Γιώτα Κριτσέλη
ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ποιητικό βιβλίο του Ευριπίδη Γαραντούδη περιλαμβάνει 59 ποιήματα κατανεμημένα σε τέσσερις συνθετικές ενότητες: "Το δίγαμμα", "Τετράκωπος (Μετά πηδαλιούχου)", "Του τέλειου άγρα (Ποιήματα φιλολογικού ρεαλισμού)" και "Mater Terra".
Το διπλό δίγαμμα διακρίνεται για την πολυθεματικότητα και την πολυμορφία του, καθώς η μορφή των ποιημάτων κυμαίνεται από τον αυστηρά έμμετρο στίχο σε σονέτα μέχρι τον ελεύθερο στίχο και τα πεζόμορφα ποιήματα. Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, ιδίως στα Σύνεργα, ο Γαραντούδης αναπτύσσει στην ενότητα "Του τέλειου άγρα (Ποιήματα φιλολογικού ρεαλισμού)" τη διαλογική, συχνά ειρωνική, σχέση με κορυφαίους σταθμούς της νεότερης ελληνικής ποιητικής παράδοσης, από την εποχή του Σολωμού και του Κάλβου μέχρι τους σύγχρονούς του Έλληνες ποιητές.
Το διπλό δίγαμμα διακρίνεται για την πολυθεματικότητα και την πολυμορφία του, καθώς η μορφή των ποιημάτων κυμαίνεται από τον αυστηρά έμμετρο στίχο σε σονέτα μέχρι τον ελεύθερο στίχο και τα πεζόμορφα ποιήματα. Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, ιδίως στα Σύνεργα, ο Γαραντούδης αναπτύσσει στην ενότητα "Του τέλειου άγρα (Ποιήματα φιλολογικού ρεαλισμού)" τη διαλογική, συχνά ειρωνική, σχέση με κορυφαίους σταθμούς της νεότερης ελληνικής ποιητικής παράδοσης, από την εποχή του Σολωμού και του Κάλβου μέχρι τους σύγχρονούς του Έλληνες ποιητές.
❧
Μ
Μένοντας στὸ νησὶ τῆς Μ
θυμήθηκε τὸ μέλι.
Τότε ρυθμίστηκε ἡ φωνὴ στὸ μέλος τῶν κυμάτων.
Φέρνει ὁ βοριὰς τὰ κύματα ποὺ σ’ ἔχουνε μοιράνει.
Μὲς στὸ κατακαλόκαιρο εὐωδιάζει τ’ ἁλάτι.
Κι ἂν σὲ ὀνομάσω θάλασσα καὶ οὔριος σὲ ταξιδέψω
θὰ ξαποστάσω στεριανὸς στὸ μυρωμένο σου νησί.
Κι ἂν γίνεις γλυκὸς Ζέφυρος, θὰ ὑψώσω τὸ μικρὸ πανί.
Κι ἂν τὸ κορμί σου εἶν’ ἡ πηγή, ὁ κόσμος εἶν’ ἡ ἔρημος.
Εἶσαι ἡ φωτιὰ μὲς στὴ φωτιά, ἡ δρόσος στὸ κορμί μου.
Σὰν φεύγεις μένει στὸν ἀέρα ἡ μυρωδιά σου: ὁ δυόσμος.
Κι ὅταν ξανάρχεσαι τρυγῶ τὴ γύρη ὅλη τοῦ χρόνου.
῞Ωσπου θὰ μεταγράψω στὴ γλώσσα μας
τὴ φωνὴ τῶν τζιτζικιῶν:
Εἶσαι τὸ ἀλίμενο νησὶ ποὺ νοσταλγοῦν οἱ ναυαγοί.
– Θά ’μαι τὸ κοντινὸ νησὶ ποὺ θά ’ρθεις νὰ μὲ βρεῖς ἐσύ;
Μ
Μένοντας στὸ νησὶ τῆς Μ
θυμήθηκε τὸ μέλι.
Τότε ρυθμίστηκε ἡ φωνὴ στὸ μέλος τῶν κυμάτων.
Φέρνει ὁ βοριὰς τὰ κύματα ποὺ σ’ ἔχουνε μοιράνει.
Μὲς στὸ κατακαλόκαιρο εὐωδιάζει τ’ ἁλάτι.
Κι ἂν σὲ ὀνομάσω θάλασσα καὶ οὔριος σὲ ταξιδέψω
θὰ ξαποστάσω στεριανὸς στὸ μυρωμένο σου νησί.
Κι ἂν γίνεις γλυκὸς Ζέφυρος, θὰ ὑψώσω τὸ μικρὸ πανί.
Κι ἂν τὸ κορμί σου εἶν’ ἡ πηγή, ὁ κόσμος εἶν’ ἡ ἔρημος.
Εἶσαι ἡ φωτιὰ μὲς στὴ φωτιά, ἡ δρόσος στὸ κορμί μου.
Σὰν φεύγεις μένει στὸν ἀέρα ἡ μυρωδιά σου: ὁ δυόσμος.
Κι ὅταν ξανάρχεσαι τρυγῶ τὴ γύρη ὅλη τοῦ χρόνου.
῞Ωσπου θὰ μεταγράψω στὴ γλώσσα μας
τὴ φωνὴ τῶν τζιτζικιῶν:
Εἶσαι τὸ ἀλίμενο νησὶ ποὺ νοσταλγοῦν οἱ ναυαγοί.
– Θά ’μαι τὸ κοντινὸ νησὶ ποὺ θά ’ρθεις νὰ μὲ βρεῖς ἐσύ;
Η ΠΟΙΗΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤ’ ΑΓΚΑΘΙΑ
Κοντὰ στὸ τέταρτον τοῦ αἰῶνος πλέον
τοὺς ἀντικρίζω μὲ οἰκτίρμονα συμπάθεια,
ν’ ἀναβοσβήνουν σὰν τὰ φῶτα τοῦ νέον,
τοὺς νέους Σὸλ καὶ Κὰλ καὶ Πὰλ καὶ Κάβ,
ὑψηλὲς νότες τοῦ ποιητικοῦ μας πενταγράμμου.
Μὰ καὶ τοὺς Σὲφ τῆς μετανέας ποιητικῆς μαγειρικῆς,
μὲ τῆς Elite τὰ ἀρτύματα, μὲ τὰ βαριὰ μπαχαρικὰ τῆς Embirik,
ἐγγόνια καὶ δισέγγονα παλιῶν βαρβάτων βάρδων.
Εἶναι στιγμὲς ποὺ κάνουν σὰν κακότροπα παιδιά:
Ποθοῦν νὰ ὑψώσουν χέρια ὣς τ’ ἀστέρια
γιὰ νὰ γευθοῦν τῶν ἐπαίνων τὸν οἶνο,
παίρνοντας φόρα ὅλοι μαζὶ ἀπὸ τῆς Ἑταιρείας
τὸ τραμπολίνο. Μὰ τρέμουνε τὰ ὕψη τὰ αἰθέρια.
Γιατὶ, χωρὶς νὰ εἶναι δὰ καὶ νάνοι –ὅλο μὲ νάζια!–
δὲν θὰ τοὺς ἔλεγα καὶ πιὸ ψηλοὺς ἀπὸ κοντούς.
Πῶς ὅλοι συνωστίζονται στοῦ Ἰανοῦ τὶς σκάλες,
διπρόσωποι καὶ κάθιδροι μ’ ἀνοιχτὲς φουσκάλες
στὰ χέρια ἀπ’ τὶς σπρωξιὲς καὶ μ’ ἀγκωνιὲς
καὶ μὲ βρισιὲς περὶ στημένων καὶ κωλόφαρδων
τῆς κριτικῆς καὶ τῶν ἐφήμερων θεσμῶν.
Κι ἂν ὁ ἑσμὸς αὐτὸς νὰ διαγκωνίζεται δὲν εἶναι σὶκ
ἐξιλεώνεται ἀπ’ τὴν πίστη στὸ βραβεῖο Κλασίκ.
Τὴ βαθιὰ πίστη καθενὸς στὴν εὔνοια τοῦ μέλλοντος.
Πού, ὅμως, εἶναι σὰν τὰ καλὰ βιβλία μὲ παραλῆπτες
ὅλους πεθαμένους: δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ τὰ διαβάσουν.
τοὺς ἀντικρίζω μὲ οἰκτίρμονα συμπάθεια,
ν’ ἀναβοσβήνουν σὰν τὰ φῶτα τοῦ νέον,
τοὺς νέους Σὸλ καὶ Κὰλ καὶ Πὰλ καὶ Κάβ,
ὑψηλὲς νότες τοῦ ποιητικοῦ μας πενταγράμμου.
Μὰ καὶ τοὺς Σὲφ τῆς μετανέας ποιητικῆς μαγειρικῆς,
μὲ τῆς Elite τὰ ἀρτύματα, μὲ τὰ βαριὰ μπαχαρικὰ τῆς Embirik,
ἐγγόνια καὶ δισέγγονα παλιῶν βαρβάτων βάρδων.
Εἶναι στιγμὲς ποὺ κάνουν σὰν κακότροπα παιδιά:
Ποθοῦν νὰ ὑψώσουν χέρια ὣς τ’ ἀστέρια
γιὰ νὰ γευθοῦν τῶν ἐπαίνων τὸν οἶνο,
παίρνοντας φόρα ὅλοι μαζὶ ἀπὸ τῆς Ἑταιρείας
τὸ τραμπολίνο. Μὰ τρέμουνε τὰ ὕψη τὰ αἰθέρια.
Γιατὶ, χωρὶς νὰ εἶναι δὰ καὶ νάνοι –ὅλο μὲ νάζια!–
δὲν θὰ τοὺς ἔλεγα καὶ πιὸ ψηλοὺς ἀπὸ κοντούς.
Πῶς ὅλοι συνωστίζονται στοῦ Ἰανοῦ τὶς σκάλες,
διπρόσωποι καὶ κάθιδροι μ’ ἀνοιχτὲς φουσκάλες
στὰ χέρια ἀπ’ τὶς σπρωξιὲς καὶ μ’ ἀγκωνιὲς
καὶ μὲ βρισιὲς περὶ στημένων καὶ κωλόφαρδων
τῆς κριτικῆς καὶ τῶν ἐφήμερων θεσμῶν.
Κι ἂν ὁ ἑσμὸς αὐτὸς νὰ διαγκωνίζεται δὲν εἶναι σὶκ
ἐξιλεώνεται ἀπ’ τὴν πίστη στὸ βραβεῖο Κλασίκ.
Τὴ βαθιὰ πίστη καθενὸς στὴν εὔνοια τοῦ μέλλοντος.
Πού, ὅμως, εἶναι σὰν τὰ καλὰ βιβλία μὲ παραλῆπτες
ὅλους πεθαμένους: δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ τὰ διαβάσουν.
Κι ἀνάμεσα σ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς νάμπερ οὐάν,
ποιός νά ’ν’ ὁ ἀναντίρρητα Μεγάλος;
Θεοὶ τῆς Ἑταιρείας! Πάντα κάποιος ἄλλος.
Μία γυναίκα! Καὶ δίχως οἴηση. Ἡ Ποίηση.
ποιός νά ’ν’ ὁ ἀναντίρρητα Μεγάλος;
Θεοὶ τῆς Ἑταιρείας! Πάντα κάποιος ἄλλος.
Μία γυναίκα! Καὶ δίχως οἴηση. Ἡ Ποίηση.
(Πιερία, Παρνασσός, Κύθηρα, Γοῦβες Εὐβοίας, 2010-2015)
❧
Ο ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ είναι καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πρώτο ποιητικό βιβλίο του ήταν το "Μεθεόρτιο ή Lyrica. Ποίημα σε 33 μέρη" (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2009). Ακολούθησαν τα "Ονειρεύτηκα τη Genova" (Αθήνα, Μελάνι 2011) και "Τα σύνεργα" (Αθήνα, Τυπωθήτω – Λάλον Ύδωρ 2015).
Ο ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ είναι καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πρώτο ποιητικό βιβλίο του ήταν το "Μεθεόρτιο ή Lyrica. Ποίημα σε 33 μέρη" (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2009). Ακολούθησαν τα "Ονειρεύτηκα τη Genova" (Αθήνα, Μελάνι 2011) και "Τα σύνεργα" (Αθήνα, Τυπωθήτω – Λάλον Ύδωρ 2015).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου