20.6.20

Σώτια Τσώτου, Τραγούδια (επίμετρο: Γιώργος Μίχος)

Τρελός ή παλικάρι

Κάποιος λείπει απόψε απ’ την παρέα
κι είναι το ποτήρι του αδειανό
Πέθανε από αγάπη τελευταία
Κάποιον που τον λέγαμε τρελός
Να’ταν τρελός ή παλικάρι
Να’ταν φτωχός ή βασιλιάς
κλάψτον αυγή, κλάψτον φεγγάρι
Ήταν τρελός και παλικάρι
Ήταν φτωχός και βασιλιάς
Τ’ άσπρο το πουκάμισο σκισμένο
Κόκκινο λουλούδι η καρδιά
κάποιον που τον είχαμε χαμένο
Πέθανε στ’αλήθεια μια βραδιά

Αθήνα
Ξέρω μια πόλη που η άσφαλτος καίει
και δέντρου σκιά δε θα βρεις
μεγάλη ιστορία προγόνοι σπουδαίοι
λυχνάρι και τάφος της γης
Θυμίζεις Αθήνα γυναίκα που κλαίει
γιατί δεν τη θέλει κανείς
Αθήνα Αθήνα πεθαίνω μαζί σου
πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ
Ξέρω μια πόλη στη νέα Σαχάρα
μια έρημο όλο μπετό
οι ξένοι οι στόλοι λαθραία τσιγάρα
παιδιά που δεν ξέρουν κρυφτό
Θυμίζεις Αθήνα γυναίκα που κλαίει
γιατί δεν τη θέλει κανείς
Αθήνα Αθήνα πεθαίνω μαζί σου
πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ
Ξέρω μια πόλη στη γη της Αβύσσου
κουρσάρων κι ανέμων νησί
στης Πλάκας τους δρόμους πουλάς το κορμί σου
για ένα ποτήρι κρασί
Θυμίζεις Αθήνα γυναίκα που κλαίει
γιατί δεν τη θέλει κανείς
Αθήνα Αθήνα πεθαίνω μαζί σου
πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ
Άσπρο μαύρο
Μη με παρακαλάς να πω τραγούδια ρόδινα
νά ‘χα καρδιά να σού ‘δινα
Ασε με να σου πω μαύρα τραγούδια μόνο
για πίκρα και για πόνο
Ασε με να σου πω μαύρα τραγούδια πάλι
έχει η ζωή ένα χάλι
Τραγούδια της χαράς άσπρα τραγούδια γύρεψες
πού είδες χαρά και ζήλεψες;
Ασε με να σου πω μαύρα τραγούδια μόνο
για πίκρα και για πόνο
Ασε με να σου πω μαύρα τραγούδια πάλι
έχει η ζωή ένα χάλι
Βρε δε βαριέσαι αδελφέ
Κάποιο παράθυρο έχει φως
κάποιον τον τρώει ο πυρετός
μας φεύγει βήμα βήμα
Κάποιο καράβι στ’ ανοιχτά
με χίλια βάσανα βαστά
να μην το πιει το κύμα
Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ
Κάποιος στην άκρη του γιαλού
κοιτάει το τέλος τ’ ουρανού
μονάχος του πεθαίνει
Κάποιος στη μάχη πολεμά
η σφαίρα δίπλα μας περνά
στα στήθια του πηγαίνει
Κι εμείς οι άλλοι μα το ναι
κάνουμε πάρτυ ρεφενέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ
Έξω αστράφτει και βροντά
κι ένας διαβάτης περπατά
χαμένος μες στη μπόρα
Κάπου δεν θα ‘χουνε ψωμί
κάπου πεινάει ένα παιδί
και κλαίει αυτήν την ώρα
Κι εμείς χορτάτοι μα το ναι
κάνουμε γλέντια ρεφενέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ
Πόσοι απόψε ξαγρυπνούν
σαν κολασμένοι τριγυρνούν
και κλαίνε και πονάνε
Στάσου και σκέψου μια στιγμή
πόσοι σκοτώνονται στη γη
την ώρα που μιλάμε
Μα εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δεν βαριέσαι
δεν βαριέσαι αδελφέ
Έι καπετάνιε
Έι καπετάνιε θέλεις ένα ναύτη ακόμα
που είμαι τάχα στεριανός ποια διαφορά
να ‘ξερες πόσο φαρμάκι ήπιε αυτό το στόμα
και τι ναυάγια έχω ζήσει στη στεριά
Ό,τι αγάπησα μου το κλεψε το χώμα
η αγαπημένη μου πλαγιάζει σ΄ άλλο στρώμα
και οι παλιόφιλοι με πρόδωσαν ακόμα
Ισκαριώτηδες μʼ ένα φιλί στο στόμα
έι καπετάνιε θέλεις ένα ναύτη ακόμα
Έι καπετάνιε θέλεις ένα ναύτη ακόμα
θέλω να βλέπω μοναχά ωκεανό
μ’ έχει κουράσει η αδικία μ’ έχει κάνει λιώμα
και να γυρνάω σ’ ένα σπίτι αδειανό
Ό,τι αγάπησα μου το ‘κλεψε το χώμα
η αγαπημένη μου πλαγιάζει σ’ άλλο στρώμα
και οι παλιόφιλοι με πρόδωσαν ακόμα
Ισκαριώτηδες μ’ ένα φιλί στο στόμα
έι καπετάνιε θέλεις ένα ναύτη ακόμα
Καλοσώρισα κι αντίο
Μάζευε το πλοίο τα πανιά
μόλις χτες στη γη είχα ξεμπαρκάρει
πάλι την βαλίτσα στην γωνιά
κι ήρθε τ’ άλλο πλοίο να με πάρει
Ως που να μετρήσω ένα
παν’ τα νιάτα μου χαμένα
ως που να μετρήσω δύο
καλωσόρισα κι αντίο
Την αγάπη μόλις είχα βρει
μάτια για τα μάτια μου να κλαίνε
άκαυτο ακόμα το κερί
σχόλασε η λειτουργιά μου λένε
Κι ύστερα λένε
Δύσκολη η ζωή εντέλει
φτώχεια μου ‘γινες βραχνάς
ο παράς να μη σε θέλει
και συ να τον κυνηγάς
Κι ύστερα λένε μην πιεις Λευτέρη
μην κάνεις τρέλες κι έχει ο Θεός
αυτά τα λέει όποιος δεν ξέρει
ή ψεύτης είναι ή παλαβός
δύσκολη η ζωή εντέλει
κι άιντε ζήσε αλλά πώς
Μέρα ειρηνική δεν είδα,
τι παλιόκοσμος κι αυτός
σκύβω στην εφημερίδα
και με πιάνει πανικός
Κι ύστερα λένε μην πιεις Λευτέρη
μην κάνεις τρέλες κι έχει ο Θεός
αυτά τα λέει όποιος δεν ξέρει
ή ψεύτης είναι ή παλαβός
δύσκολη η ζωή εντέλει
κι άιντε ζήσε αλλά πώς
Ξέρω νεκρούς
Ξέρω νεκρούς που έχουν τα μάτια ανοιχτά
και που χτυπάει κανονικά μέσα η καρδιά τους
παν στη δουλειά χτυπάνε κάρτα στις επτά
στο μισθολόγιο υπάρχει τ’ όνομά τους
Αλλά έχουν φύγει μυστικά και σιωπηλά
και ‘χουν χωρίσει από τον κόσμο τα δικά τους
γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν τελικά
τη μέρα που πεθαίνουνε τα όνειρά τους
Ξέρω νεκρούς που μεσ’ τους δρόμους περπατούν
κοιτούν βιτρίνες παζαρεύουν και ψωνίζουν
κάνουνε Πάσχα και τα έθιμα κρατούν
πληρώνουν φόρους και στις εκλογές ψηφίζουν
Αλλά έχουν φύγει μυστικά και σιωπηλά
και ‘χουν χωρίσει από τον κόσμο τα δικά τους
γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν τελικά
τη μέρα που πεθαίνουνε τα όνειρά τους
Μόνο η αγάπη μένει
Τι δώρο να σου φέρω στην ανάσταση
τα πλούτη δηλητήριο χρόνια τα ‘πιαμε
μια προσευχή θα κάνω μια παράκληση
συγχώρα μου τ’ ανθρώπινα κι αγάπα με
Βγες τη νύχτα στο μπαλκόνι μέτρα τα νεκρά τ’ αστέρια
είμαστε στον κόσμο μόνοι γύρω άδειος ουρανός
η ζωή γυμνούς μας φέρνει και μας παίρνει μ’ άδεια χέρια
μόνο η αγάπη μένει όλα τ’ άλλα είναι καπνός
Με παίρνουνε οι δρόμοι και με σέρνουνε
τυφλό πουλί που φτερουγά στην άβυσσο
οι ώρες της αγάπης μόνο μένουνε
να βρω δυο μέτρα ήλιο και παράδεισο
Βγες τη νύχτα στο μπαλκόνι μέτρα τα νεκρά τ’ αστέρια
είμαστε στον κόσμο μόνοι γύρω άδειος ουρανός
η ζωή γυμνούς μας φέρνει και μας παίρνει μ’ άδεια χέρια
μόνο η αγάπη μένει όλα τ’ άλλα είναι καπνός
Η Σιώτια Τσιώτου στιχούργησε μέσα στη δικτατορία κυρίως , μετά οι κομματικοί τη θεωρούσαν πολύ φλου διαμαρτυρόμενη για να την ενσωματώσουν στα κονγλάβιά τους και την άφησαν ήσυχη… Τελευταία την είδα κάπου να εμφανίζεται σε κάποια αναμνηστική της τηλεόρασης για να παρατηρήσω ότι είναι πολύ «μεταφυσική» για την τρέχουσα ηχοληψία. Το διαδίκτυο δεν έχει φωτογραφίες της. Γι αυτό βάλαμε ένα πάτωμα. Απ’ όσο ξέρω δεν τυπώθηκαν σε βιβλίο οι στίχοι της. Αντέγραψα εδώ κάμποσα λόγω που εχτές ήμασταν με παρέα κι έπεσε ένα στην ακοή μας, για να τους τα χαρίσω. Το Ει καπετάνιε ειδικά, για τον καπτανΓιάννη, άνθρωπο της καρδιάς μου, εκείνος δεν μπαίνει, αλλά θα του το πει η Αντόνια. Η επιλογή έγινε αποκλειστικά για το ντουέντε που περιέχουν. Σύλησα κι εγώ το stixoi.info, όπως όλοι κατά καιρούς, τόπο σχολείο για όποιον θα ήθελε μια ποίηση με συμφωνημένα υπονοούμενα. Όποιος ξέρει κάτι για τη Σώτια Τσιώτου θα χαρώ πολύ να το καταθέσει.
Γιώργος Μίχος

Δεν υπάρχουν σχόλια: