Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο Του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη « Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία» μένει κατάπληκτος από το πώς ένας συγγραφέας πιάνεται από μια μικρή λεπτομέρεια του καθημερινού βίου και καταφέρνει να την μετατρέψει σε άτεγκτη διερώτηση που αφορά τον βίο τον ίδιο. Στις μέρες μας που είμαστε εξόριστοι από τη γλώσσα λόγω των τεχνολογιών και με την επίνευση της άγριας εποχής που καταργούνται οι πολιτικοί ηθικοί και ανθρώπινοι άξονες, έχουμε μπροστά μας τα μικροκείμενα αυτά, κείμενα βαθειάς ανθρωπινότητας, που κατατίθενται σε μορφή προσωπικού άσθματος και δημιουργούν μιαν αναπάντεχη αίσθηση οικειότητας στον αναγνώστη.
Νιώθει κανείς διαβάζοντας τα αυτό που λέει ο Νίκος Χουλιαράς: ‘Τραβάει κάθε τόσο τις κλωστές και λίγο λίγο με ξηλώνει’. Ο George Steiner για όλα αυτά τα κείμενα θα έλεγε πιθανόν, πως ‘είναι μια κραυγή εξοργισμένης ανθρωπιάς’. Πίσω από όλα αυτά τα μικροπεζά κρύβεται ένας εκρηκτικός ποιητικός μηχανισμός που θέτει σε λειτουργία έναν αγροτικό παιδότοπο όπου ενίοτε παίζουν οι σκοτωμένοι του εμφύλιου αντάμα με τους προϊστορικούς δεινόσαυρους. Σ’ αυτά τα εντυπωσιακά για τη ζωντάνια και την οικονομία τους κείμενα τα οποία εκτείνονται σε παράλληλα ή ταυτοτικά επίπεδα, διαφαίνεται η οραματική αγωνία του συγγραφέα. Που πάει το όραμα; Ίσως αυτή να είναι η λανθάνουσα διερώτηση πίσω από τα κείμενα και ίσως αυτή η διερώτηση να θέτει πολιτικό πρόσημο σε όλο το βιβλίο. Τα νήματα κινούνται από την παιδική ηλικία και μετά,η Αριστερά και ο εμφύλιος πανταχού παρούσες σκέψεις. Βαθειά του σκέψη, η προδομένη ανάταση και συνακόλουθα η χαμένη ανάσταση όπως γράφει και ο Χρήστος Μπράβος σε ένα κριτικό του κείμενο για τον Γιάννη Δάλα. Ζώντας σε έναν τέλειο τεχνοκρατικά πολιτισμό, σε μια μελλοντική κοινωνία που θα βυθίζεται πιθανόν, ο Χατζημωυσιάδης μέσα σε ένα πρωτογενές κλίμα αισθημάτων, συναρθρώνει τις προσωπικές του ψηφίδες, ορθώνει τη μνήμη και φωτίζει τα πολλαπλά της στρώματα . Η μνήμη του κάθε ανθρώπου είναι η ιδιωτική του λογοτεχνία τονίζει ο Aldus Huxley και αυτό διαφαίνεται καθαρά στα κείμενα αυτά. Πρέπει να τονιστεί πως η λογοτεχνία διέσωσε την ιστορική μνήμη σε μεγάλη έκταση και χρονικό βάθος. Γιατί η Λογοτεχνία είναι η μνήμη μας. Όχι βέβαια η μνήμη περασμένων γεγονότων, όπως μάχες, πόλεμοι και συνθήκες ειρήνης –αυτά μας τα διηγείται η Ιστορία– αλλά η μνήμη που οι άνθρωποι, από σήμερα μέχρι τον Όμηρο και πριν από τον Όμηρο, αισθάνθηκαν, ονειρεύτηκαν, φαντάστηκαν. Το βιβλίο αυτό, λειτουργεί ως γεωτρυπανιστής πετρωμένων και ξεχασμένων αισθημάτων. Σε έναν τοίχο – οθόνη- σκηνή ο Χατζημωυσιάδης στήνει ένα θέατρο σκιών αναμνήσεων και κινητοποιεί τη μνήμη και τη ζωή στον 20ο και τον 21ο αιώνα που πλέει μέσα σε όλα τα ζωτικά υγρά , τα δάκρυα το αίμα το σπέρμα και τον ιδρώτα, θέτοντας υπαρξιακά διερωτήματα που αφορούν τον κλήρο του χρόνου, την αρπάγη του χρόνου, τη διάρκεια και την ανύπαρκτη αιωνιότητα . Ο άνθρωπος σε σχέση με το χρόνο και το θάνατο. και οι σχέσεις με την πατρώα γη. Εξ αφορμής των καταγραφών του βιβλίου για την πατρώα γη, έρχονται στο μυαλό τα τρομακτικά διφορούμενα των ημερών μας, του οίκοι και του πατριωτισμού, από το home στο heimat, έως τη λατρεία της γης και του αίματος, που μπόρεσαν να διακινήσουν ο φασισμός και ο ναζισμός και που δυστυχώς αναβιώνουν στις ημέρες μας. Και η νοσταλγία κι αυτή παρούσα σε ότι τουλάχιστον αφορά τα πρόσωπα που εξέλιπαν. Η νοσταλγία είναι και αυτή κινητήρια δύναμη της σκέψης. Γιατί κάθε γλώσσα έχει τον τρόπο της να εκφράσει τη νοσταλγία και να εντοπίσει τη δυσφορία σε κάποιο μέρος του σώματος, μελαγχολία (μέλαινα χολή). Spleen (η σπλήνα) angoise ( ο λαιμός),να την καταχωρίσει σε ένα πολιτισμικό μητρώο σαν ένα σύνθημα, έστω κι αν είναι εξ εισαγωγής όπως το spleen, από τον Shakespeare ως τον Baudelaire,να τη στρέψει προς το παρελθόν ή προς το μέλλον, συνδέοντας την με ένα συμβάν ή με μια προσδοκία, να την μετατρέψει σε ατομικό , ιστορικό οντολογικό, ή κοινωνικό άλγος. Έτσι και ο Χατζημωυσιάδης, προβάλλει τον κόσμο της επαρχίας σε μια μεταβατική ιστορικά και πολιτικά εποχή και τη ζωή του σ’ αυτήν σε διαφορετικές περιόδους και κάτω από διαφορετικά κοινωνικά πρίσματα. Ο Alfred Korzybski στο βιβλίο του «Science and Sanity» γράφει: ‘A map is not the territory it represents’ . Μ’ άλλα λόγια ο Χατζημωυσιάδης δεν αναφέρεται στην επαρχία σαν locus amenus, σαν μια καταγραφή που ανταποκρίνεται μόνο στις λεπτομέρειες της γεωγραφικής πραγματικότητας, δεν περιγράφει δηλαδή μόνον έναν γεωγραφικό τόπο αλλά εκφράζει και τη βιωμένη αίσθηση στο χώρο αυτό. Προβάλλει χωρίς αποστειρωμένη καλαισθησία την ανεξαρτησία των πραγματικών ή φανταστικών κατασκευών του, τα γνωρίσματα του τόπου του όσο κι αν κάποιες φορές μοιάζουν αταίριαστα ή ανομοιογενή, σε ένα τοπίο που δεν είναι πεποιημένο. Ενσωματώνει ανθρώπινες μορφές, σεμνούς και ευθυτενείς άντρες, λιγνές μορφές, σεπτές μορφές με τσεμπέρια και απομεινάρια της ζωής παλαιών εποχών. Ενοποιεί κτίσματα, αισθήματα και τη φύση σαν ενιαίο αφήγημα. Ενοποιεί την ομορφιά του άψυχου και την ηδονή του ζωντανού, με το απαλό γυαλόχαρτο της γλώσσας του. Βλέπει κάθε νύχτα νιώθει κάθε μέρα . Συνθέτει εικόνες, επιλέγει ήχους , ανεξερεύνητες λέξεις που τριγυρίζουν, κραυγές που συναρθρώνονται. Οι νεκροί του ήρωες ζουν και το οφείλουν στην πένα του. Τους εμφύσησε ζωή, έκτισε τους χαρακτήρες τους, επινόησε τις αρετές τους, έφερε στην επιφάνεια τα χούγια τους, σχεδίασε αποκλειστικά την όποια μοίρα τους. Αποκρυπτογραφεί τις μακρινές φωνές των ανθρώπων, μαντεύει τα λόγια τους, ταξινομεί τους ήχους και τα αρώματα, τα κρωξίματα, την καΐλα του καλοκαιριού, τη μούχλα, τους ιδρώτες, τα άνθη τα εαρινά, τη μυρωδιά των τσιγάρων. Όλα όσα αναπνέει κι αφουγκράζεται είναι τα κείμενα αυτού του βιβλίου. Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι ένα κεραυνόπληκτο μυαλό, ένας άνθρωπος εμβαπτισμένος στους ανθρώπους και όχι ένας ναυαγοσώστης της συνήθειας. Ένας ευαίσθητος πολιτικός και κοινωνικός καταγραφέας που απώτερο στόχο έχει την αγωνιστική απονάρκωση. Τα κείμενα του αποτελούν αφόρμηση γι αυτήν την απονάρκωση αφού στις περισσότερες περιπτώσεις αφήνει την πόρτα στον αναγνώστη ανοιχτή για να την προσεγγίσει, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω γνώσεις, εξηγήσεις και διευκρινίσεις, ανοίγοντας παράδρομους που μπορεί στη συνέχεια να γίνουν λεωφόροι. Το βιβλίο του είναι συναρπαστικό όχι μόνο για τους διανοούμενους αλλά και για όλους αυτούς που αποκαλούμε γενικούς αναγνώστες. Είναι ένα βιβλίο βαθιά ανθρωποκεντρικό, ζωσμένο από ένα ανθρωπομάνι που περπατά, φωνασκεί, δακρύζει, σιωπά, ζει και πεθαίνει, οδηγώντας τον αναγνώστη άλλες φορές στο Νιτσεϊκό μονοπάτι στο δάσος κι άλλες στο ξέφωτο του Heidegger. Είναι ένα βιβλίο που περπατά στη μοναξιά του χρόνου και της ιστορίας πνίγοντας τα δάκρυα του γιατί αυτός είναι ο αρχικός - κι ο τελικός σκοπός της τέχνης, η υπέρβαση της καταγωγικής, ανθρώπινης συνθήκης που είναι το πένθος.
http://www.thraca.gr/2019/03/blog-post_14.html?spref=fb&fbclid=IwAR22H7ajACKbFJiXJnOZ0cELx-aR5tNFE6YX1e3mfTa5imhas_VSmyz_4q8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου