9.6.20

Σταύρος Ζουμπουλάκης: Η πιο δύσκολη συμφιλίωση, αυτή με τον εαυτό μας (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

Λίγο μετά τον αποκλεισμό και με αμήχανη ακόμα την κοινωνική ροή των πραγμάτων ο  Σταύρος Ζουμπουλάκης μιλάει στην  συνεργάτιδά μας και παλιά του μαθήτρια Αλεξάνδρα Σαμοθράκη για το πώς βιώθηκε αυτή η περίοδος, για την πίστη, τη λογοτεχνία, τον ρόλο των διανοουμένων, την ιδεατή αριστερά, τη λογοτεχνία, τις ιδέες, τα κοινωνικά δίκτυα και την αγάπη που σώζει.


Άκουσα να διαβάζετε το διήγημα ‘Παναγιά η Ρευματοκρατόρισσα’ του Γ. Ιωάννου για το αφιέρωμα του περιοδικού ‘Χάρτης’ . Θέλω να σας πω πως η φωνή σας με καθησύχασε οπως όταν ήμουν παιδί και οι γονείς μου μού διάβαζαν παραμύθια. Γιατί έχουμε τόσο μεγάλη ανάγκη τις ιστορίες;
Είναι συχνά -όχι πάντα- ευτυχία και χαρά να διηγείσαι τα περασμένα βάσανά σου, ας ήταν και βαριά. Το ζόρικο είναι να μιλάς για τα τωρινά σου βάσανα, που ποτέ δεν ξέρεις αν θα γίνουν περασμένα – για σένα, εννοώ, γιατί για τους άλλους ασφαλώς και θα γίνουν. Και το να ακούς ή να διαβάζεις την περασμένη δυστυχία των άλλων είναι κι αυτό βάλσαμο, ακόμη και αν σε πιάσουν τα κλάματα ακούγοντας ή διαβάζοντάς την, γιατί η αφήγησή τους σου μεταδίδει το αίσθημα ότι δεν είσαι μόνος όταν υποφέρεις και κυρίως την ελπίδα ότι και αυτό θα περάσει, όπως τόσα και τόσα. Υπάρχουν όρια βέβαια σε όλα. Δεν είναι βάλσαμο στην ψυχή η αφήγηση όσων έγιναν στο Άουσβιτς. Το παραμύθι και η παραμυθία (= παρηγοριά) είναι ουσιαστικά η ίδια λέξη. Οι ιστορίες είναι λυτρωτικές. Η Σεχραζάτ γλιτώνει από τον θάνατο τον εαυτό της και όλα τα νέα κορίτσια της Περσίας διηγούμενη στον βασιλιά ένα παραμύθι που τελειωμό δεν έχει, αλλά  συνεχίζεται  την επόμενη βραδιά και τη μεθεπόμενη, αδιάκοπα,  για χίλιες και μία νύχτες, ώστε στο τέλος τής χαρίζεται η ζωή, και μαζί με τη δική της και όλων των άλλων κοριτσιών. Αυτό που απαξιωτικά λέμε σήμερα «παραμύθια της Χαλιμάς» – η ελληνική ονομασία για τις Χίλιες και μία νύχτες– σώζει κυριολεκτικά ζωές. Προσωπικά συστήνω στους νέους γονείς να μη διαβάζουν τα παραμύθια στα παιδιά  τους, αλλά να τα αφηγούνται. Τα παραμύθια είναι λόγος προφορικός.  Αφηγούμενος, μπορείς ανάλογα με τη στιγμή να τα αναπλάθεις κιόλας, δηλαδή να τα αναδημιουργείς. Δεν χρειάζεται να ξέρεις πολλά, το παραμύθι δεν είναι πληροφορία που, όταν την ακούσεις μια φορά και τη μάθεις, βαριέσαι μετά  να την ξανακούσεις. Μεγάλωσα με πέντε έξι παραμύθια, τα ίδια και τα ίδια, που η αφήγησή τους ήταν πάντοτε καινούργια.

Ένα από τα θέματα του διηγήματος αυτού είναι μια θρησκευτικότητα της καθημερινότητας που εκφράζετε με τον αφηγητή να συνομιλεί με το εικόνισμα της Παναγίας όπως θα συνομιλούσε με τη γιαγιά του. Νομίζω ότι δεδομένης της παρούσης ζοφερής κατάστασης όλοι μας, ακόμη και οι φανατικότεροι άθεοι, θα χρειαζόμασταν λίγη πνευματική καθοδήγηση. Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας κάποια κεντρικά διδάγματα του χριστιανισμού που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να μη χάσουμε την πίστη μας;
Το πεζογράφημα αυτό του Ιωάννου το αγαπώ για εκατό λόγους, ένας από τους οποίους είναι εκείνη η εκπληκτική οικειότητα με την Παναγία. Το διήγημα μιλάει για συλλογικά βάσανα, για την προσφυγιά: αυτοί οι άνθρωποι είχαν χάσει τα πάντα, έμεναν μέσα  στην Αχειροποίητο, με τα σεντόνια και τις κουβέρτες να χωρίζουν υποτυπωδώς τη μία οικογένεια από την άλλη, ώσπου τους πέταξαν κι από κει.  Ο αφηγητής, παιδί προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, αγαπάει την εικόνα αυτή γιατί η Παναγία μοιάζει στη γιαγιά του. Την εμπιστεύεται και της μιλάει. Είναι εκπληκτική αυτή η οικειότητα με τους αγίους που συναντάμε στη λαϊκή ευλάβεια. Έχω ακούσει με τα αυτιά μου, μέσα σε εκκλησίες, γυναίκες να μιλάνε στον άγιο της εικόνας και να υποκορίζουν το όνομά του. Αυτή η λαϊκή ευλάβεια χάνεται πια, έχει σχεδόν χαθεί. Ήταν ασφαλώς ανάμεικτη με πολλά δεισιδαιμονικά στοιχεία, σύμφωνοι, αλλά στη θρησκεία δεν υπάρχουν καθαρές, αποστειρωμένες καταστάσεις. Η θρησκεία δεν είναι μια υπόθεση για καθαρούς, για πουρίστες.
Μου ζητάς καθοδήγηση -εξηγώ στους αναγνώστες ότι μιλάω στον ενικό γιατί η Αλεξάνδρα ήταν παλιά μαθήτριά μου. Δεν έχω κανένα ταλέντο καθοδηγητή, είμαι ακατάλληλος να δίνω συμβουλές. Θα μπορούσα ωστόσο να σου πω ότι ο χριστιανισμός δεν είναι διδάγματα, μια σειρά καλών και ωφέλιμων διδαγμάτων, αλλά γεγονότα: ο Σταυρός και η Ανάσταση του Χριστού, δυο γεγονότα αγάπης (ο Σταυρός) και ελπίδας (η Ανάσταση). Ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει η πίστη στον Χριστό είναι η αγάπη για τους άλλους, ακόμη και για τους εχθρούς ή μάλλον κυρίως για τους εχθρούς, και η ελπίδα για την τελική νίκη της ζωής. Να πιστέψεις σήμερα σε έναν σταυρωμένο Θεό και έναν αναστημένο άνθρωπο δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση -ποτέ δεν ήταν, σήμερα όμως, για τον άνθρωπο της επιστήμης και της αυτονομίας, ακόμη περισσότερο. Δεν ξέρω πάντως αν ο καλύτερος τρόπος είναι να ψάχνει κανείς την πίστη, ας ξεκινήσει προσπαθώντας τα έργα της αγάπης, και βλέπουμε. Έχει ο Θεός, μπορεί να του δοθεί και η πίστη.

Θέλετε να κάνετε το ίδιο και για τη λογοτεχνία; Αν κάποιος έχει φτάσει στο κατώφλι της απελπισίας, ποια βιβλία να διαβάσει για να μην το διαβεί;
Ας μην αναθέτουμε στη λογοτεχνία καθήκοντα που δεν μπορεί να αναλάβει. Δεν είναι θρησκεία η λογοτεχνία. Δεν μπορεί να σηκώσει μια αποστολή σωτηρίας. Μας βοηθάει να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο. Λίγο είναι; Και επίσης  να περνάμε ώρες χαράς, με τα κατορθώματα της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Φτάνει.

Στο σταυροδρόμι πίστης-λογοτεχνίας νομίζω ένα από τα έργα που ξεχωρίζει είναι το ‘Ημερολόγιο Ενός Επαρχιακού Εφημέριου’ του Ζορζ Μπερνανός όπου αναφέρεται πως «Είναι ευκολότερο απ’ όσο νομίζουν να μισεί κανείς τον εαυτό του. Η χάρις είναι να τον ξεχνάς». Στο επίμετρο αναφέρετε πως πρόκειται για ‘το μεγάλο μυθιστόρημα της συμφιλίωσης’. Θα θέλατε να μας εξηγήσετε εν συντομία το γιατί;
Ναι, είναι το μεγάλο μυθιστόρημα της πιο δύσκολης, συχνά, συμφιλίωσης, που είναι η συμφιλίωση με τον εαυτό μας. Η εχθρότητα προς τον  εαυτό βασανίζει και ταλαιπωρεί τους καλύτερους, αυτούς που έχουν μια ηθική απαίτηση από τον εαυτό τους. Δεν αφορά τα καθάρματα. Ο Μπερνανός γράφει πράγματι ότι είναι χάρις να τον ξεχνάς, αλλά προσθέτει ότι είναι  ακόμη μεγαλύτερη χάρις να τον αγαπήσεις. Πώς θα γίνει αυτό; Αν δεχτείς ταπεινά ότι είσαι και συ ένα πάσχον μέλος του Σώματος του Χριστού, ή πιο απλά ότι ο Χριστός σταυρώθηκε και για σένα. Αυτή η ταπεινή συμφιλίωση οδηγεί σε μια αγάπη για τον εαυτό που δεν είναι φιλαυτία και εγωισμός. Κάτι παραπάνω: αυτός που αγαπάει τον εαυτό του με αυτόν τον τρόπο, μόνο αυτός μπορεί να αγαπήσει και τους άλλους, και αντίστροφα! Το μίσος προς τον εαυτό το μόνο που μπορεί να γεννήσει είναι σκυθρωπότητα και έλλειψη χαράς, μιζέρια. Σήμερα υπάρχουν και άλλοι τρόποι συμφιλίωσης με τον εαυτό, οι τρόποι της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης. Τις περισσότερες φορές είναι πιο φίνες μορφές εγωισμού.

Στο βιβλίο σας ‘Η Αδελφή Μου’, για την απώλεια της πολυαγαπημένης σας αδελφής, εμβαθύνετε στην αρρώστια ως φιλοσοφικό ερώτημα, που δυστυχώς σήμερα είναι ακόμη πιο επίκαιρο λόγω κορωναιου.  Μπορείτε να μας δώσετε ένα μπούσουλα; Πώς συνεχίζουμε να ζούμε όταν φοβόμαστε μη χάσουμε αγαπημένους; Πώς επιβιώνουμε όταν οι φόβοι αυτοί επαληθευτούν;
Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που φοβάται και ελπίζει. Όποιος αγαπάει φοβάται ακόμη περισσότερο για τους άλλους και ταυτόχρονα ελπίζει περισσότερο. Φαίνεται αντιφατικό αλλά δεν είναι. Φοβάται μην πάθουν κακό οι άνθρωποί του, μην αρρωστήσουν βαριά, πάνω από όλα: μην πεθάνουν, και ταυτόχρονα ελπίζει ότι όλα θα πάνε καλά, όχι από αφέλεια ή παραίσθηση, αλλά γιατί η αληθινή αγάπη δεν συμφιλιώνεται με την απώλεια. Όσο για το δεύτερο ερώτημα, θα έλεγα καταρχάς ότι δεν είναι όλες οι απώλειες, όλοι οι θάνατοι, το ίδιο. Άλλο να χάνεις το παιδί σου και άλλο να χάνεις τον παππού σου. Μόνο οι θεολόγοι και οι φιλόσοφοι μιλάνε για τον θάνατο γενικά και αδιαφοροποίητα. Για τους ζώντες τους περιλειπόμενους υπάρχουν θάνατοι, όπως ο θάνατος των παιδιών, που αφήνουν μια πληγή παντοτινά ανοιχτή και ανεπούλωτη, και άλλοι που γιατρεύονται. Μη με ρωτήσεις να σου πω κάτι για την πρώτη περίπτωση, δεν έχω τίποτε να πω, μένω βουβός και άναυδος, τρέμω. Για τη δεύτερη, θα σου έλεγα ότι πρέπει να πενθήσεις, το πένθος θα είναι και η γιατρειά σου, ώστε να μην κλειστείς μέσα στον πόνο της απώλειας, αλλά να συναντήσεις μέσα από αυτόν τους άλλους που θρηνούν και εκείνοι ανάλογη ή και βαρύτερη απώλεια. Όλα αυτά βέβαια είναι λόγια, στην πράξη δοκιμαζόμαστε όλοι.

Η νέα κανονικότητα θα περιλαμβάνει μια πιο παθητική αποδοχή της θνητότητας ή μια πιο μανιασμένη αντίσταση σε αυτή;
Δεν μπορώ να κάνω τέτοιες προβλέψεις. Ο θάνατος βέβαια και η θνητότητα έχουν και αυτά τη δική τους ιστορία, εννοώ ότι αντιμετωπίζονται διαφορετικά από κοινωνία σε κοινωνία, από πολιτισμό σε πολιτισμό. Για τον δυτικό άνθρωπο σήμερα, με την πρωτοφανή στην ιστορία παράταση του προσδόκιμου της ζωής, έχει αλλάξει και η σχέση με τον θάνατο. Όταν πεθαίνεις 90 και 100 χρονών, ο θάνατος δεν είναι τόσο αποτρόπαιος, ούτε για σένα ούτε για τους δικούς σου. Έχεις κουραστεί κιόλας από τη ζωή. Το μόνο που σε απασχολεί είναι να μην υποφέρεις, εξού και η τεράστια αύξηση των περιπτώσεων εξόδου από τη ζωή με ευθανασία. Στην Ολλανδία, τη χώρα που πρώτη τη νομιμοποίησε, το 2019 το 4, 2% του συνολικού αριθμού των  θανάτων ήταν περιπτώσεις ευθανασίας. Τα επόμενα χρόνια, δεν έχω καμία αμφιβολία, το ποσοστό αυτό όλο και θα ανεβαίνει στην Ολλανδία και παντού. Οδεύουμε σε μια banalisation του θανάτου στη Δύση. Οι άνθρωποι θα πεθαίνουν υπέργηροι, μόνοι, στα νοσοκομεία ή στα γηροκομεία, και θα δεν τους κλαίει κανείς κατά την καύση τους. Μέσα στη γενική αδιαφορία. Θα υπάρχει πάντα όμως, όση πρόοδο και αν κάνει η ιατρική, και ο θάνατος των νέων ανθρώπων και των μικρών παιδιών, δηλαδή ο θάνατος δεν θα εξημερωθεί ολότελα ποτέ. Και θα έρχονται και τα αναπάντεχα, όπως τώρα η επιδημία covid 19, και θα κάνουν πάντα τον θάνατο επίφοβο και απειλητικό. Και τη ζωή γλυκότερη.

Είναι η επιβίωση συνώνυμο του εγωισμού; 
Πιστεύω σολωμικά ότι η ζωή είναι το μέγα καλό και πρώτο. Για να το πεις αυτό όμως πρέπει να ζήσεις, πρέπει να έχεις ζήσει. Ένα νήπιο που πεθαίνει δεν μπορεί να το πει. Ζωή λοιπόν σημαίνει καταρχάς επιβίωση, βιολογική επιβίωση. Σημαίνει ότι η καρδιά σου και τα νεφρά σου και τα άντερά σου δουλεύουν. Κάποιες …αγγελικές ψυχές αντιθέτουν τη ζωή προς την επιβίωση, υποτιμώντας ή και απαξιώνοντας ολότελα τη δεύτερη. Όταν τους πιάνει βέβαια ένας πονόδοντος, τα ξεχνάνε όλα αυτά τα υψιπετή. Επιβίωση όμως σημαίνει πράγματι εγωισμός. Μπορεί να σημαίνει και πόλεμος, αιματηρός πόλεμος του ενός εναντίον του άλλου. «Αγωνίζομαι για το ψωμί μου» μπορεί να σημαίνει το παίρνω από το στόμα του άλλου. Όλο το ζήτημα βρίσκεται εδώ: πώς θα ζήσουμε και θα επιζήσουμε ως άνθρωποι, κατανικώντας δηλαδή όσο γίνεται περισσότερο τον αναπόφευκτο εγωισμό. Δεν είναι πάντα εύκολο, ιδίως σε περιόδους κρίσης, πείνας, πολέμου, αλλά πολλοί συνάνθρωποί μας το πέτυχαν σε τέτοιες ακριβώς συνθήκες, και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό.

Πολλοί άνθρωποι σήμερα, λόγω καραντίνας, συγκατοικούν με το πιο βάναυσο πρόσωπο της μοναξιάς. Δώστε τους λίγη ελπίδα.
Η μοναξιά καταπλάκωσε πολλούς ανθρώπους τον καιρό της καραντίνας, τους ηλικιωμένους περισσότερο και τους ανήμπορους. Δεν έζησαν απλώς φοβισμένοι και μόνοι, αλλά πέθαναν και μόνοι. Οι άνθρωποι στα γηροκομεία πέθαιναν μόνοι. Αναρωτιέσαι αν τελικά πέθαναν από τον κορωνοϊό ή από τη μοναξιά. Και στα νοσοκομεία πέθαιναν μόνοι. Και κηδεύονταν μόνοι. Εφιαλτικό. Διάβασα συνταραχτικά κείμενα στον ξένο Τύπο για τέτοιες περιπτώσεις.  Αυτό που έγινε στα γηροκομεία της Γαλλίας, στις περίφημες πια Ehpad (Etablissement d’ hébergement pour personnes âgées dépendantes), ήταν φρικτό. Τι να πει κανείς; Τα γηροκομεία είναι και αυτά μια παρενέργεια της παράτασης του ορίου ζωής. Οι οικογένειες δεν μπορούν να κρατήσουν στο διαμέρισμα τους υπερήλικες γονείς, με κινητικά προβλήματα, κατάκοιτους ή με αλτσχάιμερ. Έχουν επιχειρήματα. Ξέρεις όμως γιατί η Ιαπωνία είχε τόσο λίγους νεκρούς, πολύ λιγότερους και από την Ελλάδα αναλογικά; Ένας από τους βασικούς λόγους είναι ότι  δεν έχει γηροκομεία, τους γέρους γονείς τους κρατάνε σπίτι. Η ελπίδα, αν υπάρχει, βρίσκεται στη συνειδητοποίηση ότι οι θεσμοί, όσο τέλειοι και αν είναι, έχουν έλλειμμα, και αυτό το έλλειμμα μπορεί να το καλύψει μόνο η ανθρώπινη παρουσία, η ανθρώπινη αλληλεγγύη, η αγάπη.

Από το σχόλιο σας στην Καθημερινή για την «Πανούκλα» του Καμύ ξέρω πως σας εξαγριώνουν όσοι νιώθουν «ευγνώμονες» για την παρούσα κατάσταση και συμφωνώ μαζί σας. Μπορούμε να κατηγορήσουμε τον καπιταλισμό ή την πολιτική ηγεσία για αυτή και άλλες ‘απάτες’ εις βάρος μας; Θα καταλήξουμε να ντρεπόμαστε για τον εαυτό μας τη στιγμή τη λύτρωσης, αφού τελειώσει η πανδημία, όπως αναφέρετε, ή έχουμε μια αλλαζονική ατομική αφήγηση που δε θα μας επιτρέψει ούτε αυτό;
Δεν χρειάζεται να κατηγορήσουμε κανέναν. Η επιδημία αυτή ήταν, μαζί με πολλά άλλα, και μια ηθική δοκιμασία για τον καθένα μας: πόσο νοιαστήκαμε και τι κάναμε για εκείνους που ήταν σε πιο δύσκολη θέση από μας – πάντα υπάρχει κάποιος που βρίσκεται σε μεγαλύτερη δυσκολία από σένα. Εκείνο που θα ήθελα να πω αυτή τη στιγμή είναι ότι είδαμε για μια ακόμη φορά ποιοι κρατάνε όρθια την κοινωνία. Ας προσηλώσουμε το βλέμμα και τον θαυμασμό μας στις καθαρίστριες των ΜΕΘ, στις εργαζόμενες των σουπερμάρκετ, στα παιδιά των ντελίβερυ, στους οδηγούς των λεωφορείων, και άλλους τέτοιους. Όταν οι εκπαιδευτικοί δεν ήθελαν να γυρίσουν στα σχολεία, οι καθαρίστριες των νοσοκομείων ήταν εκεί, δεν έλειψαν στιγμή! Σίγουρα δεν κρατάνε όρθια την κοινωνία οι συγγραφείς και οι διανοούμενοι, που είμαστε όλο λόγια. Είναι πηγή ελπίδας οι πάμπολλες περιπτώσεις ανθρώπων,  που είδαμε με τα μάτια μας ή που διαβάσαμε στον  Τύπο,  τους οποίους  ο φόβος για τη ζωή τους δεν τους έκανε αδιάφορους για τη ζωή των άλλων. Πάντα, και στις πιο δύσκολες στιγμές,  βρίσκονται κάποιοι που θα σύρουν το κάρο.

Ποιός είναι ο ρόλος της ιδεατής αριστεράς;
Να αγωνίζεται για το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης: ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. Και στο σημείο αυτό η ιδεατή και πραγματική αριστερά συναντιέται με τον χριστιανισμό. Δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία χωρίς αγάπη. Η δημοκρατία δεν είναι μόνο υπόθεση διαδικασιών.

Και του αληθινού διανοούμενου; Πώς μπορεί να εισακουστεί μέσα από την κακοφωνία της ψευτοκουλτούρας; Μπορεί να φτάσει στον μέσο άνθρωπο ή είναι καταδικασμένος να παίζει πινγκ πονγκ ιδεών με τους ομολόγους του;
Δεν μου αρέσει καθόλου η λέξη διανοούμενος, τουλάχιστον για τον εαυτό μου. Σε αυτούς που ονομάζεις μέσο άνθρωπο βρίσκω περισσότερους να εκτιμήσω από ό,τι στους διανοουμένους. Για μένα πνευματικός άνθρωπος είναι πολύ απλά αυτός που συντρέχει και βοηθάει τους άλλους, και ας μην ξέρει ούτε να διαβάσει. Ξέρω ότι η εχθρότητα προς τους διανοουμένους είναι επικίνδυνο πράγμα, μυρίζει ολοκληρωτισμό. Δεν  έχω καμία σχέση με αυτή την οπτική, απλώς δεν μου αρέσει η λέξη για τον εαυτό μου. Ωστόσο δεν θα αποφύγω την ερώτηση, και θα αναφέρω δύο τρία πράγματα. Το ένα είναι ότι βομβαρδιστήκαμε αυτή την περίοδο, μέσα στα σπίτια μας, πάνω στο λάπτοτ μας, από πολιτιστικά προϊόντα. Θέατρα, Όπερες, Ορχήστρες, Μουσεία, Βιβλιοθήκες έστελναν κάθε μέρα εκατοντάδες πράγματα. Πόσα να δει κανείς και πόσα να αφομοιώσει; Δεν μπορείς να δεις 50 όπερες τη βδομάδα. Είχε κάτι αφύσικο όλο αυτό. Και αλλοιωτικό του χαρακτήρα της κάθε τέχνης. Ξέρω ανθρώπους που έβλεπαν θεατρικές παραστάσεις στο κινητό τους. Δεν είναι θέατρο αυτό που έβλεπαν, το θέμα του έργου απλώς πληροφορούνταν. Έχω τη βεβαιότητα ότι από ένα σημείο και πέρα επρόκειτο απλώς για το άγχος των πολιτιστικών ιδρυμάτων να δηλώσουν την παρουσία τους: είμαι και εγώ εδώ! Δεύτερον, οι λεγόμενοι διανοούμενοι δεν μπορεί να έχουν λόγο σε όλα. Βεβαίως και πρέπει να μιλήσουν για ορισμένες ηθικές και πολιτικές όψεις της επιδημίας, αλλά όχι να μιλάνε και να αμφισβητούν ιατρικά δεδομένα,  θεραπείες και εμβόλια. Υπάρχουν οι γιατροί για όλα αυτά, που κατάλαβαν ευτυχώς και οι ίδιοι και καταλάβαμε όλοι μας ότι δεν είναι μικροί θεοί. Ακούσαμε τα πάντα αυτές τις μέρες, από τους γιατρούς, και τα αντίθετά τους. Αυτή η επιστημονική αβεβαιότητα που παρακολουθήσαμε εναγώνια μακάρι να οδηγήσει σε μια επιστημονική ταπεινότητα,  πολύτιμη στον γιατρό, για να κάνει καλύτερα τη δουλειά του, χωρίς διαγνωστικές ή θεραπευτικές εμμονές.  Τρίτον, τα περιβόητα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οργίασαν την περίοδο αυτή σε βλακεία και συνωμοσιολογία. Αν η μία όψη τους είναι ο πλήρης εκδημοκρατισμός του λόγου (όλοι μιλάνε και γράφουν επί ίσοις όροις), η άλλη είναι η ανεξέλεγκτη βλακεία και πνευματική βαρβαρότητα. Ό,τι μπαρούφα λέγαμε πριν στο καφενείο με την παρέα μας, τώρα τη λέμε δημόσια, στην αγορά. Αν, από τη μια, υπάρχει ή υπήρχε αυτό το πινγκ πονγκ ιδεών, όπως λες, μεταξύ ομολόγων, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από την άλλη, είναι κατς στη λάσπη. Τι είναι προτιμότερο;

Δεν υπάρχουν σχόλια: