ΙΑ ΦΟΡΑ ἦταν ἕνα κράτος, ποὺ δὲν ἔνιωθε καὶ τόσο καλὰ μὲ τὸν ἑαυτό του. Οἱ συγγραφεῖς του, οἱ ποιητές του, οἱ καλλιτέχνες του, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐντοπίσουν τὸ «λάθος», τὴν ἀσθένεια τέλος πάντων ποὺ ταλαιπωροῦσε τοὺς πολίτες του ὥστε νὰ ἀναζητηθεῖ τὸ κατάλληλο φάρμακο, ἦταν ἄφαντοι. Δὲν βρίσκονταν πουθενά, λὲς κι ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ τοὺς κατάπιε. Βέβαια ὑπῆρχαν, ἀλλὰ ἔμεναν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους, περνοῦσαν πολὺ καιρὸ σὲ ὑπόγεια μὲ μυστικὲς εἰσόδους, σὲ κρησφύγετα, φύτευαν πυκνοὺς καλλωπιστικοὺς θάμνους καὶ τροπικὰ δένδρα μὲ ἀγκάθια στὶς αὐλές τους γιὰ νὰ μὴν φτάνει κανεὶς εὔκολα στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τους.
Ἡ μόνη παρηγοριὰ τῶν πολιτῶν ἦταν νὰ δείχνουν στοὺς τουρίστες κάτι κατάλοιπα ἑνὸς παλιοῦ πολιτισμοῦ τους, ἔργα τῶν «ἔνδοξων προγόνων» τους, ἔλεγαν, καὶ κόρδωναν σὰν γύφτικα σκεπάρνια!
Οἱ ἰθύνοντες τοῦ κράτους ἔσπαζαν τὸ κεφάλι τους νὰ βροῦν τρόπο ν’ ἀνεβάσουν τὸ πολιτιστικὸ ἐπίπεδο καὶ ν’ αὐξήσουν τὸ πολιτισμικὸ προϊὸν τῆς χώρας. Δυστυχῶς, ὅμως, λόγῳ τῆς κατάστασής τους, δὲν μποροῦσαν νὰ σκεφθοῦν πολλὰ πράγματα, δηλαδὴ τίποτε τὸ ἀληθινὰ ἀποτελεσματικό. Δὲν τοὺς ἔλειπε, ὅμως, ἡ αὐτοπεποίθηση ἕνεκα τῶν πολλῶν ἔξυπνων ποὺ διέθεταν στὰ ἀνώτερα κλιμάκια διοίκησης τοῦ κράτους. Οἱ ἔξυπνοι εἶναι κάτι σὰν τὰ ἀγριόχορτα, ποὺ φυτρώνουν πληθωρικὰ στοὺς ἀκαλλιέργητους ἀγρούς. Ἕνας τέτοιος ἔξυπνος κατέβασε σὲ μιὰ στιγμὴ μιὰ φαεινὴ ἰδέα, ποὺ ἀμέσως οἱ ἄλλοι τὴν βρῆκαν brilliant! Ὅλα κι ὅλα, ἦταν ἀγγλομαθεῖς οἱ πολίτες τοῦ κράτους ποὺ δὲν ἔνιωθε πολὺ καλὰ μὲ τὸν ἑαυτό του!
Ἡ ἰδέα εἶχε ὡς ἑξῆς: Ἀφοῦ οἱ συγγραφεῖς τοῦ τόπου, οἱ ποιητές, οἱ ἐν γένει καλλιτέχνες ἦταν ὅλοι ψεῦτες, ὑποκριτές, ἀτάλαντοι, ποὺ ἁπλῶς παρίσταναν τοὺς συγγραφεῖς, τοὺς ποιητὲς καὶ τοὺς ἐν γένει καλλιτέχνες καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο φοβοῦνταν μὴν ἀποκαλυφθοῦν καὶ κρύβονταν, ἔπρεπε νὰ δελεαστοῦν, νὰ τραβηχτοῦν ἔξω ἀπὸ τὶς τρύπες τους καὶ νὰ ἐξολοθρευτοῦν, ὥστε νὰ πάρουν τὴ θέση τους ἀληθινοὶ συγγραφεῖς, ἀληθινοὶ ποιητὲς καὶ ἀληθινοὶ καλλιτέχνες γιὰ νὰ μπορέσει ἐπιτέλους νὰ δεῖ ὁ τόπος προκοπή!
Ἡ ἰδέα κατενθουσίασε τοὺς πάντες ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν θὰ ἔκανε καλὴ ἐντύπωση (τί θὰ ἔλεγαν οἱ ξένοι;) νὰ πᾶν ἀπροκάλυπτα καὶ νὰ ἀνατινάξουν διαμιᾶς τοὺς κρυμμένους λογοτέχνες ὅπου διαβιοῦσαν (ἤξεραν ὅλων τὶς διευθύνσεις), ἔπεσαν μὲ τὰ μοῦτρα στὴ δουλειὰ νὰ βροῦν τρόπο «πολιτισμένης» ἐφαρμογῆς τῆς ἰδέας τους. Ἔτσι, μιὰ δεύτερη φαεινὴ ἰδέα ποὺ ρίχτηκε ἀπὸ ἄλλον ἔξυπνο ἦταν νὰ καθιερωθοῦν βραβεῖα λογοτεχνίας ὥστε νὰ προσελκυσθοῦν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀπατεῶνες, ν’ ἀρχίσουν νὰ βγαίνουν ἄφοβα στὸ φῶς, ν’ ἀπομονώνονται σὲ αἴθουσες τελετῶν ἀπονομῆς, τάχα, βραβείων κι ἐκεῖ νὰ ἐξολοθρεύονται κατὰ ὁμάδα μακριὰ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ πλήθους. Ἡ ἐξαφάνισή τους πιθανὸν ν’ ἀπασχολοῦσε μόνο τοὺς στενοὺς συγγενεῖς τους, οἱ ὁποῖοι θ’ ἀποζημιώνονταν γενναῖα καὶ θὰ ἔβγαζαν τὸν σκασμό. Ἐξάλλου, ποιός ἤθελε νὰ συζεῖ μὲ τέτοιους ἀπατεῶνες, ποὺ μετέτρεπαν τὰ σπίτια τους σὲ κρησφύγετα, ἔφτιαχναν ἀπρόσιτα ὑπόγεια, καλλιεργοῦσαν ἀδιαπέραστες ζοῦγκλες μὲ τροπικὰ δένδρα καὶ θάμνους γεμάτους ἀγκάθια;
Μιὰ ἀκόμα πιὸ σπουδαία ἰδέα —εἴπαμε ἦταν πολλοὶ οἱ ἔξυπνοι στὸ κράτος ποὺ δὲν ἔνιωθε καὶ τόσο καλὰ μὲ τὸν ἑαυτό του— ἦταν νὰ δίνεται σὲ ὅλους τὸ ἴδιο βραβεῖο, νὰ μὴ μένει κανένας παραπονεμένος, νὰ παρουσιάζονται στὴν ἀπονομὴ ὅλοι οἱ ἀπατεῶνες, νὰ ἐξολοθρεύεται διαμιᾶς, μ’ ἕνα κτύπημα ἡ κάθε ὁμάδα, ν’ ἀπαλλαγεῖ τελικὰ τὸ κράτος ἀπὸ ὅλους αὐτούς. Ἐξάλλου, πόσοι ἦταν;
Γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ σχεδίου χρειαζόταν πρῶτα-πρῶτα νὰ στηθεῖ μιὰ Κριτικὴ Ἐπιτροπή. Ξανάρχισαν τότε νὰ σπάζουν τὰ κεφάλια τους ποῦ νὰ βροῦν στὴν ἔρημη χώρα… κριτικοὺς τῆς τέχνης καὶ δὴ τῆς λογοτεχνίας!
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντες, εἶπε: «Εἶναι ἁπλό, θὰ βγοῦμε στὸν δρόμο, νὰ ἐδῶ ἔξω ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο καὶ θὰ ρωτοῦμε τοὺς περαστικούς. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ βροῦμε τοὺς κατάλληλους ἀνθρώπους»! «Καὶ why not», εἶπαν ὅλοι μὲ μιὰ φωνὴ καὶ βγῆκαν ἀμέσως ἔξω στὸν δρόμο, στὴ λιακάδα καὶ στὸν καθαρὸ ἀέρα, ποὺ τὸν εἶχαν καὶ πολλὴ ἀνάγκη ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε. Ἐκείνη τὴν ὥρα περνοῦσε ἕνας μασκαρεμένος σὲ παπά. Ἦταν συνήθειο τῶν πολιτῶν, πέρα ἀπὸ τὸ ἐτήσιό τους καρναβάλι, ποὺ διαρκοῦσε τρεῖς ὁλόκληρες βδομάδες καὶ ἦταν γνωστὸ στὰ πέρατα τοῦ κόσμου κατὰ τὴ φαντασίωσή τους, νὰ κυκλοφοροῦν σχεδὸν ὅλοι μασκαρεμένοι σὲ κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἦταν ὁλοχρονίς, βρέξει-χιονίσει. Κανένας λιμός, λοιμός, πόλεμος ἢ καταποντισμὸς δὲν τοὺς πτοοῦσε. Μόλις εἶδαν τὸν «παπὰ» κάποιοι ἔπιασαν τὰ σκέλια τους. Πρῶτος μίλησε ὁ «παπάς», ποὺ φαίνεται κάτι ἄκουσε ἢ ἐπιτηδείως πληροφορήθηκε καὶ δὲν βγῆκε τυχαῖα ἐκείνη τὴ μέρα στὸν δρόμο.
— Καλημέρα, παιδιά, εἶπε.
Τοῦ εἶπαν ἕνα μισὸ «καλημέρα» κι ἄρχισαν νὰ κοιτάζουν ἀλλοῦ.
— Κάτι ψάχνετε, εἶπε ὁ «παπάς».
— Δὲν μᾶς κάνετε πάτερ, τοῦ εἶπαν μ’ ἕνα στόμα. Ἂν ἤσαστε φιλόλογος, ἴσως…
— Πῶς δὲν εἶμαι, εἶπε. Εἶναι ἡ πρώτη μου σπουδή!
Οἱ ἰθύνοντες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
— Δηλαδή, τοῦ εἶπε ἕνας, εἶστε καὶ φιλόλογος καὶ θεολόγος;
— Ἀκόμα καλύτερα, εἶπε ὁ «πάτερ», εἶμαι στὴν οὐσία ἕνας θεολογίζων φιλόλογος.
— Fuck, εἶπε ὁ Ἀρχι-ἰθύνων, δὲν τὸ πιστεύω… Τόση τύχη ἀπὸ τὴν πρώτη!
— Ἕνα κελεπούρι, εἶπε ἕνας ἄλλος.
— Πάρτε τον ἀμέσως μέσα καὶ γράψτε τον, εἶπε ὁ Ἀρχι-ἰθύνων…
— Μὰ σὲ τί; ἔκανε τάχα ἀπορημένος ὁ «πάτερ».
— Θὰ δεῖς, τοῦ εἶπαν, ἔχει καὶ καλὸ μισθό!
Ὁ «παπὰς» κοίταξε τὸ ρολόι του. Μποροῦσε, τοὺς εἶπε, νὰ πάει ἀργότερα στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθεῖ καὶ τράβηξε κορδωτὸς μέσα στὸ Ὑπουργεῖο. Πίσω του ἔτρεξε ἕνας των ἰθυνόντων τρίβοντας τὰ χέρια ἀπὸ ἐνθουσιασμό.
Σὲ λίγο δὲν ἄργησε νὰ φανεῖ μιὰ εὐθυτενὴς κυρία μὲ κατσαρό, μακρὺ μαλλί, ποδήρη φουστάνια κι εὐγενέστατη φυσιογνωμία ὡς καρυάτις, ἡ ὁποία σταμάτησε, ἔβγαλε μιὰ μίνι φωτογραφικὴ μηχανὴ κι ἄρχισε νὰ πατάει τὸ κουμπάκι πρὸς τὸ μέρος τους. Τῆς καλάρεσαν ἔτσι ποὺ ἦταν μεταμφιεσμένοι σὲ «ἰθύνοντες». Αὐτοὶ ξαφνιάστηκαν ἀρχικά, ἀλλὰ μετὰ ἄρχισαν νὰ παίρνουν πόζες.
— Ξένη εἶστε; τὴν ρώτησε ὁ Ἰθύνων νοῦς.
— Ὄχι καὶ τόσο, εἶπε ἐκείνη, ψάχνω μάλιστα μὴν μετοικήσω ἐδῶ γιὰ τὰ καλά.
— Μπά, εἶπε ὁ Ἰθύνων νοῦς, τί μᾶς βρίσκετε;
— Τὸ κλίμα, ἀπάντησε ἐκείνη ἀμέσως.
— Τὸν καιρὸ ἐννοεῖτε.
— Κάθε ἄλλο, ἐννοῶ τὸ οἰκονομικὸ κλίμα ἀλλὰ καὶ τὸ πνευματικό, ποὺ δὲν κρύβεται μὲ τίποτε. Θὰ μποροῦσα νὰ σταδιοδρομήσω ἐδῶ.
Ὁ Ἰθύνων δὲν ἔπιασε ἀκριβῶς τὸ νόημα.
— Ὁμιλεῖτε καλὰ τὴν ἑλληνική, εἶπε.
— Πῶς, πῶς, εἶπε ἐκείνη, εἶμαι Ἑλληνίδα.
— Καὶ ἐπαγγέλλεσθε;
— Καθηγήτρια πανεπιστημίου, εἶπε, ὅταν μὲ θέλουν…
— Εἰδικότης;
— Φιλόλογος.
— Φτοῦ, εἶπε ἕνας των ἰθυνόντων. Τί γίνεται σήμερα; Μήπως πρέπει νὰ πᾶμε ἀμέσως ἀπέναντι νὰ γεμίσουμε κάνα δελτίο λόττο;
— Ἕνα λεπτό, εἶπε ὁ Ἀρχι-ἰθύνων, μήπως εἶστε καὶ θεολόγος;
— Κάπως, εἶπε ἐκείνη.
— Τί κάπως;
— Νὰ ἔγραψα κάτι ποιήματα κι ἔβαλα προμετωπίδα λογάκια κάπως ἱερά, ἑνὸς Ἰωάννη, τῆς κλίμακος νομίζω…
— Ἄλλα χόμπυ; ρώτησε ὁ Ἰθύνων.
— Μ’ ἀρέσει, εἶπε ἐκείνη, καὶ ὁ σινεμάς.
— Φτοῦ, εἶπε ὁ Ἰθύνων, νὰ μὲ πάρει καὶ νὰ μὲ σηκώσει, εἶστε, ἂς ποῦμε, μιὰ καλλιτεχνίζουσα καὶ σινεμάζουσα φιλόλογος;
— Θὰ μποροῦσες νὰ τὸ πεῖς κι ἔτσι, εἶπε ἐκείνη.
— Φτοῦ, φτοῦ, φτοῦ εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντες, ἐγὼ πάω ἀπέναντι νὰ γεμίσω ἕνα δελτίο τζόκερ.
— Προσλαμβάνεστε, εἶπε ὁ Ἰθύνων.
Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο καὶ μετὰ προσλήφθηκαν πολὺ εὔκολα ἕνας δάσκαλος καὶ μία δασκάλα. Τὸ προσὸν τοῦ δασκάλου ἦταν ὅτι εἶχε καταμετρήσει (ἀπ’ ὅ,τι εἶπε, κανεὶς δὲν εἶχε πρόθεση νὰ τὸ ἐλέγξει) ἐπακριβῶς ὅλα τα λάμδα καὶ ὅλα τα δέλτα στὴν ποίηση ἑνὸς Ἰταλοῦ ποιητῆ, ἐντελῶς ἀγνώστου στὸν τόπο, ὀνόματι Monti, καὶ τὸ προσὸν τῆς δασκάλας ἦταν ὅτι δὲν εἶχε κανένα προσόν, χόμπυ ἢ πάθος καί, ἐπιπρόσθετα, εἶχε πρόσφατα καὶ πολὺ βολικὰ χάσει τὴ φωνή της, εἶχε βουβαθεῖ. Θεωρήθηκε ἰδανικὴ περίπτωση. Ἦταν φανερὸ πὼς δὲν ἐπρόκειτο νὰ διαφωνήσει ποτὲ σὲ τίποτε ἢ νὰ μιλήσει ποτὲ σὲ κανέναν γιὰ τίποτε.
Ἐπειδή, ὅμως, ἔπρεπε νὰ εἶναι πέντε τὰ ἄτομα τῆς Ἐπιτροπῆς κρίθηκε «σωστὸ» νὰ διορισθεῖ κι ἕνας ἐντελῶς τυχαῖος ἄνθρωπος, τοῦ λαοῦ ἂς ποῦμε, ἀκόμα καὶ τοῦ δρόμου, ὥστε νὰ ἐκπροσωποῦνται στὴν Ἐπιτροπὴ ὅλες οἱ… τάσεις τῶν πολιτῶν τοῦ κράτους. Ὁ πρῶτος ποὺ μπῆκε στὸ περισκόπιό τους ἦταν ἕνας εὔθυμος χασικλῆς, ἕνας πρεζάκιας ὀνόματι Φάνος, ἄλλως Ὀκτὼ ἢ Κοκτώ, δὲν ξεκαθαρίστηκε ποτὲ τὸ ἀληθινό του ὄνομα. Διορίστηκε ἀμέσως μὲ τὴ λογικὴ ποὺ περιγράψαμε πιὸ πάνω.
Δυστυχῶς, ὅμως, τὸ κόλπο τῶν ἰθυνόντων τοῦ κράτους ποὺ δὲν ἔνιωθε καὶ τόσο καλὰ μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ ἤθελε ν’ ἀναπτύξει πολιτισμὸ καὶ νὰ προοδεύσει, τελικὰ δὲν ἔπιασε. Τὴ μέρα τῶν πρώτων-πρώτων βραβεύσεων δὲν παρουσιάστηκε οὐδεὶς τῶν βραβευθέντων νὰ παραλάβει τὸ βραβεῖο του, προτίμησαν ὅλοι νὰ μείνουν κρυμμένοι, ἐκτὸς ἑνός, ποὺ ἔφτασε μὲ ἕνα ΑΚ 47 (Καλάσνικωφ) κι ἄδειασε μιὰ ὁλόκληρη σφαιροθήκη πάνω στὰ πέντε μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς, ποὺ ἐξέπνευσαν ἐπὶ τόπου ἀμέσως. Ἡ ἀστυνομία ἐξαπέλυσε χωρὶς χρονοτριβὴ τὸ γνωστὸ «ἀνθρωποκυνηγητό», χωρὶς βέβαια κανένα ἀποτέλεσμα.
Ἀγανακτισμένο τὸ βαθὺ κράτος ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀπατεώνων συγγραφέων, ποιητῶν καὶ καλλιτεχνῶν διέταξε τὸν στρατὸ νὰ ἐπιτεθεῖ σὲ ὅλα τὰ καμουφλαρισμένα σπίτια, μυστικὰ ὑπόγεια, κρησφύγετα, αὐλὲς-ζοῦγκλες καὶ νὰ ἐξολοθρεύσει τὴν ἀπάτη asap.
Ἐπιτέλους θὰ ἔπρεπε νὰ ξεκαθαρίσει χωρὶς προφάσεις τὸ τοπίο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τραβήξει ἡ χώρα τὸν δρόμο τῆς προόδου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ, μὲ ἀληθινοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους γιὰ ἡγέτες, ποὺ ὁπωσδήποτε τώρα ποὺ θὰ ἐξαφανίζονταν οἱ ἀπατεῶνες θὰ ἔβγαιναν μπροστὰ-μπροστά.
Fuck.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου