Πέτρος Γκολίτσης
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Ο Κώστας Καναβούρης (Καβάλα, γεν. 1955), ποιητής, αρθρογράφος και παραγωγός εκπομπών λόγου στο Τρίτο Πρόγραμμα, μας κομίζει την «Αποθήκη καταλοίπων ηδονής», το ένατο ποιητικό βιβλίο του. Πρόκειται για έναν δάνειο τίτλο. Δοσμένο από τον Joseph Schneller −ενός εκ των τριακοσίων χιλιάδων ψυχικά νοσούντων εκτελεσμένων από τους ναζί την περίοδο 1939-1945, στο πλαίσιο του Προγράμματος Ευθανασίας Τ4− στο κολοσσιαίων διαστάσεων κτίριο που σχεδίασε στα
χρόνια της νοσηλείας του και που θα απαιτούσε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, 400 χρόνια για να κατασκευαστεί∙ επανορθώνοντας, σύμφωνα με τη «λογική» του, το ότι «η Εκκλησία απαγόρευσε τη χριστιανική συνουσία». Ο Schneller λοιπόν, που εξοντώθηκε από ασιτία μακράς διαρκείας στο πλαίσιο του «ναζιστικού νόμου εξόντωσης της άχρηστης ζωής», υπενθυμίζει την τερατωδία της ανθρώπινης ύπαρξης και παρέχει στον Καναβούρη έναν τίτλο που λειτουργεί ως η στέγη ενός κόσμου-οικοδομήματος. Από εκεί και πέρα, ανοιγόμαστε σε μια άλλη σύνθεση. Ενώ ως αρθρογράφος και στον δημόσιο λόγο του ο Καναβούρης είναι στοχαστικός, ως ποιητής εκφράζει την αίσθησή του για τον κόσμο ως κατάσταση «διαλεκτικά», παλεύοντας και σμιλεύοντας∙ φτιάχνοντας το ποίημα το οποίο και ο ίδιος διαβάζει έκπληκτος. Τελώντας μεταξύ μεταφυσικού κενού και αγριότητας, τρυφερός και αιχμηρός συνάμα, μας δείχνει στα ποιήματα-δωμάτιά του όψεις μιας ενιαίας ποιητικής «ψυχής». Κρατώντας μια απόσταση τόσο από τον εαυτό του όσο και από τον κόσμο, στο πλαίσιο ενός υποστασιακού κοντράστ, τελεί υπό διαρκή ξενότητα. Εκλαμβάνοντας τον άνθρωπο ως παρηγορητικό ον, χρησιμοποιεί την ποίηση ως τρόπο αποκάλυψης του αγνώστου και του αθέατου. Ενα δείγμα: «Τα σπίτια ξεχειλίζουνε αργά∙ / Χρειάζονται αιώνες ώσπου να σπάσουν / Οι υδρορροές, να σπάσουν ήσυχα οι καθρέφτες / Και να χυθεί το πορφυρό τους μαύρο / Να γίνει φλέβα του νερού / Που θα χτυπήσει στον αδένα. […] («Εγχυση αδενοσίνης»). Τα ποιήματα διυλίζονται και μας αποκαλύπτονται ως ένα απόσταγμα που έρχεται από τον πέρα τόπο, με τον ποιητή να βρίσκεται εδώ, ανάμεσά μας. Χωρίς μετεωρισμούς, και αποκλείοντας την ελπίδα, επικεντρώνεται στον άνθρωπο, όχι ως μονάδα, αλλά ως σύνολο: «Το ίδιο ανώνυμα / Οπως και όλα τα προσφιλή μας πρόσωπα / Που δεν γνωρίσαμε ποτέ», «Και μένει των ορυχείων ο σάπιος άνεμος / Να φαρμακώνει εμάς και τα παιδιά μας» («Των προσφιλών»). Πέρα από την εμφανή του αγάπη για την ποίηση ως μέσο και ως σκοπό, αξίζει επίσης να τονίσουμε την γλωσσική του ευπλασία και τη κινητικότητα του ρήματος, όπως αυτό αρθρώνεται με τη χρωματισμένη, μελαγχολικά μπάσα και χάλκινη φωνή του. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Τότε το αίμα θα παφλάσει παρελθόν / Μέσα στον ενεστώτα». Ενα πισωγύρισμα και ένας συγχρονισμός που συμπορεύεται με τη «βραδύτητα του χρόνου». Κομίζοντας μια «καθυστέρηση», μια παύση ή ένα κάλεσμα προς τη «σιωπή»: «Βοά και μεταβάλλεται ο αφρός των γεγονότων. […] τίποτα δεν θυμάσαι / Ξυπνάς και τρέμεις ολομόναχος […] Και είσαι λαμπρός μέσα στα αίματα […] / Σιωπή. / Αυτός ο ύμνος» («Επιληψία»). Ας μην κλείσουμε όμως με τη «σιωπή», αλλά με τους στίχους από την «Ενδοκρανιακή πίεση»: «Το κενό σπαταλιέται μπροστά στο τζάμι: / Πουθενά δεν έχεις να πας / Εδώ θα πεθάνεις∙ […] Τότε θα κλείσεις την πόρτα / Και το σπίτι θα εκραγεί». Συνοψίζοντας και υπενθυμίζοντας πως «θα μείνουμε στο σώμα μας».
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/218305_ypo-diarki-xenotita
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου