Γράφει η Ελένη Γκίκα //
«Δεν είχα όνομα ούτε σώμα. Μόνο την ηλικία
του νερού. Σε κάθε στάλα πάφλαζε
ο ωκεανός. Σε κάθε στάχυ η άνοιξη.
Μες στο παιχνίδι των ενεργειών έλειπε ο χρόνος.
Η αρχή και το τέλος
κάθε όντος
χάνονταν αρπαγμένα στη μεθόριο
των άλλων.
Ήταν εκεί ο χιονοδρόμος ο Ερμής με μιαν αναγγελία.
Στην ολόφωτη πίστα των κβάντα
ήταν εκεί ο θεός Σίβα και χόρευε
στον πανάρχαιο ρυθμό του μέλλοντός μας,
πυρρίχιους και ροκ». [Το Νερό]
Με θέα στο αθέατο, ακρόαση στο άφατο, επίγνωση που διαρκεί για την ολότητα των πραγμάτων με όποιο πρόσωπο, αγγίζοντας τα ανέγγιχτα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, συμπληρωμένες τέσσερις δεκαετίες ο Ποιητής Μανόλης Πρατικάκης στήνει το Ποιητικό του Σύμπαν γνωρίζοντας έστω και υποσυνείδητα εξ’ αρχής:
Ότι «Το ποίημα είναι, κατά βάθος, το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας».
Ότι «είμαστε πλάσματα πολυσύνθετα, είμαι αυτό που δεν μπόρεσα να γίνω, αυτή η εκκωφαντική και γεμάτη άλγος έλλειψη».
‘Ότι «Η Κόλαση είμαστε εμείς που κατά βάθος είμαστε Άλλοι».
Κι ότι «Το Φως είναι παντού, αν δεν είσαι τυφλός. Είναι το μόνο πράγμα που καταργεί το σκοτάδι».
Με βαθύτατη επίγνωση ότι «όλα έχουν μια συνέχεια, μια καταγωγή» και «η μνήμη είναι μια φαντασμαγορική αιωνιότητα», με πατρίδα τη γλώσσα, τα παιδικά χρόνια, αντικρίζοντας τις ζωές των ανθρώπων και των πεπρωμένων τους σε απευθείας θέαση με την πάσχουσα ψυχή, η ποίησή του ήταν οντολογική από την αρχή.
Ως προς την ποιητική του φιλοσοφία, οι άξονες παραμένουν οι ίδιοι, από «Το σώμα της γραφής» το 1975 και τη «Γενεαλογία» το 1985 μέχρι «Το αόρατο πλήθος» το 2007, την «Κιβωτό» το 2012 και τον «Λιθοξόο» το 2016: Η Φύση στην οντολογική της διάσταση. Η ανατολική φιλοσοφία σε συνδυασμό με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Η ψυχανάλυση, η αλλοτρίωση των καιρών μας και η εικονική πραγματικότητα που εκτοπίζει τη ζώσα.
Η ποιητική του πορεία υπήρξε μια μακριά πορεία με πολλούς πειραματισμούς, μα ωστόσο την ίδια εσωτερική γνώση από τον πρώτο στίχο, από τον πρώτο ποιητικό κύκλο, την πρώτη σελίδα.
Το υλικό του, τεράστιο, υπογράφει ποιήματα- μικρούς ποταμούς με ροή ονειρική, ενίοτε παραληρηματική [Παραλοϊσμένη, Γενεαλογία].
Με την «Οντοφάνεια» και τη «Μαγεία της μη διεκδίκησης» ανακαλύπτει τη μαγεία των φυσικών όντων, δίνει σε εκείνα φωνή, να μας αποκαλύψουν το μυστήριο του ερχομού τους, ζητά να ανιχνεύσει την πρώτη πατημασιά.
Ο Αρανίτσης θα γράψει για τη «Λήκυθο» πως είναι «Μια αργόσυρτη προσευχή στην ενότητα των φυσικών όντων».
Ολόκληρο το ποιητικό σώμα του Πρατικάκη μοιάζει με μυστική προσευχή, με το «Νερό» του προκύπτει ένας κατακλυσμός, έτσι ή αλλιώς η σχέση του με τη Φύση είναι σημαντική, καθώς και ο πόνος του για τ’ ανθρώπινα και το κοινωνικό γίγνεσθαι [Νύχτα εφημερίας, Μεγάλος Ξενώνας].
Όσον αφορά τη μορφή, αλλάζει η βαρύτητα των λέξεων, στοχαστικότητα και απλότητα, πολυμορφία στο ίδιο βιβλίο όπου και συνυπάρχουν ο λυρισμός με την ποιητική πρόζα και τα στοιχεία της παράδοσης με τα γλωσσικά μορφώματα της λαϊκής σοφίας, χωρίς να απουσιάζουν ο προφορικός λόγος, ο μοντερνισμός, η ειρωνεία, η φάρσα και το χιούμορ.
Είχα την σπάνια τύχη, εκτός από την ακριβή του ποίηση, -είναι ο σημαντικότερος Έλληνας ποιητής εν ζωή,- να συνομιλήσω μαζί του σχεδόν σε κάθε ποιητική του ενότητα.
Κι έτσι θα μπορούσα μετά λόγου γνώσεως να πω πώς «εκείνα που παραμένουν τα ίδια είναι η πίστη στη δημιουργία, η αγάπη στα φυσικά όντα και τη γλώσσα, η βαθύτερη γνωριμία του γενέθλιου τόπου. Ακόμα, τα παλιά εργαλεία, αυτά καθαυτά σαν μνημεία εφευρετικότητας αλλά και σαν ποιητικά σύμβολα. Και τέλος το πείσμα να μη σβήσει από μέσα μας η παιδική αθωότητα και αμεριμνησία. Εκείνα που μας εμπιστεύτηκαν να τα καλλιεργήσουμε στο έπακρον για τις επόμενες γενιές. Καθώς η γλώσσα και οι ηθικές αξίες που εμπεριέχονται είναι αξίες διαχρονικές.»
Με αποκορύφωμα την «Κιβωτό» και τον «Λιθοξόο» του, που αποτελούν ένα κάλεσμα σε καιρούς χαλεπούς να σωθεί ό,τι είναι αυθεντική πηγή ζωής. Ένα κάλεσμα από τον «ασπρομάλλη Νώε που γεμάτος γνώση ακούει της αφθονίας και της αποξένωσης τον επερχόμενο κατακλυσμό» για να διασώσει τα Τιμαλφή.
Η ποιητική παραίνεση σαν χάδι:
«Να είσαι φορέας αθωότητας όπως ο άνεμος, η μέλισσα,
η πεταλούδα. Μεταφέρουν τη γύρη τάχα τυχαία, τάχα χωρίς να το
γνωρίζουν και χωρίς αυτό να είναι καν μες στις προθέσεις τους.
Καθώς περνούν και με κλωστές μαλαματένιες υφαίνουνε τις εποχές.
Γονιμοποιούνε τ’ άνθη και τα δέντρα.
Συμβάλλον στην καρποφορία χωρίς καλά να το γνωρίζουν.
Και χωρίς αυτή η πράξη να προσθέτει το παραμικρό στη φυσιογνωμία τους». [Λιθοξόος]
«Η εκλογή από το έργο του» [Καλέντης, 2014] και «Τα 60 + 1 αγαπημένα» [Κέδρος, 2017] όπου ο Ποιητής αυτοανθολογείται και αναδημιουργείται αποτελούν τη ζωντανή απόδειξη του Ποιητικού του Σύμπαντος που από την αρχική στιγμή της ποιητικής σύλληψης, ήταν πάντα ευκρινές και κρυστάλλινο, εμπεριείχε το Όλον στο ελάχιστο, ήτανε μύηση το Φως, στη Γνώση, στο ακατάλυτο της ζωής. Η κοσμοθεωρία του:
«μόνο μ’ εκείνα που δωρίζεις μπορείς να γίνεις κροίσος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου