26.3.19

Μάκης Καραγιάννης: «Μικρό και αλαζονικό έθνος»

Ανδρέας Μήτσου
 Δημοσιεύτηκε 15 Μαρτίου 2019
Ο Μάκης Καραγιάννης επιλέγει το «Μήνιν άειδε, θεά» της Ιλιάδας ως προμετωπίδα των δοκιμίων του «ελληνικής αυτογνωσίας». Υποψιάζομαι πως θα επιχειρήσει να ανιχνεύσει και να αποτυπώσει την έννοια της οργής, η οποία πιθανώς εμφιλοχωρεί και χαρακτηρίζει «το μικρό και αλαζονικό έθνος» και μ’ αυτόν τον γνώμονα θα πορευτεί στη διερεύνηση του θέματος. Στο προεισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, με τίτλο «Για μια νέα στροφή», αντιλαμβάνομαι ακόμα πως ο συγγραφέας θα επικεντρωθεί στις λέξεις, πως θα επενδύσει στη γλώσσα – τη λογοτεχνία, παράλληλα με την ιστορική ανασκόπηση του υλικού του. Ο ίδιος, ένας καλλιεπής τεχνίτης της λέξης, προτίθεται, διαβάζω στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, να ανιχνεύσει «τη συγκρότηση του υποκειμένου».

 Η τέχνη της προώθησης Γνωρίζω βέβαια καλά, πράγμα που κι εκείνος σίγουρα κατέχει, πως είναι εντός της γλώσσας, και από τη γλώσσα, που ο άνθρωπος συγκροτείται ως υποκείμενο. Γιατί η γλώσσα μόνο θεμελιώνει, στην πραγματικότητα –μέσα από τη δική της πραγματικότητα (που δεν είναι άλλη από αυτήν του όντος)– την έννοια του εγώ. Είχα δηλαδή ήδη, ευθύς εξαρχής, προετοιμαστεί για τον τρόπο που θα εμβολίσει το απροσπέλαστο αυτό θέμα. Οι λέξεις, παρ’ όλα αυτά, «ιπτάμενα στιλέτα», όπως κι ο ίδιος παραδέχεται. Κράτησα, λοιπόν, την έννοια της οργής, «μήνις», κι αυτήν της γλώσσας, της λέξης, ως ερμηνευτικούς οδηγούς μου. Οι λέξεις πάντως, «τα λόγια», καθώς τονίζει ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, δεν είναι παρά «ενστικτώδεις κινήσεις προφυλάξεως, κάποιου τρομαγμένου ζαρκαδιού». Παράτολμο δηλαδή και επισφαλές να τις εμπιστευτείς, υποθέτω. Ο Μάκης Καραγιάννης, σε μια εποχή όπου οι έννοιες του έθνους, της πατρίδας, αλλά και της ταυτότητας του υποκειμένου ευρύτερα, ραγδαία μεταβάλλονται ή έστω τυλίγονται από την πνιγερή αχλή της απροσδιοριστίας, απροκάλυπτα λοιδορούνται και αποδομούνται, αποπειράται μια πράξη παράτολμη και «αλαζονική», επιχειρώντας να τις επανορίσει. Υιοθετώ, εδώ, αυτόν τον χαρακτηρισμό του Νίτσε «μικρό και αλαζονικό έθνος» υπαινισσόμενος την ποιητική του διάσταση, ως οιονεί φιλοφρόνηση θέλω να πω και καθόλου ως αναίρεση προς τον συγγραφέα. Σε κάθε περίπτωση προκρίνει τον αμφισβητούμενο όρο «ελληνική ιδιαιτερότητα», από την εισαγωγή κιόλας. Και αυτός θα λειτουργήσει, όπως οι ράγες του σιδηρόδρομου, αφού πάνω σε τούτη τη δεδομένη παραδοχή της ελληνικότητας θα κυλήσουν οι σκέψεις και οι στοχασμοί του. Προσφεύγει μάλιστα στην επικουρία πολλών διανοουμένων, του Παναγιώτη Κονδύλη, του Κώστα Αξελού ή του Κορνήλιου Καστοριάδη κ.ά., καθώς επιχειρεί να προσδιορίσει και να φωτίσει αυτή την «ελληνική ιδιαιτερότητα». Αχανές και ανεξάντλητο ασφαλώς το θέμα του βιβλίου, η εμμονική ταλάντευση που κατατρύχει το έθνος, να σχοινοβατεί αδιάλειπτα μεταξύ νεωτερικότητας και παράδοσης, ανάμεσα Δύσης και Ανατολής, Διαφωτισμού και ανατολικής παράδοσης. Δυσπρόσιτο και το ερώτημα γιατί το νεωτερικό υποκείμενο, το οποίο ενώ αναδείχθηκε και δοξάστηκε στη Δύση, δεν ευδοκίμησε στην Ελλάδα παρόλο που τα επαναστατικά συντάγματα στηρίχτηκαν στις αρχές του Διαφωτισμού. Πώς αλλιώς, όμως, θα μπορούσε να καταδειχθεί ετούτη η λεγόμενη «ελληνική ιδιαιτερότητα», παρά μέσω αυτής της σύγκρισης; Το υπερτροφικό εγώ, η κατάρα του Οιδίποδα, αυτή η μόνιμη τάση για φιλονικία θα καταπραϋνθεί. Στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο, «Η κατάρα του Οιδίποδα» (πάθος, συμφέρον, λογική), ο συγγραφέας αφορμάται από τη σύγκρουση Αγαμέμνονα-Αχιλλέα, για να επισημάνει την έννοια της ύβρεως, η οποία στιγματίζει και καθορίζει τις πράξεις όχι μόνον των μυθικών μορφών της αρχαιότητας, αλλά και των προσώπων της σύγχρονης ιστορίας μας. Είναι η ίδια εκείνη «μήνις», το ίδιο πάθος, που καταλήγει στις πιο φρικτές πράξεις, η ίδια εγωκεντρική λογική. «Ακόμα και τα συμφέροντα αρχίζουν να τραυλίζουν μπροστά στο ανεξέλεγκτο πάθος», συμπεραίνει ο Μάκης Καραγιάννης. «Θα πίστευε κανείς ότι μετά από χιλιάδες χρόνια, οι Έλληνες θα είχαν διδαχθεί από τα λάθη τους και δεν θα επαναλάμβαναν παρόμοιες σκηνές, αλλά αν ρίξει κανείς μια πρόχειρη ματιά στις σελίδες της πρόσφατης ιστορίας μας» συνεχίζει – και αναφέρεται χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων στην περίοδο του Εμφυλίου, στο Μπούκλες, κοντά στον Δούναβη, όπου πέντε χιλιάδες αριστεροί πρόσφυγες, μετά την εκδίωξή τους από τη χώρα, με τον ίδιο τρόπο «τρώγονταν» μεταξύ τους, φτάνοντας στην πιο κτηνώδη βία (αποκεφαλισμούς των καθοδηγητών με τσεκούρια, κι άλλες παρόμοιες βαναυσότητες), παρόμοιες ακριβώς με εκείνες του Πελοποννησιακού πολέμου, πανομοιότυπες και με άλλες, αντίστοιχες, σκοτεινές ιστορικές περιόδους. Είναι «ο έρωτας του εγώ», επικαλείται τον Κούντερα και την Αθανασία του, «η ψυχή που έχει πάθει υπερτροφία». Στο κεφάλαιο «Η γενεαλογία του υποκειμένου και της ατομικής ευθύνης» (η πρόωρα ανθισμένη ατομικότητα) από την αρχαία Ελλάδα και τους φιλοσόφους της, από τον ομηρικό κόσμο, φτάνει μέχρι το σήμερα, διερευνά τον ρόλο της Ορθοδοξίας, την αντιπαραβάλλει με τον Προτεσταντισμό, αγγίζει το θέμα της εργασίας, της σκόλης, του ρυθμού και της βραδύτητας. Επικαλείται-προσφεύγει στα μεγάλα πνεύματα, αγωνιά να βρει απαντήσεις στο βασανιστικό ερώτημα από τι καθορίζεται η ταυτότητα, η βαθύτερη ιδιοσυστασία του ατόμου. Στην ομηρική ηθική, η «τιμή» και η «αιδώς» ήταν αρκετή για να συγκροτήσουν ένα κοινωνικό πλαίσιο ένταξης, το οποίο δεν επέτρεπε την ανάδειξη της όποιας διαφορετικής ατομικότητας. Πολύ αργότερα αναδείχθηκε ο ατομικός λόγος, ως αποτέλεσμα της αρχαιοελληνικής σκέψης. Τι είναι, λοιπόν, ελληνικότητα; Αυτό επιχειρεί να προσδιορίσει και να αποσαφηνίσει, όσο προχωρεί την αναρρίχησή του ο συγγραφέας και είναι, όντως, ενδιαφέρουσα η αντιπαράθεση θέσεων και απόψεων. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ανασυστήσει δικές του ιδέες, να εξαγάγει συμπεράσματα. Η ιστορική αναδρομή ψύχραιμη και αμερόληπτη, η διαφορετική οπτική των πολλών στοχαστών καταγράφεται με απόλυτο σεβασμό. Εναπόκεινται στον κάθε αναγνώστη οι τελικές απαντήσεις. Ο συγγραφέας διακριτικά αποσύρεται, διατηρώντας ωστόσο τις θέσεις του. Καταλογίζει στον ελληνικό μοντερνισμό του Σεφέρη και του Ελύτη μια πρόθεση να εξωραΐσουν τον «μύθο», «τον αυθεντικό λαό» των δημοτικιστών (με τον Μακρυγιάννη και τον Θεόφιλο και τον εξιδανικευμένο ελληνικό τόπο), δυσφορώντας με τον αμαρτωλό ελληνοκεντρισμό. «Κέντρο τίνος πράγματος», εύλογα διερωτάται, προκρίνοντας μια άλλη, περισσότερο ανοιχτή θεώρηση του κόσμου, όπου ο ελληνοκεντρισμός φαντάζει ιδέα χωρίς νόημα και ουσία. Απορρίπτει έτσι την «υπεραξίωση» του «Αη-Λαού» και αποδίδει στον λαϊκισμό όλα τα δεινά της ιστορίας μας. Ένας λαϊκισμός, ο οποίος κατεξοχήν υποστηρίζεται από τη νεορθόδοξη παράδοση, αλλά και ανάγεται, δυστυχώς, σε περιωπή και στην κυρίαρχη αριστερή σκέψη. «Αν αυτό είναι αριστερά, δεν δέχομαι την ιδιότητα του αριστερού», με σαφήνεια εκφράζει τη διαφοροποίησή του η εμβληματική της μορφή, Δημήτρης Ραυτόπουλος. Επικαλείται-προσφεύγει στα μεγάλα πνεύματα, αγωνιά να βρει απαντήσεις στο βασανιστικό ερώτημα από τι καθορίζεται η ταυτότητα, η βαθύτερη ιδιοσυστασία του ατόμου. Γνώστης της ελληνικής λογοτεχνίας και της ευρωπαϊκής, ο Μάκης Καραγιάννης εκθειάζει τα πρώτα δειλά βήματα προς τον ρεαλισμό, διαχωρίζοντάς την από την επικυριαρχία της λαογραφίας και της βουκολικής ηθογραφίας. Στον αστικό ρεαλισμό της ελληνικής λογοτεχνίας της γενιάς του ’80 και του μεσοπολέμου, εντοπίζει τα σκιρτήματα μιας νέας ατομικότητας, ωστόσο αποδίδει στον Σεφέρη την επιζήμια σύζευξη παράδοσης-νεωτερικότητας, την ανάδειξη της ελληνικότητας και του ελληνοκεντρισμού ως αισθητικής ιδέας. Ο μοντερνισμός του Σεφέρη επιτυγχάνει «την ατελή σύζευξη του ελληνισμού», μια στατική, κατά τον συγγραφέα, αντίληψη της ελληνικότητας. «Στη σύγκριση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, κερδίζει το παρελθόν, ενώ το μέλλον δεν φαίνεται στον ορίζοντα της οπτικής του», αποφαίνεται. Θέσεις, οπωσδήποτε, οι οποίες επιδέχονται και διαφορετικές προσεγγίσεις. Ότι, δηλαδή, δεν πρόκειται ίσως για «υψιπετείς ρεμβασμούς επί των ερειπίων». Οι ρεμβασμοί του Σεφέρη με άλλον τρόπο, διαφορετικό, «μας προσγειώνουν» απ’ ό,τι οι πεισιθανάτιοι στίχοι του Καρυωτάκη, στο «ιστορικό παρόν»: «Λίγοι στίχοι του Καρυωτάκη αρκούν για να μας προσγειώσουν από τον αρχαιοελληνικό μύθο και τους υψιπετείς ρεμβασμούς των ερειπίων του Σεφέρη, στο ιστορικό παρόν» (σελ. 211) αποφαίνεται. Ο ελληνοκεντρισμός και η ελληνικότητα υπήρξε μια ιδεολογική κατασκευή της γενιάς του ’30, για να εξελιχθεί στη γελοιογραφική απομίμηση του λαϊκιστικού λόγου των ημερών μας, συνοψίζει ο Καραγιάννης. «Η αφελής ατομικότητα, κατά αυτόν, καθιστά τον άνθρωπο παθητικό στοχαστή ενός ομιχλώδους και ατελέσφορου παρελθόντος». Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο «Η Ελληνική σκέψη στον καθρέφτη της Ευρωπαϊκής», αντιπαρατίθενται, το δίπολο του Σωκράτη που αναζητά την αλήθεια στον ορθό λόγο, με εκείνο του Αβραάμ που προκρίνει την πίστη και την υπακοή, διερωτώμενος ο συγγραφέας εάν η υπερβατική αλήθεια και η κατάκτηση της γνώσης συνιστούν έννοιες ασυμφιλίωτες, κατά αντίληψη του Σεστώβ. Προσφεύγει στη Βίβλο και στον ομηρικό κόσμο, στοχάζεται πάνω στην παράδοση και την αμαρτία, την ενοχή, που κανοναρχούν στον πυρήνα της εβραϊκής αντίληψης, και τη διανοητική πρόσληψη του κόσμου, που διέπει το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, το ελληνικό ιδεώδες. Την υπερβατικότητα, το πέταμα της σκέψης και την απαγκίστρωση από μια ηθικολογική συνέπεια. Η προσήλωση στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη, σε όλες τις εκφάνσεις της, στην τραγωδία, ακόμα και στη μαθηματική σκέψη, την αντίθεση Ευκλείδη-Νεύτωνα, φωτίζει την ανατρεπτική θεώρηση και την ερμηνεία του κόσμου. Ο στοχασμός πάνω στο πρόσωπο της Αντιγόνης και τις πολλαπλές εκφάνσεις-ερμηνείες του μύθου της αντιδεικνύουν τον Μάκη Καραγιάννη ως έναν εμβριθή στοχαστή. Η αντιπαράθεση, εξάλλου, του σχήματος Ζορμπά-Φάουστ και η θέση του πως «χρειαζόμαστε μια νέα ατομικότητα, που θα τοποθετεί τη λογική πάνω από το πάθος της Ανατολής» καθρεφτίζει τη θέση που διέπει όλο το δοκίμιο. Μια θέση η οποία αποδίδει την ελληνική ιδιαιτερότητα, με τη ροπή της στον ανταγωνισμό και το πάθος, να έχει τις ρίζες της στον μύθο και την ελληνική ιστορία. Και ωστόσο, παρόλο που θεωρεί το υπερτροφικό εγώ υπεύθυνο για τη διαρκή ύβρη που διαπράττεται, αποδίδει «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», καταδεικνύοντας την καταστροφική επίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το βάλτωμα και την οπισθοδρόμηση – όσο κι αν αναγνωρίζει τη συμβολή της στη διατήρηση της γλώσσας και την εξ αυτού συνέχεια του γένους. Η κουλτούρα της ενοχής θα πρέπει να δώσει τη θέση της στον ορθολογισμό και την υπέρβαση των εγγενών αδυναμιών. Η συμφιλίωση και η συνύπαρξη των αντίθετων ιδεολογιών και νοοτροπιών θα επιφέρει αναπόφευκτα ένα χώνεμα, μια ζύμωση, από όπου θα προκύψει ένα δυναμικό φωτεινό αύριο, στο οποίο θα έχουν επουλωθεί τα τραύματα του παρελθόντος και θα έχει αποτιναχθεί η σύμφυτη μιζέρια μας. Το υπερτροφικό εγώ, η κατάρα του Οιδίποδα, αυτή η μόνιμη τάση για φιλονικία θα καταπραϋνθεί. makaragianΦάουστ, λοιπόν, ή Ζορμπάς; Διερωτάται για να καταλήξει πως χρειάζεται όντως μια νέα ατομικότητα, μια νέα σύνθεση και ήπια συνάντηση Δύσης και Ανατολής, όπως διατεινόταν ο Καζαντζάκης. Αυτό είναι που θα μας απαλλάξει από την κατάρα που μας κατατρύχει αιώνες τώρα. Πώς θα παντρέψουμε το Απολλώνειο και το Διονυσιακό στοιχείο. Πώς θα συγχωνευθούν, θα αφομοιωθούν οι εγγενείς, οι ασυμφιλίωτες αντιθέσεις που μας ταλανίζουν. Μικρό και αλαζονικό έθνος Δοκιμές ελληνικής αυτογνωσίας
Μάκης Καραγιάννης Επίκεντρο 368 σελ. ISBN 978-960-458-817-6 Τιμή €14,00
https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/11791-mikro-alazoniko

Δεν υπάρχουν σχόλια: