4.6.20

Ποιήματα με την ανάσα των δευτερολέπτων στον σβέρκο τους

Γιώργος Πρεβεδουράκης, Χαρτάκια [ποιήματα], 2016, εκδ. Πανοπτικόν

«Τα τετράστιχα αυτά -μαζί μ’ άλλα που βρίσκονται σε παλαιότερά μου βιβλία- γράφτηκαν σε διάφορες εποχές της ζωής μου», σημειώνει ο Μιλτιάδης Μαλακάσης στον πρόλογο της συλλογής του «Το ερωτικό» και συνεχίζει: «Κρατούσα τότε ένα σημειωματάριο, κι έτσι φευγαλέα στιχουργούσα τις κάθε τόσο ψυχολογικές μου καταστάσεις». Ο Μαλακάσης δεν είναι ο μόνος. Για τους περισσότερους ποιητές φτάνει, απ’ ό,τι φαίνεται, αργά ή γρήγορα, η στιγμή που θα υποκύψουν, θα λέγαμε, στον πειρασμό και θα συνθέσουν μια συλλογή ή μια ενότητα έστω μικρών και πολύ μικρών κάποτε ποιημάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα ποιήματα αυτά αποτελούν τα, θαυμαστά πολλές φορές, τεκμήρια μιας συγγραφικής αποτυχίας, τα θραύσματα που διασώθηκαν από ένα έργο που δεν αξιώθηκε ποτέ να λάβει την τελική του μορφή. Άλλοτε πάλι πρόκειται για ολοκληρωμένα ποιήματα που αποτυπώνουν ακαριαία την κατακερματισμένη πραγματικότητα που συλλαμβάνει με αυτόν ακριβώς τον τρόπο η γραφίδα του ποιητή.

Τα παραδείγματα, από τον Σολωμό, «απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου», και δώθε, είναι εκατοντάδες στη νεοελληνική ποίησηΤέτοια είναι τα Τετράστιχα του Παλαμά, τα σύντομα ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου και του Γιάννη Ρίτσου, του Κώστα Μόντη και του Μάρκου Μέσκου, του Γιάννη Κοντού. Το «ΥΓ» του Μανόλη Αναγνωστάκη, το «Μονολεκτισμοί και ολιγόλεκτα» του Νίκου Καρούζου, τα πρόσφατα «Όλα τα δειλινά του κόσμου» του Διονύση Καψάλη και «Έσπασε» του Κώστα Καναβούρη. Κι ένα σωρό άλλα. Τέτοιο βιβλίο είναι και τα «Χαρτάκια» του Γιώργου Πρεβεδουράκη, μια συλλογή από εκατόν δεκαπέντε, περίπου, πολύ μικρά ποιήματα που κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Πανοπτικόν.

Ο αναγνώστης πάντως δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί, καθώς διαβάζει τα «Χαρτάκια», αν ο ποιητής εξαρχής σκόπευε να συνθέσει ένα βιβλίο με σύντομα ποιήματα, όπως αυτό, ή αν συγκέντρωσε στο εν λόγω βιβλίο στίχους που είχαν περισσέψει από ευρύτερες συλλήψεις, όπως είναι το προηγηθέν «Κλέφτικο», ή που δεν κατάφεραν τελικά να γίνουν μεγαλύτερα ποιήματα. Λίγη σημασία έχει ωστόσο. Η συλλογή, όπως και αν έχει σχηματιστεί, διατρέχεται από ορισμένα κεντρικά θέματα που κάθε τόσο επανέρχονται και δημιουργούν τελικά ένα συνεκτικό σύνολο από το πλήθος των αυτόνομων ποιητικών μονάδων. Τα νήματα αυτά είναι ο χρόνος, οδυνηρά παρών στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, ο έρωτας, που χωρίς να δηλώνεται μες στο βιβλίο ως τέτοιο αποτελεί όμως το κύριο αντίβαρο που έχει να προβάλλει ο ποιητής στην επέλαση του χρόνου, και, τρίτο νήμα, μια κριτική της καθημερινότητας από την επαναστατική, εντός ή εκτός εισαγωγικών, σκοπιά που γνωρίζουμε από τα προηγούμενα βιβλία του Γιώργου Πρεβεδουράκη – και που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την πιο αδύνατη στιγμή της συλλογής, κυρίως επειδή, σε πολλές περιπτώσεις, υποκύπτει στην ευκολία της κοινοτοπίας.

Ξεχωριστή θέση μεταξύ των ποιημάτων έχουν ορισμένα ολιγόστιχα υπαρξιακής, θα λέγαμε, αυτογνωσίας, στα οποία ο ποιητής ορίζει τη θέση του στον κόσμο, ανάμεσα στον χρόνο που περνάει, τον καπιταλισμό που κυριαρχεί και στους συμβιβασμούς που αναγκαζόμαστε να κάνουμε, με μια απεγνωσμένη επιμονή και αποφασιστικότητα: «τι κι αν οι λίμνες αποξηράνθηκαν / εμείς συνεχίζουμε το κουπί μας» ή «ανήκουμε στο είδος αυτό των παγόβουνων / που λιώνουν σκοπίμως»· κι ακόμη ένα: «θα συνεχίσουμε / γιατί αυτή είναι η δουλειά μας: // να συνεχίζουμε».

Συντριπτική είναι πάντως σε όλο το μάκρος της συλλογής η παρουσία του χρόνου: «τι ειρωνεία χρόνε κι αυτή // εμείς να είμαστε ελάχιστοι / κι Εσύ / να λιγοστεύεις». Είναι η δύναμη εκείνη που μας κατατρώει, μας διαβρώνει, μας ξεπαστρεύει και συνεχίζει απτόητος χωρίς καλά καλά να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή μας. Κι ο ποιητής αισθάνεται διαρκώς την ανάσα των δευτερολέπτων στον σβέρκο του και, κάποτε, αφήνει στην άκρη, όπως λέει, τη λογοτεχνία για να μας υπενθυμίσει τη στιγμή που περνάει και χάνεται: «τώρα ακριβώς διανύουμε τη στιγμή που / διαβάζεις αυτή την αράδα», λέει στον αναγνώστη σε μια προσπάθεια έτσι έστω να συγκρατήσει ορισμένες στιγμές. Μάταια βέβαια. Ποτέ δεν θα ξέρουμε πόσο χρόνο έχουμε ακόμα: «έχουμε χρόνο – / δεν έχουμε // αυτό κι αν είναι κέρμα».

Μοναδική σχεδόν παρηγοριά που καταφέρνει να μας προσφέρει ο ποιητής μπροστά σε αυτή την άγρια επέλαση του χρόνου, εκτός από εκείνη την απεγνωσμένη του και χωρίς αντικείμενο επιμονή που ήδη αναφέραμε, είναι ο έρωτας. «Παντού δρομάκια αδίστακτα / να βγάζουν καρφί / στο κορμί της», διαβάζουμε σ’ ένα από τα πρώτα ποιήματα και «απ’ όλα τα φωνήεντα / ας είμαστε μ’ αυτά / του οργασμού» σε μια από τις τελευταίες σελίδες. Εδώ ανασαίνει ο αναγνώστης και σε ορισμένες εκλάμψεις πικρού ή σαρκαστικού χιούμορ και αναπάντεχης τρυφερότητας που τον περιμένουν, κάποτε, στο γύρισμα μιας σελίδας: «έπιασε δουλειά στα διόδια / έτσι // για το χάδι».

Αυτές οι στιγμές υψηλής ποίησης, που δεν λείπουν από το βιβλίο, είναι που τελικά δικαιώνουν τη συλλογή – όταν ο αναγνώστης καθώς παέι να γυρίσει τη σελίδα αντιλαμβάνεται, αίφνης, πως για λίγη ώρα έχει μείνει ακίνητος κοιτάζοντας ή επαναλαμβάνοντας από μέσα του τους στίχους που μόλις διάβασε κι ο χρόνος, επιτέλους, έχει σταματήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: