31.3.19

Χάιντεγκερ, Ράμφος, Παπαγιώργης και η γενιά της «Χώρας» – του Αντώνη Ζέρβα



Το 1972 κυκλοφόρησε η πρώτη μου συλλογή με τον τίτλο Τετράδιο (Κέδρος), κατόπιν συστάσεως του Στρατή Τσίρκα. Ηταν μια σεφερογενής σειρά ποιημάτων που επαινέθηκε, παραδόξως, σε μια εποχή εξαιρετικά έντονης πολιτικοποίησης. Θα περνούσε καιρός, όσο να καταλάβω γιατί μόνο το γνώριμο και δεδομένο δίνει κατά κανόνα λόγο, δηλαδή τροφοδοτεί τις φιλολογικές αποτιμήσεις.
Μολαταύτα, σ’ ένα ποίημα εκείνης της σχεδόν εφηβικής συλλογής, απαντούν οι στίχοι:
Ἀνάμεσα σ’ ἐμένα και σ’ ἐσένα
Μιὰ ζωή, ὁδηγώντας
Στὸν ἑαυτό μας.
Μάθε νὰ τὴ λὲς ΥΠΑΡΞΗ.

Τώρα που το σκέπτομαι, η λέξη Ύπαρξη ήταν κάτι σαν διαισθητική σφήνα στο μυαλό ενός νεαρού της εποχής. Δεν προσέχθηκε από τους επαινετές, προσέχθηκε όμως από δύο νέους που θα συναντούσα στο Παρίσι, τον ποιητή Νίκο Λεβέντη που ετοίμαζε κι αυτός την πρώτη του συλλογή Ουράνιο Μέλλον (Ικαρος 1973), μια σειρά έξοχων και πολύ υποσχετικών ποιημάτων, και τον φιλόσοφο Κωστή Παπαγιώργη που δεν είχε δημοσιεύσει τίποτε ακόμα, όπως ακριβώς και ο τέταρτος της παρέας Λάκης Αποστολόπουλος.
Γύρω από τη λέξη «ύπαρξη» θα δενόταν η πολυτάραχη φιλία μας. Και η λέξη αυτή θα μας απομόνωνε από την πολιτικοποιημένη σκέψη και την ποίηση του μετασουρεαλιστικού βιώματος που κόμιζε η δεκαετία του ’70 στην Αθήνα. Δεν αναγνωρίσαμε ποτέ τον εαυτό μας ως συγχρόνους της. Η δική μας αναρώτηση ήταν απολύτως άλλης τάξεως. Καθώς και άλλης τάξεως τα έργα που προετοιμάζαμε καλώς κακώς σε απόλυτη αντίθεση με τα «βιωματικά» δεδομένα του καιρού μας. Η πρώτη δημόσια εκδήλωση της δικής μας αναρώτησης ήταν η έκδοση του περιοδικού Χώρα 1978-1979. Τρία τεύχη όλα κι όλα. Το τρίτο μάλιστα δεν κυκλοφόρησε ποτέ, κι ας είχε τυπωθεί!
Στις τελευταίες σελίδες του Είναι και Χρόνος (1927), ό Χάϊντεγκερ γράφει: «Ουσία του ανθρώπου είναι η ύπαρξη», αλλά όχι όπως κατανοήθηκε και κατανοείται. Πρόκειται για τον ιδιάζοντα τρόπο υπάρξεως του ανθρώπινου όντος ως προς τη διάνοιξη και εκπλήρωση της ουσίας του μέσα στο χρόνο. Ένα αρχέγονο αίσθημα και μια αρχέγονη κατανόηση του είμαι μέσα στον κόσμο, πριν από το εγώ, τη συνείδηση, το υποκείμενο, το πρόσωπο, δηλ. πριν από τον άνθρωπο ως άνθρωπο.
Θυμάμαι ακόμη με ανατριχίλα τις συζητήσεις μας γύρω από το dasein που δεν είναι άτομο ούτε ύπαρξη με την έννοια των υπαρξιστών και του παραλόγου. Δυσκολευόμασταν να συλλάβουμε πώς εννοούσε ο Χάϊντεγκερ αυτή την κοινή λέξη της γερμανικής φιλοσοφίας, παρά τις διεξοδικές αναλύσεις της υπαρκτικής συγκρότησης του «είναι-το-εκεί» (dasein) μέσα στον κόσμο. Ήταν κάτι ριζικά νιόφαντο που φώτιζε ακυρωτικά όλη την ιστορία της δυτικής σκέψης, διάνοιγε μια νέα διάσταση του ιερού, επέβαλε αυστηρότατες αυτοπειθαρχίες μελέτης αλλά και φλύαρης σιωπής.



Όλη μας η αγωνία απέρρεε από ένα και μόνο: αυθεντικότης ή αναυθεντικότης, δηλαδή αν καθορίζεσαι βάσει των αληθειών του γνώριμου και δεδομένου κόσμου, ή αντιθέτως βάσει του ιδίου και αναπαλλοτρίωτου τρόπου γνώσεως, της άλλης αλήθειας, του «εκεί», που ξεχνιέται και εξουδετερώνεται μέσα στον κόσμο. Η δεύτερη δυνατότητα, η δυνατότητα της αυθεντικότητας αποτελεί, κατά Χάϊντεγκερ, «την αλήθεια της ύπαρξης».
Κατοικούμε στην αλήθεια και την αναλήθεια ταυτοχρόνως. Όλα εξαρτώνται από τη στροφή που θα κάνει καθένας, από την απόφαση που λαμβάνεις ως προς το «εκεί» της ύπαρξης. Η στροφή είναι ζήτημα «επιθυμίας» και η επιθυμία προς την κατεύθυνση του αυθεντικού καθιστά δυνατή τη γνήσια ποίηση και σκέψη.
Χρειαζόταν, μαθαίνοντας, να ξεμάθει κανείς για «να υπάρξει μέσα σ’ αυτό που δεν έχει όνομα», να ανακαλύψει το «ανέφελο διάστημα του Είναι» και ν’ αφεθεί στο διεκδικητικό του κάλεσμα. Ύπαρξη είναι η έκ-σταση όχι ως ενεργός πραγματικότητα, κάτι το απλώς πραγματικό, ούτε ως συνείδηση, βίωμα, και επομένως ως δυνατότητα για τη μεταφυσική υπέρβασή της, αλλά ο διαυγασμός της καταγωγικής μέριμνας, το «άνοιγμα» προς το «εκεί» της μέσα στον κόσμο. Η μέριμνα και η έκ-σταση αλληλο-επιστηρίζονται στην εμ-μονή της υπάρξεως.
Ύπαρξη είναι μόνο ο άνθρωπος, διότι μόνο ο άνθρωπος εννοεί και μπορεί συνεπώς να εννοήσει το Είναι ως χρόνο. Εξ αυτού και όλα τα κρίσιμα ερωτήματα, διότι η ύπαρξη καθορίζει τη συνείδηση των πραγμάτων και την αυτοσυνείδηση. Το βάθος της ύπαρξης είναι χρόνος, όχι κατά την έννοια του τριπλού χωρισμού σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, αλλά με τη θεμελιώδη, όσο και αινιγματική, έννοια της αλήθειας. Το αίνιγμα του Χρόνου δεν εξαντλείται στην παρατήρηση και ερμηνεία της μεταβολής των όντων. Κάτω από τον ιστορικό χρόνο, υπάρχει ο άλλος χρόνος της κεκαλυμμένης αλήθειας. Εξ ού και η βαθειά ενόραση πολλών ποιητών και στοχαστών, ότι όλες οι εποχές είναι σύγχρονες, δηλ. όλες οι εποχές, παρά τις μεγάλες τομές που διακρίνουν τη μία από την άλλη, εκπορεύονται από το θεμέλιο του Είναι ως Χρόνου και Τίποτε. Ο χρόνος δεν δείχνει απλώς αυτό που μεταβάλλεται και περνάει, το νέο που παλιώνει, το ζωντανό που πεθαίνει. Το αίνιγμα του χρόνου έγκειται στο γεγονός ότι δείχνοντας, αποκρύπτει. Δείχνοντας, μας κάνει να καταλαβαίνουμε ότι η σκέψη είναι ομοούσια με τον χρόνο. Δείχνοντας, σωρεύει ερμηνείες και στάσεις που επενδύουν τον εαυτό, και άρα καθορίζουν τις επιλογές του. Κρύβοντας, εισάγει την πρωτογενή αγωνία που δεν είναι αγωνία ψυχολογικής τάξεως, αλλά πάθημα καταγωγικό της ίδιας της ύπαρξης ως εκ-στάσεως. Βγάζοντας τα πράγματα στη θέα της μεταβολής και του γίγνεσθαι, αποκρύπτει διαρκώς την παραμόνιμη ουσία της αλήθειας. Αλλά και διαρκώς, με την ποίηση και τον στοχασμό, ανανεώνεται το θεμελιώδες ερώτημα οὗ ἐστι χρεία: τί είναι αυτό που κάνει εμένα, αληθινά εμένα και τα πράγματα, αληθινά πράγματα. Ή με τον εναγώνιο στίχο ενός από τους αληθινούς ποιητές μας : «Τί εἶναι θεός, τί μὴ θεός καί τί τ’ ἀνάμεσό τους;» (Γ. Σεφέρης).
Αυτή η κλήση, κάτω από τον χρόνο της βιωματικής ζωής και της Ιστοριογραφίας, προς την αλήθεια του Είναι που καταργεί τις ευκολίες της σχετικότητας, καλείται από τον Χάϊντεγκερ «ιστοριακή ή ιστορία του Είναι». Στη γλώσσα του Έζρα Πάουντ λέγεται Make it new = ανανακαινίζετε, όχι όμως όπως ερμηνεύεται συνήθως, δηλ. ως ανανέωση ή επιστροφή μιας παρωχημένης ιστορικής πίστης, αλλά ως διαρκές κάλεσμα της υπαρκτικής αλήθειας. Μόνον έτσι αποκτά κρίσιμο νόημα και η ενορατική σκέψη του Ζήσιμου Λορεντζάτου περί Χαμένου κέντρου.
Η επιλογή της αυθεντικότητας έβγαζε σ’ ένα πολυμέτωπο, οδυνηρό και αιματόβρεκτο πεδίο μάχης, όπου εμείς οι ίδιοι πρώτοι – πρώτοι ήμασταν οι πιο ανελέητοι αλληλομάχοι. Οι άλλοι, οι έξω μέσα στον κόσμο, δεν αποτελούσαν αξιόμαχους αντίπαλους. Μοιραία όμως, ο «κόσμος τους» ήταν ασήκωτος, απροσμάχητος. Βλέπαμε πως θα δεινοπαθούσαμε παρά τους συχνούς επαίνους που κατά βάθος δεν απέβλεπαν παρά στον εξισωτικό παροπλισμό της ενσωμάτωσης, και οι οποίοι άλλωστε σιγά σιγά θα βουβαίνονταν. Η επιθυμία της αυθεντικότητας δεν λογάριαζε τις αξιωματικές ηθικές και αισθητικές αρχές. Πολεμούσαμε εναντίον όλων και όλα μας πολεμούσαν. Και πολεμιόμασταν άγρια μεταξύ μας.
Αλλά την εποχή εκείνη δεν κατανοούσαμε πέρα για πέρα τις προοπτικές που διάνοιγε η τρομακτική αναρώτηση περί επανακαθορισμού του παραδοσιακού ορισμού της ουσίας του άνθρωπου ως «ζώου λόγον έχοντος» και «ζώου ιστορικού», δηλ. του ανθρώπου ως «σύνθεσης σώματος, ψυχής και νου». Ο ορισμός αυτός ισχύει εδώ και 2000 χρόνια. Αλλά τί είναι δύο χιλιάδες χρόνια μπροστά στην αλήθεια του Είναι, ρωτά ο Χάιντεγκερ.

Είμαι μέσα στην παράδοσή μου σημαίνει: έχω να την κατανοήσω, κατανοώντας τον εαυτό μου ως χρονική απόσταση, και κατανοώ την απόσταση σημαίνει νέες δυνατότητες αντιλήψεως της ίδιας μου της παράδοσης, του εαυτού και του κόσμου. Σημαίνει πριν απ’ όλα ν’ ανοίξεις την πόρτα σου στο ερώτημα της λήθης που σχηματίζουν οι αλήθειες του σύγχρονου κόσμου με τις λογικές, δημοχαρείς και καλοπροαίρετες επιλογές του και τα τερατώδη αποτελέσματα. Γιατί «η σκέψη που σκέπτεται τη λήθη του Είναι αποτελεί γεγονός του ίδιου του Είναι και συνεπώς ακροάται και υπηρετεί το Είναι» (Χάϊντεγκερ).Νοιώθαμε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την κυρίαρχη φιλοσοφία του υποκειμένου και τις συναφείς φιλοσοφίες των σκοπών, έστω κι αν ξεκινούσαν από το ζήτημα της «αλλοτρίωσης» του ανθρώπινου προσώπου. Παρακολουθούσαμε τις διάφορες απόπειρες «εξόδου», όλα τα φιλοσοφικά και λογοτεχνικά κινήματα της εποχής με πρώτο και κύριο τη «γλωσσολογική στροφή», έπειτα την κριτική αποδόμηση της «παράστασης» ήτοι του νοήματος, εν συνεχεία την «ερμηνευτική». Πλην ο τοίχος του υποκειμένου ήταν, και είναι, ανυπέρβλητος. Τότε βεβαίως δεν υπήρχε αίσθημα απελπισμού και απόνοιας, γιατί φοιτούσαμε στα θρανία της δυτικής σκέψης, το μάθημα κολοσσιαίο και απέραντο. Ορισμένες στιγμές ερχόταν στο μυαλό η σωτήρια παραίτηση: Το μοναστήρι νά ‘ναι καλά. Μα δεν διαρκούσε, ο ένας ορίζοντας διαδεχόταν τον άλλον. Θα ακολουθούσε η ορθόδοξη θεολογία και η γραμματεία των Βυζαντινών, με μεγαλύτερη ή μικρότερη προσήλωση του ενός και του άλλου. Θα ανακαλύπταμε πάντως τη δική μας παράδοση μέσω της Δύσης. Αυτή είναι η Μοίρα του Νέου Ελληνισμού, μας αρέσει ή όχι. Θα συνειδητοποιούσαμε πως οι επιστροφές είναι μάταιες, όσο ρηχές είναι και οι παντοειδείς φυγές προς τα μπροστά∙ πως άλλο χρειάζεται, αλλά με αγάπη και σεβασμό για όσα έγιναν. Η γενιά του ΄30, το τελευταίο πνευματικό γεγονός της Νεώτερης Ελλάδος που ολοκληρώθηκε στο Έπος της Αλβανίας, είχε ταυτίσει την «αυθεντικότητα» με την επιστροφή στον ενιαίο εαυτό της παράδοσης. Άλλο πράγμα ήταν πλέον αναγκαίο. Ένα νέο είδος Επαναπατρισμού.
Ώστε χρειαζόταν αγώνας για να ξεριζωθούν από μέσα σου οι γραμμικές νοητικές συνήθειες, να ελεγχθούν οι αισθητικές αρχές του αριστοτελικού «οργανισμού», οι αυτοματοποιημένες σχέσεις αιτίου και αιτιατού, οι ψευτομορφιές του λυρικού εφησυχασμού, προπάντων το μέγα μύθευμα της Ελληνικής συνέχειας. Παράδοση δεν είναι η συνέχεια, αλλά οι ορμαθοί νοημάτων λόγου.
Ετσι και το ποίημα ή το στοχαστικό δοκίμιο, ένας παθηματικός κόμβος νοήματος που αναπτύσσεται κατά κύκλους περιστρεφόμενους σε σχέση παραλληλίας, ώστε να αποφεύγονται τα εύκολα και ασφαλή συμπεράσματα που βλέπουμε να σερβίρονται ανά πάσα στιγμή, σαν να βγαίνουν από το ψυγείο. Το εγώ του ποιητή και του στοχαστή οφείλει να αποσύρεται, διανοίγοντας την αυλή των ερωτημάτων, και όχι να παίρνει γραμματικές πόζες στον καθρέφτη του. Δεν είναι τυχαίο αν ο Καβάφης παραμένει ο πιο σπουδαίος αλλά και πιο παρεξηγημένος ποιητής της νεώτερης γλώσσας μας.
Στην αυλή των ερωτημάτων, ο Χάϊντεγκερ για μας δεν ήταν τυφλοσούρτης. Οι πνευματικές του κόγχες συναρμόζονταν με ό,τι το αποφασιστικό κρυβόταν στην παλαιά και νεώτερη παράδοση, με τις παράταιρες και αμετάλλευτες ευθυγνωσίες ποιητών και στοχαστών. Ένα αθέατο αρμολόγημα, όπως συναρμόζονταν τα μέρη των παλαιών επίπλων, χωρίς καρφιά και βίδες.
Άλλο πράγμα η υπακοή, δηλ. η προσφυγή και η περιτοίχιση μέσα στην παράδοση, και άλλο η Υπακοή σ’ αυτό που καλεί κάτω από τις επιφάνειες της παράδοσης – (στη δική μου περίπτωση, Το βιβλίο των Υπακοών [1987] ακολούθησε την Ανάσταση της Κυρά Τσίνης [1983]). Άλλο πράγμα η «ελληνικότητα» και άλλο οι ελληνικοί λόγοι. Ετίθετο λοιπόν, και εξακολουθεί να εκκρεμεί, το ερώτημα τί σημαίνει να είσαι Έλληνας σήμερα, από ποιόν τόπο μιλάς και ποιά γλώσσα, τί είναι αληθινό και τι ψεύτικο, τί έχει και τί δεν έχει σημασία μες στη συσσώρευση των ποικίλων αταβισμών.
Υπό το πρίσμα της ποίησης και του στοχασμού, παράδοση είναι οι κατευθυντήριες αποφάνσεις, δηλ. τα κείμενα και οι διάλογοι που πλέκονται μεταξύ τους ως προς την αλήθεια. Οι διάλογοι όμως ζωοποιούνται μόνο από τα ερωτήματα του ατομικού παρόντος. Εάν λοιπόν σήμερα υπάρχει ακόμα δυνατότητα προσωπικής εμπειρίας, μόνο απ’ αυτή τη σχέση μπορεί να προκύψει, νομίζω. Αλλά και από αυτή τη σχέση διαμορφώνεται και ο προσωπικός τρόπος ζωής, δηλ. η ηθική και η αισθητική ματιά.
Έτσι, κοντά στην κοινή καλογερική μας, υπήρχε και η εμπειρική ζωή των σωμάτων, η ελευθέρωση από το ηθοπλαστικό καπάκι του υποκειμένου μέσω του διονυσιακού ξερριζώματος με το συνεχές γκρέμισμα μας οικοδομήσεως, αυτό που αργότερα θα ονόμαζα «εκδιαίτηση». Εδώ όμως αρχίζει άλλο κεφάλαιο. «Ο κεραυνός ήταν όντως το πρώτο κοσμικό ρήμα», γράφει κάπου ο D. H. Lawrence. Ο Λόγος ως δημιουργία και καταστροφή συνάμα.
***
Ο Κωστής Παπαγιώργης, Κώστας για τους φίλους, (Κωστή τον βάφτισα εγώ, Παπαγιώργης έγινε μόνος του), έλεγε: «Θα καθίσουμε εδώ», σε μιαν έρημη ακτή της χειμωνιάτικης Deauville, «δεν θέλω ν’ ακούσω τίποτε για βιώματα κι αισθήματα».



Είχα τότε ένα Μίνι Μάινορ με αγγλικές πινακίδες και δεξί τιμόνι. Μας πήγαινε βόλτες και τους τρείς ώς το Honfleur και άλλες νορμανδικές τοποθεσίες με κανόνα την απορρόφηση και τη σιωπή «στον καθαρό αέρα μιας γνώσης που δεν έχει διόλου χρησιμότητα και κανένα σκοπό» (Χάϊντεγκερ και Μπατάϊγ μαζί). Αλλά τί είναι η γνώση αυτού που δεν έχει καμμιά χρησιμότητα και κανένα σκοπό, αν όχι το Τίποτε; Τί σου μαθαίνει το τίποτε; Μήπως το τίποτε, το μηδέν, είναι η συν-αρχή των πάντων, αυτό που καθιστά δυνατή κάθε γνήσια αναρώτηση;
Ήταν τα χρόνια της Δικτατορίας και ήμασταν σκληροί ζηλωτές του Φλωμπέρ. Ο ντοστογιεφσκικός Λεβέντης δεν συμμεριζόταν το engouement μας (ενθουσιώδης θαυμασμός).
Όταν επιστρέφαμε στο Παρίσι, άρχιζαν οι καυγάδες. Ποιος ήταν καλύτερος, ποιος διάβαζε περισσότερο, ποιος έγραφε καλύτερα. Και φυσικά, ο καθένας μας ήταν σιωπηρά ο καλύτερος, γιατί είχε να αντιμετωπίσει τον καλύτερο. Καμμιά φορά βλέπαμε τον Μπέκετ να σουλατσάρει σιωπηλός στους κήπους του Λουξεμβούργου και να κρύβεται για να κατουρήσει.
Επί χρόνια, ο Κώστας δεν μπορούσε να χωνέψει τον Στυλιανό Μπεκ (Ράμφος), επειδή δεν είχε μελετήσει έλεγε το Β΄ μέρος του Είναι και Χρόνος. Τί αστεία πράγματα λοιπόν ! Πού να φανταζόταν πως θα εμφανιζόταν χρόνια μετά ολόκληρος ο Χάϊντεγκερ της δεύτερης περιόδου, της Ιστορίας του Είναι, που θα έκανε τους τότε χαϊντεγκεριανούς να μοιάζουν με απόμαχους. Πού να φανταζόταν πως ακόμα κι ο Φουκώ λόγου χάρη θα ξαναγύριζε σιωπηρά στον Χάϊντεγκερ. Τί άλλο είναι η αρχαιολογία των τρόπων σύγκροτησης της υποκειμενικότητας;
Ο Ράμφος είχε δίκιο να πιστεύει πως ήταν ζήτημα κατεπείγουσας προτεραιότητας η μετάφραση των Απάντων του Χάϊντεγκερ στα ελληνικά, αν το ζητούμενο ήταν η θεμελίωση φιλοσοφικής σκέψης στην Ελλάδα. Μόνο έτσι θα γινόταν «ορατή» η συνεκτικότητα της δυτικής μεταφυσικής παράδοσης και άρα θα δινόταν η δυνατότητα να εγκαινιασθεί ίσως μια εγχώρια σκέψη και να ριζώσει ο νέος ποιητικός λόγος σε πείσμα όλων των βιωματικών αυτοματισμών. Ήταν η εποχή του περ. Ίνδικτος κατά τη δεκαετία του ’90. Τότε κυκλοφόρησαν και τα Άκτα, Το έπος μας Ομιλίας μας.
Κοροϊδεύαμε το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Ράμφου, καθώς μια νύχτα γυρίζαμε από τη χιονισμένη Πεντέλη με τα πόδια στην Αθήνα. Είχε δίκιο όμως! Ο Παπαγιώργης πέθανε, ο Ράμφος, ένας από μας λιγοστούς που καταλάβαινε περί τίνος πρόκειται, αφιερώθηκε στις κρυφές ηδονές της προσωπικής κατίσχυσης. Η αγωνία ξεπατώθηκε, η φλωμπερική μωρία γιγαντώθηκε. Όλα ξανάγιναν, όπως ήταν και θα είναι. Ισως το μέγιστον μάθημα. Μα είναι πράγματι μέγιστον;
Σαν ήμασταν νέοι, είχαμε τον τουπέ να μη δεχόμαστε επαίνους από όσους θεωρούσαμε μη δικαιούχους επαίνου. Ένα μας ένοιαζε, η δημιουργική αναζήτηση της θέσης μας στην πνευματική ιεραρχία. Αργότερα, όσοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, συνειδητοποίησαν πως ήταν ζήτημα επιβίωσης να γίνεις «κερδαλέος» σαν τον Οδυσσέα και ν’ αφήσεις κατά μέρος την εξωτερίκευση των αριστοκρατικών πειθαρχιών. Μια όψιμη συμβουλή του κατατρεγμένου Νίτσε που διόλου δεν τον βοήθησε. Τι θα ήταν ο Νίτσε αν είχε υιοθετήσει την ευαγγελική ρήση σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν; Πλην όμως τώρα, επιβαλλόταν να προσποιείσαι πως αποδέχεσαι την ισότητα δημοκρατικώ δικαίω, προκειμένου να γίνεις αποδεκτός, ενώ ο εσωτερικός σου πήχυς θα παρέμενε στο ύψος του.
Ο Κώστας ήταν ο πρώτος που το εφάρμοσε με επιτυχία, αφού κατάλαβε ότι δεν έμενε άλλη διέξοδος για έναν στοχαστή εκτός θεσμών, κριτικό, εκ των πραγμάτων. Τον βοηθούσε και η «αγοραία» πλευρά του, αλλά και η ανάγκη βιοπορισμού. Έσπαγε κούπες, μα ήταν απαρηγόρητος μέσα του από τη μοναξιά. Θα κατέφευγε συχνά πυκνά στην κολακεία του «ψεύτικου» από εσωτερικό μηδενισμό και θ’ απολάμβανε τις τέρψεις της αηδίας.
Δεύτερος, ο δεινός Ράμφος. Επίσης σε πλήρη απομόνωση. Και οι δύο άνδρες υψηλόφρονες, και άρα μάλλον αντιπαθείς, κατάφεραν τέλος ν’ αντιστρέψουν το ρεύμα υπέρ τους. Νοιώθω το εσωτερικό τους μειδίαμα και γελάω μοναχός μου. Ερωτάται λοιπόν: προς τί η προσωπική κατίσχυση, όταν δεν καταφέρνεις ν’ αφήσεις πίσω σου μια πνευματική οικογένεια; Όταν αντί για σοβαρούς αναγνώστες, μαζεύεις οπαδούς; Όταν η οξυδέρκεια ξεχνάει την πνευματική εντιμότητα και γίνεται σχολή προβολής; Ο πονηρός της Ιστορίας θ’ απαντήσει: Έτσι συντηρείται και διαδίδεται η φήμη, άρα διατηρούνται και οι μελλοντικές δυνατότητες μελέτης των γραπτών σου, διαφορετικά είναι πολύ πιθανόν να θαφτούν για πάντα.



Η άλλη λύση ήταν η απομόνωση, ο αποκλεισμός, η εξορία. Ζήτημα ιδιοσυγκρασίας. Παράδειγμα, ο Έζρα Πάουντ, αποδιωγμένος στο Ραπάλλο του Νίτσε, ή ο Μπατάϊγ, ανάμεσα στις συμπληγάδες Μπρετόν και Σάρτρ, έστω κι αν την τελευταία στιγμή απέκτησε κάποια πέραση. Μα στα παλιά τους παπούτσια. Ο Πάουντ, furious from perception (με τη μανική ορμή της αντίληψης), συνέχισε ν’ απεργάζεται το μεγαλειώδες μαγνητικό πεδίο των Cantos. Ο Μπατάϊγ ήξερε να ζει μυστικά, σαν αληθινός ρεμπέτης του πνεύματος. Δεν παραπονέθηκε ποτέ, κι ας ήξεραν όλοι τη ζαλιστική δύναμη του στοχασμού του. Οι καλύτερες σελίδες επ’ αυτού γράφηκαν, κατά τη γνώμη μου, από τον φίλο του Μπλανσώ.
Κοινό εγχείρημα Ράμφου και Παπαγιώργη, η αναρώτηση πάνω στη νέα ελληνική υποκειμενικότητα. Ο πρώτος από τη σκοπιά της δυναμικής προοπτικής, με κέντρο δηλαδή τη νέα σύνθεση του νεοελληνικού υποκειμένου ενόψει της απαιτούμενης συγκαταρίθμισής του στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ο δεύτερος, από τη σκοπιά της αποδόμησης. Ο Ράμφος θέλει να χτίσει και ν’ αφήσει στην πρόσοψη το όνομα του αρχιτέκτονα. Ο Παπαγιώργης θέλει να δείξει την «ξεφτίλα» κάθε οικοδομήσεως. Ο πρώτος έχει ατράνταχτη αυτοπεποίθηση, είναι πλατωνικός και γι’ αυτό αποπέμπει ό,τι μπορεί να έχει σημασία με τις τιμές και τους πυρσούς της αδιαφορίας. Ο δεύτερος, ένας σκεπτικιστής που φλερτάρει με τον κυνισμό, αν και κατά βάθος θέλει να λατρεύσει. Μια νέα επανάληψη των Ελληνικών λόγων κάτω από το δεσποτικό δόγμα της ζωής.
***
Ακούω πρωί πρωί την καμπάνα του Ευπαλίου. Μια σιωπή ευεργετική μέσα στο προγονικό σπίτι. Πώς τό ‘λεγε ο Χαίλντερλιν;
Ναι, τὸ ἀρχαῖο εἶναι ἀκόμα ἐδῶ !
Το αρχαίο, αυτό που δεν έπαψε «να μας κοιτάζει», η συγκλονιστική σκέψη του Χάϊντεγκερ που νοιώθαμε εξ αρχής κι ο καθένας θα διατύπωνε κατά τον τρόπο του. «Αυτό που μας κοιτάζει» και μας γνέφει ακόμα …
Και θυμάμαι ένα μεσημεράκι στη Rue de Rennes να πιάνει ξαφνικά μια μπόρα και τον Κώστα να λέει: «Ρε σύ, η ομπρέλα του Μπατάϊγ, καταλαβαίνεις, η ομπρέλα του Μπατάιγ…! » Πέμπτος τόμος των Απάντων του.
[Προδημοσίευση ενός κεφαλαίου από το νέο βιβλίο του Αντώνη Ζέρβα ΑΘΗΝΑϊΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ- Στοχασμοί, αναμνήσεις, δοκίμια, που ετοιμάζουν οι εκδόσεις ΠερισπωμένηΔείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: