4.3.19

Το πολύμορφο και πολυσήμαντο δύο

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //
«Δύο» Έλενα Μαρούτσου, Δεύτερη φωνή: Ούρσουλα Φωσκόλου, εκδόσεις Κίχλη

Το κάθε ένα από τα τρία μέρη της πολυεπίπεδης αυτής ιστορίας, που από κοινού έγραψαν η Έλενα Μαρούτσου και η Ούρσουλα Φωσκόλου, προλογίζεται με ένα ποίημα (του Γιάννη Ρίτσου, του Αργύρη Χιόνη, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ με τη σειρά) επιτρέποντας έτσι μια ανάγνωση του βιβλίου μέσα από την υπαινικτική και μεταφορική λειτουργία του ποιητικού λόγου. Και ίσως αυτός να είναι ο πιο πρόσφορος τρόπος για να διεισδύσεις αναγνωστικά στο βάθος μιας γραφής, που θα μπορούσε να αφορά ευθύβολα τον κάθε αποδέκτη της για να συναντήσει τις δικές του σκέψεις και τα προσωπικά του βιώματα, πέρα από την όποια μυθοπλασία, στη βάση της οποίας χτίζεται η ιστορία του βιβλίου.

Η αρχή γίνεται από το εικαστικό εξώφυλλο, που συμβολικά συνοψίζει όλο το βιβλίο – η εικόνα από τον Βραζιλιάνο καλλιτέχνη Tunga. Τα δίδυμα κορίτσια της φωτογραφίας, με τα πλεγμένα από κοινού μαλλιά τους που δεν γίνεται να τα ξεχωρίσεις, απηχούν τη διπλή όψη των πραγμάτων, όπως αποδίδεται στην ιστορία του  βιβλίου. Είναι οι δύο φωνές που γράφουν, οι δύο φωνές που αφηγούνται (η κάθε μια με τον δικό της τρόπο) μια ζωή που είχε μέσα της πολλά κρυμμένα μυστικά. Είναι ταυτόχρονα η διπλή  μορφή του βιβλίου, από τη μια η λογοτεχνική γραφή και από την άλλη η εικαστική παρείσφρηση των εικόνων· τα σχέδια της Εύης Τσακνιά συνομιλούν με τις φωτογραφίες της φωτογράφου Diane Arbus, η οποία «γράφει» με τον δικό της τρόπο και η ίδια το πολύμορφο αυτό βιβλίο, συμμετέχοντας δραστικά και στην πλοκή με το έργο της.
Δύο είναι και οι τόποι που διαδραματίζεται η ιστορία, η Αθήνα και η Σέριφος. Δύο και οι εποχές. Από τη μια το σήμερα μιας Αθήνας που σκιάζεται από τα θλιβερά γεγονότα του 2010 (ο εμπρησμός της τράπεζας Marfin) αλλά και η σημερινή Σέριφος. Από την άλλη το παρελθόν, όπως στιγμάτισε την ιστορία του νησιού η απεργία των μεταλλωρύχων το 1916. Σύνδεσμος των δυο επιπέδων η Μυρτώ, η εικοσιπεντάχρονη κοπέλα που θα θελήσει να βρει τα ίχνη της ζωής της μητέρας της, τα κρυμμένα μυστικά της που απρόοπτα ξεπηδούν μπροστά της αμέσως μετά τον παράλογο θάνατό της (ή μήπως την αυτοκτονία της;). Μια σειρά επιστολών, με συγκεχυμένα τα πρόσωπα του αποστολέα και του αποδέκτη, θα αποτελέσουν την αφορμή για να αποκαλυφθεί μια παλιά ιστορία (αφορά άραγε μόνον τη μητέρα;) αλλά και να καταδυθεί στα πιο ανεξερεύνητα μονοπάτια της ψυχής της η ηρωίδα της ιστορίας. Και αυτή ίσως να είναι η πλέον ενδιαφέρουσα ερμηνεία της λέξης «Δύο» που τιτλοφορεί το βιβλίο: η διπλή φύση που έχουμε μέσα μας, είτε αυτή αφορά μια διεμφυλική ταυτότητα, με εμφανές το ένα σκέλος της και υποκρυπτόμενο το δεύτερο, είτε το διπλό πρόσωπο που εγκαταβιοί στον καθένα μας και πότε δείχνει την ήρεμη μορφή του (πιο συγκαταβατική και δεχόμενη τις κοινωνικές συμβάσεις με υποχώρηση και εγκαρτέρηση) και πότε το άγριο θηρίο, το αγρίμι, που παλεύει να ξεχυθεί αφήνοντας αχαλίνωτο τον εαυτό μας στις αληθινές του επιθυμίες.
Δύο είναι και οι τρόποι της ανάγνωσης του βιβλίου. Ο ένας να αφεθείς και να γνωρίσεις την ιστορία που αφηγείται η ηρωίδα σε πρώτο πρόσωπο, αποκαλυπτικό των σκέψεων και των συναισθημάτων,  μέσα από τα δικά της λόγια αλλά και μέσα από τα δύο εμβόλιμα παραμύθια (η γραφή εδώ της Ούρσουλας Φωσκόλου θα θυμίσει τις δικές της ιστορίες στο βραβευμένο «Κήτος» της) που συνοψίζουν με τον συμβολισμό τους τα γεγονότα. Το ένα αφορά το κορίτσι με τα μακριά μαλλιά που κάηκε πετώντας πάνω από τον ανθισμένο κάμπο.
Τα μόνα πλάσματα που ζήλευε η Αγγέλα ήταν τα πουλιά: τα έβλεπε έτσι που πετούσαν πάνω απ’ το κεφάλι της, ελαφριά κι ελεύθερα, δίχως κανένα βάρος να τα δένει με τη γη. Συχνά την έπαιρνε το παράπονο, στη σκέψη πως ήταν καταδικασμένη να σέρνει πίσω της αυτή την όμορφη μα ασήκωτη κοτσίδα, που όλο και μεγάλωνε.
Το άλλο μιλά για τον δύσμορφο άντρα (με την εξαίσια φωνή όμως) που όλες τον ποθούσαν αλλά αυτός με τραγικό τρόπο αγάπησε μια κούκλα.
Μαζί, όπως το ήθελε ο τρελός από έρωτα Μάκης, χάθηκαν για πάντα. Κανένας ουδέποτε έμαθε τι απέγιναν, εκτός από τους θαλασσοδαρμένους ναυτικούς που λένε ότι στη μέση του πελάγου υπάρχει ένα σημείο ήρεμο, σαν κήπος, όπου ακούγεται το ομορφότερο και πιο γλυκό ερωτικό τραγούδι.


Ο δεύτερος τρόπος είναι μέσα από τις 8 ζωγραφιές της Εύης Τσακνιά που έρχονται (στα ίχνη των φωτογραφιών της Arbus) να δώσουν υπόσταση στα πρόσωπα και στα γεγονότα της ιστορίας. Ταυτόχρονα παραπομπές μέσα στην αφήγηση μάς οδηγούν στις αυθεντικές φωτογραφίες της Arbus, σαν  μια εικαστική συμπλήρωση της εικόνας που δημιουργούν οι λέξεις. Η σπουδαία Αμερικανίδα φωτογράφος, που έθεσε τέρμα στη ζωή της στα 48 της χρόνια, ένιωθε μια έλξη για τους «διαφορετικούς», για τους καθυστερημένους, τους περιθωριακούς, τους τρανσέξουαλ, τους στιγματισμένους με τη στάμπα του «παράξενου» ή του «φρικιού». Όπως θα διαβάσουμε στο βιβλίο έλεγε πως:
Υπάρχει μια αύρα θρύλου που περιβάλλει τα «φρικιά». Σαν αυτά τα πρόσωπα σ’ ένα παραμύθι που σε σταματούν και σου ζητούν να λύσεις έναν γρίφο. Οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν μέσα απ’ τη ζωή τρέμοντας μήπως αποκτήσουν κάποια τραυματική εμπειρία. Τα «φρικιά» έχουν γεννηθεί με το τραύμα τους. Έχουν ήδη περάσει τις κατατακτήριες στη ζωή. Είναι αριστοκράτες.
Η Έλενα Μαρούτσου έγραψε μια τολμηρή ιστορία, κατά τον προσφιλή της τρόπο που αγαπήθηκε και στις «Χυδαίες Ορχιδέες» της. Το είδος της γραφής αυτής της ταιριάζει και δίνει τον προσωπικό της τόνο σε ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί τολμηρό αναδεικνύοντας την αισθητική πληρότητα και τη συγκίνηση της αυθεντικότητας που κρύβεται πίσω από κάτι ίσως για κάποιους ακραίο. Τίποτα δεν είναι ακραίο, όταν περιβάλλεται από την αλήθεια των εσωτερικών επιθυμιών. Η εξισορρόπηση άλλωστε με το εξωπραγματικό στοιχείο των δύο παρεμβάσεων της Ούρσουλας Φωσκόλου προσφέρει τον παραμυθητικό/παρηγορητικό μανδύα σε μια δύσκολη, μέσα στον ρεαλισμό της, πραγματικότητα. Η ζωή, όμως, έχει και αυτή δύο όψεις, και επαφίεται στην αντοχή του καθενός η επιλογή. Η αληθινή, ωστόσο, είναι πάντοτε η καλύτερη.
Το απώτερο ιστορικό πλαίσιο που διαμορφώνει το φόντο της παλαιάς ιστορίας τοποθετείται στη Σέριφο των αρχών του 20ου αιώνα, στην πρώτη απεργία των μεταλλωρύχων το 1916, αντίδραση στις απάνθρωπες συνθήκες που τους υποχρέωναν να βιώνουν τα αφεντικά των ορυχείων σιδηρομεταλλευμάτων. Τέσσερα τα θύματα από την πλευρά των εργατών, δύο από την πλευρά των χωροφυλάκων διωκτών τους. Μέσα από αφηγήσεις γερόντων θα παρακολουθήσουμε την ιστορία των αρχών του εργατικού κινήματος (με τις συγκρούσεις των κομματικών ορθόδοξων με τους αναρχοσυνδικαλιστές) στην Ελλάδα, με επίκεντρο τη Σέριφο, που δεν ακολούθησε τη τύχη των άλλων γειτονικών νησιών με την αλιεία ως βασική ασχολία αλλά λόγω πλούσιου υπεδάφους έγινε τόπος προσέλκυσης εργατικού δυναμικού από το 1880 ως το 1963.  Το ιστορικό αυτό φόντο εισχωρεί μέσα στην ιστορία του βιβλίου εντελώς λειτουργικά και υποβοηθεί τις αποκαλύψεις. Έτσι γειτνιάζουν οι εποχές, έτσι οι μακρινές μνήμες δένουν με τις τωρινές ζωές των ηρώων. Η Έλενα Μαρούτσου αποκαλύπτει πως αυτή ακριβώς η απεργία αποτέλεσε και την αφορμή για το βιβλίο, όταν στα 100 χρόνια από τα αιματηρά γεγονότα, το 2016,  είδε μια έκθεση στον Δημοτικό Ξενώνα της Σερίφου και την προσοχή της τράβηξε μια εικαστική σύνθεση με ζωγραφισμένα πρόσωπα μεταλλωρύχων. Η αρχή είχε γίνει. Τα υπόλοιπα ήρθαν μετά.


Είναι πολύ ενδιαφέρον το εγχείρημα της από κοινού γραφής, που επιχειρήθηκε εδώ. Μοίρασαν οι δύο συγγραφείς το πεδίο μεταξύ τους με σοφία και ένστικτο. Η Μαρούτσου ανέλαβε με την πείρα της να καθοδηγήσει χτίζοντας τον ρεαλιστικό σκελετό της ιστορίας και η Φωσκόλου συνομίλησε με τα γεγονότα, αφενός με τα δύο παραμύθια (εξαιρετικά στην πληρότητά τους μέσα στη συντομία τους), αφετέρου με τις 6 επιστολές που φέρουν τη συγγραφική της ταυτότητα – η 7η και τελευταία φέρει την υπογραφή και των δύο. Ένα έξοχο σύνολο στη συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της κάθε μιας από τις δύο συγγραφείς. Το διαφορετικό τους ύφος, η προσωπική τους προσέγγιση στη μυθοπλασία, έδωσαν και την απαραίτητη στη λογοτεχνία αληθοφάνεια των χαρακτήρων. Ο ένας χαρακτήρας, πλασμένος λογοτεχνικά από τη Μαρούτσου, η Μυρτώ, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ξετυλίγει το κουβάρι του μυστικού της μητέρας της και εκπλήσσεται από τη δική της κρυμμένη φύση που έρχεται απρόσμενα στην επιφάνεια, στοιχείο που αναδεικνύει την ιστορία ως μια υπόθεση βίαιης ενηλικίωσης και τη σχέση μητέρας κόρης ως ένα αντικαθρέφτισμα ομοιοτήτων.  Ο άλλος χαρακτήρας, το πρόσωπο που γράφει τις επιστολές, με διαφορετικά βιώματα και με το κλειδί της αποκάλυψης μέσα στα λίγα λόγια που κάθε φορά διασώζουν κάτι από την αλήθεια, παίρνει λογοτεχνική υπόσταση με τη γραφή της Φωσκόλου. Δύο πρόσωπα που το ένα συμπληρώνει το άλλο αποτελώντας τον καθρέφτη του. Δύο γραφές που αλληλοσυμπληρώνονται με ευστοχία.
Το αποτέλεσμα μοιάζει πολύ με εκείνες τις φωτογραφίες που τραβάει κανείς μπροστά σε ένα τζάμι, φωτογραφίζοντας, για παράδειγμα, μια γυναίκα πίσω από μια βιτρίνα μαγαζιού. Τότε πάνω στο πρόσωπο της γυναίκας αποτυπώνεται και το πρόσωπο του φωτογράφου, γι’ αυτό και δεν ξέρουμε ποιος από τους δύο είναι το μοντέλο, πού εστιάζει η κάμερα.
Δύο πρόσωπα της ιστορίας με διαφορετική φωνή και γραφή, όπως πρέπει να διαχωρίζεται η προσωπικότητα του κάθε ήρωα από τον άλλον, όχι μόνο με τα παράπλευρα στοιχεία που δίνει ο συγγραφέας για να χτίσει τη μορφή τους αλλά και με τον διαφορετικό τρόπο εκφοράς του λόγου τους.
Το τελευταίο κομμάτι που θα διαμορφώσει την εικόνα του παζλ θα αποκαλυφθεί σε ένα καφέ με τον τίτλο (και αυτό) «Δύο», λες και η μυθοπλασία περιπαίζει τον εαυτό της διαμορφώνοντας το μέτρο το δυαδικό σε όλα που την αφορούν. Δεν είναι καθόλου τυχαία η έμπνευση της αρχαίας γλώσσας που είχε επινοήσει τον δυικό αριθμό για να εκφράσει τη σχέση των δύο ατόμων, τόσο μα τόσο διαφορετική από τη σχέση των πολλών. Εδώ, στην καλαίσθητη και προσεγμένη όπως πάντα έκδοση της Κίχλης, ο αριθμός 2 κυρίαρχος από το εξώφυλλο ως την τελευταία σελίδα της αφήγησης, από τον τρόπο σύλληψης της ιστορίας ως την εκτέλεσή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: