Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη
Η σκοτεινή πλευρά του ποιητή[1]
Η μυθιστορηματική πτυχή της συγγραφικής δραστηριότητας του Γιώργου Σεφέρη δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή σε ένα, ελαστικώς, νοούμενο ευρύ κοινό. Και αυτή είναι αναμφίβολα μία διαπίστωση που αδικεί το μοναδικό – ολοκληρωμένο – μυθιστόρημα που προέκυψε από την πένα του ποιητή και εμπνευσμένου δοκιμιογράφου.[2] Γραμμένο τη διετία 1926-1928 και δουλεμένο ξανά το 1954 το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη δεν εκδόθηκε παρά το 1974, τρία χρόνια, δηλαδή, μετά τον θάνατο του ποιητή. Πρόκειται για έργο μάλλον πρωτοποριακό για την εποχή του και αποτελεί δυστύχημα για τον νεοελληνικό αφηγηματικό λόγο το γεγονός ότι ο συγγραφέας του δεν τόλμησε να το εκδώσει, έστω την εποχή της δεύτερης επεξεργασίας του, καθώς κάτι τέτοιο θα γλίτωνε τους
Έλληνες μυθιστοριογράφους από αχρείαστους, σε αφηγηματικό επίπεδο, μόχθους, ηθικούς δισταγμούς και καλλιτεχνικές παλινδρομήσεις πολλών ετών. Δεδομένου του γεγονότος ότι ο μόνιμος φιλολογικός επιμελητής και στενός φίλος του ποιητή Γ. Π. Σαββίδης δεν μας παρέχει τις αιτίες της μάλλον πεισματικής άρνησης του ποιητή να δημοσιεύσει το κείμενο (ενώ μας πληροφορεί, επί παραδείγματι, ότι ιδίως κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του ποιητή, ο ίδιος ο Σαββίδης τον πίεζε συστηματικά για την έκδοση του έργου), είμαστε δυστυχώς υποχρεωμένοι να καταφεύγουμε σε εικασίες. Μία πτυχή, λοιπόν, της άρνησης αυτής του Σεφέρη να δημοσιεύσει το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη θα έπρεπε μάλλον να την αναζητήσουμε στο γεγονός ότι ο ίδιος αισθανόταν τον εαυτό του περισσότερο ποιητή μάλλον παρά αφηγητή. Η παραπάνω πρόταση ουδόλως σχηματική είναι, διότι από μια άποψη ιστορική, ψυχολογική και ανθρωπολογική, η ανθρώπινη – λογοτεχνική – έκφραση δομείται πάντα επάνω σε τρεις βασικούς τρόπους, σε τρεις βασικές κατηγορίες του εκφράζεσθαι: την αφήγηση (Έπος – Μυθιστόρημα),[3] το διάλογο (Δράμα) και την λυρική έκφραση του εγώ (Λυρική ποίηση). Και ανεξάρτητα από τους ιστορικούς λόγους που υπαγορεύουν κάθε φορά την επικράτηση του τάδε ή του δείνα λογοτεχνικού γένους στην λογοτεχνική παραγωγή, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε και τον παράγοντα της προσωπικής προαίρεσης: ακόμα κι αν δεν είχε παρέλθει η εποχή του Έπους, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο Αρχίλοχος θα ήθελε ή θα μπορούσε να εκφραστεί μέσα από τη λογοτεχνική φόρμα του Έπους. Στις μορφές του Ομήρου και του Αρχίλοχου θα καθρεφτίζεται αιωνίως η διαπάλη μεταξύ «αντικειμενικού» και «υποκειμενικού» καλλιτέχνη. Την σχετικότητα αυτού του «αντικειμενικού» και «υποκειμενικού» την έχει ήδη καταδείξει εδώ και ενάμισι αιώνα ο Nietzsche ούτως ώστε να είναι αρκετά εμπεδωμένη για να επανέλθουμε εδώ.[4] Αυτό που προέχει να συγκρατήσουμε είναι ότι η λυρική ποίηση και η αφήγηση (συγκροτώντας η κάθε μία μορφή έκφρασης και από ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό γένος)[5] είναι δύο διαφορετικές νοητικές παραγωγικές διαδικασίες που, εκπορευόμενες ακριβώς από βαθύτερες ψυχονοητικές δυναμικές, σπανίως τυχαίνει να εκφραστούν από το ένα και το αυτό άτομο. Ή αντιστρόφως, είναι ψυχονοητικά-υπαρξιακά ιδιαζόντως δύσκολο το ίδιο άτομο να εκφράζεται εξίσου εύκολα μέσα από δύο τόσο διαφορετικές κατηγορίες του εκφράζεσθαι όπως η ποίηση και η αφήγηση. Προς την κατεύθυνση αυτή συγκλίνει και η μαρτυρία του Σαββίδη ότι ο Σεφέρης είχε προβεί σε περισσότερες της μίας απόπειρες να συνθέσει εκτενή αφηγηματικά έργα, υπό τη μορφή μυθιστορημάτων,[6] οι οποίες ουδέποτε ευοδώθηκαν. Η επιμονή αυτή του ποιητή να συγγράψει μυθιστόρημα δεν φανερώνει μόνο την βαθιά επιθυμία του προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά και την εγγενή αδυναμία του να την υλοποιήσει.[7] Συνεπώς, ως προς αυτό η απάντηση του Στράτη (του κεντρικού ήρωα του έργου) στη Μαριγώ, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, όταν εκείνη τον ρωτά γιατί επιμένει αναχρονιστικά να κάνει ποίηση, όταν το λογοτεχνικό μοντέλο του παρόντος είναι το μυθιστόρημα, θα μπορούσε να θεωρηθεί a posteriori ως μία απολογία της ποίησης:
https://1-2.gr/2020/06/19/h-skoteinh-pleyra-toy-giorgoy-seferh/?fbclid=IwAR2thkh8o1r67sHCTriJOX-_uWjrSASnIeaZuS_Y5qdyp24j0OLroW6Ff4Y
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου