Από τον Γιώργο Ρούσκα
Προσέγγιση στο βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα, ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Νησίδες, 2019 Εντυπώνεται εξαρχής στο νου το καθόλου χρωματιστό (μαύρο με άσπρα γράμματα), με καθόλου σχήματα, εικαστικά ή εικόνες εξώφυλλο, φτιαγμένο από τον ίδιο τον ποιητή. Όπως και η προμετωπίδα, η οποία με καθόλου κανονικότητα, καθόλου χρώμα (ελεύθερο γραμμικό σχέδιο), καθόλου αναστολή, αποτυπώνει καθ’ όλα τον αναβρασμό στην ψυχή του δημιουργού της (ή μήπως
την επιτακτική ανάγκη υλικής έκφρασης της έμπνευσής του;), όπου εμφανής η αγωνία στον δικό του λαβύρινθο των καθόλου λέξεων, όπως αυτός χαρτογραφείται στην κατάσταση που επικρατούσε εν έτει 2019 στο δικό του νησί. Εμφανείς οι καμπύλες, οι χωρικές προβολές, οι σωλήνες (για κρύψιμο, για ροή;), οι δίαυλοι, το νερό (ομόκεντροι κύκλοι από πέτρα σε λίμνη, κυματισμοί, παραλίες), οι λόφοι και οι οροσειρές, το χαρτί, οι πάμπολλες α-γωνίες στις διάσπαρτες γωνίες με σημείο αναφοράς τις ορθές, αλλά και τα δομικά υλικά (δεκαεξάοπο τούβλο, πλέγμα, τριγωνικά χαλίκια). Ένα ψηφιδωτό ανομοιογενών, φαινομενικά μπερδεμένων γραμμών, σε ένα ομοιογενές όμως ψυχογραφηματικό αποτύπωμα γραφής. Προκλητικός και ο τίτλος. Ποίηση με καθόλου ποιήματα; Τότε με τι; Πώς γίνεται; Έτσι όπως:
Προσέγγιση στο βιβλίο του Διονύση Στεργιούλα, ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Νησίδες, 2019 Εντυπώνεται εξαρχής στο νου το καθόλου χρωματιστό (μαύρο με άσπρα γράμματα), με καθόλου σχήματα, εικαστικά ή εικόνες εξώφυλλο, φτιαγμένο από τον ίδιο τον ποιητή. Όπως και η προμετωπίδα, η οποία με καθόλου κανονικότητα, καθόλου χρώμα (ελεύθερο γραμμικό σχέδιο), καθόλου αναστολή, αποτυπώνει καθ’ όλα τον αναβρασμό στην ψυχή του δημιουργού της (ή μήπως
την επιτακτική ανάγκη υλικής έκφρασης της έμπνευσής του;), όπου εμφανής η αγωνία στον δικό του λαβύρινθο των καθόλου λέξεων, όπως αυτός χαρτογραφείται στην κατάσταση που επικρατούσε εν έτει 2019 στο δικό του νησί. Εμφανείς οι καμπύλες, οι χωρικές προβολές, οι σωλήνες (για κρύψιμο, για ροή;), οι δίαυλοι, το νερό (ομόκεντροι κύκλοι από πέτρα σε λίμνη, κυματισμοί, παραλίες), οι λόφοι και οι οροσειρές, το χαρτί, οι πάμπολλες α-γωνίες στις διάσπαρτες γωνίες με σημείο αναφοράς τις ορθές, αλλά και τα δομικά υλικά (δεκαεξάοπο τούβλο, πλέγμα, τριγωνικά χαλίκια). Ένα ψηφιδωτό ανομοιογενών, φαινομενικά μπερδεμένων γραμμών, σε ένα ομοιογενές όμως ψυχογραφηματικό αποτύπωμα γραφής. Προκλητικός και ο τίτλος. Ποίηση με καθόλου ποιήματα; Τότε με τι; Πώς γίνεται; Έτσι όπως:
{τα μυστικά του κήπου αποκαλύφτηκαν
κι ωστόσο παραμείναν μυστικά};
Ίσως έτσι, κατά Γιώργο Γεωργούση [1]:
«ως πέτρα σε χωράφι χέρσο
ανοίγεται δειλός ανθός μια θλίψη
που μόνο η απουσία θα τον δέσει σε καρπό».
Βέβαια, κατά Κώστα Ριζάκη [2]:
«γραπώνει τρόμον πάλιν η πληγή˙ στον τρόπο τής επαύριον
πόσα εγκλήματα εν κρυπτώ μπορείς να φανερώσεις;»
Στην ερώτηση αυτή ο Διονύσης Στεργιούλας (Δ.Σ. στη συνέχεια) απαντά (λες και αυτή –η εσαεί για με ερωτεύσιμη θεά– η δ ι α κ ε ι μ ε ν ι κ ό τ η τ α, υπάρχει έξω από μας, σε ένα δικό της παράλληλο –όχι αναγκαστικά με τον Ευκλείδειο ορισμό– σύμπαν):
{ποιον άλλον προσπαθεί να κοροϊδέψει
αν όχι τον εαυτό του ο ποιητής
γράφοντας και σβήνοντας μια ολόκληρη ζωή
λέξεις στο δικό του σάβανο, το λευκό χαρτί;}
Η χρήση της λέξης «κοροϊδέψει» στη δεύτερη ανάγνωση, πιάνει από το χέρι και τοποθετεί στη θέση της και τις: «κατανοήσει», «αγκαλιάσει», «βρει», «φιλιώσει με», «εξερευνήσει», «καταλαγιάσει», «εκτονώσει», κ.ο.κ. Υπέροχη χρήση του ρήματος, σε σωστή θέση, στο χείλος του γκρεμού (στίχου), με δυνατότητα αντικατάστασης, ακολουθούμενου από φράσεις («γράφοντας και σβήνοντας», «μια ολόκληρη ζωή», « λευκό χαρτί») με ισχυρή θέση στην τρέχουσα γλώσσα και από μία λέξη («σάβανο»), με ισχυρή παρουσία στο υποσυνείδητο. Έξοχη στροφή, ποιητικά, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Η θεματική του βιβλίου ευρεία, με επικέντρωση στην ιστορία, στα βιβλία, στο παρελθόν, τη μοίρα, το περιβάλλον (αστικό, ιστορικά συγκυριακό, κοινωνικό, θρησκευτικό, κ.α.), τον θάνατο, σε μεγάλες μορφές της παγκόσμιας σκηνής (Σίβυλλα, αυτοκράτορας Θεοδόσιος, Sun Tzu, Ανδρέας Κάλβος, Καβάφης), πόλεις που τον σημάδεψαν (Έφεσος, Πόλη, Θεσσαλονίκη).
Αρκετά ποιήματα καταπιάνονται με το ζήτημα της γραφής της ποίησης, της σχέσης της με τους ποιητές (ενν. και ποιήτριες στο εξής, αυτονόητο άλλωστε) και με τις λέξεις. Έχουν ειπωθεί πάρα πολλά, θα ειπωθούν ακόμη περισσότερα, κρατάω εδώ μόνο τη ρήση του Δ.Σ. για τον ποιητή:
{στο άγνωστο νησί που τώρα ζει
δεν νοσταλγεί του κόσμου τη βοή
γιατί έχει τις λέξεις του μαζί του}.
Η μοναξιά, η απομόνωση (θυμίζω εδώ και τη γνωστή φράση του ποιητή John Donne (1572-1631): “No man is an island”), οδηγεί σε οργασμική «σύλληψη» και ακόμη περισσότερο οργασμική γέννηση λέξεων, οι οποίες σπάζοντας πλέον τη μοναξιά, κρατούν συντροφιά στον ποιητή. Διορθώνω: τον κρατούν στη ζωή. Τώρα για τα όσα υπονοεί μέσα από το μεγαλείο της γλώσσας μας μια τόση δα λεξούλα, η κτητική αντωνυμία «του», οι «λέξεις του», ενδεικτικά αναφέρω τα ενδεχόμενα: της μόνης περιουσίας του, της αυτοαναφορικότητας, των εργαλείων, του εγωκεντρισμού, της (ψευδ;)αίσθησης ασφάλειας, του υποκατάστατου, της εγωπάθειας, του alter ego του, του καταφυγίου του (κατά μέγα Καρυωτάκη) όπου και «το μόνο της ζωής του ταξείδιον» (κατά τον μέγα Βιζυηνό), κλπ.
Ίσως να είναι το πεπρωμένο των ποιητών. Όσο για το πεπρωμένο των άλλων, ή και όλων, αφού και οι ποιητές είναι κύτταρα ολοζώντανα του κορμιού της κοινωνίας,
{κανείς δεν μπόρεσε από το πεπρωμένο
να ξεφύγει˙ αυτό δεν λιγοστεύει
της ζωής την ομορφιά
και του θανάτου την οδύνη}.
Μπορεί η ομορφιά της ζωής να μη λιγοστεύει, αλλά για να τη νιώσεις χρειάζεται να σταθείς, να μην την προσπερνάς, να μην αφήνεσαι στη ροή του σύγχρονου τρόπου ζωής και του συνακόλουθου ρυθμού του, αλλά πεισματικά να αντι-σταθείς, να αρχίσει να ρέει ο δικός σου χρόνος εντός. Να μετατραπείς εσύ σε μια μη επισκευάσιμη διαρροή των υδραυλικών, που κατασκευάζονται πλέον με σωληνώσεις πολυπροπυλενίου τελευταίας τεχνολογίας, μέσα στις οποίες προσπαθούν να σε διοχετεύσουν, υπό ελεγχόμενη πίεση, ροή, θερμοκρασία, εκμετάλλευση και έξοδο φυσικά. Η αρχή γίνεται όταν (αν) κάποια στιγμή, από το πουθενά, όπως η έμπνευση, έρθει η αφύπνιση:
{παράξενο που τόσα χρόνια
πάντα στην ίδια αυτή διαδρομή
δεν είχες δει ούτε τα δέντρα, ούτε τα βουνά
παράξενο που όλο έτρεχες για να προλάβεις
σαν μια σκηνή από ταινία σε επανάληψη}.
Τότε μπορεί να σταματήσεις το τρέξιμο και τη σπατάλη δυνάμεων και χρόνου. Παρατηρείς. Αφήνεσαι. Ζεις. Μετά αποφασίζεις για το πώς θα πορευτείς. Ο Δ.Σ. έχει τη δική του πρόταση, ένα αψεγάδιαστο κατά τη γνώμη μου ταφικό επίγραμμα:
{αγωνίσου με όλες σου τις δυνάμεις για την ήττα
και κάνε τους να πιστέψουν ότι πάλεψες για τη νίκη}.
Αυτόματη η σύνδεση με μια σκέψη της Ελένης Γκίκα από το τελευταίο της βιβλίο [3]:
«Έπαιξα κι έχασα. Μπορεί και να ήμουν, όμως, ήδη χαμένη. Μεγάλο το κέρδος κι εγώ μόνο αυτό ήθελα κάποτε, να καταλάβω. Γι αυτό έχω ακόμα να χάσω πολλά».
Εμφανείς δια γυμνού οφθαλμού οι Καβαφικές επιρροές και οι καθόλα έντιμες τροπικές συμπορεύσεις μαζί τους (όπως λ.χ. και στα ποιήματα “ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΝΗΣΙ”, “ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ,390 μ.Χ.”, “Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ”, “ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ (591 μ.Χ.)”, “ΘΕΑΤΡΟ”, “ΣΚΛΗΡΗ ΚΡΙΤΙΚΗ”, “Ο ΠΡΙΝ ΒΕΒΗΛΟΣ ΤΡΟΠΟΣ”):
{φεύγουν μακριά κι όταν γυρίζουν
δεν είναι οι ίδιοι και κανείς
δεν τους αναγνωρίζει μες στα ξένα ρούχα,
τους ξένους τρόπους, την παράξενη φωνή}
με νοηματικές συμπορεύσεις και με άλλους ποιητικούς πρωταγωνιστές, όπως λ.χ. με τους ευγενικούς ξένους της οδού Καραολή, της Χλόης Κουτσουμπέλη [4], οι οποίοι:
«περπατούν αθόρυβα
δεν ενοχλούν κανέναν /…/
σαν κάποιοι απ’ αυτούς
λίγο να με αγάπησαν
μα ξέχασαν το πότε και το πώς».
Όταν ο κοντινότερος σε μας άνθρωπος φύγει μακριά, χωρίς επιστροφή, από αγαπημένος γίνεται ξένος, ο χρόνος μετριέται αλλιώς και η αγάπη από αμόνι που άντεχε κάθε χτύπημα, γίνεται σφυρί που ξεσπάει σπάζοντας:
{από τότε που μια μέρα του χειμώνα
ξαφνικά σταμάτησες να με λατρεύεις
υπάρχω μόνο στο βλέμμα εκείνων
που αντικρίζοντας σπασμένα κομμάτια
αντιλαμβάνονται το σχήμα μου}.
Πώς από τα σπασμένα κομμάτια, από τα τμήματα μιας ποιητικής συλλογής να έχεις επαρκή αντίληψη για το όλον σχήμα; Μελετώντας τα ξανά και ξανά, ώστε να πάψουν να είναι ξένα.
Από τα τριάντα συνολικά ποιήματα-κείμενα της συλλογής, τα δεκαοκτώ πρώτα είναι ποιήματα ελεύθερου στίχου με ελάχιστη έως αόρατη ομοιοκαταληξία, γραμμένα με τον καθαρόαιμο της ποίησης τρόπο, στίχο-στίχο. Καθ’ όλα ποιήματα, καθόλου επιτηδευμένα.
Ήταν καιρός ο Δ.Σ., πέρα από τη μακρόχρονη και άκρως επιτυχημένη ενασχόλησή του –με ανάλογη βιβλιογραφική παρουσία– με το δοκίμιο και τη λογοτεχνική κριτική αλλά και τη συμμετοχή με ποιήματά του είτε σε έργα συλλογικά είτε σε διάφορα περιοδικά, να εκδώσει αυτόνομα το πρώτο του βιβλίο ποίησης.
Τα επόμενα δώδεκα μπορεί να θεωρηθούν με την ευρεία έννοια πεζόμορφα ποιήματα, κι αυτό γιατί δεν υπάρχουν γενικά αποδεκτοί κανόνες που να ορίζουν τι θα κατατάσσεται ως ποίημα και τι ως μικρο-ιστορία, ιστορία μπονζάι, αφήγημα-διήγημα αστραπή κλπ. Πώς να οριστεί η ποίηση, αφού η ίδια της η ύπαρξη κείται έξω από ορισμούς, περιορισμούς και συνταγές; Μπορεί σήμερα οι λεγόμενες «δημιουργικές γραφές» να έχουν τις δικές τους απόψεις, όμως ο χρόνος θα δείξει τι θα μείνει και πώς. Το αν ένα κείμενο είναι ποίημα ή όχι, είναι πια προσωπική υπόθεση του καθενός. Η δική μου θέση είναι ότι από τα δώδεκα τελευταία κείμενα του βιβλίου, πεζόμορφα σαφώς ποιήματα είναι τα: Ο ΠΡΙΝ ΒΕΒΗΛΟΣ ΤΟΠΟΣ, ΒΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΒΙΟΣ, το δεύτερο ήμισυ του ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ, ΛΙΣΤΑ ΟΝΟΜΑΤΩΝ. Τα υπόλοιπα τα θεωρώ μικρο-ιστορίες (micro-story), οι οποίες όμως παρόλο που κατά τη γνώμη μου δεν είναι καθόλου ποιήματα, επειδή έχουν ενσωματωμένη την ποιητική πρόθεση και προέλευση, καλώς έχουν θέση στο βιβλίο γιατί άσχετα με το πώς θα τις (τα) χαρακτηρίσει κανείς, άσχετα με το αν κάποιος θα νιώσει ή δεν θα νιώσει μουσικότητα, ρυθμό, δόνηση, παλμό, γλώσσας εγρήγορση-εξέλιξη-τιμή, πύκνωση, ροή, και όλα της ποίησης τα μοναδικά,
(α)έχουν σημαντικά να πουν
(β)είναι ολοκληρωμένα
(γ)νοηματικά, υφολογικά, εκφραστικά δένουν αρμονικότατα με το όλον
(δ)αντί να οδηγηθούν σε μια τεχνητή στιχόμορφη παρουσίαση στο χαρτί, αφήνονται με σεβασμό και εντιμότητα λεύτερα και αναλλοίωτα να κατοπτρίσουν την ψυχή του ποιητή ή της έμπνευσης τη θέληση
(ε)δεν έχουν σημασία οι ετικέτες όταν ένα κείμενο είναι λογοτεχνικά άρτιο γιατί αδιάφορα από την –πάντοτε εκ των υστέρων– κατάταξή του, σημασία έχει το αν μιλάει ή όχι στην καρδιά του αναγνώστη, κάτι που εδώ γίνεται όχι από την πλειονότητά τους, αλλά από όλα.
Τα βιβλία, ίσως να είναι ανοιγοκλείνοντες κατά βούληση τάφοι λέξεων. Τα βιβλιοπωλεία;
{Σε τι διαφέρουν οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων
από τα αρχαία κοιμητήρια;
Κι εδώ κι εκεί νεκροί είναι θαμμένοι.
Κι εδώ κι εκεί ολόκληρες ζωές
στριμώχνονται για να χωρέσουν
στο βιαστικό βλέμμα αδιάφορων περαστικών}.
Περαστικοί άλλωστε είμαστε όλοι από εδώ, κατά τη λαϊκή σοφή ρήση (όσοι ελπίζουν για το αντίθετο, περαστικά τους). Στον χρόνο έχει ανατεθεί ο ρόλος των μέτρων και των σταθμών της διάρκειας αλλά και της ίδιας της έννοιάς της, πώς θα μπορούσε λοιπόν να λείπει από το βιβλίο; Προσωρινός, περαστικός κι αυτός, περι-αστικός ή μη,
{και η ζωή της πόλης συνεχίζεται μέσα από χιλιάδες αντιθέσεις, μέσα από ήχους και σιωπές, μέσα από ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, μέσα από όνειρα και αγρυπνίες}
όπως και της Ποίησης η ζωή.
Συνεχίζεται. Μέσα από όλα, μέσα σε όλα. Όσο υπάρχουν άνθρωποι.
Αναφορές
- 1. Γιώργος Γεωργούσης, Ο ίσκιος της λάμψης, β΄, “ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ”, εκδόσεις Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2001, σελ. 66
- 2. Κώστας Ριζάκης, στην έρημο φολιδωτός, “ΧΩΜΑ ΜΕ ΧΩΜΑ Η ΜΑΧΗ”, εκδόσεις Ρώμη, 2019, σελ. 39
- 3. Ελένη Γκίκα, “Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων”, εκδόσεις ΑΩ, 2019.
- 4. Χλόη Κουτσουμπέλη, Οι ευγενικοί ξένοι της οδού Καραολή, “ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ”, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012, σελ. 39.
* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου