Ξημερώσαμε όπως όπως εκείνη τη νύχτα. Είχαμε κουρνιάσει, ένα χωριό ολάκερο, σε κάτι σπηλιές ψηλά στο βουνό. Η Μυρτώ, κρέμασε το ταγάρι της και κίνησε βιαστική για τα Βοδενά. Όλη νύχτα στυλωμένο το άγρυπνο μάτι της απέναντι. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν ο μαύρος καπνός που ξεφύτρωνε από παντού. Η πόλη καιγόταν γι’ αντίποινα. Άγρυπνη η ματιά της σάρωνε την πόλη από ανατολή σε νότο. Ήταν οι κόρες της εκεί. Είχανε φύγει από τα ’χτες το πρωί. Τις έστειλε στις θειες τους να ξεσκάσουν. Η μία στο Βαρόσι, η άλλη στον Ντερέ μαχαλά. Κάθε τόσο, αναρωτιόταν φωναχτά, κοιτώντας ίσια στα μάτια όσους βρίσκονταν κοντά της. Άραγε γλύτωσαν; Μήπως έπεσαν να κοιμηθούν και τις κατάπιε έτσι κοιμισμένες η φωτιά; Κι αν εγκλωβίστηκαν εκεί μεσ’ στα στενά;
Ανηφόρισε με φούρια για τον Ντερέ. Από το έμπα της πόλης ο αγέρας μύριζε όλεθρο. Στο διάβα της παραμέριζε πέτρες, αγκωνάρια, μισοκαβουρνιασμένα δοκάρια και πόνο. Άνθρωποι γύρω της σκόνταφταν τυφλοί, μαύροι από καπνιά και οδύνη αναζητώντας βιος, αδέρφια, γονιούς και συγγενείς.
Έφτασε στο σπίτι της συγγένισσά της. Εξόν από μια γωνιά που ’χε γλύψει η φωτιά, το σπίτι έστεκε ολόρθο. Η ζημιά δεν ήταν μεγάλη. Δόξα τω Θεώ! Μπήκε μέσα. Όλα ανέγγιχτα. Ανέβηκε τις σκάλες, φώναξε, φώναξε. Κανείς. Πετάχτηκε έξω και κοίταξε γύρω.
Λίγο πιο κάτω στα καπνισμένα ερείπια του σπιτιού της, σωριασμένη μια γυναίκα θρηνούσε βουβά. Η Μυρτώ την έπιασε απ’ τον ώμο, δίστασε για λίγο και τελικά ρώτησε: «Μην είδατε τη Δήμητρα, τον Αντώνη, τα παιδιά; Ήταν και η κόρη μου εδώ η Ελένη». Η γυναίκα με το κατάλευκο κεφάλι μουρμούρισε απόκοσμα. «Φύγανε, δεν ξέρω…» Ήταν ένα κουβάρι κι είχε το πρόσωπο χωμένο στις παλάμες, μα τη γνώρισε. Ήταν η γειτόνισσα, η Μάρω του Παντελή. Είχε γεράσει σε μια νύχτα. Στάθηκε να την κοιτάζει άπραγη. Τα γόνατά της λύγισαν. Την ξαναρώτησε.
-Δεν άκουσες πού πήγαν; Τίποτα;
-Κάτι για το Βαρόσι είπαν, το Γραμματικό… κάηκαν κι εκεί…
«Δόξα τω Θεώ Παναγία μου! Ευτυχώς! εδώ όλα είναι καλά», σκέφτηκε η Μυρτώ.
-Μην άκουσες κάτι άλλο;
-Η Ελένη έκλαιγε, κάτι έλεγε για την αδερφή της, φύγανε όλοι…
Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι ανήμπορη ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη Μάρω.
-Όλα θα ξαναγίνουν. Όλοι θα βοηθήσουμε. Άνθρωποι να μη χάθηκαν. Κουράγιο, της ψέλλισε. Αναθάρρησε και πήρε την ανηφόρα τραβώντας για το Βαρόσι.
Εκεί η συμφορά είχε σταματήσει ένα βήμα πριν το εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής, λες και κάποιο χέρι είχε υψώσει έναν αόρατο αντιπυρικό μανδύα και η φωτιά δεν είχε πειράξει τον υπόλοιπο μαχαλά. Βρήκε το σπίτι ανοιχτό. Ανέβηκε τρέχοντας στα δωμάτια, στη σάλα, στο χαγιάτι, κατέβηκε στην κουζίνα, στο πλυσταριό. Κανείς. Απελπίστηκε. Βάλθηκε να τραβά τα μαλλιά της. «Ίσως να πήγαν στον παππού τους. Ναι, εκεί θα πήγαν! Εκεί θα πήγαν, δεν μπορεί!» μονολόγησε και έβαλε φτερά στα πόδια της παρασέρνοντας ό,τι έβρισκε στο δρόμο της απ’ το ανώι ως τη σάλα. Σουρούπωνε όταν έφτασε στο χωριό. Τράβηξε ίσια για το πατρικό της. Οι δρόμοι έρημοι. Οι άνθρωποι φευγάτοι.
-Στην εκκλησιά! άκουσε μια φωνή να της φωνάζει πίσω απ’ τα χαλάσματα.
-Ποιος είναι; Γιατί στην εκκλησιά; Ρώτησε προσπαθώντας ν’ αναγνωρίσει τη φωνή.
-Εκεί τους μάζεψαν οι Γερμανοί! έσουρε η φωνή κι απομακρύνθηκε βιαστικά.
Δεν στάθηκε να καλακούσει. Σκοτείνιασαν τα μάτια της. Στρίβει με ορμή προς τα λιγοστά στενά που τη χώριζαν απ’ την εκκλησιά. Σεπτέμβρης μήνας και το πρώτο χρυσάφι μπογιάτιζε τις άκρες των φύλλων, ανήξερο για τη μαυρίλα που απλωνόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Θρήνοι κι οδυρμοί σκέπαζαν το κελάιδισμα των αηδονιών κι ο ήλιος κοκκίνιζε τη δύση ως πέρα, εκεί όπου απλωνόταν τα μνήματα. Η όμορφη εκκλησιά πρόβαλε ξεκοιλιασμένη, σκοτεινή, ξέσκεπη, με τον σταυρό να κείτεται ραγισμένο στη γης, εκεί όπου πρώτα ορθωνόταν ο νάρθηκας. Εκεί όσοι γλίτωσαν, οι λιγοστοί. Καμιά δεκαριά γέροι μοιρολογούσαν χαμένοι, αναμετρώντας την απώλεια. Μήτε μάνα, μήτε αδέρφια, μήτε συγγενείς. Ορφανεμένοι, άκληροι, ανήμποροι, έσκυβαν πάνω στα σκορπισμένα κουφάρια. Κορμιά παραμορφωμένα, με την ασφυξία ακόμα να σπαράζει σ’ ότι είχε απομείνει από τα πρόσωπα. Παπούτσια αδειανά, ρούχα καμένα που δεν φορέθηκαν, λιβανιστήρια, εικονίσματα και μανουάλια.
Στέγνωσε το αίμα της Μυρτώς. Ωχρή, δίχως ανάσα παραπάτησε δυο τρία βήματα και βρέθηκε στην Άγια Τράπεζα. Πάνω της απλώνονταν προικιά, τραπεζομάντηλα, πλεκτά, ασπρόρουχα που δεν πρόλαβαν να λάμψουν στον ήλιο, χρωματιστά κεντήματα, νυφικές φορεσιές με τα κομψά βελούδινα καλπάκια τους για να στολίσουν την κεφαλή, τις ντούμπλιες, σειρές τα φλουριά για να καμαρώσουν στο μπούστο κι εκεί τις γνώρισε. Πλάι στην Ασημίνα του Μπατή και την Γαρουφαλλιά. Τα ξανθά μαλλιά της Ελένης. Αγκαλιασμένη με τα προικιά. Ποιανής χαρά προσπάθησε να σώσει; Τη γνώρισε απ’ το φουστάνι. Μισοκαμένο κουρέλι, κολλημένο στα πλευρά, στα μπράτσα, στο μπούστο, έκρυβε τη λιωμένη σάρκα. Με το ’να χέρι κράταγε το χέρι της Κυβέλης και με τ’ άλλο, τη χάιδευε στοργικά στο κεφάλι. Γερμένες στο πλάι κοιτάζονταν. Η μια έκλαιγε κι η άλλη χαμογελούσε.
Σπάραξε η μάνα, σκίζει τα ρούχα της και τις φιλά, τις αγκαλιάζει, τις ξυπνά. «Πού πάτε;» ρωτάει, «εγώ βόλτα σας έστειλα» και κάνει να σιάξει τα ρούχα τους. Της έμειναν στο χέρι, απολειφάδια των σπλάχνων της. Σκύβει και πιάνει μια μπάντα κάτω απ’ τον σωρό, φτιαγμένη να ζωγραφίζει στον τοίχο τη χαρά, που ’χε γλυτώσει τη λαίλαπα, και τις σκεπάζει. Ψάχνει ένα γύρω, φτιάχνει απ’ τις προίκες σάβανα, στενά, μισοκαμένα, φέρνει νερό να πλύνει τα παιδιά της, τα παιδιά των άλλων, αυτών που τη συντρόφεψαν χρόνια πριν στον πατρικό της τόπο.
Η νύχτα είχε προχωρήσει. Το νέο μαθεύτηκε. Ήρθανε και οι δικοί της. Τις θάψανε το χάραμα μαζί με τις άλλες. Όλες γυναίκες και παιδιά. Στέρεψε το δάκρυ. Μάζεψε τα τρία θηλυκά που της απόμειναν και κίνησε για το κονάκι της.
-Το τέλειωσες το κέντημα Μαρικάκι μου;
-Έτοιμο μάνα! Σαν έφυγες γυρίσαμε στο σπίτι και βάλθηκα να κεντώ όλη μέρα.
-Να κεντάς κοκόνα μου! Δίχως προικιά ποιος θα βρεθεί να σε πάρει. Να κεντάς.
Οδός Δημιουργικής Γραφής @ εκδόσεις Γραφομηχανή 2015 ISBN978-61881406-4-6
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου