9.11.19

Με αφορμή την πτώση του τείχους του Βερολίνου


(από την συλλογή διηγημάτων "Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου") 
 Το σύνδρομο του τείχους
 Είκοσι και ένα χρόνια από τότε, και να που δύο καινούργιοι φίλοι, ένα ευτυχισμένο ―φαινομενικά τουλάχιστον― ζευγάρι, με ρωτάνε αν είναι ωραία ιδέα να πάνε φέτος το καλοκαίρι στο Βερολίνο’ θα ’ναι η πρώτη τους φορά. Με ρωτάνε αν έχω πάει ποτέ κι εγώ απαντώ ότι βρισκόμουν εκεί τη χρονιά που έπεσε το Τείχος. Θέλουν να μάθουν λεπτομέρειες. Αμ δε… Πώς ν’ αρχίσω και πώς να συνδέσω με κείνη τη μέρα όλα όσα προηγήθηκαν; Πολλές φορές, μια ιστορική στιγμή βιώνεται διαφορετικά απ’ τον καθένα μας, αλλά για όσους ζήσανε εκτός Τείχους η πτώση του είναι μια ιστορική στιγμή βιωμένη μέσα από ταινίες, ντοκιμαντέρ και βιβλία, που αποτυπώνει τη στιγμή της κατάρρευσης αλλά
σε καμία περίπτωση τον ψυχισμό όσων έζησαν τα γεγονότα από μέσα. Εκείνο το βερολινέζικο απόγευμα ―ή μήπως βραδάκι;― γιορτάζαμε τα γενέθλια μιας φίλης που αρνιόταν επίμονα να μας αποκαλύψει τα χρόνια της. Τη φωνάζαμε Δαλιδά, κανείς ωστόσο δεν τολμούσε να ρωτήσει πώς τη βαφτίσανε, μωράκι σε μια κολυμβήθρα, στην απόμακρη ελληνική επαρχία όπου ευδοκίμησαν τα περίπλοκα γονίδιά της. Ήταν τόσες οι αλλαγές που είχε υποστεί στο σώμα και στο πρόσωπο, που ο Μίνωας φωτογράφιζε κάθε τόσο τις μεταμορφώσεις της και την είχε «εκθέσει», μαζί με τις φωτογραφίες της, σε μια πρόσφατη περφόρμανς. Εκείνος είχε φύγει απ’ την Ελλάδα μετά το γυμνάσιο κι επέστρεψε ως ανυπότακτος για να πάρει το τρελόχαρτο του στρατού για να μπορεί να πηγαινοέρχεται. Τον είχαμε πάει μαζί με άλλους δύο φίλους απ’ τη Θεσσαλονίκη σ’ ένα στρατόπεδο στο Κιλκίς, τον κράτησαν ένα βράδυ, έδωσε την παράστασή του και την άλλη μέρα τον πήραμε πίσω. Εκείνη την εποχή, το τρελόχαρτο ήταν υπόθεση ρουτίνας. Σήμερα είναι μια βασανιστική, χρονοβόρα διαδικασία, που μπορεί τελικά να σε τρελάνει πραγματικά. Ο Μίνωας λοιπόν εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και δούλευε σε ένα ελληνικό μπαρ-εστιατόριο, Εστιατόριο λεγόταν, που δεν είχε καμιά σχέση με τη γνωστή κιτς αρχαιοελληνική αισθητική’ σύχναζαν ψαγμένοι τύποι, ηθοποιοί, μα κυρίως βεβαρημένοι πότες… Στην αρχή, ήταν στη λάντζα, αργότερα πέρασε πίσω απ’ την μπάρα, με καλύτερο μεροκάματο, καταφέρνοντας να βιοπορίζεται και να σπουδάζει την τέχνη του. Έμενε σ’ ένα κλουβί, σ’ ένα τσιμεντένιο μπλοκ, με τα χρόνια όμως αναζητούσε όλο και μεγαλύτερους χώρους για να στεγάσει το εργαστήριό του, ένα ανοιχτό καλλιτεχνικό εργαστήριο, ένα work-in-progress που αποτύπωνε ―έτσι πίστευε― το αληθινό πνεύμα των Βερολινέζων, όπως αυτό διαμορφωνόταν μέσα στο περιορισμένο δυτικό τμήμα της πόλης. Κατέγραφε την καθημερινότητα του πλήθους, τις ατομικές εκφράσεις και αντιδράσεις, ενώ, κάθε φορά που πλησίαζε το Τείχος, αισθανόταν ένα ρίγος, μια δημιουργικότητα που τον επαναφόρτιζε. Όταν τον επισκέφτηκα, με ξενάγησε στο μεγαλύτερο μήκος του Τείχους. Ο κόσμος συνήθως επισκεπτόταν τα πιο τουριστικά του σημεία: τη Γέφυρα των Κατασκόπων, το Τσεκ Πόιντ Τσάρλι, την είσοδο για το Ανατολικό Βερολίνο, απ’ όπου είχα διέλθει κι εγώ μέχρι να βρω τον Μίνωα να με περιμένει στον σταθμό των λεωφορείων για να με παραλάβει, φωτογραφίζοντας την πρώτη μου αντίδραση στο καινούργιο περιβάλλον. Τελικά, δεν ήμουν σίγουρος αν είχα εντυπωσιαστεί απ’ τα ορθωμένα ντουβάρια· είχα μιαν άλλη αίσθηση της ελευθερίας και του χώρου, ωστόσο αναγνώριζα ότι αυτή η περιφραγμένη πόλη ενέπνεε ιδιόμορφες δημιουργικές τάσεις. Ο Μίνωας έκανε παρέα με αρκετούς Έλληνες: με τον Καβαλιώτη σκηνογράφο Αθανάσιο Σουντουλίδη, με τον Γερμανό Κριστόφ Γκ., φανατικό λάτρη και μελετητή του Ντέιβιντ Μπόουι και της «τριλογίας των ημερών του Βερολίνου», με μετανάστες δεύτερης γενιάς και με κάθε περιθωριακό τύπο, πρεζόνι, πουτάνα ή τραβεστί που μιλούσε την ελληνική γλώσσα. Μαζεύονταν από νωρίς σε ελληνικά μαγαζιά και μετά σκορπίζονταν σε κλαμπ και ντίσκο ως το πρωί. Ο Μίνωας ήθελε να βρίσκεται ανάμεσά τους, προασπίζοντας την παραδοσιακή ελληνικότητα, διαποτισμένη, ή και διαβρωμένη, απ’ την ιδιαιτερότητα της διχασμένης πόλης. Τους μελετούσε σαν μέρος της διατριβής του, αλλά το διασκέδαζε κιόλας που ζούσανε όλοι μαζί σε μια νησίδα στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου.«Δε θα μπορούσα πουθενά αλλού να δημιουργήσω καλλιτεχνικά», μου έλεγε μια μέρα, ενώ ήμαστε ξαπλωμένοι στην όχθη της λίμνης Βάνζεε· γύρω μας έκαναν ηλιοθεραπεία μισόγυμνοι ή και γυμνοί: όλοι, με το που βλέπανε λίγο ήλιο να ξεμυτίζει απ’ τα βόρεια ουράνια, ξεχύνονταν σε πάρκα και λίμνες. Ήταν 1989 και βρισκόμουν εκεί απ’ τις αρχές Αυγούστου, ακριβώς μετά τη θητεία μου, λίγο μετέωρος και αναποφάσιστος για το μέλλον μου. Ήθελα να ξαναδώ τον παλιό συμμαθητή Μίνωα, αν και αυτό που αντίκριζα, ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, με τρόμαζε κάπως. Μήπως το χαρτί της στρατιωτικής απαλλαγής δεν του είχε δοθεί εντελώς τυχαία; Η Δαλιδά συγκατοίκησε για ένα διάστημα με τον Μίνωα σ’ ένα στενάχωρο διαμέρισμα με την κουζίνα ενσωματωμένη στην τουαλέτα. Τότε ήταν ακόμα ένα ωραίο αγόρι που δεν άρθρωνε σωστά τα λόγια του από την ηδυπάθεια. Κι όμως, τα είχανε βρει, πειραματίζονταν: με το σώμα ο ένας, με την ανθρωπογεωγραφία της πόλης ο άλλος. Καμιά φορά, οι φωτογραφίσεις του Μίνωα συνέπιπταν με τις σωματικές μεταμορφώσεις της Δαλιδάς. Την έστηνε σε διαφορετικά σημεία του Τείχους, όπου το μόνο που άλλαζε ήταν τα γκράφιτι ή μια φυσική αλλοίωση στο μπετόν, γιατί κατά τ’ άλλα ο αποκλεισμός παρέμενε αδιαπέραστος απ’ την ανατολική πλευρά. Άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου στο ζευγάρι που ήθελε να ταξιδέψει στο Βερολίνο. Εκείνο το βράδυ μας κάλεσε η Δαλιδά από νωρίς στην Αγορά, το ελληνικό μαγαζί, και για χατίρι της έπαιξε και η μικρή ορχήστρα από τις οκτώ. Ο ιδιοκτήτης, ονόματι Τάρας Μπούλμπα, ένας θηριώδης τύπος απ’ τη Χαλικιδική, της έκανε όλα τα χατίρια. Η παρέα ετερόκλητη· μαζεύτηκαν οι φίλες της Δαλιδάς (η Σαλώμη, η Κιάρα, η Ρούμπι), δυο Ελληνίδες φοιτήτριες απ’ τη Θεσσαλονίκη που δε θυμάμαι πια τα ονόματά τους, κάποιοι νεαροί μετανάστες δεύτερης γενιάς, ένας Τουρκάκος βιζιτάς (μου ψιθύρισε στ’ αυτί η Ρούμπι), ένας Γερμανός ηθοποιός, πολύ γνωστός αργότερα στο καλλιτεχνικό κύκλωμα των φεστιβαλικών ταινιών. Ο Κριστόφ δεν είχε φανεί ακόμη. Απ’ τις οκτώ αρχίσανε οι ζεϊμπεκιές, τα τσιφτετέλια και τα χιώτικα μάμπο, και δώσ’ του ούζα, κεφτέδες και τζατζίκια («Μη, μωρή, σκόρδο· θα πνιγεί ο πελάτης, και μετά…»), και κάποια στιγμή γίναν όλα ελληνοβερολινέζικα. Ο Μίνωας είχε πιει αρκετά, στεναχωριόταν που έλειπε ο Κριστόφ, στεναχωριόταν για τη μάνα του που έφυγε κι αυτή, ένας παππούς τού απέμεινε σε μια βουνίσια πλαγιά να προασπίζεται τα σύνορα, ξεχασμένος μετά τον Εμφύλιο, τον οποίο δεν ξεπέρασε ακόμη και στα βαθιά γεράματα. Έγειρε στην καρέκλα κι έλεγε, «Αυτή είναι πια η πόλη μου, η ζωή μου, το μοναστήρι μου, δε θέλω να βγαίνω πια έξω από δω». Η Δαλιδά έσβησε το κερί πάνω στην τούρτα, έκανε λίγο σόου, «Να τα εκατοστίσεις», έκραζαν οι πάντες, «Τσιγκούνες, βάλτε λίγα χρονάκια παραπάνω», φώναζε εκείνη. Μετά τη μία το βράδυ, θα γύριζε στο πόστο της, στο πεζοδρόμιο, με τη δαντελένια φούστα και τα τσιτωμένα βυζάκια της. Αυτό που δεν ξέραμε στις εννιάμισι ήταν ότι είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί το Τείχος και τα πρώτα πλήθη των Ανατολικογερμανών εισέβαλλαν από νωρίς το απόγευμα ανεμπόδιστα. Έπρεπε να εισβάλει καταϊδρωμένος νοεμβριάτικα ο Κριστόφ και, επειδή όλοι τσιροκοπούσανε και μπεκρουλιάζανε, «Τρελοί είστε» φώναξε, «δεν πήρατε είδηση τι γίνεται έξω;». Στην αρχή κανείς δεν τον άκουγε, ο Κριστόφ όμως έτρεξε στην ορχήστρα, άρπαξε το μικρόφωνο, με αποτέλεσμα να πάψουν τα όργανα· άρχισε να μας εξηγεί στα γερμανικά το συμβάν ως άγγελος που μόλις εισήλθε στο κοίλον του αρχαίου θεάτρου. Πράγματι, απ’ έξω ακούγονταν κόρνες αυτοκινήτων· πεταχτήκαμε στον δρόμο. Το γλέντι μας διαλύθηκε. . Φτάσαμε πεζή στη Βίντεμπεργκ Πλατς, η Κούνταμ ήταν πλημμυρισμένη από σκούρα πλήθη που είτε στέκονταν σε ουρές χωρίς κανέναν απολύτως λόγο είτε διασκορπισμένοι απολάμβαναν τη μισή πόλη που τόσο είχαν ποθήσει να δούνε. Κακοκουρεμένα κεφάλια, ξυσμένα γυναικεία μαλλιά, μπουφάν διαφορετικής κοπής, σακάκια και ημίπαλτα ξεχασμένου βεστιαρίου, πρόσωπα που ρουφούσαν εικόνες και πληροφορίες αχόρταγα. Μπίρες, φωνές, αγκαλιές, επανασυνδέσεις. Η Δαλιδά με τις άλλες «έκοβαν κεφάλια», υπολόγιζαν σε νέους πελάτες· η μάστιγα του AIDS είχε τρομάξει την πιάτσα. Όλοι μας ήμαστε ξαφνιασμένοι, δεν είχαμε επιχειρήματα, το μόνο που άκουγες ήταν «Επιτέλους», «Δεν πήγαινε άλλο»· το περιμένανε, όχι όμως τόσο ξαφνικά, ύστερα από μια ανακοίνωση ενός εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών της ΛΔΓ, στις τέσσερις το απόγευμα, που εκλήφθηκε ως απόφαση για το άνοιγμα των συνόρων. Ο Μίνωας με τράβηξε απ’ την παρέα. «Πρέπει να προφτάσουμε το Τείχος, να το φωτογραφίσω στην αρχή του τέλους» είπε και απ’ τους παράπλευρους ―άδειους― δρόμους με οδήγησε στην Πύλη του Βραδεμβούργου, εκεί όπου τα πλήθη πιέζονταν να προχωρήσουν και χοροπηδούσαν πάνω στο Τείχος. Ο Μίνωας φωτογράφιζε, ύστερα πήγαμε κοντά σε μιαν ομάδα αντρών που με κασμάδες χτυπούσαν μανιακά τα τσιμέντα, ενώ παρακάτω κάποιοι έστηναν σκάλες για να σκαρφαλώσουν στα διχασμένα όρια. «Θυμάμαι σαν χαμένος εκείνη τη νύχτα αλλά και τις επόμενες μέρες» έλεγα στο ζευγάρι που θα πήγαινε σύντομα στο Βερολίνο «γιατί περισσότερο παρατηρούσα την κατάπτωση του Μίνωα». Τον θυμάμαι ν’ ακουμπάει πάνω στο Τείχος λατρευτικά, σαν να ήταν το Τείχος των Δακρύων της Ιερουσαλήμ, μονολογώντας «Πάει η πόλη μου, πάει το Βερολίνο μου, τελείωσε». Αντιλαμβανόμουν ότι εκείνο το δημιούργημα που οραματιζόταν, η έκφραση της καλλιτεχνικής του πλευράς, κατέρρεε, τον εξουδετέρωνε. «Δε θα πάω στην άλλη μεριά, δε θα πάω από κει» θρηνούσε. Την τρίτη μέρα, με κουβάλησε σε μιαν ορθωμένη ακόμη περιοχή του Τείχους (μη νομίζετε ότι σωριάστηκε αυθημερόν) και αργότερα στις ανοιχτές οπές και στους σωρούς των μπάζων. Κάθισε πάνω στο ριγμένο μπετόν, έκλαψε και, όταν γυρίσαμε στο σπίτι του, κοιμήθηκε για ώρες καταναλώνοντας αρκετά ηρεμιστικά. Το ζευγάρι που θα ταξίδευε στο Βερολίνο αναρωτιόταν πώς κατέληξε η ιστορία του Μίνωα. «Έφυγε» τους είπα. «Ένα μήνα μετά, επέστρεψε στην Ελλάδα παίρνοντας μαζί του χιλιάδες φωτογραφίες εκείνης της εποχής, μιας εποχής που ξετυλίχτηκε μπρος στα μάτια του. Αναζήτησε το σπίτι του παππού του στ’ ορεινό χωριό της Βέροιας· τον πρόλαβε να ξεψυχά με το σκουριασμένο δίκαννο κάτω απ’ το κρεβάτι». Άρχισε να παρεμβαίνει στο τοιχάκι της αυλής, που ανυψωνόταν χρόνο με τον χρόνο. Χιλιάδες οι πέτρες γύρω του στα ξεροβούνια και στα γκρεμισμένα σπίτια. Τον επισκεπτόμουν τακτικά τα πρώτα χρόνια, ζούσε χωρίς τηλεόραση και ραδιόφωνο. Μόνο διάβαζε και φωτογράφιζε όσους τον επισκέπτονταν, μετρημένοι στα δάχτυλα. Άφησε μια στενή είσοδο στον περιφραγμένο τόπο για να μπαίνεις ― το δικό του τσεκ πόιντ. Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού αποδέχτηκαν τη λόξα του και, όταν το τοιχάκι έγινε θεόρατο ντουβάρι φτάνοντας το ύψος του άλλοτε Τείχους, τότε ηρέμησε. Πολλοί οδοιπόροι ή περαστικοί νόμιζαν ότι συναντούσαν ένα μικρό μοναστήρι ' λίγοι ξέρανε ότι αντικρίζανε μια μπονσάι εκδοχή της γερμανικής ιστορίας. Το ζευγάρι με κοίταζε απορημένο. «Ζει ακόμα εκεί μέσα;» «Ναι» τους εξήγησα. «Κι όποτε πηγαίνω να τον δω, είναι μια χαρά, με φωτογραφίζει για ν’ αποτυπώνει ―λέει― τη φθορά του έξω κόσμου».
https://teogrigoriadis.blogspot.com/2019/11/blog-post_8.html?spref=fb&fbclid=IwAR3s1STPeIHllgfK00fdzD3Ju-FiNe08n-YsX_o9iJ-wbJzhCB75CmO0HiQ

Δεν υπάρχουν σχόλια: