«Απ’ το σχολειό μεχρι στο παζάρι/ η γλώσσα μας δεν έχει αγάπη»
Εκδόθηκε στην Ελλαδα ένα βιβλίο αξιοθαύμαστο….Σε τρεις γλώσσες: Βλάχικα, Ελληνικά και Αγγλικά. Έτσι θα πάει σε όλον τον κόσμο…Ο πολιτισμός δεν μένει σε έναν τόπο!
Για πρώτη φορά, ένα βιβλίο με ποιήματα στην Βλαχική μελοποιημένα και ορισμένα αφηγήματα γραμμένα στην Ελληνική και μεταφρασμένα στην Βλαχική…Το βιβλίο έχει πολύ όμορφη γραφιστική επιμέλεια που ταιριάζει με την ψυχή του…Ψυχή; Αλήθεια, ψυχή είναι αυτό το βιβλίο! Σε αυτό κατοικεί μια ψυχή, χτυπάει μία καρδιά…Και χτυπά σε μια γλώσσα που βαδίζει προς τα σκάπετα, προς τον θάνατο…
Πώς να μπορέσεις να γράψεις σε μια τέτοια γλώσσα, όταν έζησες με γλώσσες μεγάλες, πλούσιες, ταιριασμένες εδώ και εκατοντάδες, χιλιάδες χρόνια; Τι σε ωθεί να επιστρέψεις σε αυτά τα λόγια που άκουγες παιδί, τα οποία, ωστόσο, με τον καιρό τα ξέχασες και δεν πίστευες ότι θα επιστρέψεις ποτέ να τα ζητήσεις; Αυτά τα ερωτήματα για χρόνια τα έθετα συνέχεια, όταν ζύμωνα στην ψυχή μου την ιδέα να γράψω ποίηση στην Βλαχική…
Αυτά τα ερωτήματα ήρθαν στο νου μου, όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του καθηγητή Βασίλη Νιτσιάκου. Δεν είναι παράξενο γιατί ο Β. Νιτσιάκος είναι ανθρωπολόγος, εθνολόγος, εθνογράφος, λαογράφος…Ξέρει, αντιλαμβάνεται πόσο σημαντικό είναι για την ανθρωπότητα να μπορέσουμε να να σώσουμε από τον αφανισμό όλες τις πολιτισμικές αξίες που μας κληροδότησαν οι παππούδες και οι προπαπούδες μας…Και η γλώσσα, περισσότερο από όλα τα άλλα, είναι ένα είδος συλλογικής ιστορικής «μνήμης» για κάθε ανθρώπινη ομάδα, είτε ζει σε σύγχρονα κράτη ή στον Αμαζόνιο και την Αφρική.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Β. Νιτσιάκου ήρθαν στο νου μου λόγια πολύ απλά, γραμμένα από έναν άνθρωπο που δεν είναι μήτε ιστορικός μήτε γλωσσολόγος. «Κι ο άνθρωπος που μιλά είκοσι γλώσσες, έχει ανάγκη από την γλώσσα της μάνας όταν του κόβουν το δάχτυλο» (Jean-Paul Belmondo).
Τι θέλουν να πουν αυτά τα λόγια; Η μητρική γλώσσα είναι η μόνη που μπορεί να γιατρέψει τον πόνο, την πληγή! Η μητρική γλώσσα μπορεί να είναι ένα είδος θεραπείας, γιατρειάς από την ασθένεια των καιρών, από την αλλοτρίωση στην οποία ζει ο σύγχρονος άνθρωπος; Δεν ξέρω τι απάντηση θα δώσουν άλλοι ποιητές, αλλά εγώ έτσι το αντιλαμβάνομαι…Αναρωτήθηκα γιατί ο Β. Νιτσιάκος έβαλε για τίτλο του βιβλίου το «Ω λέλε». Ξέρουμε ότι η λέξη «λέλε» δεν υπάρχει μόνο στους Βλάχους…Μπορούμε να πούμε ότι είναι Βαλκανική, όπως και η λέξη «άιντε»! Δεν ξέρω τι νόημα έχει αυτή η λέξη σε άλλες γλώσσες, αλλά στην Βλαχική γλώσσα έχει πολλά: για τη χαρά ( «ω λέλε τι ομορφιά!», αλλά και για τον πόνο ( «λέλε η μαύρη μου» «λέλε καημένα παιδιά»!). Βρήκα στο λεξικό και το νόημα που αφορά τον πόνο του θανάτου. Έχω την αίσθηση ότι όλα αυτά τα νοήματα τα βρήκα στο βιβλίο του Β. Νιτσιάκου.
Το βιβλίο είναι απόδοση ενός χρέους, απότιση φόρου τιμής στην Βλαχική γλώσσα, «που δεν έχει αγάπη» για τα «θαμμένα λόγια», στους τόπους που σώζεται ακόμα…Ορφανή, ξεχασμένη, πληγωμένη, αταίριαστη για «μεγάλους πολιτισμούς»…Ζωή σε δυο γλώσσες: «μια για τους μεγάλους και μια για τους μικρούς», «η γλώσσα του σχολείου» και εκείνη της «ντροπής, του στίγματος», η γλώσσα που «στα όνειρά τους συχνά μπερδεύονταν με την άλλη», αυτή η φοβισμένη: «Το είπε ο δάσκαλος. Το είπε ο Θεός. Μην μιλάτε. Αυτήν την γλώσσα. Την γλώσσα του Διαβόλου»… Λόγια που ραγίζουν καρδιές, χώνουν το μαχαίρι…Γι’ αυτό ο ποιητής βγάζει το «Ω λέλε ντάντω! Ω λέλε»…
Αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί οι Βλάχοι ποιητές γράφουν στην Βλαχική, όταν τους είναι πολύ εύκολο να δείξουν την ψυχή τους στην γλώσσα της καθημερινότητάς τους, αυτή του κράτους στο οποίο ζουν; Τα ποιήματά τους δίνουν την απάντηση…Ο Βλάχος ποιητής από την Αλβανία Σπύρος Φούκης λέει πολύ όμορφα: « Να αναστήσω από τον θάνατο/ λέξεις σκοτωμένες». Ή, όπως λέει ο ποιητής Γιώργος Βράνας: Οι Βλάχοι ποιητές είναι «φύλακες των λέξεων»!
Γιατί γράφει ο Β. Νιτσιάκος στην Βλαχική; Η απάντηση βρίσκεται στα ποιήματα…Διότι: «Δεν μας αφήνουν/ τα εικονίσματα/ να φύγουμε από ’δω». Διότι: «Γυμνοί/ γεμάτοι πληγές/ άγνωστοι πρόγονοι/ παρελαύνουν στις νύχτες μου», διότι « στο μυαλό μου ξυπνάνε/ όλες οι θαμμένες λέξεις». Το βιβλίο συνιστά και φόρο τιμής στους γονείς και τους παππούδες: «το τραγούδισμα της μάνας», «τα γλυκά λόγια της γιαγιάς». Και, επιπλέον, το βιβλίο συνιστά φόρο τιμής στα χωριά, στους τόπους των Βλάχων, για τους οποίους ο Β. Νιτσιάκος γράφει ποιήματα για μεράκι: «Εγνατία», «Γράμμοστα», Ντένισκο», «Βωβούσα», «Περιβόλι», «Σαμαρίνα», «Καράντερε».
Η Εγνατία είναι θέμα πολλών Βλάχων ποιητών, αλλά ο Β. Νιτσιάκος βρίσκει μια μεταφορά που είναι ξεχωριστή: Εγνατία «αυτή που έγινε κομμάτια, όπως οι πρόγονοί μου». Ο ποιητικός κόσμος του Β. Νιτσιάκου είναι ένας κόσμος όπως μετά την αποκάλυψη: χωριά κατεστραμμένα, δρόμοι χαλασμένοι, μάτια τρομαγμένα, κιντέρια, σκορπίσματα, ξενιτιές, χαμοί, ρήγματα, χτυπήματα, πληγές… Το ποίημα «Σκόρπισμα» είναι το δράμα του ανθρώπου, αλλά και των Βλάχων: «Βλέπω ανθρώπους απομακρυσμένους/ βλέπω χωριά κατεστραμμένα/ξενιτιές βλέπω μαζεμένες/ μια πάνω στην άλλη κρεμασμένες./ Βλέπω παλιούς δρόμους χαλασμένους/ βλέπω και μάτια τρομαγμένα/κιντέρια σαν κοπάδια μαζεμένα/ μεράκια σαν εχθροί κυνηγημένα./ Το σκόρπισμα των ανθρώπων με πονά/ μα πιο πολύ της ψυχής με τρομάζει.» Σε αυτόν τον κόσμο μας φαίνεται πως βλέπουμε μόνο μια μικρή φλόγα: Την Αγάπη! Αλλά και αυτή «λιώνει» και «πνίγεται στην θάλασσα», η φωτιά της αγάπης είναι «φωτιά δίχως καπνό», η αγάπη προσμένεται…
Οι μικρές ιστορίες/ αφηγήματα, γραμμένα στα Ελληνικά και αποδοσμένα στα Βλαχικά από τον Φάνη Δασούλα, είναι ενθυμήματα, κάδρα από τον ίδιο κόσμο, αυτών των ποιημάτων, αλλά γραμμένα με την τέχνη του Ανθρωπολόγου, του Εθνολόγου, που βλέπει αλλιώς τα σημάδια που μας δείχνει ο κόσμος, ο άνθρωπος: « Το διάβα», «Το τρένο», «ο κυρατζής», «ο δρόμος». Ο Φάνης Δασούλας γράφει: « Η απόδοση στην Βλαχική είναι μια δύσκολη υπόθεση». Έτσι είναι και η δουλειά έγινε έντιμα.
Όποιος ακούσει τα τραγούδια που περιέχονται στον δίσκο ακτίνας δεν θα μπορέσει να τα ξεχάσει…Μπαίνουν στο μεδούλι, βαθειά, δεν σε αφήνουν σε ησυχία, ηχούν στα αυτιά, σου κλέβουν τον ύπνο…Μένεις «πληγωμένος»! Αυτό συνέβη σε μένα. Δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου…
Κύρα Μάντσου, Ποιήτρια
Εκδόθηκε στην Ελλαδα ένα βιβλίο αξιοθαύμαστο….Σε τρεις γλώσσες: Βλάχικα, Ελληνικά και Αγγλικά. Έτσι θα πάει σε όλον τον κόσμο…Ο πολιτισμός δεν μένει σε έναν τόπο!
Για πρώτη φορά, ένα βιβλίο με ποιήματα στην Βλαχική μελοποιημένα και ορισμένα αφηγήματα γραμμένα στην Ελληνική και μεταφρασμένα στην Βλαχική…Το βιβλίο έχει πολύ όμορφη γραφιστική επιμέλεια που ταιριάζει με την ψυχή του…Ψυχή; Αλήθεια, ψυχή είναι αυτό το βιβλίο! Σε αυτό κατοικεί μια ψυχή, χτυπάει μία καρδιά…Και χτυπά σε μια γλώσσα που βαδίζει προς τα σκάπετα, προς τον θάνατο…
Πώς να μπορέσεις να γράψεις σε μια τέτοια γλώσσα, όταν έζησες με γλώσσες μεγάλες, πλούσιες, ταιριασμένες εδώ και εκατοντάδες, χιλιάδες χρόνια; Τι σε ωθεί να επιστρέψεις σε αυτά τα λόγια που άκουγες παιδί, τα οποία, ωστόσο, με τον καιρό τα ξέχασες και δεν πίστευες ότι θα επιστρέψεις ποτέ να τα ζητήσεις; Αυτά τα ερωτήματα για χρόνια τα έθετα συνέχεια, όταν ζύμωνα στην ψυχή μου την ιδέα να γράψω ποίηση στην Βλαχική…
Αυτά τα ερωτήματα ήρθαν στο νου μου, όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του καθηγητή Βασίλη Νιτσιάκου. Δεν είναι παράξενο γιατί ο Β. Νιτσιάκος είναι ανθρωπολόγος, εθνολόγος, εθνογράφος, λαογράφος…Ξέρει, αντιλαμβάνεται πόσο σημαντικό είναι για την ανθρωπότητα να μπορέσουμε να να σώσουμε από τον αφανισμό όλες τις πολιτισμικές αξίες που μας κληροδότησαν οι παππούδες και οι προπαπούδες μας…Και η γλώσσα, περισσότερο από όλα τα άλλα, είναι ένα είδος συλλογικής ιστορικής «μνήμης» για κάθε ανθρώπινη ομάδα, είτε ζει σε σύγχρονα κράτη ή στον Αμαζόνιο και την Αφρική.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Β. Νιτσιάκου ήρθαν στο νου μου λόγια πολύ απλά, γραμμένα από έναν άνθρωπο που δεν είναι μήτε ιστορικός μήτε γλωσσολόγος. «Κι ο άνθρωπος που μιλά είκοσι γλώσσες, έχει ανάγκη από την γλώσσα της μάνας όταν του κόβουν το δάχτυλο» (Jean-Paul Belmondo).
Τι θέλουν να πουν αυτά τα λόγια; Η μητρική γλώσσα είναι η μόνη που μπορεί να γιατρέψει τον πόνο, την πληγή! Η μητρική γλώσσα μπορεί να είναι ένα είδος θεραπείας, γιατρειάς από την ασθένεια των καιρών, από την αλλοτρίωση στην οποία ζει ο σύγχρονος άνθρωπος; Δεν ξέρω τι απάντηση θα δώσουν άλλοι ποιητές, αλλά εγώ έτσι το αντιλαμβάνομαι…Αναρωτήθηκα γιατί ο Β. Νιτσιάκος έβαλε για τίτλο του βιβλίου το «Ω λέλε». Ξέρουμε ότι η λέξη «λέλε» δεν υπάρχει μόνο στους Βλάχους…Μπορούμε να πούμε ότι είναι Βαλκανική, όπως και η λέξη «άιντε»! Δεν ξέρω τι νόημα έχει αυτή η λέξη σε άλλες γλώσσες, αλλά στην Βλαχική γλώσσα έχει πολλά: για τη χαρά ( «ω λέλε τι ομορφιά!», αλλά και για τον πόνο ( «λέλε η μαύρη μου» «λέλε καημένα παιδιά»!). Βρήκα στο λεξικό και το νόημα που αφορά τον πόνο του θανάτου. Έχω την αίσθηση ότι όλα αυτά τα νοήματα τα βρήκα στο βιβλίο του Β. Νιτσιάκου.
Το βιβλίο είναι απόδοση ενός χρέους, απότιση φόρου τιμής στην Βλαχική γλώσσα, «που δεν έχει αγάπη» για τα «θαμμένα λόγια», στους τόπους που σώζεται ακόμα…Ορφανή, ξεχασμένη, πληγωμένη, αταίριαστη για «μεγάλους πολιτισμούς»…Ζωή σε δυο γλώσσες: «μια για τους μεγάλους και μια για τους μικρούς», «η γλώσσα του σχολείου» και εκείνη της «ντροπής, του στίγματος», η γλώσσα που «στα όνειρά τους συχνά μπερδεύονταν με την άλλη», αυτή η φοβισμένη: «Το είπε ο δάσκαλος. Το είπε ο Θεός. Μην μιλάτε. Αυτήν την γλώσσα. Την γλώσσα του Διαβόλου»… Λόγια που ραγίζουν καρδιές, χώνουν το μαχαίρι…Γι’ αυτό ο ποιητής βγάζει το «Ω λέλε ντάντω! Ω λέλε»…
Αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί οι Βλάχοι ποιητές γράφουν στην Βλαχική, όταν τους είναι πολύ εύκολο να δείξουν την ψυχή τους στην γλώσσα της καθημερινότητάς τους, αυτή του κράτους στο οποίο ζουν; Τα ποιήματά τους δίνουν την απάντηση…Ο Βλάχος ποιητής από την Αλβανία Σπύρος Φούκης λέει πολύ όμορφα: « Να αναστήσω από τον θάνατο/ λέξεις σκοτωμένες». Ή, όπως λέει ο ποιητής Γιώργος Βράνας: Οι Βλάχοι ποιητές είναι «φύλακες των λέξεων»!
Γιατί γράφει ο Β. Νιτσιάκος στην Βλαχική; Η απάντηση βρίσκεται στα ποιήματα…Διότι: «Δεν μας αφήνουν/ τα εικονίσματα/ να φύγουμε από ’δω». Διότι: «Γυμνοί/ γεμάτοι πληγές/ άγνωστοι πρόγονοι/ παρελαύνουν στις νύχτες μου», διότι « στο μυαλό μου ξυπνάνε/ όλες οι θαμμένες λέξεις». Το βιβλίο συνιστά και φόρο τιμής στους γονείς και τους παππούδες: «το τραγούδισμα της μάνας», «τα γλυκά λόγια της γιαγιάς». Και, επιπλέον, το βιβλίο συνιστά φόρο τιμής στα χωριά, στους τόπους των Βλάχων, για τους οποίους ο Β. Νιτσιάκος γράφει ποιήματα για μεράκι: «Εγνατία», «Γράμμοστα», Ντένισκο», «Βωβούσα», «Περιβόλι», «Σαμαρίνα», «Καράντερε».
Η Εγνατία είναι θέμα πολλών Βλάχων ποιητών, αλλά ο Β. Νιτσιάκος βρίσκει μια μεταφορά που είναι ξεχωριστή: Εγνατία «αυτή που έγινε κομμάτια, όπως οι πρόγονοί μου». Ο ποιητικός κόσμος του Β. Νιτσιάκου είναι ένας κόσμος όπως μετά την αποκάλυψη: χωριά κατεστραμμένα, δρόμοι χαλασμένοι, μάτια τρομαγμένα, κιντέρια, σκορπίσματα, ξενιτιές, χαμοί, ρήγματα, χτυπήματα, πληγές… Το ποίημα «Σκόρπισμα» είναι το δράμα του ανθρώπου, αλλά και των Βλάχων: «Βλέπω ανθρώπους απομακρυσμένους/ βλέπω χωριά κατεστραμμένα/ξενιτιές βλέπω μαζεμένες/ μια πάνω στην άλλη κρεμασμένες./ Βλέπω παλιούς δρόμους χαλασμένους/ βλέπω και μάτια τρομαγμένα/κιντέρια σαν κοπάδια μαζεμένα/ μεράκια σαν εχθροί κυνηγημένα./ Το σκόρπισμα των ανθρώπων με πονά/ μα πιο πολύ της ψυχής με τρομάζει.» Σε αυτόν τον κόσμο μας φαίνεται πως βλέπουμε μόνο μια μικρή φλόγα: Την Αγάπη! Αλλά και αυτή «λιώνει» και «πνίγεται στην θάλασσα», η φωτιά της αγάπης είναι «φωτιά δίχως καπνό», η αγάπη προσμένεται…
Οι μικρές ιστορίες/ αφηγήματα, γραμμένα στα Ελληνικά και αποδοσμένα στα Βλαχικά από τον Φάνη Δασούλα, είναι ενθυμήματα, κάδρα από τον ίδιο κόσμο, αυτών των ποιημάτων, αλλά γραμμένα με την τέχνη του Ανθρωπολόγου, του Εθνολόγου, που βλέπει αλλιώς τα σημάδια που μας δείχνει ο κόσμος, ο άνθρωπος: « Το διάβα», «Το τρένο», «ο κυρατζής», «ο δρόμος». Ο Φάνης Δασούλας γράφει: « Η απόδοση στην Βλαχική είναι μια δύσκολη υπόθεση». Έτσι είναι και η δουλειά έγινε έντιμα.
Όποιος ακούσει τα τραγούδια που περιέχονται στον δίσκο ακτίνας δεν θα μπορέσει να τα ξεχάσει…Μπαίνουν στο μεδούλι, βαθειά, δεν σε αφήνουν σε ησυχία, ηχούν στα αυτιά, σου κλέβουν τον ύπνο…Μένεις «πληγωμένος»! Αυτό συνέβη σε μένα. Δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου…
Κύρα Μάντσου, Ποιήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου