25.3.19

Δια χειρός Θεόφιλου Χατζημιχαήλ


Σαν σήμερα, στις 24 Μαρτίου 1934, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος πέθανε μόνος, χωρίς να έχει λάβει για το έργο του την αναγνώριση που του άξιζε. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Θεόφιλος Κεφαλάς, ο πιο γνωστός έλληνας λαϊκός ζωγράφος γεννήθηκε μεταξύ 1868 και 1871 στη Βαρειά Λέσβου. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις, αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ζωγραφική, πάνω στην οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον παππού του. Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική ήταν αντιστρόφως ανάλογο με την απόδοσή του στα σχολικά θρανία. Δεν βοηθούσε καθόλου η αριστεροχειρία του.
Οι αριστερόχειρες εκείνη την εποχή θεωρούνταν μειονεκτικά άτομα. Ο Θεόφιλος καταπιέστηκε πολύ από το περιβάλλον του να αλλάξει χέρι γραφής, με αποτέλεσμα να κλειστεί στον εαυτό του και να αναζητήσει παρηγοριά στη ζωγραφική. Οι πληροφορίες για τη ζωή του Θεόφιλου είναι σκόρπιες και ασαφείς. Έφυγε από το νησί στα 18 του και πήγε στη Σμύρνη όπου εργάστηκε ως θυροφύλακας στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Σύμφωνα με πληροφορίες έφυγε από εκεί για την Αθήνα και από εκεί για τη Μαγνησία όπου έζησε περίπου 30 χρόνια και άφησε πλήθος σημαντικών έργων. Το πιο πιθανό είναι ότι εγκαταστάθηκε στο Βόλο το 1897. Στο Πήλιο ο Θεόφιλος ζωγράφιζε σε χάνια, καφενεία, ταβέρνες, σπίτια, ελαιοτριβεία. Εκείνη την εποχή φιλοτέχνησε την αριστουργηματική εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στις Μηλιές του Πηλίου. Πολλά από τα έργα του έχουν καταστραφεί από κατεδαφίσεις και σεισμούς. Μεταξύ αυτών που «επέζησαν» είναι και η θρυλική τοιχογραφία που υπάρχει ακόμα σε ταβέρνα της Μακρυνίτσας. Προστάτης του εκείνη την περίοδο, στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα το Μουσείο Θεόφιλου. Τα έργα του υπέγραφε συνήθως χρησιμοποιώντας το επώνυμο της μητέρας του, ενώ το μοναδικό έργο που φέρει το κατά κόσμον όνομά του, έχει υπογραφή «Έργο Θεόφιλου Γαβριήλ Κεφαλά» και είναι μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο σκευοφυλάκιο του Ιερού Ναού Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου. Εκτός από την ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στην διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεξαλέξανδρος και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με κοστού­μια που έφτιαχνε ο ίδιος. Το 1927 επέστρεψε στη Λέσβο. Εικάζεται πως αφορ­μή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος, για να γελάσουν οι παρευρισκόμενοι, έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε. Η ζωή του ήταν δύσκολη εξαιτίας του χλευασμού που υπέστη από τον κόσμο, κυρίως επειδή κυκλοφορούσε φορώντας φουστανέλα. Στη Λέσβο, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Αναγκαζόταν να ζει περιστασιακά σε κουφάλες δέντρων (θρυλικοί είναι οι πλάτανοι του Θεόφιλου στην Καρύνη και στη Μακρυνίτσα). Η μεγάλη συνάντηση με τον Ελευθεριάδη Στη Μυτιλήνη ο Θεόφιλος συνάντησε τον καταξιωμένο τεχνοκριτικό και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη (Tériade), ο οποίος διέμενε στο Παρίσι. Για τον Θεόφιλο είχε μιλήσει στον Ελευθεριάδη ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος. Ο Ελευθεριάδης ήταν ο άνθρωπος που επέβαλε τον Θεόφιλο και τον έκανε γνωστό στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η θεματολογία του έργου του Θεόφιλου έως τότε αφορούσε την ελληνική λαϊκή παράδοση και ιστορία. Εκείνη την εποχή συντελέστηκε μια μεγάλη στροφή. Τα ιστορικά και ηρωικά θέματα έδωσαν τη θέση τους στα πιο οικεία και καθημερινά. Αν και τα περισσότερα έργα του είναι εμπνευσμένα από παλιές λιθογραφίες, ταχυδρομικά δελτάρια και λαϊκά αναγνώσματα, αυτό που ήθελε και κατάφερε να πετύχει ήταν να εκφράσει τα συναισθήματα του καθώς και την προσωπική του άποψη και φιλοσοφία. Ο Ελευθεριάδης αγόρασε πίνακες του Θεόφιλου και συγχρόνως του έκανε μια μεγάλη παραγγελία χωρίς χρονικό όριο με σκοπό να την εκθέσει στο Παρίσι. Η φιλική στάση του Τεριάντ και του πατέρα του, Τάκη Ελευθεριάδη, καθώς και η οικονομική βοήθεια που του παρείχαν, έδωσαν στον Θεόφιλο την άνεση να δημιουργήσει πάνω από εκατόν είκοσι πίνακες μέσα σε έξι περίπου χρόνια. Τα έργα αυτά παρουσιάστηκαν στην Γαλλία το 1936, αποσπώντας το θαυμασμό και την αναγνώριση του κοινού. Ο Τεριάντ ήταν ένας από τους πρώτους που κατάλαβε την αξία και τη σημασία του έργου του Θεόφιλου και τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς λαϊκούς μας ζωγράφους. Από τα έργα που του είχε παραγγείλει, επέλεξε τα τριανταεφτά καλύτερα για να τα παρουσιάσει στις εκθέσεις που διοργάνωνε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τον Ιούνιο του 1961 εγκαινιάστηκε μεγάλη έκθεση με έργα του Θεόφιλου στο Μουσείο του Λούβρου. Το κοσμοπολίτικο Παρίσι υποδέχθηκε τον Έλληνα αυτοδίδακτο καλλιτέχνη, τον «παρθένο μαθητή των αισθήσεων», ο οποίος, κατά τον Οδυσσέα Ελύτη «έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο». Το 1979 ο Τεριάντ τα δώρισε στο Μουσείο που φέρει το όνομά του ώστε να παραμείνουν στην πατρίδα του Θεόφιλου. Τα υπόλοιπα τα στέγασε στο Μουσείο Θεόφιλου, το οποίο χτίστηκε με δικές του δαπάνες, και το 1965 το δώρισε στο Δήμο Μυτιλήνης, για να προβληθεί το καλλιτεχνικό του έργο στο ευρύ κοινό. Από τότε το έργο και η ζωή του Θεόφιλου έχει μελετηθεί και τιμηθεί από κορυφαίους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, και εποχιακές εκθέσεις συνεχίζονται να διοργανώνονται τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Aριστουργήματα από ταπεινά υλικά Ο άνθρωπος που αποκαλούνταν κοροϊδευτικά από το περιβάλλον του ως «ο σοβατζής με τη φουστανέλα» είχε το τεράστιο ταλέντο να μεταμορφώνει, με δικής του κατασκευής χρώματα, τις πιο ταπεινές επιφάνειες, όπως χαρτόνια, σανίδια, τενεκέδες, βαμβακερά πανιά, τοίχους μαγαζιών και σπιτιών, σε σπουδαία έργα τέχνης. Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραψε για τον Θεόφιλο: «…Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία. Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. Eδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα...» Ο Γιώργος Σεφέρης, σε ομιλία του το 1947 για τον Θεόφιλο στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών, τον συσχετίζει με τον Μακρυγιάννη. Ο Οδυσσέας Ελύτης, έγραψε: «Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της Έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο». Ο Θεόφιλος δεν πρόλαβε να ζήσει την αναγνώριση. Τον Μάρτιο του 1934 τον βρήκαν νεκρό στο σπίτι του. Η επίσημη αιτία θανάτου ήταν το καρδιακό νόσημα, όμως είναι πολύ πιθανό να πέθανε από τροφική δηλητηρίαση. Λέγεται ότι τα αλλοιωμένα τρόφιμα που κατανάλωσε ήταν η αμοιβή του για ένα έργο του. 
 Έμυ Ντούρου 
http://artinews.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B1-%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%81%CF%8C%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CF%8C%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CF%87%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%B7%CE%BC%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%AE%CE%BB1?fbclid=IwAR1S28cNlMQut1Qc9qzpCllwATeCUbBF4OwAJ5WeVnoZS4y1x_G3z6-rivE

Δεν υπάρχουν σχόλια: