Ο Δημήτρης Πέτρου (γενν. 1970, Δράμα), φέροντας την ευθύνη του χρίσματος που του δόθηκε από τον Δημήτρη Μαρωνίτη, συνεχίζει την ιδιαίτερη και συνεπή ποιητική του πορεία και Νέκυια με το τρίτο ποιητικό του βιβλίο, τη «Μόρα».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ «Μόρα» Αρκτος, 2018 Σελ. 46
Βαδίζοντας στο δίχτυ ενός διακείμενου, το οποίο πλέκει μπροστά μας –συναπαρτιζόμενο επιφανειακά από τους Σαχτούρη, Σινόπουλο και Καβάφη– και χωρίς να αρνείται τη μεταφυσική ερμηνεία της υπνικής παράλυσης (βλ. Μόρα) χαράζει και επιμένει σε έναν δικό του ποιητικό δρόμο. Ενώ σε μιαν ανάγνωση η πορεία του θα μπορούσε, σε ένα δεύτερο επίπεδο, να ιδωθεί ως μια παράπλοια σε σχέση με την ποίηση της Τζένης Μαστοράκη και του Βασίλη Στεριάδη, στην πραγματικότητα ο νεότερος ποιητής, με μια δική του ειρωνεία και ταπεινότητα, αυτο-υπονομεύεται γέρνοντας, για να δώσει χώρο στην αναδίπλωση της ποίησης ως ένα φαινόμενο μιας άλλης τάξης.
Εκεί όπου το ανθρώπινο –και υπό λήξη– σώμα μπολιάζεται τη μνήμη και τη νόηση ως μια ξένη ανάπτυξη, ώστε να λειτουργήσει ως μια φωτο-γραφική ανασκαφή του περιρρέοντος χώρου που φέρει την υφή ενός πυκνού αέρα, σε μια ποιητική αντιστροφή, εκεί όπου ο αέρας κοινωνείται ως χώμα και το χώμα ως αέρας. Αναπνέοντας χώμα, λοιπόν, ως πουλί ιστορικό, κατά τον Μίλτο Σαχτούρη, ο Δημήτρης Πέτρου αναζητά «πέρα μακριά χιλιάδες μέρες / να καίγονται στους λόφους», βαδίζοντας σε ξύλινα πατώματα που τρίζουν, «τις νύχτες που έτριζαν τα φύλλα». Σε ένα δικό του σκηνικό, εκεί όπου «το πρωί ο ήλιος ανέβαινε με συρματόσχοινα / και η πόλη σαν σπασμένο παιχνίδι» και εκεί όπου «στη σκουριά φυτρώνουν μαχαίρια», κομίζει τα δικά του υλικά: το ζεστό γάλα, σκουπίδια, μέταλλα, παλιά σπίτια και κυρίως βουνά και ορεινά τοπία. Ωστε ως άλλη Μόρα η ποίησή του, σιγά σιγά και με τον δικό της τελεσίδικο τρόπο, «να πριονίσει γαλήνια τα φτερά μας».
Ο Βασίλης Παπάς (γενν. 1954, Εδεσσα) στο «Chiaro Scuro» υφαίνει μικρο- και μακρο-ιστορίες. Με ποίηση στοχαστική και ρητορική και με δομική μονάδα
την εικόνα-βίωμα-άκουσμα, μας παραδίδει ποιητικά αφηγήματα.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΣ «Chiaro Scuro» Κίχλη, 2018 Σελ. 88 Πρόκειται για ένα «συνεχές ντουμπλάρισμα», «εκεί που το παρόν σκοντάφτει διαρκώς στον ύφαλο της μνήμης», που ενώ μπολιάζεται με ποιητικές παρεμβάσεις και σχολιασμούς, ανθίζει και επιχρωματίζεται με την ένταση του φωτός και της σκιάς, του αίματος και της «απουσίας» του. Αποκαλύπτοντας μια σταθερή και σπάνια, στην υφή και στη διάθεσή της, παλέτα. Ενώ ο ποιητής φαίνεται να επικεντρώνεται στη σκιά που προκύπτει ως αποτέλεσμα του φωτός, παραθέτοντας ως μότο του βιβλίου τα λόγια του Γκέτε: «όπου υπάρχει πολύ φως, υπάρχει έντονη σκιά», φαίνεται να στοχεύει ή να αξιώνει το αντίστροφο. Οταν μας λέει στο ποίημα «Το μπιλιάρδο» πως η μπάλα «στάθηκε ακίνητη μπροστά στην τρύπα της αβύσσου», μετά την πορεία της: «στρατοδικείο, Κέρκυρα, μελλοθάνατος και τέλος στο Γεντί Κουλέ», γυρεύει μια χάρη, εγκόσμια, που ενώ από τη μία δείχνει το τυχαίο και την τυφλότητα της ιστορίας-καραμπόλας, από την άλλη φωτίζει και αξιώνει μια ανθρώπινη διάσταση στο τελικό αποτέλεσμα. Αντίστοιχο με αυτό των πατατοφάγων του Βαν Γκογκ, τα παπούτσια του χωρικού ή και τα γερασμένα χέρια σε έναν πίνακα του Ρέμπραντ, όπου το φως ξεκινά από μέσα, από το ίδιο το αντικείμενο, και κινείται προς τα έξω, φωτίζοντας και θερμαίνοντας το κοσμικό και πυκνό μας σκοτάδι. Αυτόφωτα και έρμαια λοιπόν τα αντικείμενα και τα πρόσωπα στην ποίηση του Παπά –όπως και του Πέτρου–, επιλέγουν την παραμονή ανασκαλεύοντας την απουσία-οπή. Οπου πέρα από την ανακούφιση αναζητείται η αξίωση μιας αρμονίας μες στον κόσμο ως διαλείμματος. Συγχέοντας το νόημα με τη σημασία, αρνείται να αποδεχτεί τη δοσμένη ή την τρέχουσα «ισορροπία» και γέρνει μονίμως προς τη μία πλευρά, φωτίζοντας και στέλνοντας τις σκιές προς την ίδια κατεύθυνση. Ακολουθώντας μέχρι τέλους τον πρόσφατα εκλιπόντα και συντοπίτη του Μάρκο Μέσκο, που γράφει: «Κόπηκε στα δυο η ζητωκραυγή μου όταν θυμήθηκα / πως στο ίδιο μέρος του γηπέδου είχαν ξαπλώσει / είκοσι εννιά ολόγυμνα πτώματα / χωρίς κεφάλια… («Εικόνες από την επαρχία», Πριν από το θάνατο), καταθέτει το δικό του «αντίστοιχο βίωμα»: «Βρήκαν το πτώμα του παρατημένο στο Ρολόι / σ’ ένα τσουβάλι το κεφάλι του / τον κλότσησαν ξανά. / Σήκω τώρα, του είπαν, αν μπορείς / για να μας τραγουδήσεις / […] να διαπομπεύσουν τους νεκρούς / κι όπως ετοιμαζότανε για την κλοτσιά / διέκρινε παραμορφωμένο τον βαφτισιμιό του. / Κατέβασε την μπότα του / με τρόπο η κίνηση μη γίνει αντιληπτή / νεκρό ξανά δεν κλότσησε ποτέ» («Η κλοτσιά»).
https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/184753_opseis-tis-mnimis?fbclid=IwAR3jAo63pW1llEGBe-T6F5MVP2lJYFJthzA0K6egO4Z4buN60zM6rI7xZ5U
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου