Συνέντευξη στην Κατερίνα Λιάτζουρα
«Και τι είναι η ζωή; Μια θυμέλη των ερειπωμένων θεάτρων, μια θυμέλη του φαίνεσθαι. Ενδημεί το ίδιο στη ζέστη και στο κρύο, αναπνέει σ’ αυτή την αφηρημένη βροχή, μα είναι κυρίως μια εντύπωση. Κι όσα ζούμε με ήλιο ή με ξερό άνεμο ή με συντροφιές ή με τόπους αντλούνται και συλλαμβάνονται περίπου σαν ένα στατικό, ηχογραφημένο τραγούδι, που δεν υπάρχει αν δεν ακουστεί»*
Ο καλύτερος γνώστης της συγγραφικής του τέχνης είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Λίγα λόγια με τον Κωνσταντίνο Χ. Λουκόπουλο για την συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Οι πόλεις το χειμώνα» μικροκείμενα & και διηγήματα μπονζάι από τις εκδόσεις Έναστρον, 2018
. Πώς προέκυψε ο τίτλος της συλλογής σου και τι σηματοδοτεί ο χειμώνας για σένα; Ο τίτλος προέκυψε περισσότερο χρονικά: τα περισσότερα κείμενα που έδωσαν την ιδέα για τον τίτλο το όνομα στο βιβλίο, ξεκίνησαν να γράφονται τον Χειμώνα του 2017 - 2018. Στη συνέχεια πολλά εξ αυτών επηρεάστηκαν από τον τίτλο, ο ίδιος ο τίτλος δηλαδή προδιέθεσε – διαμόρφωσε το περιεχόμενο, με αποτέλεσμα τα τοπία, οι πόλεις, οι άνθρωποι, οι μνήμες, η ιστορική πράξη να ακολουθούν την εποχή. Αλλού αυτή η διάθεση είναι κυρίαρχη (όπως για παράδειγμα στο Ιντερλάκεν, στη Μόσχα, στο Βόλγκογκραντ και στο Τρόντχάιμ,) αλλού πάλι όχι (Κωνσταντινούπολη, Αθήνα - οδός Πειραιώς, Βαβρ και Χάνδακας, Μαδρίτη κλπ.) μπορεί όμως κάποιος να πει γενικώς ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα (το αισθητικό τσόφλι των αφηγήσεων) είναι κάπως σα να συμβαίνουν όλα μέσα σε γαλάζιο πάγο. Τέλος, ένα από τα κείμενα είναι απολύτως «καλοκαιρινό» συνειδητά. Εκείνο που κλείνει τον κύκλο των Πόλεων το Χειμώνα (το Καλοκαίρι στο Αλμπουκέρκι) και το οποίο λειτουργεί αντιστικτικά στις υπόλοιπες πόλεις. Το Αλμπουκέρκι είναι μια πόλη η οποία, έτσι κι αλλιώς, έχει πολύ υψηλές θερμοκρασίες καθόλη τη διάρκεια του έτους. Το συγγραφικό του ύφος επίσης είναι πιο ανάλαφρο, πιο καλοκαιρινό (παρότι η έμπνευσή του αντλείται από το 2666 του Μπολάνιο και συγκεκριμένα από την ενότητα που αναφέρεται στις δολοφονίες νεαρών κοριτσιών στο Μεξικό). Το βιβλίο σου περιέχει τρεις ενότητες κειμένων και μια εισαγωγική ενότητα με τίτλο «Αντί προλόγου», που όπως γράφεις στο οπισθόφυλλο «επιχειρεί να ορίσει εννοιολογικές κατευθυντήριες γραμμές, το ύφος, την αισθητική και την οντολογία των κειμένων που ακολουθούν». Για ποιο λόγο θεωρείς πως ο/η αναγνώστης/-τρια θα χρειαστεί αυτήν την «προοικονομία» πριν την ανάγνωση των διηγημάτων σου; Στο βιβλίο συνυπάρχουν σχεδόν όλα μου τα πεζά κείμενα των τελευταίων χρόνων οργανωμένα σε τρεις συλλογές: Τις Πόλεις το Χειμώνα, τους Εγκιβωτισμούς και τα Κείμενα για την Αφαλάτωση, οι οποίες λειτουργούν αυτόνομα μα και συλλογικά: κάθε μια συλλογή μπορεί να διαβαστεί μόνη της (διότι έχει γραφτεί με αυτή τη λογική, ως ένα ξεχωριστό βιβλίο) ταυτόχρονα όμως, έχοντας επιλέξει την έκδοσή τους σε έναν τόμο, επιδιώκω να διαβαστεί το όλον και ως ένα ταξίδι από την πεζογραφία προς την ποίηση. Η πρώτη ενότητα έχει πολύ έντονα πεζογραφικά χαρακτηριστικά, η δεύτερη είναι ένα εσωτερικό οντολογικό ταξίδι με γλώσσα που πλησιάζει κάποιες φορές ακόμη και το δοκίμιο, η Τρίτη παραδίδεται στην ποίηση διατηρώντας ζωντανά τα προηγούμενα χαρακτηριστικά, είναι πολύ κοντά σε όσα πλέον καταλήγω να υιοθετήσω συνειδητά, ως ύφος, ένα είδος πεζού ποιήματος. Στην εισαγωγή λοιπόν, που επιγράφεται Αντί Προλόγου υπάρχει ένας οδηγός πλοήγησης με τη μορφή επτά διηγημάτων μπονζάι όπου εκθέτω τα εργαλεία της αφήγησης από τη μια και ταυτόχρονα προϊδεάζω τις υφολογικές διακυμάνσεις που πρόκειται να ακολουθήσουν από την άλλη: Εκεί διαφαίνεται καθαρά η αισθητική μου, η ανάγκη, η δίψα και το πρόταγμα της φιλοσοφίας, η οντολογική αναζήτηση, η λειτουργία της επιστήμης στη γλώσσα και στον χειρισμό της, τέλος η άνευ όρων παράδοση της γλώσσας στην ποίηση αυτή καθεαυτή. Πρέπει να σας πω ότι βαθιά συνειδητή επιλογή μου είναι η μικρή φόρμα, η φόρμα που προσεύχεται στη γλώσσα και την πυκνότητά της. Με όποιον μιλήσετε που έχει διαβάσει το βιβλίο θα σας πει ότι το αφηγηματικό του περιεχόμενο, αντιστοιχεί σε καμιά τριανταριά μυθιστορήματα (από αυτά των 700 σελίδων που είναι και το αγαπημένο είδος των εκδοτών.) Δεν πειράζει. Ας αντιστοιχεί. Εγώ θα επιμείνω να γράφω με αυτόν τον τρόπο, διότι για να ανοίξει η ψυχή και να αποδεχθεί το δάκρυ της ποίησης, αυτό το λίγο και πυκνό αρκεί και περισσεύει. Την κάθε ενότητα σου, την προλογίζεις με ένα ποίημα σου, που κατά την άποψη μου είναι ένα πολύ δυνατό κομμάτι του βιβλίου σου. Πως συγκεράζεις, Κωνσταντίνε, την ποίηση και τον πεζό λόγο; Πιστεύεις πως πρέπει να υπάρχουν διακριτά όρια στα είδη συγγραφής; Όπως είπαμε βέλτιστη μορφή, η επιδίωξη του γραπτού λόγου οφείλει να είναι η ποίηση. Εκείνη θα κάνει το άλμα, θα μαγέψει, θα ανοίξει τις μεταφυσικές πύλες κατά την ανάγνωση. Η ποίηση φέρει το αντικλείδι όπως λέει και στο ποίημα του ο Γιώργης Παυλόπουλος. Δεν θα διασκεδάσει, δεν θα αφηγηθεί απλώς κατά την ανάγνωση, μα θα απογειώσει, θα ανοίξει την πύλη ενός σύμπαντος αισθήσεων και απόλαυσης, θα αποκαλύψει την – θηλυκή - Παράδεισο. Το Σεπτέμβρη του 2018 είχα μόλις τελειώσει τον Επιτάφιο εν Ελευσίνι, ένα βιβλίο με πρόζα και ποίηση που γράφτηκε με αφορμή μια παράσταση που ανέβηκε στα Αισχύλεια 2017 σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα, όπου το θέμα της απώλειας αγαπημένων προσώπων, η φθορά, τα γεράματα των κορμιών και των τόπων ήταν κυρίαρχο. Τη βραδιά της παρουσίασης στην Ελευσίνα- μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή για μένα- είδα στον ύπνο μου τη μάνα μου. Κι εκεί που θεωρούσα ότι με όλα αυτά είχα ξεμπερδέψει συγγραφικά, διαπίστωσα ότι οι νυχτερινές επισκέψεις του αόρατου θιάσου, πύκνωναν αντί να αραιώνουν οδηγώντας σε καινούργια ποιήματα. Εξαιτίας της στιγμής που από μόνη της δήλωνε ένα τέλος, μια ολοκλήρωση, μα και ταυτόχρονα την έναρξη μιας εποχής, ενός νέου χρονικού και συνειδησιακού επέκεινα, ονόμασα τη συλλογή Ενύπνια τα Μεθεόρτια (σα να λέμε: όνειρα κατόπιν εορτής) και περιέλαβα τρία ποιήματα από αυτά στην εναρκτήρια σελίδα κάθε υποενότητας των Πόλεων το Χειμώνα. Η συλλογή πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Έναστρον. Έτσι έδεσα τη νέα περιπέτεια της γραφής που ξεκινούσε, με την ολοκλήρωση της παλαιάς που μόλις είχε ολοκληρωθεί. Η επιλογή αυτή φανερώνει επίσης τον σκεπτικισμό μου απέναντι στα αυστηρά όρια που τίθενται ανάμεσα στην ποίηση και στον πεζό λόγο. Κριτήριο της καλής γραφής θα πρέπει να είναι – κατά τη γνώμη μου – η εσωτερική μουσικότητα ενός κειμένου, καθώς και η ισορροπημένη εκφορά των λέξεων όταν απαγγέλλεται. Αν διατηρείται η μουσικότητα, τότε και το πεζό, ποίημα είναι. Ας αναφερθούμε όμως σε κάθε ενότητα χωριστά. Στην ομότιτλη ενότητα «Οι πόλεις το χειμώνα» χρησιμοποιείς τον χωρόχρονο είκοσι πόλεων- τοποθεσιών της υφηλίου για να αφηγηθείς τις ιστορίες σου. Στις συγκεκριμένες πόλεις έχεις ταξιδέψει και τις ιστορίες σου τις έχεις βιώσει ή δημιούργησες εικόνες φανταστικές και επέλεξες τυχαία τοπωνύμια για να δώσεις υπόσταση σε αυτές; Όλες οι πόλεις που αναφέρονται στις Πόλεις το Χειμώνα είναι πόλεις τις οποίες έχω επισκεφτεί ο ίδιος με διάφορες αφορμές. Τις περισσότερες φορές με κυρίαρχη μία αίσθηση ταξιδιού άσκοπης περιήγησης (την επονομαζόμενη φλανερί) περισσότερο παρά ψυχαναγκαστικής επίσκεψης σε τουριστικά αξιοθέατα. Άλλες φορές με ένα σχεδόν επιστημονικό ενδιαφέρον, άλλες φορές υποκύπτοντας σε απλές ανάγκες μου που έχουν σχέση με την αρχιτεκτονική, με τη μουσική, με το σινεμά, με το θέατρο, με την τέχνη γενικότερα . Δυο μόνο τοπωνύμια – των οποίων οι ιστορίες αναφέρονται στον πόλεμο της Κορέας- δηλαδή το επίνειο της Σεούλ το Πουσάν (όπου γίνεται και αναφορά στο ποίημα του Σαχτούρη Η Εισβολή της μαύρης Πεταλούδας του Πόρου) και τη διώρυγα του Σουέζ (στο αφήγημα SS Taiyuan) είναι μέρη στα οποία βρέθηκε ο πατέρας μου ως νεαρός φαντάρος που υπηρετούσε τη θητεία του με το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα Κορέας. Για κείνον - που ήταν ένα νεαρό επαρχιωτόπουλο από μία ορεινή περιοχή της Ελλάδας και στάλθηκε να πολεμήσει κατά του κομμουνισμού στην άλλη άκρη της γης - ήταν μια τραυματική εμπειρία και πολλές φορές μας τη διηγούταν με μελανά χρώματα και απίστευτες λεπτομέρειες. Αυτές οι διηγήσεις επηρέασαν πάρα πολύ γενικώς την ιδιοσυγκρασία μου ως συγγραφέα. Όλες οι υπόλοιπες πόλεις είναι πραγματικές πόλεις στις οποίες έχω βρεθεί. Οι ιστορίες που συμβαίνουν στις πόλεις αυτές είναι φανταστικές, ως επί το πλείστον. Οι υπαρξιακές αναζητήσεις, τα ερωτήματα του παρελθόντος και οι αβεβαιότητες του μέλλοντος αποτελούν την θεματολογία στην δεύτερη ενότητα της συλλογής σου με τίτλο «Εγκιβωτισμοί. Οντολογία ενός ακούσιου περιορισμού». Κινήθηκες εντός και εκτός της πραγματικότητας για να δώσεις την προσωπική σου κατάθεση για την ύπαρξη του ανθρώπου, τα γερατειά και την επακόλουθη αδυναμία τους, την ασθένεια, τον πόνο και την ιδρυματοποίηση, την φθορά, την απώλεια, την μοναξιά και τον φόβο του θανάτου. Πως μπορείς, Κωνσταντίνε, να «εγκιβωτίσεις» την Οντολογία; Και γιατί να περιορίζεται ακουσίως; Όπως ήδη αναφέραμε οι Εγκιβωτισμοί είναι μία προσπάθειά μου να ασχοληθώ με διάφορα φιλοσοφικά ερωτήματα που με απασχολούσαν και με απασχολούν χρησιμοποιώντας ως αφορμή τον ακούσιο εγκλεισμό του ποιητικού υποκειμένου (του ποιητή ας πούμε.) Λέγοντας «ακούσιο εγκλεισμό» εννοώ εδώ ότι μπορεί κάποιος να θέσει και ηθελημένα τον εαυτό του σε περιορισμό αν καταλύσει σε κάποιο μοναστήρι ή στην έρημο (όπως, για παράδειγμα, ο Αββάς Ισαάκ ο Συρος ή η Αμμάς η Συγκλητική) ή σε κάποιον άλλο χώρο περισυλλογής και προσευχής ώστε να επικοινωνεί με τον Θεό ή δεν ξέρω τι για να βρει τον εαυτό του. Στην πορεία της συγγραφής (ενώ γραφόταν αυτή η ενότητα εννοώ) συνέβη και σε κάποιο άτομο του στενού συγγενικού μου κύκλου να βιώσει μία τέτοια συνθήκη ακούσιου εγκλεισμού οπότε σε κάποιο βαθμό - για ορισμένα κομμάτια των κειμένων - η ροή που ακολουθώ στη συγγραφή είναι και βιωματική. Η πρόσληψη της πραγματικότητας είναι εκ φύσεως εγκιβωτισμένη (είμαι κοντά σε μια θέση που λέει ότι είμαστε ό,τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό μας) οπότε η κινητικές δυσκολίες είναι μάλλον ιδανική προκείμενη ώστε να αρχίσει κάποιος να αναζητά τον εαυτό του ανεξαρτήτως του απενεργοποιημένου σώματος. Ίσα ίσα εντείνεται η προσήλωση σε μία καθαρή οντολογία, όταν δεν ασχολούμαστε με τη φθορά (η οποία έχει συμβεί πέραν κάθε δυνατής ανάρρωσης, οπότε έχει απομυθοποιηθεί και παραμένει γυμνή μα και ανίκανη να φοβίσει, να υπενθυμίσει τον φόβο του θανάτου). Διαβάζοντας την τρίτη και τελευταία ενότητα της συλλογής σου, με τον ευφάνταστο τίτλο «Κείμενα για την Αφαλάτωση. Αυτοανάλυση και η συνακόλουθη δυνητική σιωπή», πλησιάζει κανείς τις πολύ ιδιαίτερες σκέψεις σου. Φιλοσοφείς πάνω σε έννοιες μικρές, καθημερινές, για πολλούς ίσως τετριμμένες. Κι όμως καταφέρνεις μέσα από την εμπνευσμένη σου γραφή, να προσθέσεις νέες προσεγγίσεις στην «αέναη κίνηση» και τον «αιώνιο χρόνο» της ανθρώπινης υπόστασης. Κωνσταντίνε, τι θα κάναμε δίχως το αλάτι της ζωής; Είναι ζητούμενο της αφαλάτωσης η συνακόλουθη σιωπή; Ο άνθρωπος, Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, σωπαίνει μετά την αφαλάτωση; Αυτή η ενότητα, τα Κείμενα για την Αφαλάτωση, είναι πολύ συχνά θύμα μιας παρανόησης. Η έννοια της αφαλάτωσης που χρησιμοποιώ είναι μία έννοια θετική η οποία σημαίνει την απελευθέρωση από τα βάσανα της ζωής, πραγματικά, ιδεολογικά ή και ιδεοληπτικά, μερικές φορές, που συγκεντρώνονται πάνω μας και μάς βαραίνουν με τα χρόνια όπως τα άλατα που συλλέγονται σε διάφορα σημεία μιας υδραυλικής εγκατάστασης και εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της εγκατάστασης αυτής. Με όλα όσα βασανίζεται ο άνθρωπος, με τον θάνατο, τη μοναξιά, τον έρωτα, τη βαθιά ερωτική και υποσυνείδητη ορμέμφυτη παρόρμηση, και χίλια δυο άλλα διαφορετικά πράγματα ορίζει τελικώς και τη στάση του απέναντι στην τέχνη, στην ποίηση και στον Χρόνο, ο οποίος είναι μία έννοια που περιβάλλει ενώ ταυτόχρονα δεν μετακινεί, ούτε κινεί, ούτε κινείται, που δεν ακολουθεί ένα βέλος όπως πολύ συχνά παρεννοείται ότι συμβαίνει αλλά – στην πράξη - είναι ένα δωμάτιο μέσα στο οποίο τοποθετούμαστε και εκεί καλούμαστε να λειτουργήσουμε, δίχως να έχουμε στο μυαλό μας καμία ταξινόμηση, ή κατεύθυνση ή γραμμικότητα ενώ η καθημερινή πράξη μας ξεγελά διαρκώς με μια υποτιθέμενη και υποχρεωτική ροή. Σε αυτή την ενότητα δράττομαι της ευκαιρίας να τοποθετηθώ -χρησιμοποιώντας μία γλώσσα που κοντεύει αρκετά στην ποιητική πρόταση όπου θέλω να καταλήξω - να ασχοληθώ με αυτά διεξοδικά και να μπορέσω να τα ξεφορτωθώ. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με την Αυτοανάλυση (δηλαδή με τη συζήτηση επί και περί των πληγών του) εισέρχεται κάποιος στο Καθαρτήριο. Κι εκεί μπορεί να λάβει άφεση αμαρτιών, αφού κατέληξε επιτέλους στο επιδιωκόμενο της ποίησης - της απόλυτης βιωματικής ποίησης - δηλαδή στη Σιωπή. Όταν κάποιος βιώσει την ποίηση με όλο του το είναι, όταν αντιληφθεί τη λειτουργία της ποίησης στον βίο του ανθρώπου, τότε μπορεί καθηρμένος να σιωπήσει. Δεν χρειάζεται τίποτα ούτε να ειπωθεί ούτε να γραφτεί περεταίρω. Όσο ακούτε για μένα ότι γράφω σας λέω ότι τούτο γίνεται διότι είμαι ημιτελής, δεν έχω φτάσει στην ποιητική αυτογνωσία, δηλαδή δεν έχει λάμψει ακόμη στο κεφάλι μου απόλυτα, ετούτη η αυθεντική και ανόθευτη Σιωπή. Κλείνοντας την συνομιλία μας αυτή, παραθέτω ένα απόσπασμα από το διήγημα σου «Τετραγωνισμοί» από την δεύτερη ενότητα της συλλογής σου «Εγκιβωτισμοί». «… Ναι, αξίζει που πεθαίνει ο κόσμος για να ξαναγεννηθεί, αν νομίζεις ότι ο κόσμος είναι φοίνικας και η ψυχή ένα καρμικό υπόθετο που θα μεταναστεύσει σε άλλο ορθό. Όμως όταν κάτι πεθαίνει, απλώς πεθαίνει». Ο σκεπτικισμός και ο κυνισμός στο απόγειο τους. Υπάρχει φως Κωνσταντίνε, στο τέλος του τούνελ; Φως υπάρχει, ακριβώς εάν λειτουργούμε βάσει ενός ενεργητικού και ενσυνείδητου μηδενισμού. Η απέχθεια που φέρουμε στο γονιδίωμά μας για το θάνατο και τη γνώση του και το βάρος αυτής της γνώσης (δεν τον χωράει ο νους του ανθρώπου) εντείνουν την αγωνία και τον φόβο. Στο τέλος καταλήγουμε να ζούμε υπό τη σκιά της διαρκούς απειλής του μοιραίου, ή καταφεύγουμε σε μεταφυσικά δεκανίκια ώστε να ελπίζουμε στη ζωή μετά. Ο εξορθολογισμός του τέλους ενδεχομένως να μας απαλλάξει σε κάποιο βαθμό από τον φόβο του. Αν αποδεχθούμε ότι το τέλος είναι μία έννοια στην οποία δεν οφείλουμε να τοποθετηθούμε εν ζωή, επειδή δεν ανήκει στο γνωσιοθεωρητικό της σύστημα, δηλαδή είναι μία έννοια την οποία δεν μπορούμε έτσι κι αλλιώς να καταλάβουμε (ότι η ζωή μας έχει μια τοπικότητα που μας επιτρέπεται να παρατηρήσουμε, ενώ κάποια άλλη που δεν μας έχει αποκαλυφτεί) την τινάζουμε από πάνω μας, την ξεφορτωνόμαστε – σα να μην μας αφορά - και τούτη η σύλληψη (δηλαδή η μερική τοπική απώθηση) ίσως αποτελέσει, για τη συνείδησή μας, την απόλυτη Λύτρωση. Αυτή είναι μια μέθοδος που μου φαίνεται συνεπής και δεν είναι κατ’ ανάγκη αγνωστικιστική. Μπορεί να οδηγήσει σε πολύ περισσότερα ερωτήματα από όσα υποτίθεται ότι απαντά. Είναι όμως τουλάχιστον λειτουργική (για όσο διαρκεί το ταξίδι με το magic bus).
O Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Ελευσίνα κι έχει σπουδάσει Φυσική και Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης. Ποιήματά του και πεζά, έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες. Το Σεπτέμβρη του 2017, κείμενά του πλαισίωσαν την παράσταση των Αισχυλείων, «Επιτάφιος εν Ελευσίνι», που σκηνοθέτησε ο Χρήστος Δήμας, σε σύμπραξη με την ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης». Για χρόνια υπήρξε συγγραφέας βιβλίων Φυσικής και επιστημονικός συνεργάτης στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Έναστρον. Διατηρεί το ιστολόγιο: «Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας» (https://loukopk.wordpress.com/). ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ «Η τέχνη του Γράφειν» (συλλογικό) - εκδόσεις Καστανιώτης (1993), CRAFTBOOK I (συλλογικό) - εκδόσεις Γαβριηλίδης (2013), CRAFTBOOK II ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ (συλλογικό) – μικρές εκδόσεις (2015), Επιτάφιος εν Ελευσίνι - Μικρές Εκδόσεις (2018), Οι Πόλεις το Χειμώνα - εκδόσεις Έναστρον (2018), Θησαυροί της Άμμου, ποίηση της ελληνικής κρίσης (συλλογικό, δίγλωσσο) - εκδόσεις ΑΩ (2019). *απόσπασμα από το διήγημα μπονζάι «Διάρκεια» από την τρίτη ενότητα της συλλογής «Κείμενα για την Αφαλάτωση. Αυτοανάλυση και η συνακόλουθη δυνητική σιωπή»
https://www.vakxikon.gr/loukopoulos-interview/
«Και τι είναι η ζωή; Μια θυμέλη των ερειπωμένων θεάτρων, μια θυμέλη του φαίνεσθαι. Ενδημεί το ίδιο στη ζέστη και στο κρύο, αναπνέει σ’ αυτή την αφηρημένη βροχή, μα είναι κυρίως μια εντύπωση. Κι όσα ζούμε με ήλιο ή με ξερό άνεμο ή με συντροφιές ή με τόπους αντλούνται και συλλαμβάνονται περίπου σαν ένα στατικό, ηχογραφημένο τραγούδι, που δεν υπάρχει αν δεν ακουστεί»*
Ο καλύτερος γνώστης της συγγραφικής του τέχνης είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Λίγα λόγια με τον Κωνσταντίνο Χ. Λουκόπουλο για την συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Οι πόλεις το χειμώνα» μικροκείμενα & και διηγήματα μπονζάι από τις εκδόσεις Έναστρον, 2018
. Πώς προέκυψε ο τίτλος της συλλογής σου και τι σηματοδοτεί ο χειμώνας για σένα; Ο τίτλος προέκυψε περισσότερο χρονικά: τα περισσότερα κείμενα που έδωσαν την ιδέα για τον τίτλο το όνομα στο βιβλίο, ξεκίνησαν να γράφονται τον Χειμώνα του 2017 - 2018. Στη συνέχεια πολλά εξ αυτών επηρεάστηκαν από τον τίτλο, ο ίδιος ο τίτλος δηλαδή προδιέθεσε – διαμόρφωσε το περιεχόμενο, με αποτέλεσμα τα τοπία, οι πόλεις, οι άνθρωποι, οι μνήμες, η ιστορική πράξη να ακολουθούν την εποχή. Αλλού αυτή η διάθεση είναι κυρίαρχη (όπως για παράδειγμα στο Ιντερλάκεν, στη Μόσχα, στο Βόλγκογκραντ και στο Τρόντχάιμ,) αλλού πάλι όχι (Κωνσταντινούπολη, Αθήνα - οδός Πειραιώς, Βαβρ και Χάνδακας, Μαδρίτη κλπ.) μπορεί όμως κάποιος να πει γενικώς ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα (το αισθητικό τσόφλι των αφηγήσεων) είναι κάπως σα να συμβαίνουν όλα μέσα σε γαλάζιο πάγο. Τέλος, ένα από τα κείμενα είναι απολύτως «καλοκαιρινό» συνειδητά. Εκείνο που κλείνει τον κύκλο των Πόλεων το Χειμώνα (το Καλοκαίρι στο Αλμπουκέρκι) και το οποίο λειτουργεί αντιστικτικά στις υπόλοιπες πόλεις. Το Αλμπουκέρκι είναι μια πόλη η οποία, έτσι κι αλλιώς, έχει πολύ υψηλές θερμοκρασίες καθόλη τη διάρκεια του έτους. Το συγγραφικό του ύφος επίσης είναι πιο ανάλαφρο, πιο καλοκαιρινό (παρότι η έμπνευσή του αντλείται από το 2666 του Μπολάνιο και συγκεκριμένα από την ενότητα που αναφέρεται στις δολοφονίες νεαρών κοριτσιών στο Μεξικό). Το βιβλίο σου περιέχει τρεις ενότητες κειμένων και μια εισαγωγική ενότητα με τίτλο «Αντί προλόγου», που όπως γράφεις στο οπισθόφυλλο «επιχειρεί να ορίσει εννοιολογικές κατευθυντήριες γραμμές, το ύφος, την αισθητική και την οντολογία των κειμένων που ακολουθούν». Για ποιο λόγο θεωρείς πως ο/η αναγνώστης/-τρια θα χρειαστεί αυτήν την «προοικονομία» πριν την ανάγνωση των διηγημάτων σου; Στο βιβλίο συνυπάρχουν σχεδόν όλα μου τα πεζά κείμενα των τελευταίων χρόνων οργανωμένα σε τρεις συλλογές: Τις Πόλεις το Χειμώνα, τους Εγκιβωτισμούς και τα Κείμενα για την Αφαλάτωση, οι οποίες λειτουργούν αυτόνομα μα και συλλογικά: κάθε μια συλλογή μπορεί να διαβαστεί μόνη της (διότι έχει γραφτεί με αυτή τη λογική, ως ένα ξεχωριστό βιβλίο) ταυτόχρονα όμως, έχοντας επιλέξει την έκδοσή τους σε έναν τόμο, επιδιώκω να διαβαστεί το όλον και ως ένα ταξίδι από την πεζογραφία προς την ποίηση. Η πρώτη ενότητα έχει πολύ έντονα πεζογραφικά χαρακτηριστικά, η δεύτερη είναι ένα εσωτερικό οντολογικό ταξίδι με γλώσσα που πλησιάζει κάποιες φορές ακόμη και το δοκίμιο, η Τρίτη παραδίδεται στην ποίηση διατηρώντας ζωντανά τα προηγούμενα χαρακτηριστικά, είναι πολύ κοντά σε όσα πλέον καταλήγω να υιοθετήσω συνειδητά, ως ύφος, ένα είδος πεζού ποιήματος. Στην εισαγωγή λοιπόν, που επιγράφεται Αντί Προλόγου υπάρχει ένας οδηγός πλοήγησης με τη μορφή επτά διηγημάτων μπονζάι όπου εκθέτω τα εργαλεία της αφήγησης από τη μια και ταυτόχρονα προϊδεάζω τις υφολογικές διακυμάνσεις που πρόκειται να ακολουθήσουν από την άλλη: Εκεί διαφαίνεται καθαρά η αισθητική μου, η ανάγκη, η δίψα και το πρόταγμα της φιλοσοφίας, η οντολογική αναζήτηση, η λειτουργία της επιστήμης στη γλώσσα και στον χειρισμό της, τέλος η άνευ όρων παράδοση της γλώσσας στην ποίηση αυτή καθεαυτή. Πρέπει να σας πω ότι βαθιά συνειδητή επιλογή μου είναι η μικρή φόρμα, η φόρμα που προσεύχεται στη γλώσσα και την πυκνότητά της. Με όποιον μιλήσετε που έχει διαβάσει το βιβλίο θα σας πει ότι το αφηγηματικό του περιεχόμενο, αντιστοιχεί σε καμιά τριανταριά μυθιστορήματα (από αυτά των 700 σελίδων που είναι και το αγαπημένο είδος των εκδοτών.) Δεν πειράζει. Ας αντιστοιχεί. Εγώ θα επιμείνω να γράφω με αυτόν τον τρόπο, διότι για να ανοίξει η ψυχή και να αποδεχθεί το δάκρυ της ποίησης, αυτό το λίγο και πυκνό αρκεί και περισσεύει. Την κάθε ενότητα σου, την προλογίζεις με ένα ποίημα σου, που κατά την άποψη μου είναι ένα πολύ δυνατό κομμάτι του βιβλίου σου. Πως συγκεράζεις, Κωνσταντίνε, την ποίηση και τον πεζό λόγο; Πιστεύεις πως πρέπει να υπάρχουν διακριτά όρια στα είδη συγγραφής; Όπως είπαμε βέλτιστη μορφή, η επιδίωξη του γραπτού λόγου οφείλει να είναι η ποίηση. Εκείνη θα κάνει το άλμα, θα μαγέψει, θα ανοίξει τις μεταφυσικές πύλες κατά την ανάγνωση. Η ποίηση φέρει το αντικλείδι όπως λέει και στο ποίημα του ο Γιώργης Παυλόπουλος. Δεν θα διασκεδάσει, δεν θα αφηγηθεί απλώς κατά την ανάγνωση, μα θα απογειώσει, θα ανοίξει την πύλη ενός σύμπαντος αισθήσεων και απόλαυσης, θα αποκαλύψει την – θηλυκή - Παράδεισο. Το Σεπτέμβρη του 2018 είχα μόλις τελειώσει τον Επιτάφιο εν Ελευσίνι, ένα βιβλίο με πρόζα και ποίηση που γράφτηκε με αφορμή μια παράσταση που ανέβηκε στα Αισχύλεια 2017 σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα, όπου το θέμα της απώλειας αγαπημένων προσώπων, η φθορά, τα γεράματα των κορμιών και των τόπων ήταν κυρίαρχο. Τη βραδιά της παρουσίασης στην Ελευσίνα- μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή για μένα- είδα στον ύπνο μου τη μάνα μου. Κι εκεί που θεωρούσα ότι με όλα αυτά είχα ξεμπερδέψει συγγραφικά, διαπίστωσα ότι οι νυχτερινές επισκέψεις του αόρατου θιάσου, πύκνωναν αντί να αραιώνουν οδηγώντας σε καινούργια ποιήματα. Εξαιτίας της στιγμής που από μόνη της δήλωνε ένα τέλος, μια ολοκλήρωση, μα και ταυτόχρονα την έναρξη μιας εποχής, ενός νέου χρονικού και συνειδησιακού επέκεινα, ονόμασα τη συλλογή Ενύπνια τα Μεθεόρτια (σα να λέμε: όνειρα κατόπιν εορτής) και περιέλαβα τρία ποιήματα από αυτά στην εναρκτήρια σελίδα κάθε υποενότητας των Πόλεων το Χειμώνα. Η συλλογή πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Έναστρον. Έτσι έδεσα τη νέα περιπέτεια της γραφής που ξεκινούσε, με την ολοκλήρωση της παλαιάς που μόλις είχε ολοκληρωθεί. Η επιλογή αυτή φανερώνει επίσης τον σκεπτικισμό μου απέναντι στα αυστηρά όρια που τίθενται ανάμεσα στην ποίηση και στον πεζό λόγο. Κριτήριο της καλής γραφής θα πρέπει να είναι – κατά τη γνώμη μου – η εσωτερική μουσικότητα ενός κειμένου, καθώς και η ισορροπημένη εκφορά των λέξεων όταν απαγγέλλεται. Αν διατηρείται η μουσικότητα, τότε και το πεζό, ποίημα είναι. Ας αναφερθούμε όμως σε κάθε ενότητα χωριστά. Στην ομότιτλη ενότητα «Οι πόλεις το χειμώνα» χρησιμοποιείς τον χωρόχρονο είκοσι πόλεων- τοποθεσιών της υφηλίου για να αφηγηθείς τις ιστορίες σου. Στις συγκεκριμένες πόλεις έχεις ταξιδέψει και τις ιστορίες σου τις έχεις βιώσει ή δημιούργησες εικόνες φανταστικές και επέλεξες τυχαία τοπωνύμια για να δώσεις υπόσταση σε αυτές; Όλες οι πόλεις που αναφέρονται στις Πόλεις το Χειμώνα είναι πόλεις τις οποίες έχω επισκεφτεί ο ίδιος με διάφορες αφορμές. Τις περισσότερες φορές με κυρίαρχη μία αίσθηση ταξιδιού άσκοπης περιήγησης (την επονομαζόμενη φλανερί) περισσότερο παρά ψυχαναγκαστικής επίσκεψης σε τουριστικά αξιοθέατα. Άλλες φορές με ένα σχεδόν επιστημονικό ενδιαφέρον, άλλες φορές υποκύπτοντας σε απλές ανάγκες μου που έχουν σχέση με την αρχιτεκτονική, με τη μουσική, με το σινεμά, με το θέατρο, με την τέχνη γενικότερα . Δυο μόνο τοπωνύμια – των οποίων οι ιστορίες αναφέρονται στον πόλεμο της Κορέας- δηλαδή το επίνειο της Σεούλ το Πουσάν (όπου γίνεται και αναφορά στο ποίημα του Σαχτούρη Η Εισβολή της μαύρης Πεταλούδας του Πόρου) και τη διώρυγα του Σουέζ (στο αφήγημα SS Taiyuan) είναι μέρη στα οποία βρέθηκε ο πατέρας μου ως νεαρός φαντάρος που υπηρετούσε τη θητεία του με το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα Κορέας. Για κείνον - που ήταν ένα νεαρό επαρχιωτόπουλο από μία ορεινή περιοχή της Ελλάδας και στάλθηκε να πολεμήσει κατά του κομμουνισμού στην άλλη άκρη της γης - ήταν μια τραυματική εμπειρία και πολλές φορές μας τη διηγούταν με μελανά χρώματα και απίστευτες λεπτομέρειες. Αυτές οι διηγήσεις επηρέασαν πάρα πολύ γενικώς την ιδιοσυγκρασία μου ως συγγραφέα. Όλες οι υπόλοιπες πόλεις είναι πραγματικές πόλεις στις οποίες έχω βρεθεί. Οι ιστορίες που συμβαίνουν στις πόλεις αυτές είναι φανταστικές, ως επί το πλείστον. Οι υπαρξιακές αναζητήσεις, τα ερωτήματα του παρελθόντος και οι αβεβαιότητες του μέλλοντος αποτελούν την θεματολογία στην δεύτερη ενότητα της συλλογής σου με τίτλο «Εγκιβωτισμοί. Οντολογία ενός ακούσιου περιορισμού». Κινήθηκες εντός και εκτός της πραγματικότητας για να δώσεις την προσωπική σου κατάθεση για την ύπαρξη του ανθρώπου, τα γερατειά και την επακόλουθη αδυναμία τους, την ασθένεια, τον πόνο και την ιδρυματοποίηση, την φθορά, την απώλεια, την μοναξιά και τον φόβο του θανάτου. Πως μπορείς, Κωνσταντίνε, να «εγκιβωτίσεις» την Οντολογία; Και γιατί να περιορίζεται ακουσίως; Όπως ήδη αναφέραμε οι Εγκιβωτισμοί είναι μία προσπάθειά μου να ασχοληθώ με διάφορα φιλοσοφικά ερωτήματα που με απασχολούσαν και με απασχολούν χρησιμοποιώντας ως αφορμή τον ακούσιο εγκλεισμό του ποιητικού υποκειμένου (του ποιητή ας πούμε.) Λέγοντας «ακούσιο εγκλεισμό» εννοώ εδώ ότι μπορεί κάποιος να θέσει και ηθελημένα τον εαυτό του σε περιορισμό αν καταλύσει σε κάποιο μοναστήρι ή στην έρημο (όπως, για παράδειγμα, ο Αββάς Ισαάκ ο Συρος ή η Αμμάς η Συγκλητική) ή σε κάποιον άλλο χώρο περισυλλογής και προσευχής ώστε να επικοινωνεί με τον Θεό ή δεν ξέρω τι για να βρει τον εαυτό του. Στην πορεία της συγγραφής (ενώ γραφόταν αυτή η ενότητα εννοώ) συνέβη και σε κάποιο άτομο του στενού συγγενικού μου κύκλου να βιώσει μία τέτοια συνθήκη ακούσιου εγκλεισμού οπότε σε κάποιο βαθμό - για ορισμένα κομμάτια των κειμένων - η ροή που ακολουθώ στη συγγραφή είναι και βιωματική. Η πρόσληψη της πραγματικότητας είναι εκ φύσεως εγκιβωτισμένη (είμαι κοντά σε μια θέση που λέει ότι είμαστε ό,τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό μας) οπότε η κινητικές δυσκολίες είναι μάλλον ιδανική προκείμενη ώστε να αρχίσει κάποιος να αναζητά τον εαυτό του ανεξαρτήτως του απενεργοποιημένου σώματος. Ίσα ίσα εντείνεται η προσήλωση σε μία καθαρή οντολογία, όταν δεν ασχολούμαστε με τη φθορά (η οποία έχει συμβεί πέραν κάθε δυνατής ανάρρωσης, οπότε έχει απομυθοποιηθεί και παραμένει γυμνή μα και ανίκανη να φοβίσει, να υπενθυμίσει τον φόβο του θανάτου). Διαβάζοντας την τρίτη και τελευταία ενότητα της συλλογής σου, με τον ευφάνταστο τίτλο «Κείμενα για την Αφαλάτωση. Αυτοανάλυση και η συνακόλουθη δυνητική σιωπή», πλησιάζει κανείς τις πολύ ιδιαίτερες σκέψεις σου. Φιλοσοφείς πάνω σε έννοιες μικρές, καθημερινές, για πολλούς ίσως τετριμμένες. Κι όμως καταφέρνεις μέσα από την εμπνευσμένη σου γραφή, να προσθέσεις νέες προσεγγίσεις στην «αέναη κίνηση» και τον «αιώνιο χρόνο» της ανθρώπινης υπόστασης. Κωνσταντίνε, τι θα κάναμε δίχως το αλάτι της ζωής; Είναι ζητούμενο της αφαλάτωσης η συνακόλουθη σιωπή; Ο άνθρωπος, Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, σωπαίνει μετά την αφαλάτωση; Αυτή η ενότητα, τα Κείμενα για την Αφαλάτωση, είναι πολύ συχνά θύμα μιας παρανόησης. Η έννοια της αφαλάτωσης που χρησιμοποιώ είναι μία έννοια θετική η οποία σημαίνει την απελευθέρωση από τα βάσανα της ζωής, πραγματικά, ιδεολογικά ή και ιδεοληπτικά, μερικές φορές, που συγκεντρώνονται πάνω μας και μάς βαραίνουν με τα χρόνια όπως τα άλατα που συλλέγονται σε διάφορα σημεία μιας υδραυλικής εγκατάστασης και εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της εγκατάστασης αυτής. Με όλα όσα βασανίζεται ο άνθρωπος, με τον θάνατο, τη μοναξιά, τον έρωτα, τη βαθιά ερωτική και υποσυνείδητη ορμέμφυτη παρόρμηση, και χίλια δυο άλλα διαφορετικά πράγματα ορίζει τελικώς και τη στάση του απέναντι στην τέχνη, στην ποίηση και στον Χρόνο, ο οποίος είναι μία έννοια που περιβάλλει ενώ ταυτόχρονα δεν μετακινεί, ούτε κινεί, ούτε κινείται, που δεν ακολουθεί ένα βέλος όπως πολύ συχνά παρεννοείται ότι συμβαίνει αλλά – στην πράξη - είναι ένα δωμάτιο μέσα στο οποίο τοποθετούμαστε και εκεί καλούμαστε να λειτουργήσουμε, δίχως να έχουμε στο μυαλό μας καμία ταξινόμηση, ή κατεύθυνση ή γραμμικότητα ενώ η καθημερινή πράξη μας ξεγελά διαρκώς με μια υποτιθέμενη και υποχρεωτική ροή. Σε αυτή την ενότητα δράττομαι της ευκαιρίας να τοποθετηθώ -χρησιμοποιώντας μία γλώσσα που κοντεύει αρκετά στην ποιητική πρόταση όπου θέλω να καταλήξω - να ασχοληθώ με αυτά διεξοδικά και να μπορέσω να τα ξεφορτωθώ. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με την Αυτοανάλυση (δηλαδή με τη συζήτηση επί και περί των πληγών του) εισέρχεται κάποιος στο Καθαρτήριο. Κι εκεί μπορεί να λάβει άφεση αμαρτιών, αφού κατέληξε επιτέλους στο επιδιωκόμενο της ποίησης - της απόλυτης βιωματικής ποίησης - δηλαδή στη Σιωπή. Όταν κάποιος βιώσει την ποίηση με όλο του το είναι, όταν αντιληφθεί τη λειτουργία της ποίησης στον βίο του ανθρώπου, τότε μπορεί καθηρμένος να σιωπήσει. Δεν χρειάζεται τίποτα ούτε να ειπωθεί ούτε να γραφτεί περεταίρω. Όσο ακούτε για μένα ότι γράφω σας λέω ότι τούτο γίνεται διότι είμαι ημιτελής, δεν έχω φτάσει στην ποιητική αυτογνωσία, δηλαδή δεν έχει λάμψει ακόμη στο κεφάλι μου απόλυτα, ετούτη η αυθεντική και ανόθευτη Σιωπή. Κλείνοντας την συνομιλία μας αυτή, παραθέτω ένα απόσπασμα από το διήγημα σου «Τετραγωνισμοί» από την δεύτερη ενότητα της συλλογής σου «Εγκιβωτισμοί». «… Ναι, αξίζει που πεθαίνει ο κόσμος για να ξαναγεννηθεί, αν νομίζεις ότι ο κόσμος είναι φοίνικας και η ψυχή ένα καρμικό υπόθετο που θα μεταναστεύσει σε άλλο ορθό. Όμως όταν κάτι πεθαίνει, απλώς πεθαίνει». Ο σκεπτικισμός και ο κυνισμός στο απόγειο τους. Υπάρχει φως Κωνσταντίνε, στο τέλος του τούνελ; Φως υπάρχει, ακριβώς εάν λειτουργούμε βάσει ενός ενεργητικού και ενσυνείδητου μηδενισμού. Η απέχθεια που φέρουμε στο γονιδίωμά μας για το θάνατο και τη γνώση του και το βάρος αυτής της γνώσης (δεν τον χωράει ο νους του ανθρώπου) εντείνουν την αγωνία και τον φόβο. Στο τέλος καταλήγουμε να ζούμε υπό τη σκιά της διαρκούς απειλής του μοιραίου, ή καταφεύγουμε σε μεταφυσικά δεκανίκια ώστε να ελπίζουμε στη ζωή μετά. Ο εξορθολογισμός του τέλους ενδεχομένως να μας απαλλάξει σε κάποιο βαθμό από τον φόβο του. Αν αποδεχθούμε ότι το τέλος είναι μία έννοια στην οποία δεν οφείλουμε να τοποθετηθούμε εν ζωή, επειδή δεν ανήκει στο γνωσιοθεωρητικό της σύστημα, δηλαδή είναι μία έννοια την οποία δεν μπορούμε έτσι κι αλλιώς να καταλάβουμε (ότι η ζωή μας έχει μια τοπικότητα που μας επιτρέπεται να παρατηρήσουμε, ενώ κάποια άλλη που δεν μας έχει αποκαλυφτεί) την τινάζουμε από πάνω μας, την ξεφορτωνόμαστε – σα να μην μας αφορά - και τούτη η σύλληψη (δηλαδή η μερική τοπική απώθηση) ίσως αποτελέσει, για τη συνείδησή μας, την απόλυτη Λύτρωση. Αυτή είναι μια μέθοδος που μου φαίνεται συνεπής και δεν είναι κατ’ ανάγκη αγνωστικιστική. Μπορεί να οδηγήσει σε πολύ περισσότερα ερωτήματα από όσα υποτίθεται ότι απαντά. Είναι όμως τουλάχιστον λειτουργική (για όσο διαρκεί το ταξίδι με το magic bus).
O Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Ελευσίνα κι έχει σπουδάσει Φυσική και Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης. Ποιήματά του και πεζά, έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά, σε συλλογικούς τόμους και ανθολογίες. Το Σεπτέμβρη του 2017, κείμενά του πλαισίωσαν την παράσταση των Αισχυλείων, «Επιτάφιος εν Ελευσίνι», που σκηνοθέτησε ο Χρήστος Δήμας, σε σύμπραξη με την ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης». Για χρόνια υπήρξε συγγραφέας βιβλίων Φυσικής και επιστημονικός συνεργάτης στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Έναστρον. Διατηρεί το ιστολόγιο: «Έλευσις, ένα ταπεινό ενδιαίτημα αθανασίας» (https://loukopk.wordpress.com/). ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ «Η τέχνη του Γράφειν» (συλλογικό) - εκδόσεις Καστανιώτης (1993), CRAFTBOOK I (συλλογικό) - εκδόσεις Γαβριηλίδης (2013), CRAFTBOOK II ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ (συλλογικό) – μικρές εκδόσεις (2015), Επιτάφιος εν Ελευσίνι - Μικρές Εκδόσεις (2018), Οι Πόλεις το Χειμώνα - εκδόσεις Έναστρον (2018), Θησαυροί της Άμμου, ποίηση της ελληνικής κρίσης (συλλογικό, δίγλωσσο) - εκδόσεις ΑΩ (2019). *απόσπασμα από το διήγημα μπονζάι «Διάρκεια» από την τρίτη ενότητα της συλλογής «Κείμενα για την Αφαλάτωση. Αυτοανάλυση και η συνακόλουθη δυνητική σιωπή»
https://www.vakxikon.gr/loukopoulos-interview/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου