22.6.20

Συναξάρια

Έργο του Ντάντσο Καλίτσεβ
 Ο ποι­η­τής και γλωσ­σο­λό­γος Μπλά­ζε Κό­νε­σκι (Блаже Конески, 1921-1993) υπήρ­ξε μια από τις κο­ρυ­φαί­ες προ­σω­πι­κό­τη­τες της πνευ­μα­τι­κής ζω­ής της Βό­ρειας Μα­κε­δο­νί­ας. Ο Κό­νε­σκι διε­τέ­λε­σε πρώ­τος πρό­ε­δρος της Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών και Κα­λών Τε­χνών της χώ­ρας του και ήταν ένας από τους θε­με­λιω­τές της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου των Σκο­πί­ων, η οποία φέ­ρει το όνο­μά του. Εξέ­δω­σε δε­κα­τρείς συλ­λο­γές, με­τα­ξύ των οποί­ων οι Ποι­ή­μα­τα (1953), Κε­ντή­στρα (1955), Ση­μειώ­σεις (1974), Εκ­κλη­σία (1988), Σει­σμο­γρά­φος (1989) κ.ά. Η ποί­η­σή του, βα­θιά επη­ρε­α­σμέ­νη από την
προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση της πα­τρί­δας του, εί­ναι χα­μη­λό­φω­νη και αυ­στη­ρή, ορ­γα­νω­μέ­νη ως επί το πλεί­στον σε ολι­γό­στι­χα ποι­ή­μα­τα. Στα ποι­ή­μα­τά του πρω­τα­γω­νι­στούν το φυ­σι­κό το­πίο και οι άν­θρω­ποι του λα­ού, κα­τά κα­νό­να με φό­ντο την ύπαι­θρο. Αρ­κε­τά ποι­ή­μα­τά του αντλούν από την ιστο­ρία και τους εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κούς αγώ­νες της χώ­ρας του, δί­χως όμως ο τό­νος του να εξο­κέλ­λει σε ρη­χό πα­τριω­τι­σμό. Η πυ­κνό­τη­τα της έκ­φρα­σης, το κλί­μα και η θε­μα­το­γρα­φία του φέρ­νουν στον νου την ποί­η­ση συγ­χρό­νων του ευ­ρω­παί­ων ποι­η­τών, όπως ο Σά­ντρο Πέ­να ή ο Τσέ­σλαβ Μί­λος. Τα ποι­ή­μα­τα που φι­λο­ξε­νού­νται στον Χάρ­τη συν­θέ­τουν μια ενό­τη­τα με τί­τλο «Συ­να­ξά­ρια» και πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στη συλ­λο­γή Πα­λιά και νέα ποι­ή­μα­τα (1979). Ο Κό­νε­σκι, αντλώ­ντας από το ύφος και τη λι­τή αφή­γη­ση των ορ­θό­δο­ξων συ­να­ξα­ριών, ιστο­ρεί τους βί­ους έξι «αγί­ων», έξι λαϊ­κών αν­δρών και γυ­ναι­κών, συγ­γε­νών και οι­κεί­ων του. Ο εξο­μο­λο­γη­τι­κός τό­νος και ο αφη­γη­μα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας των ποι­η­μά­των, πρω­τα­γω­νι­στές των οποί­ων εί­ναι κα­θη­με­ρι­νοί, αφα­νείς άν­θρω­ποι της υπαί­θρου, ανα­κα­λούν στην ανα­γνω­στι­κή μνή­μη την Αν­θο­λο­γία του Σπουν Ρί­βερ του Edgar Lee Masters (1915), ένα από τα ση­μα­ντι­κό­τε­ρα έρ­γα της αμε­ρι­κα­νι­κής ποί­η­σης του 20ού αιώ­να. Ση­μειώ­νε­ται ότι η με­τά­φρα­ση έγι­νε από τα αγ­γλι­κά (από την έκ­δο­ση Blazhe Koneski: Poetry, με­τά­φρα­ση: Andrew Harvey και Anne Pennington, επι­μέ­λεια: Georgi Stardelov, Μα­κε­δο­νι­κό Κέ­ντρο P.E.N., Γιου­γκο­σλα­βία, 1983). Ασφα­λώς, η έμ­με­ση με­τά­φρα­ση –ιδί­ως ποί­η­σης– εί­ναι κά­θε άλ­λο πα­ρά προ­τι­μη­τέα∙ εν προ­κει­μέ­νω, ωστό­σο, δε­δο­μέ­νου ότι δεν γνω­ρί­ζου­με τη μα­κε­δο­νι­κή και προ­κει­μέ­νου να φτά­σουν τα ποι­ή­μα­τα του Κό­νε­σκι στον Έλ­λη­να ανα­γνώ­στη, προ­κρί­θη­κε αυ­τή η επι­λο­γή πα­ρά τους προ­φα­νείς πε­ριο­ρι­σμούς της. Αυ­τό ας κα­τα­γρα­φεί ως άλ­λη μια πα­ρα­δο­ξό­τη­τα ανά­με­σα στις πολ­λές που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τις σχέ­σεις Ελ­λά­δας και Βό­ρειας Μα­κε­δο­νί­ας. Διό­τι εί­ναι αναμ­φί­βο­λα πα­ρά­δο­ξο να συ­να­ντά­ται κα­νείς με τη γλώσ­σα και τον πο­λι­τι­σμό του γεί­το­νά του, με τον οποί­ον τον συν­δέ­ει κοι­νή ιστο­ρι­κή πο­ρεία αιώ­νων, μέ­σω μιας τρί­της, ηγε­μο­νι­κής γλώσ­σας. Ας ελ­πί­σου­με ότι σύ­ντο­μα θα βρε­θούν με­τα­φρα­στές που θα ανα­λά­βουν να συ­στή­σουν το έρ­γο του Κό­νε­σκι στη χώ­ρα μας απευ­θεί­ας από το πρω­τό­τυ­πο.

Βίος της Μπόνα

Φούρνιζε πέντε πέντε τις σπανακόπιτες
για να ταΐσει τη μεγάλη της φαμίλια
μην τύχει και κανείς τους πεινάσει
κι ασθενική όπως ήταν
άφησε πέντε ορφανά
οι άλλοι
οι δυνατοί
έτρεχαν στη σοδειά και στ’ αλώνι
στα καταναγκαστικά έργα
κι εκείνη
λύγιζε, όλο λύγιζε
σαν το κλαδί της λεμονιάς μ’ ένα καλάθι στην άκρη
σαν χορταράκι τσαλαπατημένο
σαν στάχυ στον άνεμο
ήταν ασθενική
άφησε πέντε ορφανά
δίχως να καταλάβει το παραμικρό
Θεέ μου
τι ασθενική που ήταν
και πόσο ακριβά το πλήρωσε
έδωσε τα νιάτα της
η μεγάλη αυτή αγία.

Βίος της Τάσα Μπογιανόσκα

Γιατί δεν πιστεύω,
Κύριε,
γιατί δεν προσεύχομαι;
Μήπως, Κύριε,
δεν νήστεψα κατά τις εντολές Σου
χρόνους τριάντα
χειμώνα καλοκαίρι;
Όμως παιδιά δεν μου ’δωσες.
Η πίκρα μ’ ορφάνεψε
γι’ αυτό κι εγώ μ’ ένα ορφανό
γύρεψα να παρηγορηθώ
το κοίταξα, το φρόντισα
καλύτερα κι από μάνα
σαν να ’ταν
σπλάχνο μου.
Το μεγάλωσα
του βρήκα νύφη
κι είπα μέσα μου
«Τώρα κι εγώ πια θα χαρώ»
μα όχι μόνο δεν του ’δωσες παιδιά
–ούτε καν σ’ εκείνο–
αλλά μου το πήρες
πριν την ώρα του
μ’ έκαψες
με τσάκισες.
Πώς να πιστέψω,
Κύριε;
Για πες μου, πώς να ζήσω;

Η λευκή θεία

Την έστειλαν νύφη
τ’ αδέλφια της
τα τρία της τ΄ αδέλφια τ’ άξεστα
σε πλουσιόσπιτο.
Την έδωσαν σ’ έναν άχρηστο
της χάλασαν τη ζωή
αλύπητα
λες κι ήθελαν να την τιμωρήσουν
για τα κάλλη της.
Τα αδέλφια της ήταν ληστές
άρπαζαν γη απ’ τους αγάδες
άλλο δεν ήξεραν
μονάχα άπληστα ν’ αρπάζουν γη
τα χνάρια που έπαιρναν
τους έβγαζαν σε μονοπάτια παλιά
δυάρα δεν έδιναν
για την πίκρα της.
Λες και ντρέπονταν για τα κάλλη της
την πάντρεψαν
την έθαψαν
αλύπητα
την πέταξαν στα σκότη.

Σαν πλάκωνε όμως ο χαλασμός
αυτή το ’νιωθε
κι ας ζούσε μακριά
και νύχτα ακόμα έτρεχε μέσα απ’ το δάσος
να ’ρθει
ενώ τα σπίτια λαμπάδιαζαν
τα βόλια σφύριζαν
να ’ρθει στο πατρικό της
να σμίξει με τ’ αδέλφια της στην ώρα την κακιά
θάρρος να τους δώσει κι ελπίδα
να υπομείνει τη μοίρα, όποια κι αν ήταν
πλάι τους.
Και στην ειρήνη
με το πρόσωπό της το γλυκό
τη μέση την όμορφη
το λυγερό κορμί
γινόταν κύκνος
σκόρπιζε χαρά
ν’ αγάλλονται οι δικοί της.
Έτσι τη θυμούνταν τα παιδιά της.
Όταν τώρα, γριές και γέροι πια κι αυτά, μιλούν,
παράξενη και μακρινή στη μνήμη τους
αστράφτει η όψη
της λευκής θείας.
Ήταν όλων σκέπη
καλό από κανέναν δεν είδε
γι’ αυτό σαν εκείνη άλλος
δεν ξαναγεννήθηκε
στο σόι μας.

Κοίμησις της θείας Μένκα

Όλη της τη ζωή
κρατούσε την ανάσα της
δόξαζε το φως και τον αέρα
πάσχιζε μην της ξεφύγει το παραμικρό
που θύμιζε αναστεναγμό, βλαστήμια και κραυγή
μην τύχει και κανείς πονέσει
χαμόγελο το ψωμί που ζύμωνε
θεωρούσε καθήκον της να ζήσει ως τα βαθιά γεράματα
για ν’ αποδιώχνει απ’ τη σκέψη μας τον θάνατο
τώρα κοιτώ απ’ το παράθυρο
και ξέρω πως δεν θα την ξαναδώ
ξέρω ότι πέθανε το πρωί
τίποτα έξω δεν σαλεύει
όλα ακινητούν
πρωί Φλεβάρη με λιακάδα
γυμνές μηλιές
εκτείνουν τα λιγνά κλαριά τους η μια κατά την άλλη
δίχως ν’ αγγίζονται
ακούω μονάχα
τη φρέσκια χλόη να βλασταίνει
κίνηση άλλη
δεν συλλαμβάνω
άλλοι παλεύουν μια ζωή
για τέτοια γαλήνη
γυρεύοντας ίχνος μη μείνει όταν σωθεί η ανάσα τους
κι όλα να ’ναι σαν να μην έζησαν ποτέ
κι ωστόσο νιώθω
πως πρέπει τώρα
καινούριο τρόπο να ’βρω
για να κολλήσω τα κομμάτια του κόσμου
του κόσμου που εκείνη

Κύριος οίδε πώς
μου τον διατηρούσε ακέραιο.

Ορντέ

Παιδί όταν ήταν τον τσάκισαν
τον πελέκησαν
σαν νιόβγαλτο δέντρο
και η ψυχή του γέμισε
φόβο
έγινε δίνη
και τη ζωή την έβλεπε
στον ραγισμένο της καθρέφτη.
Μεγάλος πια
κύρτωσε, καμπούριασε
μες στο κουκούλι του
χωλός
στο βάδισμα
στο γέλιο
ύπνο δεν γνώρισε ήσυχο
ούτε ελπίδα για ώμο φιλικό
ποιος και γιατί παράπονο κι εξομολόγηση ν’ ακούσει
από φωνή έτσι άσχημη, από φωνή τραχιά.
Κι αν άντεξε τόσον καιρό
είν’ επειδή οι ρίζες του απλώνονταν βαθιά
σκιά που ρίχνει πουλί παράξενο
στο κρύο νερό του χειμώνα
καθώς ψηλά τινάζεται
προτού βουτήξει
στα παγωμένα βάθη τ’ άφωτα.
Ασάλευτο πια το κορμί του
μαρτυρά
πως άδικα δεν έζησε
στη λασπουριά της δίνης
μια ριγωτή σκιά
χαράζει τη μνήμη μας.

Άγιος Σπυρίδων ο Νέος

Από καλή οικογένεια
μάνα του η Ντόστα, πατέρας του ο Ίλια
αυτόν τον είπαν σκέτο «Σπύρο»
μικρός πλημμύριζε χαρά.
Ορφάνεψε νωρίς
νύφη δε βρήκε
σ’ όλα μετρημένος
έμεινε μακριά από γυναίκας κλίνη
πέρασε τη ζωή του
ανάμεσα σε θείους και θείες.
Και σαν μέστωσε πια ο καρπός του
δεν έχασε καιρό
πρόσφερε τον εαυτό του
κι όλο του το βιος
στη μονή του Αγίου Ιωάννη Μπιγκόρσκι
που είχε ηγούμενο τον Παρθένιο
τον παλιό αταμάνο
τον Ρώσο.
Για χρόνια έπειτα
όταν πλησίαζε ο θερισμός
έφευγε απ’ τη Δύση
πλανιόταν στην Ανατολή
κι εκεί, μόλις άρχιζε ο θέρος
και το καλαμπόκι γέμιζε τ’ αλώνι
γύρευαν τον παπα-Σπύρο
κι αυτός πήγαινε
μικρόσωμος σαν μυρμήγκι
ντυμένος το καλυμμαύχι του
κοντύτερος κι από θημωνιά.
Μέρα τη μέρα
αλώνι το αλώνι
διάβαζε τις προσευχές
και μάζευε μονάχα στάρι
για τον άγιο του
«κριθάρι και σίκαλη», έλεγε
«ο μύλος τ’ αϊ-Γιάννη δεν αλέθει».

Μα οι προσευχές του όλες
και οι ψαλμοί
ευλάβεια δεν κάρπισαν
οι χωριάτες τον περιγελούσαν
τα κορίτσια κρυφογέλαγαν
πίσω απ’ την πλάτη του.
Οι φαρμακόγλωσσες τον σάρκαζαν
και τα βαριά του λόγια για τα θηλυκά
ακόμα τα θυμούνται:
«Ζωντανές, ζωντανές να τις κάψουν
τις κλώσες».
Μα το απόβραδο στο καμαράκι του
μόλις
έγερνε στο ψάθινο χαλί
ο βραχύσωμος ιερέας
έβλεπε το σκοτάδι
αργά
να διαλύεται γύρω του
και μπρος στα μάτια της ψυχής του
παρουσιάζονταν
κτίσματα εξαίσια
υψώνονταν ως τα ουράνια
η πύλη του Αγίου Ιωάννη
ο περικαλλής ναός, το κωδωνοστάσιο
οι χρυσοποίκιλτες εικόνες του Ντίτσο Ζωγράφου
κι ανάμεσά τους λαμπρότερη απ’ όλες
η εικόνα της Παρθένου
έκθαμβος ατένιζε
ένιωθε σαν τα νερά του Ράντικα
να βούιζαν ορμητικά μέσα του
κανένας απ’ αυτούς τους Ανατολίτες
που μωρολογούσαν όταν τον κορόιδευαν
μα ζούσαν χωμένοι ως τον λαιμό στην προστυχιά
κανένας τους ποτέ
δεν είχε αντικρύσει τέτοιο κάλλος, τέτοιο θαύμα
κι αυτός ήξερε ότι
–αν και αμαρτωλός–
παράλογος δεν ήταν
ούτε μικρός
ούτε και μόνος
μα θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας του Θεού.

Κάποιο φθινόπωρο φάνηκαν μουλάρια
η ράχη τους στιλπνή και απαλή
άδεια σακιά ζωσμένη
σταλμένα απ’ τον Παρθένιο που του μηνούσε
να γυρίσει
να εργαστεί και να νηστέψει έναν ολόκληρο χρόνο
ενόσω εκείνος θα ’λειπε για δουλειά
πέρασαν χρόνια
άστατα σαν γυναίκες
έζησε ως τις μέρες τις μαύρες.

Όταν έφυγε η φρουρά της μονής
έρημος
σα νυχτερίδα, σαν κουκουβάγια
μες στον τρόμο και στα πέτρινα τα χρόνια
στο σκοτάδι το πηχτό
μονάχα τα αδύναμα χέρια του έχοντας και τους ώμους
για να βαστάξει τον οίκο του Κυρίου
περίμενε και περίμενε
το ακριβό φορτίο να παραδώσει
σε εποχή νέα.
Ξανά και ξανά
σπιρούνιζε τον χρόνο να τρέξει
κύλησαν τα χρόνια
ώσπου κάποτε
η ψυχή του γκρεμίστηκε στο βαθύ πηγάδι
ο πατέρας Σπυρίδων είχε κλεισμένα πια τα ενενήντα
όταν εκοιμήθη.
Τιμώντας τον αγνό του βίο
τα έργα και τους λόγους του
τον έθαψαν
στο πιο περίοπτο σημείο
στον περίβολο του Αγίου Ιωάννη.
Δεν πέρασε καιρός
και φάνηκε στον ύπνο
μιας γραίας απ’ το Τρέσοντσε ή το Μόγκορτσε
χολωμένος και πικρός
μίλησε
παραπονέθηκε
κανένας, είπε, δεν του άναβε κερί
γι’ αυτό ο Θεός τον πρόσταξε
να ’ρθει στ’ όνειρό της.
Πρώτες λοιπόν οι γυναίκες της Ρέκα
κατάλαβαν
πως σαν σκαθάρι
σαν ένα τόσο δα ζουζούνι
άγιος βάδισε πλάι τους.

Κι έκτοτε η δόξα επλατύνθη
του Αγίου Σπυρίδωνος του Νέου
και θεία χάριτι
πιστούς θεραπεύει.



————————————————————
ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ

Μο­νή του Αγί­ου Ιω­άν­νη Μπι­γκόρ­σκι: μο­νή στη δυ­τι­κή Βό­ρεια Μα­κε­δο­νία, στον δρό­μο που συν­δέ­ει τις πό­λεις Ντέ­μπαρ και Γκό­στι­βαρ. Ση­μειώ­νε­ται ότι ο Σπυ­ρί­δων, όπως όλοι οι βιο­γρα­φού­με­νοι στα ποι­ή­μα­τα της ενό­τη­τας, ήταν υπαρ­κτό πρό­σω­πο, μο­να­χός και κα­τό­πιν ηγού­με­νος της μο­νής του Αγί­ου Ιω­άν­νη Μπι­γκόρ­σκι ως τον θά­να­τό του το 1947.
Ατα­μά­νος: Κο­ζά­κος αξιω­μα­τού­χος, αρ­χη­γός οι­κι­σμού ή πε­ρι­φε­ρεια­κός διοι­κη­τής.
Ντί­τσο Ζω­γρά­φος: Ντμί­τρι Ντί­τσοφ (1819-1872), πε­ρί­φη­μος αγιο­γρά­φος, εκ­πρό­σω­πος της Σχο­λής της Δί­βρης (ση­με­ρι­νό Ντέ­μπαρ). Γεν­νή­θη­κε στο χω­ριό Τρέ­σον­τσε της Βό­ρειας Μα­κε­δο­νί­ας. Έρ­γα του κο­σμούν να­ούς της πα­τρί­δας του, της Αλ­βα­νί­ας, της Σερ­βί­ας και της βό­ρειας Ελ­λά­δας.
Ρά­ντι­κα: πο­τα­μός που διαρ­ρέ­ει τη δυ­τι­κή Βό­ρεια Μα­κε­δο­νία και το νό­τιο Κό­σο­βο, δε­ξιός πα­ρα­πό­τα­μος του Μαύ­ρου Δρί­νου.
Τρέ­σον­τσε, Μό­γκορ­τσε: ορει­νά χω­ριά της Βό­ρειας Μα­κε­δο­νί­ας στα σύ­νο­ρα με την Αλ­βα­νία.
Ρέ­κα: πε­ριο­χή της δυ­τι­κής Βό­ρειας Μα­κε­δο­νί­ας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: