της Βαρβάρας Ρούσσου
Από την πρώτη συλλογή της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη είχε διαφανεί η επίμονη παρουσία της πόλης και του ταξιδιού, το αστικό στοιχείο σε διαφορετικά γεωγραφικά μήκη, το ταξίδι και οι στοχαστικές προσαρμογές στο εδώ και τώρα με απαραίτητη όμως την ανάκληση του παρελθόντος. Και το παρελθόν νοείται ως ατομικός πυρήνας σε άμεση διάδραση με το συλλογικό και διαρκώς σε διάλογο με τον τόπο, χώρα αλλά κυρίως, και επαναληπτικά, η πόλη/πόλεις. Έτσι, αποκρυσταλλώθηκαν βασικοί άξονες της ποίησης της Γλυνιαδάκη, με προφανέστερο το άστυ, όπως εξάλλου φαίνεται και στους τίτλους των δυο προηγούμενων συλλογών: Λονδίνο-Ιστανμπούλ (2009) και Αστικά ερείπια (και αντιπερισπασμοί) (2013). Οι τετραετίες που μεσολάβησαν ανάμεσα στις τρεις συλλογές
οδήγησαν μελετημένα την ποίηση της Γλυνιαδάκη στην ωριμότητα των τρόπων και στην εδραίωση βασικών θεμάτων που την απασχολούσαν από την πρώτη συλλογή. Στη συλλογή είναι εμφανές ως δομικό στοιχείο η αντίθεση, η αντιπαράθεση καταστάσεων, συναισθημάτων, εικόνων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Διασχίζοντας τη Μάγχη» όπου το τώρα εκπροσωπούν οι νεαρές Γαλλίδες στις ακτές, πρότυπο ομορφιάς και ξεγνοιασιάς σε ειρηνικούς καιρούς ενώ το παρελθόν το αποδίδουν εικόνες του πολέμου, των ημερών στη Δουνκέρκη «το τέλος της Ευρώπης/ της αλαζονικής», όπου «γι’ αυτήν την άμμο/που τράφηκε με έντερα νωπών στρατιωτών, ζωσμένη σύρματα και νάρκες, σταυρούς αγκυλωτούς/εδώ που τώρα κάθεσαι με θαλπωρή και κρυφακούς/την πρωινή σιγή, το γυναικείο της γέλιο./». Ενώ λοιπόν απ’ τη μια το βάρος του παρελθόντος ενίοτε και του πιο κοντινού, ο ποιητικός λόγος επιχειρεί να το διαχειριστεί, δείχνοντας τα τραύματα από το παρελθόν και θέτοντας τα κρίσιμα ερωτήματα για τη μνήμη, στον αντίποδα λειτουργούν παραμυθητικά τα ποιήματα βιωματικής διάστασης όπου το τραύμα της συλλογικής μνήμης απωθείται στο θύλακα που επιδιώκει να δημιουργήσει η αγάπη, όπως στα ποιήματα «Μικρός ερωτικός», «Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό», «[Απόγευμα]»: «Ένα μπολ με ρόδια για τύχη καλή./ Κι ο Χατζιδάκις με το Μεγάλο Ερωτικό του./Οι ώρες που ο χρόνος σταματάει./Θα σε δω το βράδυ.» («Μικρός Ερωτικός»). «Φοράς μια κάπα θηλυκή,/έξω χιονίζει. Θυμάμαι το σώμα σου,/το τρέμουλο σαν σ’ αγγίζω στον ώμο.» («[Απόγευμα]»). Εδώ η αφηγηματικότητα προσλαμβάνει άλλη διάσταση και αποφορτίζεται η σκληρότητα της αφήγησης άλλων ποιημάτων. Η συλλογική μνήμη βρίσκεται στο μεταίχμιο του ιστορικού, του δημοσίου και του υποκειμενικού, του ιδιωτικού κι αυτό τονίζεται διαρκώς και εμφατικά. Ανάμεσα στην επίσημη καταγραφή της ιστορίας, την ιστορική μνήμη και ανάμεσα στους προσωπικούς τρόπους ανάμνησης, η πλειοψηφία των ποιημάτων της συλλογής ψηλαφεί τα αποτυπώματα στις ψυχές, προβληματοποιεί τις συνέπειες όλων αυτών των γεγονότων. Ο τρόπος της Γλυνιαδάκη να διαχειρίζεται το μικροϊστορικό συμβάν ή το ιστορικό γεγονός αποτελεί ένα είδος ενεργητικής σύνθεσης (ή και επανασύνθεσης) που ακροβατεί μεταξύ πραγματικού και πλασματικού. Τη σύζευξη αυτή, των θεματικών κόμβων που συνθέτουν την ποιητική της Γλυνιαδάκη συναιρεί το «Γράμμα από τη Μόσχα», μια εναλλαγή από την προσωπική ερωτική ιστορία, όπως υποδεικνύεται ( ξεκινά τις δύο «ενότητές του με το «Αγάπη μου,»): «Αγάπη μου,/Σ’ ένα βιβλιοπωλείο τις προάλλες/ανάμεσα σε μυριάδες στοίβες βιβλίων/ατάκτως ερριμένων σε αλουμινένια ράφια/κι ανάμεσα σε μπάμπουσκες, γυαλιστερές κάρτ ποστάλ/και στυλό Πάρκερ σε γυάλινες βιτρίνες//βρήκα ένα βιβλίο/ που έλεγε πως ο Σταντάλ έμαθε να γράφει λιτά/διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τις διαταγές/του Ναπολέοντα στη μάχη/[…]//και πως τα πτώματα στον Α΄ Παγκόσμιο/ έζεχναν, γεμάτα ψείρες, εκζέματα και πύον/-κι ας μην ανήκαν σε στρατιώτες». Εύστοχα, με την απόδοση του απόλυτα συγκεκριμένου, του μερικού, σχεδόν του δευτερεύοντος, προβάλλεται το γενικό, το ουσιαστικό, στο ποίημα «Να τ’ αφήσω;» όπου η μετάβαση από το βρώσιμο αρνί και την τιμή του στον αναλώσιμο άνθρωπο και την τιμή του, η σύνδεση του περιγραφικού λόγου με τον αγοραίο (τον της αγοράς) ανακαλεί συγκεκριμένα πολιτικά γεγονότα συμφύροντας τα όντα με την αξία τους ως εμπορεύματα: «7 δολάρια στο Χαλέπι και 27 στο Ιράκ,/ 1 και 22 το κιλό στη Νέα Υόρκη/+ άλλα 8 στην Αττική =48/δολάρια για τέσσερα κιλά σφαχτάρι: το ένα εικοστό/του βάρους του Αμερικανού δημοσιογράφου/ με το τραχύ λεπίδι στο λαιμό, γονατισμένου κι έτοιμου/για τη θυσία./» Ποιο είναι όμως το κέντρο αυτών όλων των ποιημάτων-αποτυπωμάτων; Το μικρό εγώ που αναζητά την ευτυχία στις εσοχές του αγαπημένου σώματος («Μικρός ερωτικός», «Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό», «[Απόγευμα]») ή αναζητά το ζωτικό χώρο που ορίζει ή του ορίζουν («Μικρό αθηναϊκό δωμάτιο»); Το νεκρό ζώο στην άσφαλτο, μηδαμινή απώλεια για το «μέτρον των πάντων» τον άνθρωπο («Come undone»); Είναι οι Άλλοι απέναντι σ’ εμάς, ξένοι αλλά κοντινοί; («Οι Άλλοι»). Ή ο κόσμος όλος, η συλλογική μνήμη, το παρελθόν, μακρινό και πρόσφατο, η ιστορική μνήμη -ως τραύμα «Τα του πολέμου») ή λήθη- («Διασχίζοντας τη Μάγχη»,; Με τέτοια ερωτήματα και άλλα ακόμη φαίνεται ότι η γραμμή μεταξύ ιστορικής και ποιητικής αφήγησης, όπως και μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης, είναι διαπερατή. Ο διάλογος των τριών φαίνεται εξάλλου στο άτιτλο (σ. 18): «Μια ωραία μέρα/άφησα τη φιλοσοφία/ γιατί έπαψε να μ’ ενδιαφέρει/να πείθω/για τους συλλογισμούς/ή για τις πεποιθήσεις μου./». Ωστόσο, ο διάλογος μεταξύ λόγων, του φιλοσοφικού, του ιστορικού (η ιστορική μνήμη) και της ποίησης συνεχίζεται στη συλλογή θέτοντας ανοιχτά ζητήματα. Στην Επιστροφή των νεκρών, οριστικοποιούνται ισορροπημένα οι αισθητικές επιλογές και αυτό γίνεται πρωτίστως εμφανές σε μορφολογικό επίπεδο. Πολλαπλότητα στη φόρμα και εναλλαγές όχι ως απλοί μορφολογικοί πειραματισμοί αλλά συνδυαστικά με το νοηματικό φορτίο. Έτσι, το δεύτερο ποίημα που επικεντρώνεται στον Απολλιναίρ «Το αυτοκινητάκι [Γκιγιώμ Απολλιναίρ]» περιλαμβάνει ένα καλλιγράφημα-αυτοκίνητο. Ο έντονα αφηγηματικός χαρακτήρας υπογραμμίζεται από πολυσύλλαβους στίχους ενώ η έμφαση αποδίδεται με ολιγοσύλλαβους στίχους, όπως στο «Τα δόκανα»: Κάποτε ήτανε μια χώρα που ήθελε την αλλαγή./Το παλιό ήταν κακό κι χρεοκοπημένο, δικό τους μόνο,/όχι δικών μας και όχι των πολλών./» Στο εν λόγω ποίημα μάλιστα οι ιδιωματικές λέξεις επιβάλλουν την αίσθηση προφορικότητας που παραπέμπει σε αφηγημένο λόγο: «Επαναστάτες με μπουρμπουλήθρες εγώ πρώτη φορά μου ετήραγα». Εναλλαγές στο μήκος και την αρχή των στίχων («Γράμμα από τη Μόσχα»), πρόζα («Πολύ προκλητική η έννοια της έκπληξης»), ποίημα αλφαβητάριο («Ελληνικό Λεξικό αλλοπρόσαλλων εννοιών (Ε, ΛΑΕ) έκδοση 2017-Με κενά»), ολιγόστιχα άτιτλα ποιήματα, συνιστούν τη γκάμα μορφών που επιλέγει η Γλυνιαδάκη δίνοντας προσοχή στον χαλαρό είτε πεζολογικό είτε ρυθμικό τόνο. Χαρακτηριστικός τρόπος είναι η σύμπτωση τέλους στίχου-τελείας με ολοκλήρωση του νοήματος με το διασκελισμό ο οποίος συχνά αφήνει μετέωρο τονίζοντάς το νόημα των τελικών λέξεων των στίχων («Έρχονται μέχρι εδώ με ταξί», είπε ένας φίλος/στην Ουάσιγκτον. Τους δίνουμε σάντουιτς, καφέ,/νερό χυμούς-….» («Θραύσματα Αμερικής ΙΙ»). Η Γλυνιαδάκη διαρθρώνει προσεκτικά τα ποιήματα, με ανοδική ένταση, έτσι που η κορύφωση βρίσκεται στο τέλος ως διαπίστωση, αποφθεγματική κρίση ή ερώτηση, ενίοτε αυτά διατυπωμένα ειρωνικά, τρόπος και ρητορική δοκιμασμένα για την επιδραστικότητά τους στον αναγνώστη. Τέτοια ολοκλήρωση του ποιήματος σε λειτουργεί διδακτικά αλλά αναδεικνύει τη σκληρά ρεαλιστική αφηγηματικότητα που έχει προηγηθεί, όπως στο ποίημα “Einsatzgruppen”: εδώ η διάχυτη ειρωνεία για μια Ευρώπη με ασθενική μνήμη ως προς τα εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου κορυφώνεται, δίκην αποφθέγματος, με την πικρή αποδοχή αλλά και την υπόγεια προσδοκία για αλλαγή: «Όλα συνηθίζονται, θα πείτε˙ ακόμα και τα σαθρά θεμέλια./Ωσότου έρθει ο σεισμός./». Έχουμε λοιπόν ενώπιον μας μια ποιήτρια που δεν ποιητικολογεί, δεν οδύρεται για την ποιητική ιδιότητα που επέλεξε, δεν αναλώνεται στην ομφαλοσκοπικού τύπου εγωλογία αλλά προτείνει μια εγκεφαλική ποίηση που όμως ακριβώς γι’ αυτό γνωρίζει τι και πώς να στοχεύει και να προκαλεί συναισθηματική αντίδραση. Η ανάγνωση των ποιημάτων από την Επιστροφή των νεκρών μου έφερε στο νου τα λόγια από συνέντευξη του Φουκώ «να ξαναερευνήσουμε τις βεβαιότητες και τα αξιώματα, να αναταράξουμε τις συνήθειες, τους τρόπους δράσης και σκέψης, να διαλύσουμε τις αποδεκτές οικειότητες, να ξαναπάρουμε τα μέτρα των κανόνων και των θεσμών».
info: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Η επιστροφή των νεκρών, πόλις 2017 (β΄έκδοση 2019)
https://www.oanagnostis.gr/i-epistrofi-ton-nekron-tis-varvaras-royssoy/?fbclid=IwAR2KU-_lEUXoG-57ubFYaf8y0Feki7-ROcXCAdhc2NdX0jF-lR0LWdwRgfo
Από την πρώτη συλλογή της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη είχε διαφανεί η επίμονη παρουσία της πόλης και του ταξιδιού, το αστικό στοιχείο σε διαφορετικά γεωγραφικά μήκη, το ταξίδι και οι στοχαστικές προσαρμογές στο εδώ και τώρα με απαραίτητη όμως την ανάκληση του παρελθόντος. Και το παρελθόν νοείται ως ατομικός πυρήνας σε άμεση διάδραση με το συλλογικό και διαρκώς σε διάλογο με τον τόπο, χώρα αλλά κυρίως, και επαναληπτικά, η πόλη/πόλεις. Έτσι, αποκρυσταλλώθηκαν βασικοί άξονες της ποίησης της Γλυνιαδάκη, με προφανέστερο το άστυ, όπως εξάλλου φαίνεται και στους τίτλους των δυο προηγούμενων συλλογών: Λονδίνο-Ιστανμπούλ (2009) και Αστικά ερείπια (και αντιπερισπασμοί) (2013). Οι τετραετίες που μεσολάβησαν ανάμεσα στις τρεις συλλογές
οδήγησαν μελετημένα την ποίηση της Γλυνιαδάκη στην ωριμότητα των τρόπων και στην εδραίωση βασικών θεμάτων που την απασχολούσαν από την πρώτη συλλογή. Στη συλλογή είναι εμφανές ως δομικό στοιχείο η αντίθεση, η αντιπαράθεση καταστάσεων, συναισθημάτων, εικόνων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Διασχίζοντας τη Μάγχη» όπου το τώρα εκπροσωπούν οι νεαρές Γαλλίδες στις ακτές, πρότυπο ομορφιάς και ξεγνοιασιάς σε ειρηνικούς καιρούς ενώ το παρελθόν το αποδίδουν εικόνες του πολέμου, των ημερών στη Δουνκέρκη «το τέλος της Ευρώπης/ της αλαζονικής», όπου «γι’ αυτήν την άμμο/που τράφηκε με έντερα νωπών στρατιωτών, ζωσμένη σύρματα και νάρκες, σταυρούς αγκυλωτούς/εδώ που τώρα κάθεσαι με θαλπωρή και κρυφακούς/την πρωινή σιγή, το γυναικείο της γέλιο./». Ενώ λοιπόν απ’ τη μια το βάρος του παρελθόντος ενίοτε και του πιο κοντινού, ο ποιητικός λόγος επιχειρεί να το διαχειριστεί, δείχνοντας τα τραύματα από το παρελθόν και θέτοντας τα κρίσιμα ερωτήματα για τη μνήμη, στον αντίποδα λειτουργούν παραμυθητικά τα ποιήματα βιωματικής διάστασης όπου το τραύμα της συλλογικής μνήμης απωθείται στο θύλακα που επιδιώκει να δημιουργήσει η αγάπη, όπως στα ποιήματα «Μικρός ερωτικός», «Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό», «[Απόγευμα]»: «Ένα μπολ με ρόδια για τύχη καλή./ Κι ο Χατζιδάκις με το Μεγάλο Ερωτικό του./Οι ώρες που ο χρόνος σταματάει./Θα σε δω το βράδυ.» («Μικρός Ερωτικός»). «Φοράς μια κάπα θηλυκή,/έξω χιονίζει. Θυμάμαι το σώμα σου,/το τρέμουλο σαν σ’ αγγίζω στον ώμο.» («[Απόγευμα]»). Εδώ η αφηγηματικότητα προσλαμβάνει άλλη διάσταση και αποφορτίζεται η σκληρότητα της αφήγησης άλλων ποιημάτων. Η συλλογική μνήμη βρίσκεται στο μεταίχμιο του ιστορικού, του δημοσίου και του υποκειμενικού, του ιδιωτικού κι αυτό τονίζεται διαρκώς και εμφατικά. Ανάμεσα στην επίσημη καταγραφή της ιστορίας, την ιστορική μνήμη και ανάμεσα στους προσωπικούς τρόπους ανάμνησης, η πλειοψηφία των ποιημάτων της συλλογής ψηλαφεί τα αποτυπώματα στις ψυχές, προβληματοποιεί τις συνέπειες όλων αυτών των γεγονότων. Ο τρόπος της Γλυνιαδάκη να διαχειρίζεται το μικροϊστορικό συμβάν ή το ιστορικό γεγονός αποτελεί ένα είδος ενεργητικής σύνθεσης (ή και επανασύνθεσης) που ακροβατεί μεταξύ πραγματικού και πλασματικού. Τη σύζευξη αυτή, των θεματικών κόμβων που συνθέτουν την ποιητική της Γλυνιαδάκη συναιρεί το «Γράμμα από τη Μόσχα», μια εναλλαγή από την προσωπική ερωτική ιστορία, όπως υποδεικνύεται ( ξεκινά τις δύο «ενότητές του με το «Αγάπη μου,»): «Αγάπη μου,/Σ’ ένα βιβλιοπωλείο τις προάλλες/ανάμεσα σε μυριάδες στοίβες βιβλίων/ατάκτως ερριμένων σε αλουμινένια ράφια/κι ανάμεσα σε μπάμπουσκες, γυαλιστερές κάρτ ποστάλ/και στυλό Πάρκερ σε γυάλινες βιτρίνες//βρήκα ένα βιβλίο/ που έλεγε πως ο Σταντάλ έμαθε να γράφει λιτά/διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τις διαταγές/του Ναπολέοντα στη μάχη/[…]//και πως τα πτώματα στον Α΄ Παγκόσμιο/ έζεχναν, γεμάτα ψείρες, εκζέματα και πύον/-κι ας μην ανήκαν σε στρατιώτες». Εύστοχα, με την απόδοση του απόλυτα συγκεκριμένου, του μερικού, σχεδόν του δευτερεύοντος, προβάλλεται το γενικό, το ουσιαστικό, στο ποίημα «Να τ’ αφήσω;» όπου η μετάβαση από το βρώσιμο αρνί και την τιμή του στον αναλώσιμο άνθρωπο και την τιμή του, η σύνδεση του περιγραφικού λόγου με τον αγοραίο (τον της αγοράς) ανακαλεί συγκεκριμένα πολιτικά γεγονότα συμφύροντας τα όντα με την αξία τους ως εμπορεύματα: «7 δολάρια στο Χαλέπι και 27 στο Ιράκ,/ 1 και 22 το κιλό στη Νέα Υόρκη/+ άλλα 8 στην Αττική =48/δολάρια για τέσσερα κιλά σφαχτάρι: το ένα εικοστό/του βάρους του Αμερικανού δημοσιογράφου/ με το τραχύ λεπίδι στο λαιμό, γονατισμένου κι έτοιμου/για τη θυσία./» Ποιο είναι όμως το κέντρο αυτών όλων των ποιημάτων-αποτυπωμάτων; Το μικρό εγώ που αναζητά την ευτυχία στις εσοχές του αγαπημένου σώματος («Μικρός ερωτικός», «Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό», «[Απόγευμα]») ή αναζητά το ζωτικό χώρο που ορίζει ή του ορίζουν («Μικρό αθηναϊκό δωμάτιο»); Το νεκρό ζώο στην άσφαλτο, μηδαμινή απώλεια για το «μέτρον των πάντων» τον άνθρωπο («Come undone»); Είναι οι Άλλοι απέναντι σ’ εμάς, ξένοι αλλά κοντινοί; («Οι Άλλοι»). Ή ο κόσμος όλος, η συλλογική μνήμη, το παρελθόν, μακρινό και πρόσφατο, η ιστορική μνήμη -ως τραύμα «Τα του πολέμου») ή λήθη- («Διασχίζοντας τη Μάγχη»,; Με τέτοια ερωτήματα και άλλα ακόμη φαίνεται ότι η γραμμή μεταξύ ιστορικής και ποιητικής αφήγησης, όπως και μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης, είναι διαπερατή. Ο διάλογος των τριών φαίνεται εξάλλου στο άτιτλο (σ. 18): «Μια ωραία μέρα/άφησα τη φιλοσοφία/ γιατί έπαψε να μ’ ενδιαφέρει/να πείθω/για τους συλλογισμούς/ή για τις πεποιθήσεις μου./». Ωστόσο, ο διάλογος μεταξύ λόγων, του φιλοσοφικού, του ιστορικού (η ιστορική μνήμη) και της ποίησης συνεχίζεται στη συλλογή θέτοντας ανοιχτά ζητήματα. Στην Επιστροφή των νεκρών, οριστικοποιούνται ισορροπημένα οι αισθητικές επιλογές και αυτό γίνεται πρωτίστως εμφανές σε μορφολογικό επίπεδο. Πολλαπλότητα στη φόρμα και εναλλαγές όχι ως απλοί μορφολογικοί πειραματισμοί αλλά συνδυαστικά με το νοηματικό φορτίο. Έτσι, το δεύτερο ποίημα που επικεντρώνεται στον Απολλιναίρ «Το αυτοκινητάκι [Γκιγιώμ Απολλιναίρ]» περιλαμβάνει ένα καλλιγράφημα-αυτοκίνητο. Ο έντονα αφηγηματικός χαρακτήρας υπογραμμίζεται από πολυσύλλαβους στίχους ενώ η έμφαση αποδίδεται με ολιγοσύλλαβους στίχους, όπως στο «Τα δόκανα»: Κάποτε ήτανε μια χώρα που ήθελε την αλλαγή./Το παλιό ήταν κακό κι χρεοκοπημένο, δικό τους μόνο,/όχι δικών μας και όχι των πολλών./» Στο εν λόγω ποίημα μάλιστα οι ιδιωματικές λέξεις επιβάλλουν την αίσθηση προφορικότητας που παραπέμπει σε αφηγημένο λόγο: «Επαναστάτες με μπουρμπουλήθρες εγώ πρώτη φορά μου ετήραγα». Εναλλαγές στο μήκος και την αρχή των στίχων («Γράμμα από τη Μόσχα»), πρόζα («Πολύ προκλητική η έννοια της έκπληξης»), ποίημα αλφαβητάριο («Ελληνικό Λεξικό αλλοπρόσαλλων εννοιών (Ε, ΛΑΕ) έκδοση 2017-Με κενά»), ολιγόστιχα άτιτλα ποιήματα, συνιστούν τη γκάμα μορφών που επιλέγει η Γλυνιαδάκη δίνοντας προσοχή στον χαλαρό είτε πεζολογικό είτε ρυθμικό τόνο. Χαρακτηριστικός τρόπος είναι η σύμπτωση τέλους στίχου-τελείας με ολοκλήρωση του νοήματος με το διασκελισμό ο οποίος συχνά αφήνει μετέωρο τονίζοντάς το νόημα των τελικών λέξεων των στίχων («Έρχονται μέχρι εδώ με ταξί», είπε ένας φίλος/στην Ουάσιγκτον. Τους δίνουμε σάντουιτς, καφέ,/νερό χυμούς-….» («Θραύσματα Αμερικής ΙΙ»). Η Γλυνιαδάκη διαρθρώνει προσεκτικά τα ποιήματα, με ανοδική ένταση, έτσι που η κορύφωση βρίσκεται στο τέλος ως διαπίστωση, αποφθεγματική κρίση ή ερώτηση, ενίοτε αυτά διατυπωμένα ειρωνικά, τρόπος και ρητορική δοκιμασμένα για την επιδραστικότητά τους στον αναγνώστη. Τέτοια ολοκλήρωση του ποιήματος σε λειτουργεί διδακτικά αλλά αναδεικνύει τη σκληρά ρεαλιστική αφηγηματικότητα που έχει προηγηθεί, όπως στο ποίημα “Einsatzgruppen”: εδώ η διάχυτη ειρωνεία για μια Ευρώπη με ασθενική μνήμη ως προς τα εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου κορυφώνεται, δίκην αποφθέγματος, με την πικρή αποδοχή αλλά και την υπόγεια προσδοκία για αλλαγή: «Όλα συνηθίζονται, θα πείτε˙ ακόμα και τα σαθρά θεμέλια./Ωσότου έρθει ο σεισμός./». Έχουμε λοιπόν ενώπιον μας μια ποιήτρια που δεν ποιητικολογεί, δεν οδύρεται για την ποιητική ιδιότητα που επέλεξε, δεν αναλώνεται στην ομφαλοσκοπικού τύπου εγωλογία αλλά προτείνει μια εγκεφαλική ποίηση που όμως ακριβώς γι’ αυτό γνωρίζει τι και πώς να στοχεύει και να προκαλεί συναισθηματική αντίδραση. Η ανάγνωση των ποιημάτων από την Επιστροφή των νεκρών μου έφερε στο νου τα λόγια από συνέντευξη του Φουκώ «να ξαναερευνήσουμε τις βεβαιότητες και τα αξιώματα, να αναταράξουμε τις συνήθειες, τους τρόπους δράσης και σκέψης, να διαλύσουμε τις αποδεκτές οικειότητες, να ξαναπάρουμε τα μέτρα των κανόνων και των θεσμών».
info: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Η επιστροφή των νεκρών, πόλις 2017 (β΄έκδοση 2019)
https://www.oanagnostis.gr/i-epistrofi-ton-nekron-tis-varvaras-royssoy/?fbclid=IwAR2KU-_lEUXoG-57ubFYaf8y0Feki7-ROcXCAdhc2NdX0jF-lR0LWdwRgfo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου