Η λογοτεχνική κριτική, όπως την ξέραμε από τον 19ο αιώνα μέχρι και πριν από μερικά χρόνια (αλλά και όπως εν μέρει συνεχίζεται στις ημέρες μας), δεν είναι κάτι έξω από τη λογοτεχνία: ανήκει σ’ αυτήν αφού τη θέτει προ οφθαλμών επί οργανικής σχεδόν βάσεως. Λογοτεχνία και κριτική απευθύνονται σ’ ένα λιγότερο ή περισσότερο υποψιασμένο κοινό, που παρακολουθεί συστηματικά την κίνηση των βιβλίων, αλλά, ας το σημειώσουμε, και σε μιαν ευρύτερη αναγνωστική κοινότητα, που έρχεται μόνο κατά περίσταση σε επαφή με τα τεκταινόμενα. Ανάμεσα σε αυτό το ευρύτερο ή στενότερο κοινό και τη λογοτεχνία τοποθετείται η κριτική, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Στρέφοντας το βλέμμα προς τον αναγνώστη, η κριτική θα τον προτρέψει ή θα τον αποθαρρύνει από το να διαλέξει ένα βιβλίο, θα δώσει κάποια κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση της
μορφής και την κατανόηση του περιεχομένου του και θα χρησιμοποιήσει ένα ζύγι για να το συσχετίσει με παλαιότερα ή νεότερα λογοτεχνικά παραδείγματα. Το αν θα περισωθεί κάτι από όλα αυτά, πολύ λίγο εξαρτάται από την κριτική. Αν έτσι περίπου έχει η κατάσταση με το παρελθόν της κριτικής και τις σύγχρονες επιβιώσεις της, η ψηφιακή εποχή, που μετατρέπει τους πολίτες (citizens) σε περιπλανώμενους της ηλεκτρονικής παγκοσμιοποίησης (netizens), κατέφθασε για να αλλάξει (όπως το έχει ήδη κάνει και με πλήθος άλλα πράγματα) άρδην τους όρους λειτουργίας τόσο της λογοτεχνίας όσο και της κριτικής. Μένοντας στην κριτική, και για ξεκινήσουμε από κάπου, τι ακριβώς συμβαίνει με τα κριτικά κείμενα που αναρτώνται στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά; Δεν προλαβαίνω να επιχειρήσω έστω και μια στοιχειώδη καταγραφή τους, οπότε περνώ αμέσως στο ζητούμενο (το ίδιο θα κάνω και με όλες τις μορφές ηλεκτρονικής κριτικής που θα ακολουθήσουν). Οι κριτικές των ηλεκτρονικών λογοτεχνικών περιοδικών (τουλάχιστον των μεγαλύτερων και των πιο οργανωμένων) δεν σηματοδοτούν, όπως κι αν τις διαβάσουμε, μια δομική μεταβολή του παλαιότερου κριτικού παραδείγματος, Γραμμένες στην πλειονότητά τους από γενιές που προέρχονται από τα χρόνια της τυπογραφίας, δουλεύουν μάλλον με τον παραδεδομένο τρόπο, τηρώντας, λιγότερο ή περισσότερο, τις παραμέτρους τις οποίες είδαμε αρχικά. Και δεν πρόκειται μόνο για τις γενιές που παίρνουν μέρος στο παιχνίδι της κριτικής (αυτές έχουν, άλλωστε, ήδη αρχίσει να ανανεώνονται), αλλά και για την ίδια τη διάταξη της ύλης των ηλεκτρονικών λογοτεχνικών περιοδικών, που παραπέμπει με τον μάλλον περιορισμένο διαδραστικό της χαρακτήρα σε ένα είδος ψηφιοποιημένης τυπογραφίας. Κι ας λάβουμε στο σημείο αυτό υπόψη και την έκταση των κριτικών κειμένων στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, που είναι ίδια ή και κατά πολύ μεγαλύτερη (με δεδομένη την ευρυχωρία του ψηφιακού χώρου) από την έκταση την οποία καταλαμβάνει η κριτική στις εφημερίδες και στα έντυπα περιοδικά. Με με τα blogs θα γίνουμε μάρτυρες της ανανέωσης από τα κάτω, του εκδημοκρατισμού της κριτικής: οι πάντες μπορούν να γράψουν οπουδήποτε το οτιδήποτε. Η κριτική εδώ κάνει και δοκιμάζει πολλά: είναι μικρή ή μεγαλύτερη σε έκταση, κρίνει θετικά και αρνητικά ή και μόνο αρνητικά – και σε κάθε περίπτωση με εξίσου ανεβασμένη την επαινετική ή την απορριπτική της διάθεση. Είναι επίσης η κριτική άλλοτε ανώνυμη και άλλοτε ψευδώνυμη ή μπορεί και να βάζει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της. Εκείνο, ωστόσο, που πάνω απ’ όλα την ενδιαφέρει τώρα είναι το να διακηρύξει τη γνώμη της: να εξασφαλίσει την ελευθερία των απόψεών της, χωρίς να νιώθει ότι είναι δυνατόν να περιοριστεί από την οποιαδήποτε δέσμευση – δέσμευση που φοβάται ότι θα της επιβάλουν το λογοτεχνικό κατεστημένο, η εκδοτική αγορά ή ακόμα και η κανονικοποιημένη ρητορική του γραπτού λόγου. Δεν φοβάται επιπλέον η κριτική να κοινοποιήσει (για την ακρίβεια να διαλαλήσει) τη συναισθηματική της αντίδραση απέναντι στις αναγνώσεις της ενώ ταυτοχρόνως επιζητεί (ως άμεση συνέπεια των προηγουμένων;) να οργανώσει ένα δίκτυο βιβλιοφίλων με κοινές αγάπες – να σχηματίσει μια παρέα, μιαν ομάδα ή μια συντροφιά που συγκινείται και αντλεί την ενότητά της από τους ίδιους συγγραφείς και τα ίδια βιβλία. Η κριτική, πάντως, δεν έχει πάψει σε αυτή την τροχιά να ενδιαφέρεται για την ανάλυση του κειμένου, αν και δύσκολα κρύβει την περιέργειά της για το πρόσωπο του συγγραφέα. Τίποτε δεν την εμποδίζει επιπροσθέτως να πάει έξω από το αυστηρά λογοτεχνικό πλαίσιο για να συναντήσει την κοινωνία, τα ζητήματα του φύλου ή και τον φεμινισμό, εντοπίζοντας μετά από μια τέτοια διαδρομή και τις ενδοκειμενικές τους αντανακλάσεις. Φυσικά, η κριτική χειροκροτεί την πολυφωνία και τη συμμετοχικότητα, επιδιώκοντας θέλοντας να δίνει το παρών και σε άλλα blogs, καθώς και να απαντούν οι άλλοι στο δικό της. Ξέρουμε ότι το προσωπικό στοιχείο που αναδεικνύεται αδιάκοπα και αδιάπτωτα από τις αναρτήσεις των blogs έλκει την καταγωγή από τον ποικιλώνυμο προσωπικό κόσμο του Facebook, κι έχω την εντύπωση πως τα blogs ενισχύουν τελευταίως τους δεσμούς τους με όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι bloggers βλέπουν τους λογαριασμούς των χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σαν μια τεράστια πηγή άντλησης αναγνωστών για τα κείμενά τους. Παρόλα αυτά, οι αναγνώστες δεν είναι πάντοτε τόσο πολυάριθμοι ούτε τόσο πρόθυμοι για εις βάθος διάλογο – αν υποθέσουμε ότι είναι πρόθυμοι οι bloggers, μολονότι σίγουρα είναι πολυπληθείς. Το Instagram πάλι είναι πιο προχωρημένο – αλλεπάλληλα προφίλ και ακαταμάχητη διαδραστικότητα: όλοι σχολιάζουν όλους, όλοι ανεβάζουν φωτογραφίες για όλους και όλοι κάνουν like σε όλους, σε ένα περιβάλλον με άπειρες σκηνοθετικές εκδοχές και ερμηνευτικές εκτελέσεις. Η κριτική γνώμη δεν έχει περιέργως αποδράσει, αλλά εμφανίζεται πια σε έκταση με λιλιπούτειες διαστάσεις, ενώ αντί της γνώμης μπορεί να υπάρχουν (ως ισοδύναμα υποκατάστατα) προτάσεις τίτλων. Η διαδικτυακή λογοτεχνική κριτική θάλλει με ανάλογους τρόπους και αλλού: στις συμμετοχικές πλατφόρμες που είναι αφιερωμένες ειδικά στο βιβλίο. Εκεί οι χρήστες ανεβάζουν βιβλία που έχουν σκοπό να διαβάσουν, παρακολουθώντας εντωμεταξύ ποια βιβλία ανεβάζουν οι φίλοι τους, και αναζητώντας κριτικά σχόλια για τα βιβλία που απασχολούν τους ίδιους ή ενδιαφέρουν τους άλλους – πάντοτε σε λιλιπούτεια έκδοση. Εκτός, όμως, από τον λόγο υπάρχει (όπως υπήρχε ανέκαθεν) και η εικόνα, που θα αφήσει τα λογοτεχνικά περιοδικά, τα blogs, το Instagram και τις συμμετοχικές πλατφόρμες για να μας ανοίξει τον δρόμο για τα απειράριθμα βίντεο του YouTube, όπου νεαρά αγόρια και κορίτσια μιλούν, το καθένα από το δικό του κανάλι, για τα βιβλία της αρεσκείας τους (δεν τα αγαπούν απλώς, τα λατρεύουν), χειρονομώντας, αλλάζοντας τις πιο διαφορετικές εκφράσεις, παίρνοντας ύφος άλλοτε αστείο και άλλοτε δραματικό, αλλά και αποτολμώντας κάποιες φορές και γενικές συγκρίσεις – να πουν, για παράδειγμα, τι προτιμούν από την κινηματογραφική μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου: την κινηματογραφική μεταφορά ή το ίδιο. Ο γραπτός λόγος είναι πλέον εδώ αδιαίρετα και αδιάσπαστα προφορικός – με συνοδευτικές κινήσεις που σκηνοθετούν (και πάλι η σκηνοθεσία) τη δραματοποίησή του και με έναν ναρκισσισμό που επιτρέπει στο εγώ του βιντεοπρωταγωνιστή να αντανακλάται παντού: στα βιβλία, στους συγγραφείς και πάνω απ’ όλα στον εαυτό του. Πιο σωματικοί και πιο αντισυμβατικοί από τους κριτικούς λογοτεχνίας της προψηφιακής περιόδου, όσοι καταπιάνονται με την κριτική στη διαδικτυακή της φάση έχουν άποψη και την υπερασπίζονται θερμά, για το καλό ή για το κακό. Θερμότατη, θα συμπλήρωνα, και με όλη την ορμή της υποκειμενικότητάς τους, με όλη τη δύναμη του θυμικού και του λογιστικού τους, με όλο το βάρος της πίστης στο δικαίωμα του ατομικού τους λόγου και στη βούληση της αδιαπραγμάτευτης ελευθερίας τους. Και η παλαιότερη κριτική της λογοτεχνίας, για να φτάσουμε εκεί απ’ όπου αρχίσαμε; Δεν είναι κι αυτή ατομική και υποκειμενική, δεν σηκώνει εξ ίσου τη σημαία της ανεξαρτησίας της, δεν συγκατανεύει ή δεν συμβάλλει με παρόμοια ορμή στην αποθέωση ή στην κατακεραύνωση του αντικειμένου της; Μένω με την πεποίθηση (με κάθε προκατάληψη η οποία είναι πιθανόν να πηγάζει από την ηλικία μου και από την πολύχρονη επαγγελματική μου εμπλοκή με τον γραπτό Τύπο) πως εκείνο το οποίο κάνει τη διαφορά με την παλαιότερη κριτική της λογοτεχνίας είναι η επιφυλακτικότητά της ακριβώς είτε να αποθεώσει είτε να κατακεραυνώσει τα βιβλία που διαβάζει, η αίσθησή της ότι τα πράγματα έχουν όχι μία ή δύο, αλλά πολλαπλές όψεις. Αυτός, όμως, είναι ο λόγος ενός ανθρώπου ο οποίος, θα το επαναλάβω, έχει μιαν ορισμένη ηλικία και το μόνο που μπορεί να γίνει μαζί του (εννοώ με τον λόγο του) είναι να αποτελέσει ένα ακόμα ψηφίο της άπειρης πολυτυπίας και πολυφωνίας του ηλεκτρονικού σύμπαντος.
ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΑ Δημήτριος Βαγγελινός, Παραδοσιακές προσεγγίσεις και σύγχρονες τάσεις στην κριτική της λογοτεχνίας: ο ρόλος του Διαδικτύου στη λογοτεχνική κριτική, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2108. Ζωή Βερβεροπούλου «Πολιτιστική δημοσιογραφία και ρουμπρίκες βιβλίου: διαμεσολαβώντας τη λογοτεχνική ανάγνωση», στον συλλογικό τόμο Λογοτεχνική ανάγνωση στο σχολείο και στην κοινωνία, επιμέλεια Βενετία Αποστολίδου, Δημήτρης Κόκορης, Μιχάλης Μπακογιάννης, Ελένη Χοντολίδου, Gutenberg, Αθήνα, 2018. Δημήτρης Δημηρούλης «Λογοτεχνία και Διαδίκτυο (σημειώσεις ενός ερασιτέχνη)», περιοδικό poeticanet.gr Σωτηρία Καλασαρίδου, Η λογοτεχνία στο διαδίκτυο: καταγραφή και διδακτική αξιοποίηση, Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2017. Χριστίνα Λιναρδάκη «Η κριτική βιβλίων στο Διαδίκτυο», ηλεκτρονικό περιοδικό Vachikon.gr
https://www.hartismag.gr/hartis-3/dokimio/kritikh-ths-logotexnias-kai-diadiktyo?fbclid=IwAR0KhSqGtYrG_SBvtZGfCB5rzo1R08R720OOEI7dVPlmgZzBp2ZiPOvd2os
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου