Γράφει η Ελένη Γκίκα
Χαν Γκανγκ «Η χορτοφάγος»,
Μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη,
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 208
Το σώμα μας είναι το σπίτι μας, το κουβαλάμε όπως το καύκαλο η χελώνα κι ό,τι έχουμε ζήσει έχει αποθηκευτεί εκεί: είναι οι μνήμες μας, οι λύπες και καυγάδες μας, οι αντιρρήσεις και η άμυνά μας, είναι το δικό μας μουσείο, η βιβλιοθήκη, κατά κάποιον τρόπο, όλων όσων έχουν συμβεί. Αλλά και εν δυνάμει εκείνων που θα συμβούν. Το αναγνωρίζουν οι ψυχολόγοι, μας το τονίζουν τα αυτοάνοσα, είναι απ’ ότι συνθέτουν το είναι μας, εκείνο που είναι το πλέον ειλικρινές. Και η τροφή είναι το συναίσθημα που προσδοκάμε: εξ ου και το σώμα μας φυσαρμόνικα, πώς να γεμίσουν τα τόσα
αόρατα κενά. Η Νοτιοκορεάτισσα Χαν Γκανγκ (Han Kang) έγραψε τη «Χορτοφάγο» από το χειμώνα του 2002 μέχρι το καλοκαίρι του 2005. Το έργο δημοσιεύθηκε στην πατρίδα της το 2007. Το 2016 το εν λόγω μυθιστόρημα τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Μan Booker, διάκριση που απονεμήθηκε από κοινού στη συγγραφέα και στην αποκλειστική μεταφράστριά της στην αγγλική γλώσσα, Ντέμπορα Σμιθ. Η Χαν Γκανγκ σπούδασε κορεατική λογοτεχνία, ζει στη Σεούλ και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της πόλης. Και είναι η κατ’ εξοχήν συγγραφέας που έχει συλλάβει εμπράκτως την μεγάλη αλήθεια, χρησιμοποιώντας το σώμα της ηρωίδας της σαν την μεγάλη κραυγή. Το μυθιστόρημα στα τρία κεφάλαια με τον διαφορετικό αφηγητή, εξετάζει την απόφαση της ηρωίδας ΓιόνγκΧιε ξαφνικά να αλλάξει διατροφή, δηλαδή να αλλάξει ζωή. Και μετά από ένα εφιαλτικό όνειρο, πετά ό,τι ζωικό εμπεριέχεται στο ψυγείο και στις ντουλάπες της και ανακοινώνει πως αποφάσισε να γίνει χορτοφάγος. Στο πρώτο κεφάλαιο αφηγητής είναι ο άντρας της, ο οποίος έκπληκτος περιγράφει αυτή την άχρωμη, άοσμη και παντελώς συνηθισμένη γυναίκα που γι’ αυτό την παντρεύτηκε εξάλλου, να μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, να αδυνατίζει, ψυχικά να δυναμώνει και διακαώς να επιθυμεί να γίνει φυτό. Στο δεύτερο κεφάλαιο η αφήγηση πια τριτοπρόσωπη συνεχίζεται από την πλευρά του καλλιτέχνη, συζύγου της αδελφής της ΓιονγκΧιε. Παθιασμένος κι επίμονος με την τέχνη του, ξαφνικά ποθεί την μεταμορφωμένη ΓιόνγκΧιε, κι επιθυμεί την συνεύρεση μ’ αυτήν που θέλει να γίνει φυτό, εκείνος που επιθυμεί να γίνει πουλί. Στο τρίτο κεφάλαιο, με τριτοπρόσωπη πάλι αφήγηση η ΙνΧιε, η μεγαλύτερή της προδομένη πια αδελφή της ΓιόνγκΧιε, επιφορτίζεται την φροντίδα της καθώς εκείνη πια νοσηλεύεται σε κλινική. Οι γάμοι φυσικά διαλύονται, ο πατέρας της ΓιόνγκΧε θα προσπαθήσει να της δώσει να φάει κρέας με το ζόρι, η σίγουρη και σταθερή πια κοινωνία τους πασχίζει να καταλάβει και να ξανασταθεροποιηθεί. «Πριν η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό», θα αναγνωρίσει ο σύζυγος, κι οι άλλοι θα διαπιστώσουν εξίσου ξαφνιασμένοι ότι η ΓιόνγκΧιε υπήρξε στα χέρια τους σαν μαριονέτα, ποτέ μέχρι αυτή τη στιγμή δεν είχε φωνή. Αλλά δεν είχε και σώμα το οποίο ξαφνικά βλέπει να μεταμορφώνεται: «Κοίταξε αδελφή μου, κάνω κατακόρυφο, φύλλα ξεφυτρώνουν από το σώμα μου, ρίζες από τα χέρια μου… εισχωρούν μέσα στη γη. Χωρίς τέλος, χωρίς τέλος… ναι, ανοίγω διάπλατα τα πόδια μου γιατί λουλούδια ανθίζουν μέσ’ απ’ τη βουβωνική μου χώρα…», αλλ’ αυτή η μεταμόρφωση όχι μονάχα δεν θα γίνει αποδεκτή αλλά και θα τιμωρηθεί. Χαν Γκανγκ Η συγγραφέας αναγνωρίζει πως είναι μια θηλυκή ανάγνωση της κορεάτικης κοινωνίας, παραδέχεται ότι η ματιά της είναι φεμινιστική. Η ΓιόνγκΧιε και συμβολικά δεν είχε φωνή. «Ήθελα οι αναγνώστες να συναντήσουν τη ΓιόνγκΧιε με αυτόν τον τρόπο. Αντί να περιγράψω τον πόνο της ευθέως, ήθελα να τους κάνω να αισθανθούν την απόγνωση, την αηδία, τον πόνο και τη βίαιη μοναξιά», η συγγραφέας της θα πει. Ένα βίαιο, αλλόκοτο μυθιστόρημα μέσα από τρεις διαφορετικές αφηγήσεις, όπου η ηρωίδα χρησιμοποιεί το σώμα της σαν κραυγή και με την χορτοφαγική της επιλογή κάνει την επανάστασή της, ουσιαστικά τολμά να αλλάξει ζωή. Αλλά η κοινωνία γύρω της δεν είναι ακόμα έτοιμη να τη δεχτεί. Ο σκοτεινός πόνος, ο σκληρός συναισθηματικός λυρισμός και η παγερή αφηγηματική περιγραφή, αποδεικνύουν το πόσο διαφορετική είναι, τελικά, η κορεάτικη ψυχή και το πόσο αριστουργηματική είναι της Χαν Γκανγ η συγγραφική φωνή.
Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο
https://www.fractalart.gr/i-xortofagos/
Χαν Γκανγκ «Η χορτοφάγος»,
Μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη,
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 208
Το σώμα μας είναι το σπίτι μας, το κουβαλάμε όπως το καύκαλο η χελώνα κι ό,τι έχουμε ζήσει έχει αποθηκευτεί εκεί: είναι οι μνήμες μας, οι λύπες και καυγάδες μας, οι αντιρρήσεις και η άμυνά μας, είναι το δικό μας μουσείο, η βιβλιοθήκη, κατά κάποιον τρόπο, όλων όσων έχουν συμβεί. Αλλά και εν δυνάμει εκείνων που θα συμβούν. Το αναγνωρίζουν οι ψυχολόγοι, μας το τονίζουν τα αυτοάνοσα, είναι απ’ ότι συνθέτουν το είναι μας, εκείνο που είναι το πλέον ειλικρινές. Και η τροφή είναι το συναίσθημα που προσδοκάμε: εξ ου και το σώμα μας φυσαρμόνικα, πώς να γεμίσουν τα τόσα
αόρατα κενά. Η Νοτιοκορεάτισσα Χαν Γκανγκ (Han Kang) έγραψε τη «Χορτοφάγο» από το χειμώνα του 2002 μέχρι το καλοκαίρι του 2005. Το έργο δημοσιεύθηκε στην πατρίδα της το 2007. Το 2016 το εν λόγω μυθιστόρημα τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Μan Booker, διάκριση που απονεμήθηκε από κοινού στη συγγραφέα και στην αποκλειστική μεταφράστριά της στην αγγλική γλώσσα, Ντέμπορα Σμιθ. Η Χαν Γκανγκ σπούδασε κορεατική λογοτεχνία, ζει στη Σεούλ και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της πόλης. Και είναι η κατ’ εξοχήν συγγραφέας που έχει συλλάβει εμπράκτως την μεγάλη αλήθεια, χρησιμοποιώντας το σώμα της ηρωίδας της σαν την μεγάλη κραυγή. Το μυθιστόρημα στα τρία κεφάλαια με τον διαφορετικό αφηγητή, εξετάζει την απόφαση της ηρωίδας ΓιόνγκΧιε ξαφνικά να αλλάξει διατροφή, δηλαδή να αλλάξει ζωή. Και μετά από ένα εφιαλτικό όνειρο, πετά ό,τι ζωικό εμπεριέχεται στο ψυγείο και στις ντουλάπες της και ανακοινώνει πως αποφάσισε να γίνει χορτοφάγος. Στο πρώτο κεφάλαιο αφηγητής είναι ο άντρας της, ο οποίος έκπληκτος περιγράφει αυτή την άχρωμη, άοσμη και παντελώς συνηθισμένη γυναίκα που γι’ αυτό την παντρεύτηκε εξάλλου, να μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, να αδυνατίζει, ψυχικά να δυναμώνει και διακαώς να επιθυμεί να γίνει φυτό. Στο δεύτερο κεφάλαιο η αφήγηση πια τριτοπρόσωπη συνεχίζεται από την πλευρά του καλλιτέχνη, συζύγου της αδελφής της ΓιονγκΧιε. Παθιασμένος κι επίμονος με την τέχνη του, ξαφνικά ποθεί την μεταμορφωμένη ΓιόνγκΧιε, κι επιθυμεί την συνεύρεση μ’ αυτήν που θέλει να γίνει φυτό, εκείνος που επιθυμεί να γίνει πουλί. Στο τρίτο κεφάλαιο, με τριτοπρόσωπη πάλι αφήγηση η ΙνΧιε, η μεγαλύτερή της προδομένη πια αδελφή της ΓιόνγκΧιε, επιφορτίζεται την φροντίδα της καθώς εκείνη πια νοσηλεύεται σε κλινική. Οι γάμοι φυσικά διαλύονται, ο πατέρας της ΓιόνγκΧε θα προσπαθήσει να της δώσει να φάει κρέας με το ζόρι, η σίγουρη και σταθερή πια κοινωνία τους πασχίζει να καταλάβει και να ξανασταθεροποιηθεί. «Πριν η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό», θα αναγνωρίσει ο σύζυγος, κι οι άλλοι θα διαπιστώσουν εξίσου ξαφνιασμένοι ότι η ΓιόνγκΧιε υπήρξε στα χέρια τους σαν μαριονέτα, ποτέ μέχρι αυτή τη στιγμή δεν είχε φωνή. Αλλά δεν είχε και σώμα το οποίο ξαφνικά βλέπει να μεταμορφώνεται: «Κοίταξε αδελφή μου, κάνω κατακόρυφο, φύλλα ξεφυτρώνουν από το σώμα μου, ρίζες από τα χέρια μου… εισχωρούν μέσα στη γη. Χωρίς τέλος, χωρίς τέλος… ναι, ανοίγω διάπλατα τα πόδια μου γιατί λουλούδια ανθίζουν μέσ’ απ’ τη βουβωνική μου χώρα…», αλλ’ αυτή η μεταμόρφωση όχι μονάχα δεν θα γίνει αποδεκτή αλλά και θα τιμωρηθεί. Χαν Γκανγκ Η συγγραφέας αναγνωρίζει πως είναι μια θηλυκή ανάγνωση της κορεάτικης κοινωνίας, παραδέχεται ότι η ματιά της είναι φεμινιστική. Η ΓιόνγκΧιε και συμβολικά δεν είχε φωνή. «Ήθελα οι αναγνώστες να συναντήσουν τη ΓιόνγκΧιε με αυτόν τον τρόπο. Αντί να περιγράψω τον πόνο της ευθέως, ήθελα να τους κάνω να αισθανθούν την απόγνωση, την αηδία, τον πόνο και τη βίαιη μοναξιά», η συγγραφέας της θα πει. Ένα βίαιο, αλλόκοτο μυθιστόρημα μέσα από τρεις διαφορετικές αφηγήσεις, όπου η ηρωίδα χρησιμοποιεί το σώμα της σαν κραυγή και με την χορτοφαγική της επιλογή κάνει την επανάστασή της, ουσιαστικά τολμά να αλλάξει ζωή. Αλλά η κοινωνία γύρω της δεν είναι ακόμα έτοιμη να τη δεχτεί. Ο σκοτεινός πόνος, ο σκληρός συναισθηματικός λυρισμός και η παγερή αφηγηματική περιγραφή, αποδεικνύουν το πόσο διαφορετική είναι, τελικά, η κορεάτικη ψυχή και το πόσο αριστουργηματική είναι της Χαν Γκανγ η συγγραφική φωνή.
Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο
https://www.fractalart.gr/i-xortofagos/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου