«Ομορφη πόλη, σιωπητήριο. Στις προηγμένες κοινωνίες, όπου οι μονάδες συνεννοούνται με νεύματα, η σιωπή είναι μια ατομική ιδιότητα που αυθόρμητα κοινωνείται πανταχόθεν. Εκαστος στη μεμβράνη του γεννάει τη δική του σιωπή, που έχει συνήθως τα χρώματα της μάνας του στο νεκροκρέβατο ή έναν ήχο πνιχτό από τακούνι που χώνεται στη λάσπη ή το ψυχορράγημα της νύχτας όπως στραγγαλίζεται από το πρώτο φως, μα έπειτα από ομόφωνη συγκατάβαση όλοι τη μοιράζονται και την υπερασπίζονται από κοινού ως εαυτόν (ποιαν ακριβώς; την εθελούσια σιωπή: την αυθόρμητη σίγαση των λυγμών, του λογισμού, των πόθων)».
Ολοι έχουμε μια χειμωνιάτικη πόλη, πραγματική ή ιδεατή, να μας φιλοξενεί τις κρύες μέρες, σκέφτομαι καθώς διαβάζω τα υπέροχα μικροκείμενα και διηγήματα μπονζάι «Οι πόλεις το χειμώνα» του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου που πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Εναστρον.
Κείμενα ποιητικά, ατμοσφαιρικά, βαθιά οντολογικά, μιλούν προσωπικά μα νιώθεις πως μιλούν για σένα. Οι πόλεις που ζούμε αναπνέοντας πότε καυσαέριο και πότε αρώματα, πότε χαρά και πότε λύπη είναι το λογοτεχνικό πεδίο του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου.
Στη Ρώμη «μια κίτρινη αχλή σαν μαρμελάδα» μάς τύλιξε, στο Ιντερλάκεν καθίσαμε σε «μια σεζλόνγκ μπροστά στην παγωμένη λίμνη», στο λιμάνι της Γένοβας είδαμε το Arcadia να σαλπάρει για τη Νέα Υόρκη, στο Βόλγκογκραντ κοιτάξαμε μια νύχτα τον ουρανό «μέσα από τον ύπνο των πουλιών», στο Τρόντχαϊμ παρατηρούμε το Σέλας ως «γαλάζιο άγγελο που διαμοιράζει την ηλιακή κορόνα σε άλλες και σιωπηλά βεραμάν», περάσαμε από την Οδησσό, το Μπράιτον, τη συνοικία Κρόιτσμεργκ στο Βερολίνο.
Στη Μαδρίτη ο Ιδαλγός Δον Κιχώτης ντε λα Μάντζα μάς έσφιξε το χέρι. Και από τη Βαβρ διακτινιστήκαμε στον Χάνδακα. Συνεχίζουμε. Κωνσταντινούπολη, Μόσχα. Στις Βρυξέλλες μια ανάσα. Και πίσω τον Δεκέμβρη στην Πάτμο. Σουέζ και Λονδίνο. Μην ξεχάσω την Αθήνα, λέω στον εαυτό μου. Πόλεις, κι άλλες πόλεις, η ζωή μας.
Οι πόλεις πάντα ήταν ένα ισχυρό χαρτί στη λογοτεχνία. Χωρίς την πόλη δεν υπάρχει μυθιστόρημα, διήγημα, ποίημα. Ακόμα και το σώμα είναι η «πόλη» που κατοικούμε. Συχνά είναι ο καταλύτης στα γραπτά μεγάλων δημιουργών. Οι πόλεις εμπνέουν τους μεγάλους δημιουργούς. Πώς θα ήταν ο Κούντερα χωρίς την Πράγα, η Βιρτζίνια Γουλφ χωρίς το Λονδίνο, ο Τσέχοφ χωρίς τη Μόσχα, ο Σαρτρ χωρίς το Παρίσι, ο Ντοστογιέφσκι χωρίς την Πετρούπολη, ο Καβάφης χωρίς την Αλεξάνδρεια;
Μικρά διαμάντια
Η βιωματική σχέση των λογοτεχνών με την πόλη, που είναι τόσο εμφανής και στα γραπτά του Κ. Λουκόπουλου, μας χάρισε μια αλησμόνητη λογοτεχνία.
Στις «Πόλεις το χειμώνα» συνυπάρχουν δύο ακόμα ενότητες: οι «Εγκιβωτισμοί» και τα «Κείμενα για αφαλάτωση». Προσωπικά θα προτιμούσα τις «Πόλεις» μόνες τους. Καθώς δημιουργούν μια ατμόσφαιρα αφήγησης που θέλεις να μπαίνεις και να βγαίνεις απερίσπαστος σε σταθμούς και λιμάνια. Αυτό «αδικεί» τις άλλες ενότητες που θα μπορούσαν να σταθούν μόνες τους σε μια άλλη έκδοση. Διαπιστώνω όμως ότι αυτή είναι μια τάση αρκετών νέων εκδόσεων με διηγήματα. Να περιλαμβάνουν δηλαδή περισσότερα κείμενα, θέλοντας να δώσουν ίσως ένα μεγαλύτερο στίγμα της λογοτεχνικής γραφής του συγγραφέα (;).
Ενδεικτικά από τους «Εγκιβωτισμούς» αναφέρω ένα απόσπασμα από το εξαιρετικό «Πρωτόκολλο»: «Η ανάρρωση συμβαίνει πέρα από την αγωνία της υγείας, της θνητότητας ή της απώλειας, ένα σύνολο χημείας και φυσιολογίας, πραγματώνεται, ούτως ή άλλως, όσο ο καιρός φουσκώνει σαν βραστό γάλα. Στη διάρκεια των ωρών, παράλληλα γεγονότα αντιστρέφουν την αναμονή, σε ικεσία και απόρριψη: αυτοΐαση δεν υφίσταται δίχως τη συμμετοχή ενός εαυτού, είτε θρησκόληπτου είτε αγνωστικιστή». Κείμενο βαθιά στοχαστικό σε μορφή διηγήματος μπονζάι.
Τα υπαρξιακά «Κείμενα για αφαλάτωση» είναι μικρά διαμαντάκια, από τα οποία σας μεταφέρω κλείνοντας το εξαίσιο κείμενο «Τέλος», ευχόμενη στον συγγραφέα του να συνεχίσει να γράφει τα απολαυστικά του κείμενα:
«Οσες ζωές ζήσαμε εδώ, δικές μας ή των άλλων, εξαχνώνονται ανά μονάδα χρόνου και ποτίζουν τις ταπισερί, τα ουγγρικά πλακάκια και τα ετοιμοπόλεμα σάβανα. Στα όνειρα, που συμβαίνουν ενύπνια ή όχι, μπαινοβγαίνουμε ακατάπαυστα σε αυτές. Σε μια ζωή που τη ζεις από την αρχή γνωρίζεται με τον εαυτό σου κι ώς τον θάνατο συμφιλιώνεσαι. Σε άλλες πάλι, μπαίνεις χειμώνα ενώ δακρύζουν τα κυκλάμινα κι οι γαρδένιες αναπολούν τα καλοκαιρινά μεσημέρια, όπου η πυκνότητα και η ευωδιά τους κερδίζουν τη θερμή εγγύτητα του ήλιου, όταν συγκρίνονται. Σε αυτές, το τέλος είναι πιο οδυνηρό, σαν να ζεις μόνο ένα τέλος δίχως αρχή, καθ' υπέρβαση της αιτιοκρατίας. Ομως όπως έχω ξαναπεί, ένα τέλος είναι πάντα ένα -ανεκτίμητο-τέλος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου