Το πιο περίεργο απ’ όλα, στην περίπτωση του Γιάννη Βαρβέρη, είναι ίσως η δημοφιλία της ποίησης του. Δεν εννοώ βέβαια την εκτίμηση που χαίρει μεταξύ των συστηματικών αναγνωστών, γιατί αυτή δεν είναι καθόλου περίεργη, ούτε βέβαια την αγάπη που τρέφουν γι’ αυτόν οι συνοδοιπόροι του, γιατί αυτή και δίκαιη είναι και αυτονόητη, όπως και η θλίψη τους για τον βιαστικό θάνατό του. Ωστόσο στίχοι και ολόκληρα ποιήματα του Βαρβέρη κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή από στόμα σε στόμα, ακόμη και στους
τοίχους ορισμένων κτιρίων της πόλης, με συχνότητα που εκπλήσσει όποιον γνωρίζει τη ρηχότητα των μέσων -και των ανθρώπων- αφενός και το είδος της ποίησης που γράφει ο ποιητής αυτός αφετέρου. Ποιητής, υπενθυμίζω, που έχει αυτοχρισθεί «Μασκότ των λουτροπόλεων», «εκ γενετής συνταξιούχος», ποιητής που γράφει, ξανά και ξανά, ποιήματα για τη γιαγιά του, για τη μαμά του, για τον νεκρό του πατέρα, για τα Καμένα Βούρλα, για την Ερέτρια και για το Λουτράκι.
Κι όμως, συχνά θα συναντήσουμε ποιήματά του εκεί που δεν το περιμένουμε: όπως εκείνο το «Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς» ή το «Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές» και την «Γκάφα σε όνειρο». Κι ακόμα συχνότερα σκόρπιους στίχους του: Όταν εγώ θυμάμαι / ιδρύω παλιές λεβάντες, Η έρημος έγινε / για να περιφρονούμε τις οάσεις, Περιουσία μας είναι / ό,τι έχουμε χάσει, Αν έρθετε στην κηδεία μου / θα ‘ρθώ κι εγώ στη δική σας, Ζούμε καλά / σ’ αυτό το απόμερο νεκροταφείο, Στην υγειά σας / πεθαμένοι, Έχουμε πολύ ταξιδέψει / το σώμα σου κι εγώ και Μου είπε επί λέξει: / – Άμα πεθάνω / πώς θα ζήσω / χωρίς εσένα;. Την «Γκάφα σε όνειρο», κι ας είναι από τα πιο γνωστά ποιήματα του ποιητή, αξίζει να την ακούσουμε μια φορά ακόμα, μια και αποτελεί, νομίζω, την καλύτερη εισαγωγή στο έργο του Γιάννη Βαρβέρη:
.
Ήμασταν λέει καθισμένοι κι οι τρεις όπως παλιά, σ’ ένα καλό εστιατόριο Κυριακής. Μεσημέρι κι η μητέρα μου είχε τη σημερινή της ηλικία που δεν γνωρίζω ακριβώς, πάντως άνω των εβδομήντα, εγώ δε μια αδιάφορη, ας πούμε πάλι τη σημερινή. Όμως ο πατέρας ήταν κάπως πιο νέος από κείνην, ενώ μου είναι γνωστό το αντίθετο. Το εστιατόριο με πολλή κίνηση αλλά χωρίς φασαρία και μπροστά μας ήδη σερβιρισμένα τρία πιάτα που όμως δεν είχαμε παραγγείλει.
Πήρα εγώ το συκώτι, ο μπαμπάς το φιλέτο κι έμεινε για τη μαμά μια μερίδα αρνάκι.
– Το αρνάκι βλάπτει, πάρ’ το εσύ καλύτερα που είσαι πεθαμένος, είπα στον πατέρα μου.
Με κοίταξε όπως κοιτάζουν οι νεκροί και ξυπνάς.
.
Και απ’ αυτό το ελάχιστο δείγμα μιας εκπληκτικής ποιητικής παραγωγής που καλύπτει δύο τόμους επτακοσίων τριάντα περίπου σελίδων συνολικά, γίνονται φανερά, εξ όνυχος όπως λέμε, δυο τρία τουλάχιστον βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιάννη Βαρβέρη. Η επίμονη -συστηματική, εμμονική, ανυποχώρητη, συνεχής και αδιάκοπη- ενασχόλησή του με τον θάνατο, η διαρκής ώσμωση του κόσμου των πεθαμένων στον κόσμο των ζωντανών, η καταλυτική ειρωνεία του, ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ, η γλωσσική και θεματική γείωσή του με την καθημερινότητα, η ευαισθησία και η υποδόρια τρυφερότητά του, η διαρκής κίνηση του στίχου του μεταξύ καθησυχαστικού ρεαλισμού και αιφνιδιάζουσας φαντασίας.
* * *
Ο θάνατος μπαινοβγαίνει ελεύθερα στα ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη από το πρώτο του κιόλας ποιητικό βιβλίο, το Εν φαντασία και λόγω, του 1975, μέχρι και το τελευταίο του, τα μεταθανάτια Ζώα στα σύννεφα, του 2013. Συντάσσω κάθε πρωί ευάρμοστα το θάνατό μου / τον στοιχειοθετώ τον παρεμβάλλω σ’ όλους τους χώρους / τον εσωκλείω σε φακέλους τον στρίβω τσιγάρο / τον πυροδοτώ, διαβάζουμε στην πρώτη του εκείνη συλλογή και ό,τι ακολούθησε επιβεβαιώνει απολύτως την προγραμματική δήλωση του μόλις εικοσάχρονου τότε ποιητή. Γιατί ο θάνατος μεταμορφώνεται, αλλάζει όψη παίρνοντας ποικίλες μορφές και επισκέπτεται συστηματικά τόσο τον ίδιο όσο και τους πρωταγωνιστές των ποιημάτων του. Αφού ο θάνατος έχει πολλά ποδάρια· / ο άνθρωπος μονάχα δυο.
Συχνά είναι ένας πανταχού παρών ανώνυμος θεός που σημαίνεται με το κεφαλαίο γράμμα της αντωνυμίας που τον δηλώνει: Εσύ, Σου, Εσένα. Επισκέπτεται τους θνητούς, τους χτυπάει ακαριαία ή κάνει παρέα μαζί τους, τους αφήνει να γυρίζουν γύρω του, να παίζουν με αυτόν, να ξεθαρρεύουν· η κατάληξη είναι γνωστή σε όλους: Μια ζαριά εγώ / μια Εσύ / μια εγώ / μια τα συντρίβεις μ’ ένα κρακ – // και με κοιτάς στα μάτια. Άλλοτε, κυρίως στα ποιήματα της πρώτης περιόδου του ποιητή, εμφανίζεται με τη μορφή της Σαλώμης, του γιγαντιαίου Γκιούλιβερ, του Μπεν Χουρ, κάποτε μοιάζει να είναι ο κόμης Δράκουλας, να είναι ένας χαρτοπαίκτης ή να παίρνει τη λευκή και παγερή μορφή του χιονιού, ακόμα και της απόψυξης! Αξίζει, νομίζω, να ακούσουμε το εν λόγω ποίημα, «Ο τοκετός του θανάτου», που συναιρεί με αριστοτεχνική ειρωνεία το υπερρεαλιστικό παράλογο και τον ρεαλισμό της καθημερινότητας:
.
Ένας άνθρωπος ήτανε
τον είχανε
σε μία κατάψυξη
πάγος ήτανε.
.
Άνοιξε το ψυγείο της
η μάνα του
απόψυξη
κρακ κρακ
τσακίστηκε
κάτω έξω
και
– συναισθηματικός –
.
πάει
έλιωσε
ο άνθρωπος.
.
H πλέον συνήθης, ωστόσο, περίπτωση στα ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη είναι να μην εμφανίζεται ο θάνατος αυτοπροσώπως ή, έστω, μεταμορφωμένος, στα μάτια των ζώντων, αλλά σκόπιμα και κατ’ επανάληψη να συγχέονται τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, έτσι που ζωντανοί και πεθαμένοι να συναντιούνται, να κουβεντιάζουν, να συναγελάζονται, να αλλάζουν αναμεταξύ τους συνήθειες, ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Άλλοτε, όπως στην «Γκάφα σε όνειρο» που ήδη είδαμε, οι νεκροί επιστρέφουν, χωρίς κανείς να εκπλήσσεται, στον κόσμο των ζωντανών, στα όνειρα ή στη φαντασία του ποιητή. Άλλοτε πάλι συνεχίζουν να διάγουν έναν σχεδόν φυσιολογικό βίο και μετά τον θάνατό τους, φρέσκοι νεκροί που τίναξαν με δύναμη / τα χώματα από πάνω τους, σαν τίποτε να μην έχει αλλάξει.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Βαρβέρης αντιμάχεται τον θάνατο και την απώλεια των αγαπημένων προσώπων: επιχειρεί να τον εξανθρωπίσει, να τον κάνει οικείο στον αναγνώστη και, πρωτίστως βέβαια, στον ίδιο τον εαυτό του. Με ιδιοφυή σαρκασμό και τολμηρό μαύρο χιούμορ φέρνει τον θάνατο στα μέτρα μας, δίπλα μας. Οι νεκροί του δεν είναι πια οι νεκροί της πολιτικής ποίησης που κυριάρχησε στην Ελλάδα μέχρι σχεδόν τη δεκαετία του 1970. Δεν έπεσαν στο πεδίο της μάχης για την πατρίδα, δεν έδωσαν τη ζωή τους για το κόμμα και για την επανάσταση ή ενάντια στην επανάσταση. Είναι πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντος του ποιητή, φίλοι και συγγενείς, συνοδοιπόροι, ηλικιωμένοι και συνομήλικοι, που συνεχίζουν να τον επισκέπτονται, σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να αλλάξει το παρελθόν που σήμανε την έξοδό τους από τον κόσμο των ζώντων. Επείγει ό,τι δε γίνεται, θα πει ο ποιητής, ν’ αλλάξω παρελθόν.
Έτσι ο ποιητής, μπροστά στον πανικό του θανάτου, μοιάζει να απομακρύνεται από τη ζωή, να παραιτείται από τα γεγονότα και να μετατρέπεται σε έναν υμνητή της ματαιότητας, έναν φανατικό για μνήμη, έναν νοσταλγό του παρελθόντος· γίνεται ένας αναχωρητής, ένας ταξιδευτής του εσωτερικού του διαστήματος, ένας ασάλευτος ταξιδιώτης, κατά την καίρια διατύπωση του Κωστή Παλαμά. Κι είναι αυτός ο τρόπος του να αντιμετωπίσει τον θάνατο – τον θάνατο των άλλων και τον δικό του αναπόφευκτο θάνατο. Η στάση αυτή, ο ηθικός αυτός κώδικας που μοιάζει να υιοθετεί ή να προτείνει ο Γιάννης Βαρβέρης, περιγράφεται με τη μεγαλύτερη ακρίβεια και δύναμη στο ποιητικό του βιβλίο με τον τίτλο Ο κύριος Φογκ, το οποίο κυκλοφόρησε το 1993.
Η θέση και η σημασία του βιβλίου αυτού είναι από πολλές απόψεις καίρια μεταξύ των έργων του Γιάννη Βαρβέρη, όπως έχει και ο ίδιος σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη δηλώσει. Καταρχάς, τοποθετείται στο μέσον, περίπου, της παραγωγής του ποιητή, καθώς είναι η έκτη από τις δώδεκα συλλογές του. Δεν είναι εξάλλου μια συνηθισμένη συλλογή ποιημάτων αλλά μια ποιητική σύνθεση με ενότητα και συνοχή, με αρχή, μέση και τέλος. Κυρίως όμως περιγράφει αυτό που ήδη είπαμε, τον ηθικό κώδικα που μοιάζει να υιοθετεί ο ίδιος ο ποιητής στη ζωή του και να προτείνει στους αναγνώστες του. Πρόκειται για ένα «έπος αναχωρητισμού και αξιοπρέπειας», σύμφωνα πάλι με τη διατύπωση του ίδιου του δημιουργού.
Ο Φιλέας Φογκ, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες, δεν ταξιδεύει πια βιαστικός στον κόσμο, αλλά έχει πιάσει θέση σε μια βαθιά πολυθρόνα μπροστά στη θάλασσα και ασκείται στη σιωπή και στην αναπόληση: Χειμώνα καλοκαίρι / καθότανε στην πολυθρόνα του· / γάντια, καπέλο, μπαστούνι. / Φορούσε δε μια ρομπ ντε σαμπρ / σε χρώμα παρελθόντος. Τα γεγονότα του κόσμου πια δεν τον αναστατώνουν, οι νεκροί του, τα τοπία του πλανήτη, τα βιβλία, οι μουσικές, οι φίλοι και οι εχθροί, ο ίδιος ο θάνατος τον επισκέπτονται χωρίς να ταράζουν τη γαλήνη του. Οι πράξεις και τα λόγια σιγά σιγά λιγοστεύουν, γίνονται περιττά. Ο κύριος Φογκ έχει προβιβαστεί, επιτέλους, σε σιωπή, φιλοδοξία που ο Γιάννης Βαρβέρης της είχε διατυπώσει ήδη στο πρώτο δημοσιευμένο ποίημα του, το 1975. Και ο χρόνος δεν υπάρχει πια.
.
ΤΟ ΗΛΙΑΚΟ ΡΟΛΟΪ
.
Όταν ο κύριος Φογκ
ήθελε να δει τι ώρα είναι
έσκυβε από την πολυθρόνα
και κοίταζε το πρόσωπό του στο νερό:
όμορφος παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα
τρυφερός και αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα
λυπημένος και λυπημένος ακριβώς
του απαντούσε το νερό.
Μόνο τη νύχτα
η ώρα ήταν πάντα
νύχτα.
Όταν μια νύχτα ολόκληρη
σου δίνεται
δεν την ρωτάς ποτέ
τι ώρα είναι.
.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου