10.6.20

«Η κορύφωση του καρναβαλιού» – του Charles Dickens

Μετάφραση: Γιάννης Παλαβός
Πολὺ σύντομα βρεθήκαμε σ’ ἕνα δρομάκι, ὅπου, ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἅμαξες ποὺ πήγαιναν, ὑπῆρχε καὶ μιὰ δεύτερη ἀπὸ ἄλλες ποὺ γύριζαν. Ἐδῶ τὰ ζαχαρωτὰ καὶ οἱ ἀνθοδέσμες ἔδιναν κι ἔπαιρναν· εἶχα τὴν καλὴ τύχη νὰ δῶ ἕναν κύριο, μεταμφιεσμένο σὲ ἀρχαῖο Ἕλληνα πολεμιστή, νὰ πετυχαίνει στὴ μύτη ἕναν ληστὴ μὲ κοντὰ γένια (ὁ ὁποῖος ἦταν ἕτοιμος νὰ πετάξει μιὰν ἀνθοδέσμη σὲ μιὰ δεσποσύνη ποὺ πρόβαλε ἀπ’ τὸ παράθυρο στὸν πρῶτο ὄροφο ἑνὸς σπιτιοῦ) μὲ ἀκρίβεια ποὺ ἔκανε τοὺς παριστάμενους νὰ ξεσπάσουν σὲ ἐνθουσιώδεις ἐπευφημίες. Τὴν ὥρα ποὺ ἀστειευόταν μ’
ἕναν εὔσωμο κύριο –μισὸ ἄσπρο καὶ μισὸ μαῦρο, λὲς καὶ τὸν εἶχαν γδάρει ἀπὸ τὴ μία μεριά–, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν εἴσοδο ἑνὸς κτιρίου τὸν συνέχαιρε γιὰ τὸ κατόρθωμά του, ὁ θριαμβευτὴς Ἕλληνας δέχθηκε, κατευθείαν στὸ ἀριστερό του αὐτί, ἕνα πορτοκάλι ἀπὸ τὴν ταράτσα κάποιου σπιτιοῦ. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ σαστίσει, γιὰ νὰ μὴν πῶ νὰ τὰ χάσει τελείως. Διότι ἐκείνη τὴ στιγμὴ στεκόταν ὄρθιος καί, μ’ ἕνα ξαφνικὸ σκίρτημα τῆς ἅμαξας, γλίστρησε κι ἔγινε ἐντελῶς ρεζίλι βουτώντας μέσα στὰ λουλούδια του ὣς τὸν λαιμό.
Ἐπὶ ἕνα τέταρτο προχωρούσαμε μ’ αὐτὸν τὸν ρυθμό, ὥσπου φτάσαμε στὴν Κόρσο· εἰλικρινά, τὸ κέφι, ἡ λαμπρότητα καὶ ἡ ζωντάνια τῆς σκηνῆς ποὺ ἀντικρίσαμε ὑπερέβαιναν κάθε φαντασία. Ἀπὸ τὰ μυριάδες μπαλκόνια –τόσο ἀπὸ τὰ ψηλότερα καὶ μακρινότερα ὅσο κι ἀπ’ τὰ χαμηλότερα καὶ κοντινότερα– κρέμονταν ζωηρόχρωμα κόκκινα, πράσινα, γαλάζια, λευκὰ καὶ χρυσαφιὰ πετάσματα, ποὺ φτερούγιζαν μέσα στὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ μεσημεριοῦ. Ἀπὸ παράθυρα, ἀπὸ στηθαῖα καὶ ἀπὸ ταράτσες ἀνέμιζαν σερπαντίνες βαμμένες στὰ πιὸ ἔντονα χρώματα, ἀλλὰ καὶ φανταχτερὰ ὑφάσματα σὲ κάθε ἀστραφτερὴ ἀπόχρωση, ποὺ αἰωροῦνταν πάνω ἀπὸ τὸν δρόμο. Ἦταν λὲς καὶ τὰ κτίρια εἶχαν κυριολεκτικὰ γυρίσει τὸ μέσα ἔξω πλημμυρίζοντας μ’ ὅλη τὴν εὐφορία τους τὸν δρόμο. Οἱ βιτρίνες τῶν καταστημάτων ἦταν κλειστές, ἐνῶ τὰ παράθυρα ἦταν γεμάτα κόσμο, σὰν τὰ θεωρεῖα ἑνὸς πάμφωτου θεάτρου· οἱ πόρτες εἶχαν ἀφαιρεθεῖ, καὶ στὴ θέση τους, ἀνθοστόλιστα καὶ στεφανωμένα μὲ πρασινάδες, κρέμονταν ὑφαντὰ μὲ κεντημένα δάση· οἱ σκαλωσιὲς στὰ γιαπιὰ εἶχαν μεταμορφωθεῖ σὲ ἔκπαγλους ναούς, ἐκθαμβωτικοὺς μέσα στὰ ἀσημένια, χρυσαφιὰ καὶ πορφυρὰ χρώματά τους· καὶ σὲ κάθε γωνίτσα καὶ κόγχη, ἀπ’ τὸ πεζοδρόμιο ὣς τὶς καμινάδες –ὁπουδήποτε λαμπύριζαν τὰ μάτια τους–, γυναῖκες χόρευαν, γελοῦσαν καὶ στραφτάλιζαν, ὅπως τὸ φῶς πάνω στὸ νερό. Κάθε εἴδους τρελὴ καὶ παρδαλὴ ἀμφίεση ποὺ μαγεύει τὸ βλέμμα βρισκόταν στὸν δρόμο: ἐξωφρενικὰ σακάκια, κοντὰ καὶ κατακόκκινα· ἐκκεντρικὰ παλιομοδίτικα μποῦστα, πιὸ εὐφάνταστα κι ἀπὸ τὰ πλέον ἐπιδεικτικὰ ντεκολτέ· μακριὰ πανωφόρια, κουμπωμένα καὶ δεμένα σφιχτὰ σὰν ὥριμα φραγκοστάφυλα· λιλιπούτειες τραγιάσκες, πού, παρότι στραβοφορεμένες, δὲν ἔπεφταν ἀπ’ τὸ κεφάλι –Κύριος οἶδε πῶς· κάθε ἔξαλλο, ἀλλόκοτο, τολμηρό, ἄτολμο, σκερτσόζικο, θεότρελο γοῦστο εἶχε βρεῖ τὸ ἐνδυματολογικό του ταίρι· καὶ ταυτόχρονα, μέσα στὴν παραζάλη τοῦ ξεφαντώματος, κανένας δὲν ἔδινε δυάρα γι’ αὐτὲς τὶς ἀλλοκοτιές, λὲς καὶ τὰ τρία ἀρχαῖα ὑδραγωγεῖα ποὺ ὣς τὶς μέρες μας στέκουν ἀνέπαφα εἶχαν φέρει ἐκεῖνο τὸ πρωὶ στὴ Ρώμη, πάνω στὶς στιβαρὲς ἁψίδες τους, τὴ Λήθη.
***
Κάρολος Ντίκενς, Δύο εικόνες της Ρώμης, μετάφραση: Γιάννης Παλαβός, εκδ. Κίχλη (σειρά: Τα άστεγα), υπό έκδοση.
Οι Εικόνες από την Ιταλία (1846) συγκεντρώνουν τις εντυπώσεις του Ντίκενς από την περιήγησή του στην Ιταλία το διάστημα 1844-1845. Το απολαυστικό αυτό οδοιπορικό αποτυπώνει, με τη γνώριμη κομψότητα και δεξιοτεχνία του Ντίκενς, την εξαθλίωση των πόλεων και το κάλλος της ιταλικής υπαίθρου, αλλά και τον θαυμασμό του συγγραφέα για την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Δύο από τα γοητευτικότερα κείμενα των Εικόνων από την Ιταλία, αντλημένα από την παραμονή του Ντίκενς στη Ρώμη, σταχυολογούνται σε αυτή την έκδοση: το πρώτο υμνεί την ευφρόσυνη φρενίτιδα του ιταλικού καρναβαλιού, ενώ το δεύτερο καταγράφει έναν δημόσιο αποκεφαλισμό στο κέντρο της πόλης. Τα δύο αποσπάσματα, που διαβάζονται σαν αυτόνομα διηγήματα, δεν συνιστούν μόνο μια πολύτιμη μαρτυρία για τη Ρώμη της εποχής διά χειρός Ντίκενς, αλλά συνάμα κερδίζουν τον αναγνώστη με την καλαισθησία, το χιούμορ και το λεπτό τους ύφος, εφάμιλλo των καλύτερων σελίδων του σπουδαίου Άγγλου πεζογράφου.
ΤΣΑΡΛΣ ΝΤΙΚΕΝΣ
Ο Τσαρλς Ντίκενς (1812-1870), κορυφαίος βικτοριανός πεζογράφος και ο πλέον δημοφιλής συγγραφέας του 19ου αιώνα, γεννήθηκε το 1812 στο Πόρτσμουθ. Το 1822 η οικογένειά του μετοίκησε στο Λονδίνο το 1814 και ύστερα από δύο χρόνια στο Κεντ, ώσπου το 1822 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Λονδίνο. Σε ηλικία δώδεκα ετών, αφότου ο πατέρας του βρέθηκε στη φυλακή λόγω χρεών, εγκατάλειψε το σχολείο και εργάστηκε σε εργοστάσιο βερνικιών. Ο Ντίκενς έμαθε μόνος του στενογραφία και το 1832 έπιασε δουλειά ως δημοσιογράφος. Το 1837 η έκδοση του χιουμοριστικού μυθιστορήματος Τα χαρτιά του Πίκγουικ σημείωσε τεράστια επιτυχία, καθιερώνοντάς τον στο ευρύ κοινό. Ακολούθησε μια σειρά από μυθιστορήματα, τα οποία, όπως Τα Χαρτιά του Πίκγουικ, δημοσιεύονταν σε συνέχειες στον Τύπο: Όλιβερ Τουίστ (1839), Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (1850), Ο ζοφερός οίκος (1853), Ιστορία δύο πόλεων (1859), Μεγάλες προσδοκίες (1861) κ.ά. Τα περισσότερα έγιναν ενθουσιωδώς δεκτά από τους πολυάριθμους αναγνώστες του στην Αγγλία και στις ΗΠΑ. Σταδιακά, ο επεισοδιακός χαρακτήρας, η καυστική σάτιρα και ο ευτράπελος τόνος των νεανικών του έργων έδωσαν τη θέση τους σε μυθιστορήματα περισσότερο συνεκτικά και στοχαστικά, με αξιομνημόνευτους χαρακτήρες, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η οξεία κοινωνική κριτική της βικτωριανής κοινωνίας. Ο Ντίκενς, που έγραψε επίσης διηγήματα, θεατρικά έργα και ταξιδιωτικές αφηγήσεις, ενώ υπήρξε παράλληλα ακαταπόνητος επιστολογράφος, παρέμεινε ιδιαίτερα αγαπητός ως τον θάνατό του.
[Το απόσπασμα από το κείμενο προέρχεται από τις σελίδες 24-28. Προδημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στο τέλος της εβδομάδας. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: