Η προσφορά της Νόρας Αναγνωστάκη (1925-2013) στη λογοτεχνική κριτική θα ήταν σφάλμα να αποτιμηθεί με ποσοτικά κριτήρια ή με γνώμονα την τύχη που είχαν τα κείμενα που την απασχόλησαν. Και αυτό όχι για να παρακαμφθεί το γεγονός ότι ήταν ολιγογράφος1 αλλά γιατί θεωρούμε, συμφωνώντας με τον Αλέξη Ζήρα,2 πως για τη μελέτη της λογοτεχνικής κριτικής και για την αποτίμηση της συμβολής ενός κριτικού θα ήταν καλό να αποδεσμευτούμε από αυτού του είδους τον συσχετισμό με τα κρινόμενα έργα και να αντιμετωπίσουμε τον κριτικό λόγο σαν έναν παλμογράφο των ιδεών και των θεμάτων που διαπερνούν την παραγωγή μιας περιόδου. Για μια τέτοια προσέγγιση, όμως, η σχετική προεργασία είναι πενιχρή, καθώς, σε αντίθεση με τη
λογοτεχνική παραγωγή, για τον νεοελληνικό κριτικό λόγο δεν διαθέτουμε γραμματολογίες, πολύ περισσότερο συνθετικές ή εποπτικές μελέτες. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, περιοριζόμαστε στα κείμενα που έγραψε και εξέδωσε ένας κριτικός. Η Αναγνωστάκη εξέδωσε μεγάλο μέρος του δοκιμιακού της έργου το 1995, στον τόμο Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995).3 Με εφόδια την προσωπική της παιδεία και τη στέρεα γλωσσομάθεια, την άδολη αγάπη της για το διάβασμα και τη γραφή, ξεκίνησε τη διαδρομή της στον κριτικό λόγο το 1960 μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Κριτική (Θεσσαλονίκη, 1959-1961) που εξέδιδε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Μολονότι τα κρίσιμα χρόνια της διαμόρφωσής της συνέπεσαν με την πρώτη μετεμφυλιακή δεκαετία (1950-1960), η Αναγνωστάκη δεν πρωταγωνίστησε στο κλίμα της ιδεολογικής υπερφόρτισης· πολύ περισσότερο δεν θα λέγαμε ότι συμμετείχε ενεργά στο συγκρουσιακό περιβάλλον ανάμεσα στην κομμουνιστική / «ορθόδοξη» και τη «νέα» / «αιρετική» Αριστερά. Η πνευματική της φυσιογνωμία αποκρυσταλλώθηκε λίγο αργότερα, το διάστημα 1960-1967, το οποίο σφραγίστηκε ιστορικά και πολιτικά από τις δράσεις και τη συλλογική αγωνιστικότητα της νεολαίας, τη δολοφονία του Λαμπράκη και την επιβολή της χούντας. Ο δοκιμιακός λόγος της Αναγνωστάκη ήταν από την αρχή -και παρέμεινε μέχρι τέλους- διαυγής και η σκέψη της οξυδερκής. Με αυτές τις αρετές κατάφερε να διασυνδέσει χαρισματικά την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των κειμένων με τον δικό της στοχασμό, εκπληρώνοντας το χρέος που είχε αναθέσει στον εαυτό της ως κριτικού να διαμεσολαβεί ανάμεσα στο κείμενο και το κοινό, με την προϋπόθεση ότι η ίδια θα είχε νιώσει «μαγεμένη» από το κρινόμενο έργο. Σκοπός της ήταν να ασκήσει το κοινό της στην κριτική ανάγνωση των έργων και να συμβάλει στην υποδοχή του έργου των τότε νέων ποιητών της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, τους οποίους η κριτική της Γενιάς του 1930 αντιμετώπιζε μεροληπτικά και άδικα. Με τα κείμενά της θέλησε να υποδείξει νέους ερμηνευτικούς ορίζοντες για έργα καταξιωμένων συγγραφέων, όπως του Γιάννη Ρίτσου και του Κοσμά Πολίτη. Χάρη στο προσωπικό της ενδιαφέρον ενημέρωσε, με κριτικό πνεύμα, το κοινό της για την ευρωπαϊκή πεζογραφία (λ.χ. για το «νέο μυθιστόρημα» ή για την πεζογραφία των «οργισμένων νέων») και φρόντισε, πολύ έγκαιρα, σε μια εποχή που ακόμα και στη Γαλλία ήταν άγνωστος, να μεταλαμπαδεύσει στην Ελλάδα τον θεωρητικό λόγο του Roland Barthes, μεταφράζοντας το 1960 στην Κριτική δύο κεφάλαια από το βιβλίο Ο Βαθμός Μηδέν της Γραφής. Η κριτική σκέψη της Αναγνωστάκη, αν και διαμορφώθηκε σε μια εποχή πόλωσης, παρέμεινε αδέσμευτη και γι' αυτό παραγωγική, με την έννοια ότι έθετε ερωτήματα. Χαρακτηριστικό τεκμήριο είναι ο διάλογος που είχε στην Κριτική (1960) με τον τροτσκιστή, τότε, Μανόλη Λαμπρίδη (ψευδώνυμο του Μανόλη Λεοντάρη, 1920-2002). Στη συζήτηση αυτή τέθηκαν ζητήματα που εξακολουθούν να είναι επίμαχα, όπως είναι η τελεολογική (ή όχι) σχέση ιδεολογίας και έργου, η σημασία που έχει (ή δεν έχει) η ταξική προέλευση του δημιουργού, τα κριτήρια με τα οποία ένας κριτικός προσεγγίζει ένα έργο. Εάν για τον Λαμπρίδη η κοινωνική αποστολή της τέχνης ήταν συνθήκη αυτονόητη όσο και δεσμευτική για τον καλλιτέχνη και τον κριτικό, για την Αναγνωστάκη η υπόταξη της συνείδησης του δημιουργού και του κριτικού σε προγραμματικές σκοπιμότητες παρήγε μια ιδιότυπη οπισθοδρόμηση, έναν διαβρωτικό συντηρητισμό που ευνοούσε τον μανιερισμό στην τέχνη και στην κριτική. Δεν δίστασε, έτσι, να συνταχθεί με το επιχείρημα της μη αριστερής διανόησης της εποχής εκείνης και να υποστηρίξει το 1960 ότι «η προοδευτική κοινωνική παράταξη βρίσκεται από άποψη αισθητικών επιτευγμάτων πολλά χρόνια πίσω».4 Όπως εύστοχα είχε σημειώσει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, η Αναγνωστάκη εκόμισε στην κριτική την «υποψία» και τη «διαλογικότητα», γιατί διέθετε «αντιεξουσιαστικό πνεύμα».5 Ο κριτικός λόγος της ήταν και παραμένει πολύπλευρα παιδευτικός· σε εποχές δογματικών σχηματοποιήσεων και δυϊστικών απόψεων, όπως είναι και η σημερινή εξάλλου, θεμελιώδης λίθος της σκέψης της δεν ήταν οι απαντήσεις αλλά τα ερωτήματα· δεν ήταν η βεβαιότητα της κρίσης όσο η διασπορά της αμφιβολίας. Με αυτόν τον τρόπο συνέβαλε στην κατάθεση μιας διαφορετικής πολιτισμικής (και πολιτικής, σε τελευταία ανάλυση) πρακτικής, η οποία εδράζεται στην έκφραση απορημάτων και στον διάλογο. Ωστόσο, τα ζητούμενα που τέθηκαν στην αρχή του κειμένου μας επιμένουν: Ποια ήταν η σχέση που είχε ο λόγος της Αναγνωστάκη με τον λόγο των κριτικών της εποχής; Πώς αυτός ο λόγος επενέργησε στο πεδίο της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής κριτικής; Για ενδεχόμενες απαντήσεις θα χρειαζόταν μια ξεχωριστή μελέτη, με προαπαιτούμενα που, δυστυχώς, είναι ακόμα στα σπάργανα. * Ο Μιχ. Γ. Μπακογιάννης είναι λέκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ
http://www.avgi.gr/article/10976/2275304/nora-anagnostake-to-thema-einai-poios-proothei-te-zoe-kai-poios-ten-paei-pi?fbclid=IwAR3An4sa7Aw6_X0zxnLsQMKHw72DTcrbyZn0nmCXfSlpAgNyBgcACOzUL0U
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου