(από το προσωπική σελίδα του Γιώργου Κασαπίδη στο facebook)
Ο παππούς μου, αν και παλαιστής στα νιάτα του, ένα άγριο άλογο μόλις μετά βίας μπορούσε να το κουμαντάρει κι ο άλλος , ο Σακάρας με το όνομα, πάλευε να τιθασεύσει σύσσωμα τετρακόσια άλογα στη μηχανή του.
Εδώ που τα λέμε, είχε χάσει το τελευταίο διάστημα κάποιες ισορροπίες στη ζωή του κι ήταν θέμα χρόνου να πατήσει την τελική γκαζιά και ν’ απογειωθεί μια κι έξω, ν’ αποδράσει απ’ τα εγκόσμια.
Είχε αφήσει από καιρό, σ’ ένα ταξίδι, σε μια πίστα τα σημάδια του. Σε μια ταβέρνα ελληνική στη Γερμανία, μαζί με φίλους, ήπιε και χόρεψε ένα ζεμπέκικο μοναχικό, σημαδιακό τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, σε μουσική του Μίμη Πλέσσα με τη βαριά φωνή του Διονυσίου:
Εδώ που τα λέμε, είχε χάσει το τελευταίο διάστημα κάποιες ισορροπίες στη ζωή του κι ήταν θέμα χρόνου να πατήσει την τελική γκαζιά και ν’ απογειωθεί μια κι έξω, ν’ αποδράσει απ’ τα εγκόσμια.
Είχε αφήσει από καιρό, σ’ ένα ταξίδι, σε μια πίστα τα σημάδια του. Σε μια ταβέρνα ελληνική στη Γερμανία, μαζί με φίλους, ήπιε και χόρεψε ένα ζεμπέκικο μοναχικό, σημαδιακό τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, σε μουσική του Μίμη Πλέσσα με τη βαριά φωνή του Διονυσίου:
Βρέχει φωτιά στη στράτα μου
φωτιά που μ’ έχει κάψει
για τα φτωχά τα νιάτα μου
κανένας δε θα κλάψει
φωτιά που μ’ έχει κάψει
για τα φτωχά τα νιάτα μου
κανένας δε θα κλάψει
Η ζωή, η ζωή εδώ τελειώνει
σβήνει το καντήλι μου
κι η ψυχή, η ψυχή σαν χελιδόνι
φεύγει απ’ τα χείλη μου
σβήνει το καντήλι μου
κι η ψυχή, η ψυχή σαν χελιδόνι
φεύγει απ’ τα χείλη μου
«Να με θυμάστε», είπε μετά. «Για όσο αξίζω. Ένα χορό ακόμα έχω να κάνω, πάνω στην άσφαλτο, τον τελευταίο», είπε, όμως κανένας τότε δεν έβαλε στο νου του τη συνέχεια.
Κι ήρθε το βράδυ εκείνο, που χόρεψε καλύτερα από κάθε άλλη φορά μαζί με την μπεμβέ του, μόνος, ολομόναχος, γυρνώντας απ’ τα Κύργια για τη Δράμα. Τέσσερις κύκλους έκανε σπινιάροντας πριν φύγει από το δρόμο, πριν απογειωθεί για πάντα, μα το καντήλι του δεν έσβησε ποτέ, γιατί το ανάβει η μάνα του κάθε απόγευμα στο κοιμητήρι.
Τώρα, εκεί ψηλά που βρίσκεται, τρέχει , ελίσσεται όσο θέλει και κανένας δεν τον σταματά, τρίζουν οι ρόδες, το τιμόνι κι αν είχε σκόνη θα σηκώνονταν τεράστιος κουρνιαχτός. Έχει ακυρώσει, συμπλέκτη, φρένα και κοντέρ, μόνο το γκάζι τέρμα πατημένο κι ο χρόνος ο επίγειος δεν υπάρχει εκεί, ούτε κανένα σχέδιο για το μέλλον, γιατί όπως λένε οι σοφές οι παροιμίες, « όταν κάνεις σχέδια ο Θεός γελάει», ναι, μη νομίζεται πως είναι πάντοτε το ίδιο αυστηρός ο Θεός, γελάει όταν πλήθος χερουβείμ συμβουλεύουν το Σακάρα, να κόψει λίγο την ταχύτητα και να προσέχει στις στροφές. «Δεν έχεις το Θεό σου», του φωνάζουν, αλλά εκείνος είναι σε μεγάλη έκσταση, ούτε που τους ακούει. Άλλωστε, τι να φοβάται πλέον, με ποιον να τρακάρει στο κενό, με κάποιο σύννεφο περαστικό ή κάποιον Άγιο άυλο; Κανένα εμπόδιο δεν υπάρχει πλέον για να διασχίζει οριζόντια και κάθετα το σύμπαν όλο, σαν κομήτης που αποφάσισε να παρακάμψει χάριν μιας έστω ουτοπικής ελευθερίας την τροχιά του.
Κι όταν, σπανίως, κάνει στάση για να εφοδιάσει με καινούριο άνεμο το ρεζερβουάρ, τα χερουβείμ βρίσκουν την ευκαιρία να χειροκροτήσουν και του λένε με μια φωνή: « Α ,ρε Σακάρα, ακόμα κι εδώ πάνω ίδιος κι απαράλλακτος, ατίθασος ,μοναδικός, σου πάει αυτή η ατέλειωτη πίστα για να ξεδιπλώνεις με χίλιους τρόπους τη δεξιοτεχνία σου». Εκείνος, χαιρετάει πάντα χαμογελαστός, δίχως έννοιες , αφού τόσο ψηλά δεν τον αγγίζει κανένας πόνος, κανένας πλέον δεν μπορεί να του χαλάσει τη διάθεση…
Μόνο κάποιες στιγμές, το σούρουπο συνήθως, όταν στρέφει για λίγο το βλέμμα προς τα κάτω στο χωριό του, κοιτάζει μ' ένα σφίξιμο στο στήθος προς το μαγαζί που ήταν κάποτε ο πατέρας του και τώρα ο αδερφός του που πίνει μόνος το πρωί, χωρίς εκείνον τον καφέ του, κοιτάει με κατανόηση στη κάμαρη τη μάνα του που γονατίζει με το κερί αναμμένο δίπλα στη φωτογραφία του και δεν μπορεί να το πιστέψει ακόμα …
Κι ήρθε το βράδυ εκείνο, που χόρεψε καλύτερα από κάθε άλλη φορά μαζί με την μπεμβέ του, μόνος, ολομόναχος, γυρνώντας απ’ τα Κύργια για τη Δράμα. Τέσσερις κύκλους έκανε σπινιάροντας πριν φύγει από το δρόμο, πριν απογειωθεί για πάντα, μα το καντήλι του δεν έσβησε ποτέ, γιατί το ανάβει η μάνα του κάθε απόγευμα στο κοιμητήρι.
Τώρα, εκεί ψηλά που βρίσκεται, τρέχει , ελίσσεται όσο θέλει και κανένας δεν τον σταματά, τρίζουν οι ρόδες, το τιμόνι κι αν είχε σκόνη θα σηκώνονταν τεράστιος κουρνιαχτός. Έχει ακυρώσει, συμπλέκτη, φρένα και κοντέρ, μόνο το γκάζι τέρμα πατημένο κι ο χρόνος ο επίγειος δεν υπάρχει εκεί, ούτε κανένα σχέδιο για το μέλλον, γιατί όπως λένε οι σοφές οι παροιμίες, « όταν κάνεις σχέδια ο Θεός γελάει», ναι, μη νομίζεται πως είναι πάντοτε το ίδιο αυστηρός ο Θεός, γελάει όταν πλήθος χερουβείμ συμβουλεύουν το Σακάρα, να κόψει λίγο την ταχύτητα και να προσέχει στις στροφές. «Δεν έχεις το Θεό σου», του φωνάζουν, αλλά εκείνος είναι σε μεγάλη έκσταση, ούτε που τους ακούει. Άλλωστε, τι να φοβάται πλέον, με ποιον να τρακάρει στο κενό, με κάποιο σύννεφο περαστικό ή κάποιον Άγιο άυλο; Κανένα εμπόδιο δεν υπάρχει πλέον για να διασχίζει οριζόντια και κάθετα το σύμπαν όλο, σαν κομήτης που αποφάσισε να παρακάμψει χάριν μιας έστω ουτοπικής ελευθερίας την τροχιά του.
Κι όταν, σπανίως, κάνει στάση για να εφοδιάσει με καινούριο άνεμο το ρεζερβουάρ, τα χερουβείμ βρίσκουν την ευκαιρία να χειροκροτήσουν και του λένε με μια φωνή: « Α ,ρε Σακάρα, ακόμα κι εδώ πάνω ίδιος κι απαράλλακτος, ατίθασος ,μοναδικός, σου πάει αυτή η ατέλειωτη πίστα για να ξεδιπλώνεις με χίλιους τρόπους τη δεξιοτεχνία σου». Εκείνος, χαιρετάει πάντα χαμογελαστός, δίχως έννοιες , αφού τόσο ψηλά δεν τον αγγίζει κανένας πόνος, κανένας πλέον δεν μπορεί να του χαλάσει τη διάθεση…
Μόνο κάποιες στιγμές, το σούρουπο συνήθως, όταν στρέφει για λίγο το βλέμμα προς τα κάτω στο χωριό του, κοιτάζει μ' ένα σφίξιμο στο στήθος προς το μαγαζί που ήταν κάποτε ο πατέρας του και τώρα ο αδερφός του που πίνει μόνος το πρωί, χωρίς εκείνον τον καφέ του, κοιτάει με κατανόηση στη κάμαρη τη μάνα του που γονατίζει με το κερί αναμμένο δίπλα στη φωτογραφία του και δεν μπορεί να το πιστέψει ακόμα …
Ύστερα πάλι, ξαναμπαίνει στο αμάξι και εμψυχώνει με κοφτές κινήσεις και τα τετρακόσια άλογα που σαν τον Πήγασο βγάζουν φτερά, και πάνω στην άγρια ομορφιά την ανέσπερης νιότης τους, νέος κι αυτός όπως τότε, πλανιέται, αυτή είναι η τιμωρία κι η χαρά του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου