12.6.20

Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ με τη θεία Κονσουέλο «Στην αίθουσα αναμονής» – γράφει η Λίλια Τσούβα

Στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης,
πήγα μαζί με τη θεία Κονσουέλο
για να ’ναι συνεπής
στου οδοντιάτρου της το ραντεβού
και κάθισα και την περίμενα
στου οδοντιάτρου την αίθουσα αναμονής.
Ήτανε χειμώνας. Νύχτωνε

νωρίς.  Η αίθουσα αναμονής
ήτανε γεμάτη ενήλικες,
χειμωνιάτικα και πανωφόρια,
λάμπες και περιοδικά.
Η θεία μου ήταν μέσα
καθώς φαίνεται ώρα πολλή
κι όσο περίμενα διάβασα
το National Geographic
(μπορούσα να διαβάσω) και προσεχτικά
μελετούσα τις φωτογραφίες:
το εσωτερικό ενός ηφαιστείου,
μαύρο και γεμάτο στάχτες.
μετά σκορπούσε ολόγυρα
σε ρυάκια φωτιάς.
Η Όζα κι ο Μάρτιν Τζόνσον
με παντελόνια ιππασίας,
μπότες με κορδόνια και κάσκες για τον ήλιο.
Ένας νεκρός άντρας κρεμόταν από ’να κοντάρι
«Φρέσκια σάρκα» έλεγε η λεζάντα.
Μωρά μ’ αιχμηρά κεφάλια
τυλιγμένα ολόγυρα με σπάγκο.
Μαύρες, γυμνές γυναίκες με λαιμούς
τυλιγμένους ολόγυρα με σύρμα
σαν τους λαιμούς φωτιστικών γλόμπων.
Τα στήθη τους ήτανε τρομακτικά.
Το ξεφύλλισα εντελώς αφηρημένα.
Ντρεπόμουν τόσο να το παρατήσω.
Κι έπειτα κοίταξα στο εξώφυλλο:
τα κίτρινα περιθώρια, η ημερομηνία.
Αιφνίδια, από μέσα,
ήρθε ένα ωχ! πόνου
–η φωνή της θείας Κονσουέλο–
όχι πολύ δυνατό ή διαρκές.
Δεν ξαφνιάστηκα καθόλου.
Ακόμα και τότε το ήξερα πως ήταν
μια απερίσκεπτη, δειλή γυναίκα.
Θα έπρεπε να ’χω ντροπιαστεί
μα όχι. Αυτό που με ξάφνιασε εντελώς
ήταν πως ήμουν εγώ:
η φωνή μου, μες στο στόμα μου.
Χωρίς καν να το σκεφτώ
ήμουν η απερίσκεπτη θεία μου,
εγώ – εμείς – πέφταμε, πέφταμε,
τα μάτια μας προσηλωμένα στο εξώφυλλο
του National Geographic,
Φεβρουάριος, 1918.
Είπα στον εαυτό μου: τρεις μέρες
και θα γίνεις επτά χρονών.
Το είπα για να σταματήσω
την αίσθηση του να πέφτω απ’
το στρογγυλό, περιστρεφόμενο κόσμο,
στο κρύο, σκοτεινό μπλε διάστημα.
Μα αισθάνθηκα: είσαι ένα εγώ
είσαι μια Ελίζαμπεθ
είσαι ένας απ’ αυτούς.
Γιατί θα πρέπει να είσαι ένας, ακόμα;
Σχεδόν το τόλμησα να κοιτάξω
να δω τι ήταν αυτό που ήμουν.
Έριξα μια φευγαλέα ματιά
–δεν μπορούσα να κοιτάξω ψηλότερα–
στα σκιασμένα γκρι γόνατα,
παντελόνια και φούστες και μπότες
και διαφορετικά ζευγάρια χεριών
που αναπαύονταν κάτω απ’ τις λάμπες.
Ήξερα πως τίποτα πιο παράξενο
ποτέ δεν είχε συμβεί, πως τίποτα
πιο παράξενο δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί.
Γιατί έπρεπε να είμαι η θεία μου,
ή εγώ, ή οποιοσδήποτε;
Τι παρόμοιο –
μπότες, χέρια, η φωνή της οικογένειας
που ένιωσα στο λαιμό μου, ή ακόμα
το National Geographic
κι εκείνα τα φρικτά κρεμασμένα στήθη –
μας κρατάνε όλους μαζί
ή μας κάνουν όλους εμάς μόνο έναν;
Πώς – δεν ξέρω κάποια
λέξη γι’ αυτό – πόσο «απίθανο»…
Πώς έγινε να βρεθώ εδώ,
σαν αυτούς, και να κρυφακούω
μια κραυγή πόνου που θα μπορούσε
να δυναμώσει και να χειροτερέψει
μα δεν μπόρεσε;
Η αίθουσα αναμονής ήτανε ολοφώτεινη
και τόσο ζεστή. Ήτανε βαλμένη
κάτω από ένα μεγάλο μαύρο κύμα,
άλλο, κι άλλο.
Τότε ήμουν πίσω μέσα σ’ αυτήν.
Ο Πόλεμος άναβε. Έξω,
στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης
ήτανε νύχτα και βρώμικο χιόνι και κρύο,
και ήτανε ακόμα η πέμπτη
Φεβρουαρίου, 1918.
(Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ποιήματα, μετάφραση-επίμετρο: Γιώργος Παναγιωτίδης, e-poema, 2016.)
Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι το ποίημα της αμερικανίδας ποιήτριας Ελίζαμπεθ Μπίσοπ «Στην αίθουσα αναμονής». Πρόκειται για ποίημα αφηγηματικό. Σπουδή στην ποίηση θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, γιατί μια προσωπική εμπειρία, μια απλή καθημερινή επίσκεψη της θείας Κονσουέλο στον οδοντίατρο, η ποιήτρια καταφέρνει να τη μετατρέψει σε έργο τέχνης. Πέρα από τον αφηγηματικό χαρακτήρα, ελκυστικό στοιχείο του ποιήματος αποτελεί η πρωτοπρόσωπη γραφή με τον εξομολογητικό χαρακτήρα, η εικονοποιία και, φυσικά, το θέμα του.
Σκηνοθετικά το ποίημα μάς μεταφέρει σε συγκεκριμένο χωροχρόνο. Είναι πέμπτη Φεβρουαρίου 1918, ενώ μαίνεται ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που θα λήξει τον Νοέμβριο του ίδιου έτους με ήττα της Γερμανίας. Θα αφήσει πίσω του 16 εκατομμύρια νεκρούς, 20 εκατομμύρια τραυματίες και ανυπολόγιστες ζημιές στην Ευρώπη. Βρισκόμαστε σε μια συνηθισμένη αίθουσα αναμονής, σε οδοντιατρείο, στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης. Ένα πρόσωπο, η θεία Κονσουέλο, είχε εκεί το ραντεβού της. Οι ασθενείς περιμένουν, ενώ η αφηγήτρια ανοίγει το περιοδικό National Geographic, για να περάσει την ώρα της.
Πέντε εικόνες του περιοδικού, στις οποίες και εστιάζει, περιγράφονται με έμφαση. Θα αποτελέσουν την αφορμή για έναν σαρκαστικό μονόλογο της ποιήτριας πάνω στην πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης και τον πολιτισμό.
Η πρώτη εικόνα παριστά τη φύση σε μια στιγμή επιβλητική, με τον κρατήρα ενός ηφαιστείου να βρυχάται και να ξερνά τη λάβα του. Οι υπόλοιπες εικονίζουν την ανθρώπινη δράση: επώνυμους που φωτογραφίζονται μέσα στην αυταρέσκειά τους, έναν νεκρό άνδρα να κρέμεται από ένα κοντάρι, «μωρά με αιχμηρά κεφάλια τυλιγμένα ολόκληρα με σπάγκο», ιθαγενείς γυμνούς και κυρίως γυναίκες με πεσμένα στήθη.
Οι εικόνες στοιχειώνουν την ποιήτρια. Προβληματίζεται για τη νομοτέλεια του σύμπαντος και το πεπερασμένο της ζωής, για την ανθρώπινη ματαιοδοξία και την αγριότητα, τη δειλή και ανυπεράσπιστη ανθρώπινη ύπαρξη. Το ωχ της θείας Κονσουέλο στον οδοντίατρο γίνεται πόνος δικός της, όμως και συλλογική κραυγή αγωνίας για την ανθρώπινη μοίρα.
Η απλή αναμονή στην αίθουσα του οδοντιατρείου παίρνει τη μορφή της καταγγελίας. Καυτηριάζει τον πόλεμο, τον κομφορμισμό, την αντίθεση ανάμεσα στον υλικό πολιτισμό, που αναπτύσσεται ραγδαία και στον ηθικό, που πεθαίνει. Γίνεται αυτοέλεχος, κραυγή ενός πόνου που δεν εξωτερικεύουμε, απορροφημένοι από το εγώ μας ή από την καθημερινότητα, αδιάφοροι για όσα συμβαίνουν, παθητικοί. Γίνεται υπαρξιακή διερώτηση, αντίστιξη στην απερισκεψία που μας διακρίνει και την αλόγιστη συμπεριφορά μας. Το ωχ της θείας Κονσουέλο γίνεται ωχ της ανθρώπινης ύπαρξης.
Οι επισημάνσεις διατυπώνονται μέσα από τις εικόνες και τα συναισθήματα μιας εφτάχρονης κοπέλας. Η ένταση προκαλείται μέσα από τον κοφτό και συναισθηματικά φορτισμένο λόγο, τις ερωτήσεις, τη στίξη, τα ασύνδετα, τις αντιθέσεις (η ολοφώτεινη και ζεστή αίθουσα αναμονής –το κρύο και βρώμικο χιόνι). Η μετάφραση υπηρετεί την απόδοση του αγωνιώδους συναισθήματος. «Στην αίθουσα αναμονής», η φωνή της «απερίσκεπτης» θείας Κονσουέλο ενώνεται με τη φωνή ενός απερίσκεπτου πολιτισμού που αφήνεται και εκπίπτει («ενώ εμείς πέφταμε, πέφταμε»).
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, ένας ακόμη πόλεμος θα σκιάσει τον πολιτισμό, με ακόμη βαρύτερες συνέπειες. Το περιοδικό National Geographic, που εκδίδεται στις ΗΠΑ, με άρθρα για τη γεωγραφία, την ιστορία, τον πολιτισμό, δεν επιλέγεται τυχαία. Η θεματική του αποτελεί ειρωνικό σχόλιο για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Το περιεχόμενο του ποιήματος ενέχει πρόθεση αφύπνισης, ενώ το αποτέλεσμα είναι συνταρακτικό. Το έργο συνιστά παράλληλα αφορμή συζήτησης για την ποίηση και το ερέθισμά της.
Η κορύφωση του ποιήματος βρίσκει τον αναγνώστη στο ίδιο έργο θεατή.
«Ο πόλεμος άναβε. Έξω,
στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης
ήτανε νύχτα και βρόμικο χιόνι και κρύο,
και ήταν ακόμα η πέμπτη
Φεβρουαρίου, 1918».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: