Η Φοίβη τον κάρφωσε με τα γαλανά της μάτια και, κοιτώντας τον με σιγουριά πίσω από τις ξανθές της μπούκλες, είπε:
«Είναι τεσσάρων. Το καλοκαίρι είναι τεσσάρων χρονών».
«Τεσσάρων; Δηλαδή έχετε την ίδια ηλικία;»
«Ναι».
Ο μπαμπάς της χαμογέλασε. «Άρα γεννηθήκατε την ίδια χρονιά;»
«Ε, ναι – αφού είναι τεσσάρων;»
«Και πριν δεν υπήρχε καλοκαίρι;»
«Όχι». Η Φοίβη έσφιξε τα χειλάκια της.
«Κι εγώ με τη μαμά πότε πηγαίναμε διακοπές;»
«Δεν πηγαίνατε. Ήταν χειμώνας και πηγαίνατε στη δουλειά».
Η Φοίβη έπαιζε τώρα με τα δάχτυλα των ποδιών της αλλά η προσοχή της ήταν στραμμένη στον πατέρα της , έτοιμη καθώς ήταν να υπερασπιστεί την προνομιακή σχέση με το συνομήλικό της καλοκαίρι, που είχε τόσο ξαφνικά αποκτήσει.
«Και το τζιτζίκι; Δεν τραγουδούσε παλιότερα;», επανήλθε αυτός, τσιμπώντας την απαλά στο μπράτσο.
«Το τζιτζίκι γεννήθηκε φέτος και θα πεθάνει με το τέλος του καλοκαιριού. Μου το είπε η μαμά. Γι’ αυτό τραγουδάει τόσο δυνατά», τον αποστόμωσε η Φοίβη.
«Και τα πλοία; Αυτά που μεταφέρουν τον κόσμο στα νησιά; Δεν ταξίδευαν άλλες χρονιές;»
«Δεν είναι πιο μεγάλα από τέσσερα!» πείσμωσε η μικρή.
Ο μπαμπάς της έσκυψε μπροστά.
«Και ο γέρο-Σαμ; Πόσο χρονών είπαμε ότι είναι ο γέρο-Σαμ;»
Η Φοίβη κλονίστηκε. Έγειρε πίσω, άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο δωμάτιο, άνοιξε το στοματάκι της, το έκλεισε, έπαιξε για λίγο με τα μαλλιά της. Στο τέλος αναγκάστηκε να παραδεχτεί:
«Εβδομήντα!»
«Σωστά, εβδομήντα, τόσο είπαμε».
Ο γέρο-Σαμ ήταν ένα μισοπεθαμένο τριζόνι που είχαν βρει το προηγούμενο απόγευμα μπροστά από τη βεράντα τους, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από την ακρογιαλιά της Φασολούς. Το είχαν τοποθετήσει σ’ ένα κουτάκι μαζί με λίγα κλαράκια και μια δαχτυλήθρα νερό, καθώς η Φοίβη έκλαιγε γοερά ζητώντας να μην το αφήσουν στην τύχη του. Ο μπαμπάς, προβλέποντας το δραματικό τέλος, μπόρεσε να την πείσει ότι αυτός ο τραγουδιστής της καλοκαιρινής νύχτας ήταν πολύ γέρος, και γι’ αυτό μπορεί να μην τα κατάφερνε τελικά.
«Είναι τουλάχιστον εβδομήντα, μπαμπά;» είχε ρωτήσει η Φοίβη, με φωνή που έτρεμε.
«Είναι σίγουρα εβδομήντα, Φοίβη», της είχε απαντήσει, «μπορεί και παραπάνω. Έχει ζήσει πολλά-πολλά καλοκαίρια».
Η Φοίβη ήταν τώρα παγιδευμένη. Πρέπει να σκέφτηκε τη μοίρα του γέρο-Σαμ, γιατί τα ματάκια της γέμισαν δάκρυα. Πήρε γρήγορα τις αποφάσεις της.
«Έκανα λάθος! Το καλοκαίρι είναι εβδομήντα, μπορεί και εκατό χρονών!», είπε.
Υστέρα επικράτησε απόλυτη ησυχία στο δωμάτιο, καθώς εκείνο το πολύ ζεστό πρωινό του Ιουλίου ακόμη και τα τζιτζίκια είχαν πάψει το τραγούδι τους.
«Είναι τεσσάρων. Το καλοκαίρι είναι τεσσάρων χρονών».
«Τεσσάρων; Δηλαδή έχετε την ίδια ηλικία;»
«Ναι».
Ο μπαμπάς της χαμογέλασε. «Άρα γεννηθήκατε την ίδια χρονιά;»
«Ε, ναι – αφού είναι τεσσάρων;»
«Και πριν δεν υπήρχε καλοκαίρι;»
«Όχι». Η Φοίβη έσφιξε τα χειλάκια της.
«Κι εγώ με τη μαμά πότε πηγαίναμε διακοπές;»
«Δεν πηγαίνατε. Ήταν χειμώνας και πηγαίνατε στη δουλειά».
Η Φοίβη έπαιζε τώρα με τα δάχτυλα των ποδιών της αλλά η προσοχή της ήταν στραμμένη στον πατέρα της , έτοιμη καθώς ήταν να υπερασπιστεί την προνομιακή σχέση με το συνομήλικό της καλοκαίρι, που είχε τόσο ξαφνικά αποκτήσει.
«Και το τζιτζίκι; Δεν τραγουδούσε παλιότερα;», επανήλθε αυτός, τσιμπώντας την απαλά στο μπράτσο.
«Το τζιτζίκι γεννήθηκε φέτος και θα πεθάνει με το τέλος του καλοκαιριού. Μου το είπε η μαμά. Γι’ αυτό τραγουδάει τόσο δυνατά», τον αποστόμωσε η Φοίβη.
«Και τα πλοία; Αυτά που μεταφέρουν τον κόσμο στα νησιά; Δεν ταξίδευαν άλλες χρονιές;»
«Δεν είναι πιο μεγάλα από τέσσερα!» πείσμωσε η μικρή.
Ο μπαμπάς της έσκυψε μπροστά.
«Και ο γέρο-Σαμ; Πόσο χρονών είπαμε ότι είναι ο γέρο-Σαμ;»
Η Φοίβη κλονίστηκε. Έγειρε πίσω, άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο δωμάτιο, άνοιξε το στοματάκι της, το έκλεισε, έπαιξε για λίγο με τα μαλλιά της. Στο τέλος αναγκάστηκε να παραδεχτεί:
«Εβδομήντα!»
«Σωστά, εβδομήντα, τόσο είπαμε».
Ο γέρο-Σαμ ήταν ένα μισοπεθαμένο τριζόνι που είχαν βρει το προηγούμενο απόγευμα μπροστά από τη βεράντα τους, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από την ακρογιαλιά της Φασολούς. Το είχαν τοποθετήσει σ’ ένα κουτάκι μαζί με λίγα κλαράκια και μια δαχτυλήθρα νερό, καθώς η Φοίβη έκλαιγε γοερά ζητώντας να μην το αφήσουν στην τύχη του. Ο μπαμπάς, προβλέποντας το δραματικό τέλος, μπόρεσε να την πείσει ότι αυτός ο τραγουδιστής της καλοκαιρινής νύχτας ήταν πολύ γέρος, και γι’ αυτό μπορεί να μην τα κατάφερνε τελικά.
«Είναι τουλάχιστον εβδομήντα, μπαμπά;» είχε ρωτήσει η Φοίβη, με φωνή που έτρεμε.
«Είναι σίγουρα εβδομήντα, Φοίβη», της είχε απαντήσει, «μπορεί και παραπάνω. Έχει ζήσει πολλά-πολλά καλοκαίρια».
Η Φοίβη ήταν τώρα παγιδευμένη. Πρέπει να σκέφτηκε τη μοίρα του γέρο-Σαμ, γιατί τα ματάκια της γέμισαν δάκρυα. Πήρε γρήγορα τις αποφάσεις της.
«Έκανα λάθος! Το καλοκαίρι είναι εβδομήντα, μπορεί και εκατό χρονών!», είπε.
Υστέρα επικράτησε απόλυτη ησυχία στο δωμάτιο, καθώς εκείνο το πολύ ζεστό πρωινό του Ιουλίου ακόμη και τα τζιτζίκια είχαν πάψει το τραγούδι τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου