13.11.19

Από την αφήγηση στην ανάγνωση (της Βενετίας Αποστολίδου)



Ξαναδιαβάζοντας τη λογοτεχνική αυτοβιογραφία Οι λέξεις του Ζαν – Πωλ Σαρτρ (1964) έπεσα πάνω σε ένα απόσπασμα το οποίο αποδίδει μια παιδική εμπειρία που χάνεται στα βάθη της παιδικής ηλικίας: η μητέρα του μικρού Σαρτρ, ενώ προηγουμένως του αφηγούνταν ένα συγκεκριμένο παραμύθι με νεράιδες, του διαβάζει, για πρώτη φορά, το ίδιο παραμύθι από βιβλίο. Ας δούμε πώς προσλαμβάνει το παιδί τη διαφορά της ανάγνωσης από την -οικεία του – αφήγηση:


Η Αν- Μαρί [η μητέρα] με έβαλε να καθίσω απέναντί της, στη μικρή μου καρέκλα∙ έγειρε, χαμήλωσε τα βλέφαρά της, αποκοιμήθηκε. Από το αγαλματένιο πρόσωπο βγήκε μια γύψινη φωνή. Τά ‘χασα: Ποιος μιλούσε; Τι έλεγε; Και σε ποιον; Η μητέρα μου ήταν απούσα: ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα σημάδι συνενοχής, ήμουν εξόριστος. Και ύστερα δεν αναγνώριζα τη γλώσσα που μιλούσε. Από πού αντλούσε αυτή τη σιγουριά; Κατάλαβα αμέσως: μιλούσε το βιβλίο. Από το βιβλίο ξεπηδούσαν φράσεις που μου προκαλούσαν φόβο: ήταν αληθινές σαρανταποδαρούσες […] Μου φάνηκε ότι κάποιος ρωτούσε ένα παιδί: αν ήταν στη θέση του ξυλοκόπου τι θα έκανε; Ποια από τις δύο αδελφές θα προτιμούσε; Γιατί; Επιδοκίμαζε την τιμωρία της Μπαμπέτ; Όμως αυτό το παιδί δεν ήμουν καθόλου εγώ και φοβόμουν να απαντήσω. Ωστόσο απάντησα, η αδύναμη φωνή μου χάθηκε και αισθάνθηκα ότι γινόμουν άλλος. Και η Αν-Μαρί ήταν άλλη, με ένα ύφος υπερδιορατικού τυφλού: νόμιζα ότι ήμουν το παιδί όλων των μητέρων, ότι ήταν η μητέρα όλων των παιδιών. Όταν σταμάτησε να διαβάζει, της άρπαξα βιαστικά τα βιβλία, τα έβαλα κάτω από το μπράτσο μου δίχως να πω ευχαριστώ. Με τον καιρό απολάμβανα αυτό το μηχανισμό που με ξερίζωνε από τον εαυτό μου […] Άρχισα να προτιμώ τις προκατασκευασμένες αφηγήσεις από τις αυτοσχέδιες.[1]

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσοι αναγνώστες ανακαλούν μια τόσο ριζική εμπειρία ούτε βέβαια σε ποιο βαθμό η συγκεκριμένη αφήγηση της μετάβασης από την προφορικότητα στην ανάγνωση αποτελεί κατασκευή, ανάμνηση ή κατασκευασμένη ανάμνηση. Ωστόσο, κι αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας, μας φαίνεται πιθανή ως παιδική εμπειρία, μια εμπειρία η οποία, ούτως ή άλλως, είναι αδύνατον να καταγραφεί στην πραγματικότητα ποτέ από ένα παιδί. Αποδίδει με ακρίβεια, με εργαλείο τα συναισθήματα, τη συνειδητοποίηση της διαφοράς του γραπτού λόγου. Ο γραπτός λόγος είναι επίσημος, ψυχρός, μας καλεί να πάρουμε θέση και ταυτόχρονα μας εγκαλεί, μας εξορίζει από τον μικρόκοσμό μας και μας μετατρέπει σε κάποιον άλλο, που πάει να πει ότι αναμορφώνει την ταυτότητά μας. Μας ενώνει με όλον τον κόσμο: «νόμιζα ότι ήμουν το παιδί όλων των μητέρων, ότι ήταν η μητέρα όλων των παιδιών». Τέλος, δημιουργεί εθισμό, μπαίνει στη ζωή μας για να μην ξαναβγεί ποτέ.
Το μεγάλο πρόβλημά μας στη μελέτη της ανάγνωσης και στην προώθησή της είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το τι νιώθει, τι σκέφτεται, τι θέλει το κάθε μοναδικό παιδί. Η παιδική ηλικία, στο σύνολό της, προσλαμβάνεται, μορφοποιείται και διατυπώνεται από τους ενήλικες, διαφορετικά σε κάθε εποχή, ανάλογα με τους ιδεολογικούς, επιστημονικούς και πολιτισμικούς καθορισμούς. Η φωνή των παιδιών δεν ακούγεται παρά μόνον διαμεσολαβημένη. Η λογοτεχνία είναι βέβαια κι αυτή μια απόλυτα διαμεσολαβημένη φωνή, το ξέρουμε πια καλά ότι οι κόσμοι που κατασκευάζει δεν είναι πραγματικοί, άρα και οι φωνές των παιδιών που ακούγονται σε αυτήν δεν είναι φωνές αληθινών παιδιών∙ το δικό της μυστήριο είναι πως κατορθώνει, μέσα από την κατασκευή και την μερικότητα, να μας δίνει την αίσθηση της καθολικότητας, της μοναδικής ανθρώπινης εμπειρίας. Η αυτοβιογραφία, ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, παρόλη τη στενότερη (από την καθαρή μυθοπλασία) σχέση της με την πραγματικότητα, δεν παύει και αυτή να είναι μια ερμηνευτική κατασκευή: κάποιος ενήλικας, και μάλιστα σε ώριμη ηλικία, αφηγείται την παιδική και νεανική του ζωή μέσα από τα κάτοπτρα της μνήμης, της ψυχολογικής ενδοσκόπησης αλλά και των συγγραφικών του προθέσεων. Ωστόσο, όπως δείχνει και το παραπάνω απόσπασμα, οι αυτοβιογραφίες που αναφέρονται στην αναγνωστική πορεία του παιδιού μπορούν να προσφέρουν πολλά στη γνώση μας για την εμπειρία της ανάγνωσης.

[1] Sartre, J. P., Οι λέξεις, μτφρ. Ε. Τσολακέλλη, Αθήνα, Άγρα, 2003, 56-58.

Δεν υπάρχουν σχόλια: