Ευθύς εξαρχής μια αναγκαία εξήγηση: το ότι έγραψα αυτό το βιβλίο δεν μου δίνει το δικαίωμα, τη γνώση ή την αρμοδιότητα να μιλάω σαν ειδήμων γι’ αυτό. Και αν τώρα το κάνω είναι για να γεμίσω τούτες τις λέξεις που ευγενικά −ευχαριστώ, γι’ αυτό− μου ζητήθηκαν. Οπότε ας μην θεωρηθεί πως κατέχω τα ερμηνευτικά κλειδιά της αλήθειας ως προς το νόημα, τις δηλώσεις και τις συνδηλώσεις της γραφής μου. Γνωστά άλλωστε όλα αυτά από τη δομιστική, τη μεταδομιστική θεωρία της λογοτεχνίας και κυρίως από τις θεωρίες της πρόσληψης. Με αυτό λοιπόν το σκεπτικό, λέω κι εγώ τα δικά μου ως εξής.
Ουδεμία πρόθεση αυτοβιογραφίας εδώ. Ένα συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού ο επιθετικός προσδιορισμός, «ιδιωτική», του τίτλου. Για τη δημόσια αντωνυμία θέλει στην πραγματικότητα να μιλήσει ο συγγραφέας, μπας και καταφέρει να εννοήσει τη δική του κατάσταση. Οπότε ξεκινάει εξ ανάγκης από το εγώ, μια που το γνωρίζει λίγο καλύτερα για να περάσει στο εσύ και να φτάσει τελικά στο εμείς. Χλευάζοντας μάλιστα το εγώ, την ωραιοπάθεια του εγώ, την αυταρέσκεια του εγώ, τη μνήμη του εγώ, μαζί με όλη τη συναφή λογοτεχνική και συγγραφική παράδοση που αποκόπτει τη λογοτεχνία από τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο, για να τη διατηρήσει σαν είδωλο στον καθρέφτη απ’ τον οποίο κάθε πρωί λαμβάνει την βολική απάντηση «εγώ».
Αλλά ας επιστρέψω για λόγους σαφήνειας ξανά στο γραμματικό μου εγώ. Εγώ λοιπόν ευγνωμονώ τούτα τα μικρά πεζά. Που με πλησίασαν στην ποίηση και διέσωσαν βυθισμένα κομμάτια από την προσωπική μου μνήμη. Με θυμάμαι ώρες ολόκληρες να κολυμπάω ξημερώματα στην οθόνη του υπολογιστή για να ανασύρω βυθισμένους πάγους, μπας και καταφέρω να αντιμετωπίσω τις πιο βολικές μου αμνησίες. Και να ’μαι σε ένα βιβλίο, να κοιτώ απ’ το όμορφο αυτό εξώφυλλο και τη φροντισμένη αυτή έκδοση τον αναγνώστη για να του κλείσω συνωμοτικά το μάτι και να του πω ότι οι πιο ωραίες αναμνήσεις δεν αφορούν το παρελθόν και ότι η νοσταλγία είναι το χειρότερο ναρκωτικό και ότι εγώ σαν πενηντάρης συγγραφέας έχω το προνόμιο να υφίσταμαι σαν πεντάχρονο παιδάκι, σαν δεκατετράχρονη έφηβη, σαν σαρανταπεντάρης άστεγος, αλλά πάνω απ’ όλα να υπάρχω στο εδώ και στο τώρα σαν αισθητική και κοινωνική οντότητα, πράγμα για το οποίο οφείλω μεγάλη χάρη και στη γραφή και στη ζωή.
Τούτη τη χάρη αποδίδω από την πρώτη ως την τελευταία λέξη του βιβλίου μου. Συνομιλώντας με τις εκλεκτικές λογοτεχνικές συγγένειες, τουτέστιν τον Χάκκα, τον Ιωάννου, τον Αλεξάνδρου, τον Ροΐδη, τον Μπαχτίν, τον Μπένγιαμιν, τη μάνα μου, τον πατέρα μου, το χωριό, τα Γιάννενα και κυρίως την πρόσφατη και τρέχουσα πραγματικότητα. Γιατί αν κάτι έχουν να κομίσουν τούτα τα γραφτά είναι, κατά τη δική μου πάντα κρίση, ότι η λογοτεχνία δεν παύει αισθητικώ τω τρόπω να είναι μια κοινωνική λειτουργία. Και ως τέτοια διατηρεί στον σχετικά αυτονομημένο χώρο της τη δυνατότητα να αδιαφορεί, να αποδοκιμάζει, να καταφάσκει, να οραματίζεται, να εγκρίνει, να ξεπλένει την πραγματικότητα — και τα δικά μου τα γραφτά χωρίς να διατηρούν καμία πίστη και αποκηρύσσοντας από καιρό τις βεβαιότητές τους δεν έχουν παρ’ όλα αυτά καμία όρεξη να ξεπλένουν, να καταφάσκουν, να αδιαφορούν απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα. Το αν τα καταφέρνουν δεν είμαι ασφαλώς ο πιο κατάλληλος για να το κρίνω.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Τα μικρά πεζά του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη με τίτλο Η ιδιωτική μου αντωνυμίακυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Κίχλη (σελ.: 176, τιμή: € 12,80).
Μακέτα εξωφύλλου: Ούρσουλα Φωσκόλου
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδηςείναι εκπαιδευτικός. Γεννήθηκε το 1970. Ζει στο Δυτικό Πέλλας. Η συλλογή Η ιδιωτική μου αντωνυμία (εκδ. Κίχλη, 2018) είναι το έκτο του βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου