17.3.19

Το παιχνίδι και τα επί μέρους

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //
Δημήτρης Χαρίτος «Τα τριακόσια εξήντα πέντε και το ένα για τα δίσεχτα χρόνια» (Ιδιωτική μυθολογία), εκδ. Κίχλη, 2017

Μετά τους αριστουργηματικούς «Αφαντους», μια όμορφη ποιητική σύνθεση με ελκυστικό θέμα,ο Δημήτρης Χαρίτος επανέρχεται με ένα εκτενές βιβλίο που περιέχει επιγράμματα κυρίως παρά ποιήματα με την τρέχουσα έννοια του όρου. Πνευματικότητα, σαρκασμός στα σημεία, διάχυτη σοφία, γλωσσική ακρίβεια, λεπτοί χειρισμοί είναι μερικά χαρακτηριστικά του βιβλίου. Δεν το διαβάζεις εύκολα, δεν μπορείς αβίαστα να προσπεράσεις. Είναι μια αίσθηση ότι πρέπει να επιστρέφεις ξανά και ξανά προκειμένου να γευτείς τους καρπούς που σου προσφέρονται.
«Τα τριακόσια εξήντα πέντε και το ένα για τα δίσεχτα χρόνια» λοιπόν με τον δυνατό υπότιτλο «Ιδιωτική μυθολογία».

366 ποιήματα μοιρασμένα σε 4« εποχές» υπονοεί τη διαδρομή του ανθρώπινου βιολογικού κύκλου «Άνοιξη», «Καλοκαίρι», «Φθινόπωρο» «Χειμώνας», εξηγεί ο ίδιος ο Χαρίτος στην σύντομη εισαγωγή του βιβλίου.
Ολιγόστιχες συνθέσεις, πεζολογικού χαρακτήρα, με ενιαίο «ήθος» παρουσιάζονται στο βιβλίο και έχουν την τόλμη να ιχνηλατούν την ανθρώπινη ψυχή, να διεισδύουν με τρόπο διακριτικό σε ζητήματα που άπτονται της φιλοσοφίας από τη μια, αλλά και της καθημερινής πρακτικής από την άλλη. Ο Χαρίτος δεν μιλάει μόνο στο «εγώ», αλλά και στο «εσύ» και το «αυτός» στοχάζεται, υπολογίζει, οριοθετεί, παραμιλά, (αυτο)ακυρώνεται, αρνείται, αποδέχεται. Μοιάζει όλο αυτό σαν απολογισμός μιας ολόκληρης ζωής. Με κέρδη και ζημίες. Και να πρέπει εσύ να σταθείς κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, να τοποθετηθείς ανάμεσα σε όσα έζησες, όσα θέλησες, όσα επιθύμησες και δεν απόλαυσες, όσα απόλαυσες για λίγο, όσα πέταξες, όσα κράτησες. Λόγος απλός, λιτός, άμεσος, όμως ξέρουμε και από τα προηγούμενα βιβλία του και την μελέτη αυτών πόσο τον παιδεύει το στίχο ο Χαρίτος.
Έχω την αίσθηση ότι θα μπορούσα να χωρίσω τα μικρά πεζόμορφα ποιήματά του σε δύο βασικές  κατηγορίες. Στην πρώτη θα έβαζα όσα αναφέρονται στον έρωτα, την αγάπη, την επιθυμία.
Στην δεύτερη θα μπορούσαν να μπουν όσα δηλώνουν τη σοφία του υποκειμένου της γραφής που αγωνιά, προτείνει, δίνει απλόχερα το βλέμμα του και θέλει να συμπαρασύρει και τον αναγνώστη να κοιτάξει από αυτό το πρίσμα, θέλει να δώσει το ιδιαίτερο στίγμα του.

Σχετικά με την πρώτη κατηγορία, ο έρωτας είναι πανταχού παρών. Σκερτσόζος, βασανιστικός ίσως, έντονος.Κυριεύει τη ζωή, επιβάλλεται, μαγεύει, αιχμαλωτίζει. Προκαλεί πάθη και αναστεναγμούς, αλλά είναι πολύτιμος και συνάμα καταλυτικός για τη ζωή του υποκειμένου της γραφής, που είναι πλημμυρισμένο από συναισθήματα και πόθους και αναστεναγμού κρυφούς και φανερούς. Αλλά και πάλι η γλώσσα συγκρατημένη, συνετή και κοφτερή σαν λεπίδα.
«Ανάθεμά σε /Που με ξελόγιασες/Και μου ‘φτιαξες/ Άνοιξη ψεύτικη/Βροχή ψεύτικη/ Έρωτα ψεύτικο/Και σε πίστεψα »[2]
«Ούτε ακούγεται/ Ούτε μιλιέται/ Φιλί που βλέπεται/Μα δε φιλιέται.»/[6]
«Καθώς τριαντάφυλλο/Ανοίγει τ’ απόκρυφό σου/Και γίνομαι η μέλισσα.»/[17]
«Έρωτας είναι μάνα μου/Που με χειραγωγεί/Και με πειθαναγκάζει./Μη με περιμένεις για φαγητό.»[22]
«Σε κρατώ στην αγκαλιά μου/Καθώς αμοιβάδα που συμπληρώνει/Το άλλο της μισό.»[40]
«Μπλεγμένα τα κορμιά μας/θα μοιάζουν με χρόνο/ Που ‘χει μόνο μιαν εποχή.»/[84]
«Να μπαινοβγαίνω στο κορμί σου/πουλί σε ανοιχτό  κλουβί»[148]
«Το εφικτό/Και το ανέφικτο/Στον έρωτα/Το ίδιο αξίζουν/Το ίδιο βασανίζουν/ Ίσως κάποιες φορές/Κάτι περισσότερο/Το ανέφικτο./Κάποιες φορές./[311]
«Κοντά σου γεύομαι όλες τις εκδοχές/Όλες τις επαναφορές/Κι όλες τις πρακτικές της απόγνωσης/»[138]
«Θα γεράσουμε μαζί/Θα σαπίσουμε μαζί/Σφιχτά πιασμένοι/ Ώσπου κι ο έρωτάς μας/Σύμφυση με το θάνατο θα γίνει.»[365]


Δημήτρης Χαρίτος

Σχετικά με τη δεύτερη κατηγορία, φαίνεται να αποδίδει μια δικαιοσύνη στα πράγματα, ή να εντοπίζει το νομοτέλειά τους. Συχνά κάνει σκέψεις για την τέχνη της ποίησης, τα ποιήματα, τον θάνατο, τον χρόνο. Αλλά έχει σαν τη μέλισσα συλλέξει στιγμές, εικόνες, ήχους και τα έχει φιλτράρει τόσο προσεκτικά, τα έχει απαλλάξει από κάθε το φορτικό και περιττό και μιλάει για αυτά με μια διαύγεια και καθαρότητα. Μέσα σε λίγες γραμμές ή στίχους «χτυπάει» στόχο ,στην καρδιά κατευθείαν των πραγμάτων, στην ουσία. Και ο κάθε στίχος τροφή για σκέψη, ανάλυση, περισυλλογή.
«Είναι φορές που οι τίτλοι των ποιημάτων/Θα μπορούσε να πει κανείς/Πως είναι μέρος του ποιήματος/ Ή έστω, σχέση  πως έχουν μ’ αυτό./Αντίθετα, πάλι, είναι φορές/Που θυμίζουν κουδούνι εξώπορτας/Που αναγράφει όνομα άσχετο/Μ’ αυτόν που κατοικεί »[9]
«Δυνάστες μου/Οι συνήθειές μου/ Όλες το ίδιο’/Και οι καλές/Και οι ανομολόγητες/ Όλες, δυνάστες μου»[17]
«Η ποίηση που δεν γεννιέται απ’ τις αισθήσεις/δεν θα γίνει ποτέ κορμί που βολοδέρνει για εξαγνισμό.»/[19]
«Γράφοντας ποίηση/Μ’ αηδόνια δανεικά.»[21]
«Το ποίημα, σου λέω/Λογίζεται σωστό/Μοναχά απ’ την απόγνωση/Που φωλιάζει /Στα σπλάχνα του/Κι από τη δόση /Που ο θάνατος/Τ’ ορμήνεψε.»[28]
«Ισχυρίζεσαι ότι αναζητάς /Τα άγνωστα με λέξεις γνωστές./Επαρμένε.»/[124]
«Δεν θέλω να είμαι μέρος του παιχνιδιού/ Θέλω να είμαι ολάκερο το παιχνίδι./Δεν θέλω να είμαι ο καταστραμμένος/Θέλω να είμαι η καταστροφή»/[160]
«Χέστες είναι οι αυτόχειρες./ Εγώ και η σύφιλη που λέγεται ζωή/Είμαστε οι γενναίοι.»[191]
«’Οχι, όχι! Δεν αυτοκτόνησε ο ποιητής/Εκ προμελέτης τον δολοφόνησε η ποίηση.»/[244]
«Διαβάζοντας κάποιων νέων ποιητών τα ποιήματα/ Έχω την αίσθηση ότι επιταχύνονται τα γηρατειά μου.»/[247]

Το θέμα με τον Δημήτρη Χαρίτο είναι ότι δεν προβαίνει σε μεταμοντέρνους λεκτικούς ακροβατισμούς και εύκολα εκφραστικά πυροτεχνήματα προκειμένου να κερδίσει τις εντυπώσεις. Η σταθερότητα και η καλοζυγιασμένη έκφραση είναι εδώ αρετή. Είναι πραγματικά ενθαρρυντική και ανακουφιστική αυτή η ισορροπία στην έκφραση και όπως η ιστορία της ποίησης έχει αποδείξει η απλότητα πάντα κερδίζει και ευεργετεί. Ο γνωστός στίχος «δεν θέλω τίποτα άλλο από το να μιλήσω απλά» του Σεφέρη βρίσκει εδώ την εφαρμογή του και έχει νομίζω δοθεί τούτη η χάρη στον ποιητή για τον οποίο μιλάμε. Ο αναγνώστης της ποίησης έχοντας ίσως κουραστεί από ακατανόητες φιοριτούρες  και υπερβατισμούς άνευ ουσίας που εύκολα συναντά στις μέρες μας, έχει ανάγκη να έρθει σε επαφή με μια γλώσσα πιο στέρεα, που μιλά στο μυαλό και το συναίσθημα σεβόμενη τον αναγνώστη. Και μια γλώσσα αφαιρετική και υπαινιχτική τόσο όσο χρειάζεται ώστε να έχει τον χώρο που της αναλογεί και η φαντασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: