16.6.20

Η πληρότητα του κενού

της Ζωής Σαμαρά

Χριστίνα Καραντώνη, «Παρακειμένων εκείνων», Εκδόσεις του Φοίνικα 2019 
 Το Μη­δέν, μια μυ­στη­ρια­κή φι­γού­ρα που κι­νεί­ται μέ­σα σε άβυσ­σο, ενυ­πάρ­χει στην απύθ­με­νη με­τα­μόρ­φω­ση όλων των πραγ­μά­των, ενώ το Κε­νό, χω­ρίς διαι­σθη­τι­κή πλη­ρό­τη­τα σύμ­φω­να με τον Χού­σερλ, εί­ναι μια αφη­ρη­μέ­νη έν­νοια. Συγ­γε­νεύ­ει προ­φα­νώς με το άδειο και προσ­διο­ρί­ζει το χώ­ρο. Πα­ρά ταύ­τα, αν όντως υπάρ­χει μια με­τα­φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και αν ο θά­να­τος έχει υπαρ­ξια­κή ση­μα­σία, όπως διορ­θώ­νει ο Χάι­ντε­γκερ, η προ­σέγ­γι­ση του τυ­χαί­ου, όταν αυ­τή προ­κύ­πτει από τη χρή­ση των αι­σθή­σε­ων, και μά­λι­στα με την αρω­γή της ενό­ρα­σης, μας οδη­γεί στην κα­τά­κτη­ση της αρ­χι­κής ου­σί­ας μέ­σω των φαι­νο­μέ­νων. Και αυ­τό εί­ναι το αντί­δω­ρο της Τέ­χνης στην Αν­θρω­πό­τη­τα, που την
έχει δη­μιουρ­γή­σει. Δια­βά­ζο­ντας τη σμι­λευ­μέ­νη ποί­η­ση της Χρι­στί­νας Κα­ρα­ντώ­νη, νιώ­θου­με να μας αγκα­λιά­ζει απα­λά μια αύ­ρα που συγ­γε­νεύ­ει με το πα­ρά­δο­ξο, ίσως και με το πα­ρά­λο­γο. Ένα ερω­τη­μα­τι­κό αιω­ρεί­ται πά­νω από τη σε­λί­δα, όταν ο προ­σε­χτι­κός ανα­γνώ­στης ψά­χνει να βρει το νή­μα που θα τον οδη­γή­σει μέ­σα στο λα­βύ­ριν­θο της ποι­η­τι­κής γρα­φής. Σύ­ντο­μα ωστό­σο αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι πρό­κει­ται για την έντο­νη πα­ρου­σία της απου­σί­ας, όσο και αν η λο­γι­κή δεν του επι­τρέ­πει να απο­δε­χθεί μια τέ­τοια συ­νύ­παρ­ξη. Μοιά­ζει σαν να συ­να­ντά τον εαυ­τό του σε ένα μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν ή μέλ­λον. Και όντως η θε­μα­τι­κή της απώ­λειας εμ­φα­νί­ζε­ται από την πρώ­τη στιγ­μή, από τον τί­τλο της νέ­ας συλ­λο­γής της Κα­ρα­ντώ­νη, Πα­ρα­κει­μέ­νων Εκεί­νων, ενώ η απου­σία κι­νεί­ται κρυμ­μέ­νη σε κε­νά των σε­λί­δων, σε σύ­ντα­ξη που απώ­λε­σε τη δο­μή της, σε λέ­ξεις αό­ρα­τες με ανε­πί­δο­τες συλ­λα­βές (σ. 78). Οι συλ­λα­βές αυ­τές, μο­λο­νό­τι απρό­σι­τες στην απλή ανά­γνω­ση, στην ανά­γνω­ση του ορα­τού, εξα­κο­λου­θούν να ση­μαί­νουν ακα­τά­παυ­στα. Το κε­νό και πα­ρά­γω­γα ή συ­νώ­νυ­μά του θριαμ­βεύ­ουν. Το βι­βλίο κλεί­νει με τη λέ­ξη «Αυ­λαία», εν εί­δει σκη­νι­κής οδη­γί­ας, ενώ ακο­λου­θεί το σχό­λιο της ποι­ή­τριας για την επό­με­νη σε­λί­δα, «(Σε­λί­δα λευ­κή)», σε πα­ρέν­θε­ση, κλει­στή, αφού έχει ήδη πέ­σει η αυ­λαία, σε­λί­δα-σκη­νή, με θε­α­τρι­κές και λο­γο­τε­χνι­κές απο­χρώ­σεις, κα­θώς το επί­θε­το κου­βα­λά όλα τα ση­μαι­νό­με­να του κε­νού, αλ­λά και όλη τη δη­μιουρ­γι­κή φόρ­τι­ση της λευ­κής σε­λί­δας του Mallarmé. Η ζωή ξα­ναρ­χί­ζει, αλ­λά χω­ρίς κα­μιά νό­τα που ξέ­φυ­γε από τη με­λω­δία του μέλ­λο­ντος, χω­ρίς κα­νέ­να γράμ­μα που έπε­σε από το αλ­φά­βη­το του ου­ρα­νού, χω­ρίς κα­νέ­να νέο ηθο­ποιό να επω­μι­σθεί το βά­ρος της πα­ρά­στα­σης:
 Μπερδεύονταν οι λέξεις
 έπεφταν
Πέπλα αφόρετα
κάποιες πυρακτωμένες κάλυπταν
 βογκητών συλλαβές (σ. 43)
 Στο πρώ­το ποί­η­μα της συλ­λο­γής, «Απώ­λειες», ο «επι­θε­τι­κός προσ­διο­ρι­σμός», φρά­ση του κει­μέ­νου, χά­νει ευ­θύς εξαρ­χής την πρό­θε­σή του και επι­τί­θε­ται τη στιγ­μή που προσ­διο­ρί­ζει τις απώ­λειες. Πα­ρά­πλευ­ρες οι απώ­λειες, όπως ακρι­βώς πα­ρα­κεί­με­νοι Εκεί­νοι. Ίσως να μην το έχουν προ­σέ­ξει οι ποι­η­τές, αλ­λά ο θά­να­τος δεν κα­ρα­δο­κεί απλώς, έχει ει­σχω­ρή­σει στη ζωή μας, μέ­νει πλάι μας, μας συ­ντρο­φεύ­ει, κι ο ποι­η­τής απο­δέ­χε­ται το πε­πρω­μέ­νο του ως πρό­βα­τον επί σφα­γήν:
 Χρέος αίματος
φόρος τιμής
τετελεσμένων βίων
 και παρακείμενης διαυγούς ζωής (σ. 64)
 Πα­ρα­κεί­με­νη του κε­νού η ζωή μας, λοι­πόν. Η έν­νοια του Κε­νού που δη­μιουρ­γεί η απώ­λεια ή η διαρ­κώς επι­κεί­με­νη τε­λευ­τή του βί­ου εμπνέ­ουν μια ελ­λει­πτι­κή ποί­η­ση. Κά­ποιοι σε υπο­χρε­ώ­νουν να στα­μα­τή­σεις, έστω και ητ­τη­μέ­νος –αν και η ποι­ή­τρια το­νί­ζει: «ητ­τη­μέ­νους εί­πα // όχι ητ­το­πα­θείς» (σ. 42)– και η ελ­λει­πτι­κή σύ­ντα­ξη συ­μπλέ­κε­ται με την ύπαρ­ξή μας, κα­θρε­φτί­ζει την απο­μο­νω­μέ­νη ζωή μας. Τα κε­νά αφη­γού­νται την ιστο­ρία μας, προ­κα­λούν τον ανα­γνώ­στη να τα ξα­να­δια­βά­σει, να δια­βά­σει το αό­ρα­το αυ­τή τη φο­ρά, τό­σο που ακού­γε­ται έντο­να ο νοη­τι­κός διά­λο­γος ανά­με­σα στο ποι­η­τι­κό εγώ και τον ανα­γνώ­στη. Το ομι­λούν υπο­κεί­με­νο μέ­νει πι­στό στην κυ­ρί­αρ­χη ιδέα της ποί­η­σης που εί­ναι να μην επι­τρέ­πει κα­μιά πε­ρίσ­σια λέ­ξη:
 Άναυδο, μουγγό το ποίημα
Ούτε ένα δεν βγαίνει, δε βγάζει
επιτύμβιο ουρλιαχτό (σ. 58)
 Διά­λο­γος μέ­σα στο κεί­με­νο/πα­ρα­κεί­με­νο σε πολ­λά επί­πε­δα, όπως στο ποί­η­μα «Εν­δε­χο­μέ­νως», το «δεν» που αιω­ρεί­ται στο τέ­λος του στί­χου και πα­ρα­πέ­μπει, ως συλ­λα­βή, στον τί­τλο, για να μας θυ­μί­ζει πως τί­πο­τε δεν εί­ναι δε­δο­μέ­νο, ού­τε η ανά­παυ­ση που ακο­λου­θεί το θά­να­το:
 Σημείο προσαράξεως
Ενδεχομένως διά παντός
 Ο ουρανός αμετακίνητα ωραίος
 Ο τόπος βραχώδης
 Μάλλον ποτέ δεν
 θα μπορέσει χλοερός (σ. 26)
 Στο ποί­η­μα «Ο μα­ρα­σμός των ει­κό­νων» οι νε­κροί ζουν στο πλάι του ποι­η­τι­κού κει­μέ­νου, ζωή και τέ­χνη ανά­γο­νται σε πα­ρα­κεί­με­να, στα πε­ρι­θώ­ρια της σε­λί­δας, αυ­τής που θα με­τα­μορ­φω­θεί σε λευ­κή, κε­νή, στο τε­λευ­ταίο ποί­η­μα, δυ­νά­μει κα­θά­ρεια ποί­η­ση (σ. 113): Η μπορντούρα στην κορνίζα μαράθηκε δες ολόγυρα φυλλορροεί Μα κι από το τζάμι πίσω το γυαλί σφάζοντας στο βλέμμα στάζει μελάνι εκτύπωσης επί χάρτου υαλώδη αφή (σ. 20) Μέ­σα στην ποί­η­ση της Χρι­στί­νας Κα­ρα­ντώ­νη ανα­κα­λύ­πτου­με μια νέα ση­μα­σία, ένα άλ­λο έν­δυ­μα, της απου­σί­ας. «Στ’ άδεια δω­μά­τια / διαρ­κώς σκό­νη» (σ. 45), το κε­νό-άδειο της ποί­η­σης συν­δέ­ε­ται με τη σκό­νη-χουν της Δη­μιουρ­γί­ας και του θα­νά­του. Και εί­ναι τό­τε που αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε ότι η πλη­ρό­τη­τα του κε­νού δεν εί­ναι κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό από τη ζωή μας, όσο πο­λύ­τρο­πη και πο­λυ­τά­ρα­χη και αν εί­ναι.
 ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΟ ΒΙ­ΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.
«Πα­ρα­κει­μέ­νων εκεί­νων» ΤΗΣ Χρι­στί­νας Κα­ρα­ντώ­νη
https://www.hartismag.gr/hartis-18/biblia/h-plhrothta-toy-kenoy?fbclid=IwAR3IoLVB9EqTCcdL3M2hfj1nqtlTdAaLj70TQEMqzV17jH9MrECN6LjEZU4

Δεν υπάρχουν σχόλια: