεν γνώρισε τα κινήματα  του ’60. Το εργατικό, το νεολαιίστικο, το φοιτητικό, των ομοφυλοφίλων, το φεμινιστικό. Απ’ όσο μάλιστα μπορώ να συμπεράνω, μια απόβαση εκκρεμεί στη Νορμανδία, ο σοβιετικός χειμώνας διαρκεί στο Λένινγκραντ και κάποιες καμινάδες δεν έχουν πάψει να εκλύουν στον αέρα καμένο κρέας ανθρώπων μαζί με κούφιες ιδέες και μπόλικες διαψεύσεις.
Η δική μου η πατρίδα είναι μια άλλη πατρίδα. Η μικρή μου γελαδίτσα, το παγωμένο αριάνι της μάνας μου, ο αμανές του παππού, του αδελφού μου το ποδήλατο, εκείνη η μέρα στο ποτάμι. Κάτι δηλαδή ξέφτια μνήμης, ασυνάρτητες εικόνες αποδώ και αποκεί που όσο κάθομαι και τις ανασκαλεύω βρίσκω τον εαυτό μου πάνω σε έναν σωρό από γκρεμίσματα και μπάζα. Από κάτω το σπίτι  μου, η γειτονιά μου, η πόλη μου, η χώρα μου, ο κόσμος μου. Βάζω αντηλιά την παλάμη να δω τους φίλους και τους συγγενείς μου. Νυχτερίδες και λυκάνθρωποι παντού.
Κλείνω με έναν και μόνο καταληκτικό λόγο γι’ αυτόν εδώ τον λόγο. Η δική μου η πατρίδα, η δική μου η Ευρώπη, η δική μου η ζωή, το δικό μου το Αιγαίο κι η δική μου η γλώσσα δεν θα είναι ποτέ ξανά δικά μου. Δικός μου είναι μόνο ο καρκίνος του αίματος που διεισδύει μέσα από τις φλέβες σε όλα τα όργανά μου, οι δηλητηριώδεις οχιές που γεννούν τα αβγά τους μες στους καταυλισμούς μου και αυτός εδώ ο ξένος λόγος,  σε ένα ξένο πληκτρολόγιο και σε μία ξένη γλώσσα. Όπου τώρα μίλησα ηχώντας βουβές κραυγές μέσα από τις λέξεις του αφηγητή μου, αλλά  πολύ φοβάμαι ότι δεν έχω και πάλι καταφέρει τίποτα παραπάνω από το να προσφέρω αισθητική συγκίνηση στον αναγνώστη μαζί με λίγο θειάφι και  μπόλικα ξόρκια για τις ενοχές του συγγραφέα.
Αηχώ λοιπόν. 
Π. Χατζημωυσιάδης, π. ΑΠΙΚΟ, Μάιος 2019, τεύχος 3

Δεν υπάρχουν σχόλια: