24.11.19

Βιογραφία μιας μεταιχμιακής εποχής

Χρήστος Βασματζίδης 
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

Ο Γιόζεφ Ροτ, όταν διέμενε στο Παρίσι, κατέλυε σ’ ένα συγκεκριμένο ξενοδοχείο, το «Foyot». Τον Νοέμβριο του 1937 κατά τη διαμονή του εκεί έπειτα από κάποια ταξίδια στη Βιέννη, στο Ζάλτσμπουργκ και την Οστάνδη, πληροφορείται ότι το ξενοδοχείο πρέπει να κατεδαφιστεί. Μέχρι την τελευταία στιγμή αρνείται να εγκαταλείψει το δωμάτιό του, μα στο τέλος μετακομίζει απέναντι, στο ξενοδοχείο «De la Poste». Μόλις δύο χρόνια αργότερα κατέρρευσε στο καφέ ενός άλλου μικρού ξενοδοχείου στη Rue de Tournon, όταν πληροφορήθηκε την αυτοκτονία του φίλου του συγγραφέα, Ερνστ Τόλερ. Ο Στέφαν Τσβάιχ έγραψε γι’ αυτόν: «Μετά από τρία ή τέσσερα χρόνια, ο Γιόζεφ Ροτ είχε πια όλα όσα στον αστικό κόσμο ονομάζονται επιτυχία. Ζούσε με μια νέα γυναίκα, που την
αγαπούσε. Οι εφημερίδες ζητούσαν και πλήρωναν ακριβά τα κείμενά του. Οι αναγνώστες, ολοένα και περισσότεροι, τον ακολουθούσαν και τον τιμούσαν. Η δουλειά του τού απέφερε χρήματα, πολλά χρήματα. Η επιτυχία, ωστόσο, δεν τον έκανε αλαζονικό, το χρήμα δεν τον υποδούλωσε. Δεν αγόρασε σπίτι, δεν νοίκιαζε καν σπίτι. Ζούσε σαν νομάδας, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, από πόλη σε πόλη, με τη βαλιτσούλα του, μια ντουζίνα καλοξυσμένα μολύβια και τριάντα-σαράντα φύλλα χαρτί στις τσέπες του γκρίζου πάντα πανωφοριού του. Ζωή μποέμικη, φοιτητική. Λες και κάποια βαθύτερη γνώση τού απαγόρευε να στεριώσει κάπου. Καχύποπτα αρνιόταν να δεθεί με την άνεση και τη βολή της αστικής ευτυχίας» (Στέφαν Τσβάιχ «Αποχαιρετισμός στον Γιόζεφ Ροτ», Επίμετρο στο μυθιστόρημα «Η κρύπτη των Καπουτσίνων», μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Αγρα, 2014). «Τα χρόνια των ξενοδοχείων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αγρα» στην ελκυστική και πειστική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, είναι μία προσωπική ανθολόγηση του Michael Hofmann, μεταφραστή του Ροτ στα αγγλικά, ο οποίος υπογράφει και την κατατοπιστική εισαγωγή. Εξηγεί, λοιπόν, ότι μετά την επίμονη αλλά ελεύθερη ανάγνωση των τριών πολυσέλιδων τόμων των δημοσιογραφικών κειμένων του Ροτ που περιλαμβάνονται στα άπαντα της γερμανικής έκδοσης, κατέληξε στην επιλογή εξήντα τεσσάρων κειμένων δίνοντάς της «ρυθμό και κατεύθυνση» όχι απαραίτητα χρονολογική, αλλά σαν να ήταν συλλογή από ποιήματα. Και πράγματι, όπως έλεγε ο Γιόζεφ Μπρόντσκι, σε κάθε σελίδα του Ροτ υπάρχει ένα ποίημα. Την αξία του ως μυθιστοριογράφου τη γνωρίζουμε καλά. Σε αυτή την ανθολόγηση τον γνωρίζουμε ως δημοσιογράφο. Τα κείμενα είναι ανταποκρίσεις, μικρές επιφυλλίδες από τη διαμονή του στην Αυστρία, την Ουγγαρία, την Αλβανία, τη Γαλλία, την Πολωνία, ακόμη και τη Σοβιετική Ενωση. Συνεργάζεται με τη «Frankfurter Zeitung» και άλλες εφημερίδες, μεταφέροντας τον παλμό της Ευρώπης τη χρονική περίοδο του Μεσοπολέμου. Οι θεματικές του εκτείνονται από προσωπικά βιώματα («Η κούνια»), πολιτικές τοποθετήσεις («Το Τρίτο Ράιχ, η θυγατρική της Κόλασης στη Γη»), γεωγραφικές εντυπώσεις («Ταξίδι στη Γαλικία: Ανθρωποι και τόπος»), υπαρξιακούς στοχασμούς («Ανθρωποι σε γυάλινα κλουβιά») έως προσωπογραφικές αναφορές («Γκυγιώμ, ο ξανθός νέγρος») και λογοτεχνικές εκτιμήσεις («Μακριά από τα πάτρια χώματα»). Ενα ψηφιδωτό κειμένων για ανθρώπους, τόπους και ιστορικά περιβάλλοντα που επιβεβαιώνουν την πολύπτυχη προσωπικότητά του. Αυτός ο νομάδας της Ευρώπης, με την αφάνταστη νοσταλγία για τον ενοποιημένο χώρο της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, ήταν οξύνους και βαθύτατα παρατηρητικός. Η αφηγηματική του δεινότητα ίσως εδώ στις μικρές επιφυλλίδες να φαίνεται καθαρότερα από ό,τι στα μεγάλα και ονομαστά μυθιστορήματά του. Παρατηρώντας τόπους και ανθρώπους, δεν δίνει απλώς το περίγραμμα μιας εποχής αλλά την ιστορική της ταυτότητα. Αρκετές φορές αποσύρει την εμπιστοσύνη του για τους ανθρώπους και τιμά την ανωτερότητα της φύσης, των πραγμάτων ή ακόμη και των ζώων. Γράφει πως «σήμερα υπάρχουν ανθρωπόσκυλα που βοηθούν τους ανάπηρους να φυλαχθούν από τα χειρότερα» ή πως «η θάλασσα, όμως, είναι αιώνια, καθαρή κι ανέγγιχτη από τα παιδαριώδη και φριχτά παιχνίδια των ανθρώπων» ή τέλος πως «τα άψυχα έχουν καλύτερη αίσθηση του μέλλοντος απ’ ό,τι οι άνθρωποι». Ο νομαδισμός του Ροτ στα χρόνια του Μεσοπολέμου αντικατοπτρίζει τον νομαδισμό μιας περιόδου που υπήρξε εξαρχής μεταβατική, γεμάτη αντιθέσεις και πραγματικά πολύ εύθραυστη. Γράφει στα ξενοδοχεία που «αγαπά σαν πατρίδα του» με τη λεπτή αίσθηση ενός ανθρώπου που συναιρεί μέσα του την αρχή και το τέλος της. O Ροτ είναι ένας φλανέρ (flaneur) αυτής της εποχής και οι επιφυλλίδες του συγκροτούν τη βιογραφία της. Τα βλέμματα των ανθρώπων, οι διατροφικές τους συνήθειες, οι ονομασίες των ιστορικών οδών, ο διευθυντής της ρεσεψιόν, ακόμη και το ατμόπλοιο του Βόλγα που πηγαίνει στο Αστραχάν είναι οι μικρές λεπτομέρειες που αξίζουν τον τίτλο των επιφυλλίδων του. Περιγράφοντας τα παλιά κτίρια στο Μαγδεμβούργο, μιλά για το νέο πνεύμα που αναστατώνει τη σειρά των έντιμων αυτών προσόψεων των διατηρημένων κτιρίων, με το ηθελημένο θράσος του, με τη λεία, ουδέτερη, ανέκφραστη στάση του, με το τσιμέντο του. Το θράσος του νέου πνεύματος είναι αυτό που διείδε ο Ροτ στη μεταιχμιακή αυτή εποχή. Και είναι σαφής η νοσταλγία του για τη μεγάλη και ενωμένη πατρίδα στην οποία τα πάθη των εθνικισμών δεν είχαν ακόμη φανερωθεί. Οπως σ’ εκείνο το αμπάρι στο ατμόπλοιο του Βόλγα όπου ζούσαν όλα τα έθνη και οι φυλές. Γεμάτο φασαρία και φωνές κατά τη διάρκεια της ημέρας. «Τη νύχτα όμως φυσάει ένας αέρας αξιοπρέπειας, σχεδόν ευλάβειας. Σε όλα τα πρόσωπα απλώνεται το αληθινό πάθος της αφέλειας».
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/218302_biografia-mias-metaihmiakis-epohis

Δεν υπάρχουν σχόλια: