27.3.19

ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ

Η Αρχοντούλα Διαβάτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε νομικά και νεοελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Αντί», «Εντευκτήριο», «Μανδραγόρας», «Ακτή», «Παρέμβαση», «Ένεκεν» και στις ιστοσελίδες για το βιβλίο bookpress.gr και diapolitismos.gr..
.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ
Όπως η Μπερλίνα, Νησίδες (2017)
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Κινητή γιορτή, Νησίδες (2018) 
Σκουλαρίκι στη μύτη, Νησίδες (2015)
Φεύγω αλλά θα ξανάρθω, Νησίδες (2014)
Το αλογάκι της Παναγίας, Νησίδες (2012)
Στη μάνα του νερού, Το Ροδακιό (2004)

.
.

.

.
.

ΠΟΙΗΣΗ

.

ΟΠΩΣ Η ΜΠΕΡΛΙΝΑ (2017)

«ΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ»

Στο στρατιωτικό σου αμπέχωνο εσύ
φιγούρα στην Καμάρα
μαγική,
αντίκρυ της.
Μες στα μάτια σου
γλυκά καστανά
καθρεφτίστηκε ο κόσμος.
Πέρασε απέναντι
ήρθε
και σε συνάντησε.
.

«ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΝΥΧΤΕΣ»

Ξαπλώνω στη δική σου μεριά στο κρεβάτι
Να δω πώς είναι από κει ο κόσμος –
Κοπαδιαστά οι μαύρες σκέψεις
Φτεροκοπούν μακριά…
Γυρνώ στη δική μου πλευρά
Συλλογισμένη
Κι η νύχτα κρέμεται ακόμα
Στις κουρτίνες
Στάζοντας ανάλγητη.
.

ΑΓΑΠΗ

.
Κλείνω τα μάτια
για να σε δω
τέτοιος που ήσουνα
βράχος πουλί καράβι
και πάλι εδώ
τότε και τώρα
ένα τατού πάνω στο δέρμα μου
μικρό
που δεν παλιώνει
.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ

Μετά τη μάχη
καταμετρούμε τους νεκρούς: άνθρωποι, ίπποι…
Μετά την αγκαθωτή νύχτα
καχεκτικό το ξημέρωμα.
Μετά τα λυπημένα σημειώματα
ελεύθερα τα δάκρυα αφήνονται
της συγχώρεσης
να τρέξουνε καυτά.
Κι εγώ λυπάμαι, ο θύτης και το θύμα.
.

ΕΦΙΑΛΤΗΣ, 2

Εκείνος γίνεται χλωμός και γκρίζος
Μέρα τη μέρα
Αλλά το κρύβω
απ’ όλους
κι απ’ τον εαυτό μου.
Τρέμει η καρδιά μου
και η λύπη
δεν είναι πια η επική
και φαντασμένη λύπη
των πρώτων ημερών.
Είναι μια στέρεη πέτρα πικρή
που πονάει βαθιά,
εκεί!
έκπληκτη σκέφτομαι.
.

ΠΟΙΗΤΡΙΑ

Τα ποιήματα, παιδιά της νύχτας.
Όλο το βράδυ
πριονίζουν τον κορμό της γης
κάτω από τα πόδια της
κι όταν αυτή ξυπνά
μένει μετέωρη –
μια νοσταλγεί το τώρα
μια το αύριο
κι όλο κοιτάει πίσω της
.

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Ώρα τώρα το αυτοκίνητο
μαρσάρει
κάτω απ’ το παράθυρό μας.
Είναι η ώρα!
Παίρνω την τσάντα μου
τρέχω στο σχολικό.
Όνειρα,
απόνερα του ύπνου.
Τα σημειώνω πρόχειρα
γυρνάω από τ’ άλλο μου πλευρό
Πρωί με το ξημέρωμα θα μελετήσω
της περιπλάνησης το δρομολόγιο.
.

ΚΛΑΜΑ

Σαν κάπου να ‘χω ξεχασμένο
Κάτι δικό μου
Που με καλεί
Και κλαίει δυνατά μέσα στη νύχτα
Ποίημα, παιδί, αγάπη
Ή είναι η ζωή μου αμεταχείριστη
Αυτή που ήθελα να ζήσω.
.

ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΞΕΝΟΔΟΧΟ

Αν αυτές είναι φιλίες ζωής
Φιλίες αναλώσιμες ποιες είναι.
Στο τέλος θα κάνεις το λογαριασμό –
Αν σου έχει μείνει σπίθα μυαλό.
(Αλλά το τέλος πότε είναι.]
θα λογαριάσεις τότε τα συν
Το καθρέφτισμα του εαυτού σου
Στην εγκαρδιότητα του «εμείς»
Που έμοιαζε αιώνιο
Να που λογάριαζες χωρίς τον ξενοδόχο
.

ΩΡΕΣ

Τότε νύχτωσε περισσότερο
Κι αυτή ξάπλωσε στο κρεβάτι της
Σαν σε ποτάμι
Και περίμενε να την πάρει
0 ύπνος
Όπως το ‘χε κάνει κι άλλη φορά
Μόνο που τώρα
το παλιό σχέδιο δε λειτούργησε
παρ’ όλο που οι ώρες χτυπούσαν
κανονικά:
δύο, τρεις, τέσσερις
πυροβολισμοί.
.

ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ

Έκανε την κίνηση να βγάλει τα γυαλιά της
Την εμποδίζανε
Μα τα γυαλιά της λείπανε
Δεν τα φορούσε καν
Κι όμως η ενόχληση, vaL
Αυτή υπήρχε
Κι η αμηχανία της
στο ακροατήριο
Πρωτόλεια ποιήματα
Να πρέπει να διαβάσει
Έτσι μεγάλη
.
.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

.

ΚΙΝΗΤΗ ΓΙΟΡΤΗ (2018)

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

.

ΝΕΑ ΗΘΗ

«Παραχωρήστε τη θέση σας στα άτομα που την έχουν περισσότερο ανάγκη.» Ριγμένη η μαγνητοφωνημένη υπόδειξη στο πρώτο πρωινό λεωφορείο της γραμμής, αδειανό λίγο πολύ, πώς ακούγεται άσκοπη κι αστεία, αξημέρωτα ακόμα, και πώς σε ώρα αιχμής με όλο τον θίασο επί σκηνής, εφαψίες, πορτοφολάδες ή άνετους που κατεβαίνουν στο κέντρο για καφέ, παιδιά για το σχολείο τους ή το φροντιστήριο, μαμάδες, υπαλλήλους, εργάτες, Βαλκάνιες γυναίκες που ανεβαίνουν να πιάσουν δουλειά στο Πανόραμα ή ηλικιωμένους που πηγαίνουν στον γιατρό ή στην αγορά. Καθισμένος, μου αρέσει να παρατηρώ καμιά φορά τον κόσμο που μπαίνει και προχωρεί στον διάδρομο. Τις κοπέλες, για παράδειγμα, σακίδιο, τζην και αθλητικά παπούτσια οι περισσότερες, που παίρνουν στα χέρια τους μόλις βρουν θέση, καθιστές ή
όρθιες, το κινητό τους, σαν το μωρό τους που πρέπει να το φροντίσουν, να το θηλάσουν, όταν δεν δίνουν καλωδιωμένες αναφορά, φωναχτά για το πού πήγαν, πού θα πάνε και τι σκέφτονται, στους φίλους, στην άλλη γραμμή.
Κοπέλες και νέες γυναίκες αλλά και αγόρια και νέοι άντρες με τα κινητά τους, πληκτρολογούν γκρίκλις απαντήσεις, φυλλομετρούν με το δάχτυλο τις σύγχρονες οθόνες, και μόνον οι μεγαλύτεροι, όχι, αυτοί έχουν έτοιμη βολική την εκλογίκευση, δεν τους ενδιαφέρει η τεχνολογία, δεν αγαπούν τα κοινωνικά δίκτυα, προτιμούν σχέσεις πρόσωπο με πρόσωπο. Είναι που έχουν χάσει το τρένο της τεχνολογίας, δεν θέλουν να προσπαθήσουν, δεν θέλουν δύσκολες προσαρμογές. Και οι άνθρωποι στο λεωφορείο δεν μιλούν πια δυνατά ως επιβάτες από τη μια άκρη στην άλλη, σαν συνειδητή 
συλλογικότητα. Όχι όπως παλιά. Χτες, πάντως, έτυχε εκείνος σε μια κουβέντα που ξεκίνησε εκεί μπροστά του και έφτασε σχοινί κορδόνι ως τα τελευταία καθίσματα, με σχόλια και ενστάσεις, τοποθετήσεις και ειρωνικά βλέμματα, γέλια και θυμωμένες φωνές, μέχρι που κόπασαν όλα, όταν κι ο πιο ζωηρός από τους σχολιαστές κατέβηκε στη στάση του. «Όλα τα ‘χαμέ, αυτοί οι άνεργοι μας λείπανε, που δεν πληρώνουν στο λεωφορείο», σχολίασε στυφά, στα καλά καθούμενα, μια ισχνή γυναίκα με αυστηρό κότσο στη βάση του λαιμού.
.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΑΣ ΠΟΛΗΣ

.
«Και πια δε θα ‘χει μείνει τίποτ’ από μένα… ούτε το πιο δικό μου,
η γλώσσα μου…»
Ρένα Χατζηδάκη, Κατάσταση Πολιορκίας
.
Στον τόμο με τα πεζογραφήματα, εικόνα μαγική -βερίκοκα, καίσια, σύκα, ροδάκινα, σταφύλια, αρώματα και δέντρα και «ρόδια και νερά», «κι απ’ όλα τα ανθισμένα δέντρα, η κερασιά»- και τα παιδιά να παίζουν ελεύθερα ένα γύρω στις αλάνες, στους μαχαλάδες του γενέθλιου τόπου: μαυρόασπρη καρτ ποστάλ εποχής, επιχρωματισμένη όμως από μνήμης, καθώς ο ποιητής Μάρκος Μέσκος, βαρύς και αποφασισμένος, επιστρέφει στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, αναψηλαφώντας μνήμες, εις αναζήτησιν του χαμένου χρόνου και της χαμένης γλώσσας. Όλα εκεί, όσα ανακαλεί, αφημένα στον καιρό τους, θα ειπωθούν με το προνόμιο μιας γλώσσας ποικίλης και πλούσιας. Γιατί προνόμιο ήταν, κι ας «βγήκε μετά διαταγή, όσοι μιλάνε τη γλώσσα των γονιών τους,
ρετσινόλαδο και ρέγγα», όπως διαβάζουμε στην εμβληματική συλλογή διηγημάτων του, Μουχαρέμ. Όλο εκείνο το τραύμα και η ντροπή από την άσκηση θεσμικής βίας, όλος ο φόβος μετουσιώθηκε άλλωστε σε ποίηση σπαρακτική και πεζογραφία αξιοσημείωτη, μπήκε σε λέξεις, Με κομμένη γλώσσα. 
Επιστρέφει ο Μάρκος Μέσκος στον γενέθλιο τόπο, να ανασάνει το άρωμα της ελευθερίας και να καταγράψει όλα εκείνα τα αγορίστικα παιχνίδια λίγο πολύ τα ίδια στις γειτονιές της Ελλάδας. Γιατί τα παιδιά, με τα παρατσούκλια τους –που απολαμβάνει να τα κατονομάζει, χρωματιστά στην ποικιλία των ήχων τους ο συγγραφέας- μπορούν και παίζουν όλες τις 
εποχές, σ’ όλους τους καιρούς και στη δεκαετία ’35-’45, είτε είναι Κατοχή, δικτατορία, είτε πόλεμος, και στο πεζογράφημα Παιχνίδια στον Παράδεισο.
Από τα δεκαπέντε παιχνίδια, προσωπικά λίγα θυμάμαι να παίζαμε κι εμείς από κοινού αγόρια κορίτσια στη δική μου γειτονιά, τα επόμενα χρόνια. Το παιχνίδι «Κράτη», κατά περιόδους -«αμέσως μετά την απελευθέρωση»- δημοφιλέστερο, κρυφτό, τζαμί, τσιλίκα τσομάκα. Τα περισσότερα ήταν
αμιγώς αγορίστικα -μακριά γαϊδούρα, σφεντόνες, κατρακύλια και χαρταετοί-, ενώ τα υπόλοιπα, με τα δύσκολα ονόματα, άγνωστα κι ανήκουστα για μας. Τα κορίτσια στον Παράδεισο του Μ.Μ. έπαιζαν μόνο κουτσό, με εξαίρεση την Ελισάβετ, εξαίρεση για την οποία προσποιείται τον ενοχλημένο ο συγγραφέας, ανήκουστο «να πεις στα κορίτσια τα μυστικά των παιχνιδιών». Παιχνίδια μέχρι τελικής πτώσεως, «ώσπου σκοτείνιαζε, και η φωνή της μάνας απ’ το παραθύρι μάς καλούσε», αυτό, φαίνεται, ήταν το ίδιο στις γειτονιές των Βοδενών-Έδεσσας και στη δίκιά μας γειτονιά, στη Θεσσαλονίκη.
Παιχνίδια στον Παράδεισο, ένα χρονικό των παιχνιδιών – που γίνεται ευκαιρία για μια εμπράγματη διήγηση για τους καθημερινούς «αόρατους» ανθρώπους του τόπου του και για παιδικές συμπεριφορές, ανακινώντας κάποτε μνήμες λυπητερές παλιών συμβάντων με ήρωες παιδιά. Περιλαμβάνει απαραιτήτως περιγραφή του μηχανισμού του παιχνιδιού και των νόμων που τα διέπουν μέχρι την τελική κρίση και τη βασανιστική κάθαρση κάποτε. Όλα διηγημένα «στη γλώσσα των γονιών», «μικρές προφορικές ιστορίες, στα μετόπισθεν της καθημερινής ζωής», όπου η ποίηση και η ποιητικότητα είναι παρούσες, σφήνες μέσα σε έναν προφορικό γρήγορο και κοφτό λόγο «βουνά που γαλάνιζαν», «Λιβάδι, δάσος, χωράφια, αμπέλια» και «οι ροζ κανδήλες της ροδακινιάς ευωδίαζαν αλύπητα» – είναι προπάντων ένας ποιητής που
ζωγράφιζες κι όλο μας συμφιλιώνει με τη λέξη πατρίδα (δεν την χρησιμοποιούσαν εύκολα τη λέξη για χρόνια στην Αριστερά), παρ’ όλο που πατρίδα είναι η γλώσσα. Ελευθερία και γλώσσα, μόνο σ’ αυτά δεν ομνύει κι ο Σολωμός που αγαπά;
Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος. Στα ποιήματα και στην πεζογραφία του Μ.Μ. θεματοποιούνται μονότονα κάποτε και σταθερά ο γενέθλιος χώρος του βιώματος, η μακεδονική ταυτότητα και η ιστορική μνήμη. Στην ανοιχτωσιά των ποιημάτων μια μυθολογία του γενέθλιου τόπου εξυφαίνεται σιγά σιγά από ποίημα σε ποίημα, της Έδεσσας και του Γραμματικού, και ένα πλήθος τοπωνύμια «σημαίνουν» και πρωταγωνιστούν, ειπωμένα με τα πολλά τους ονόματα. Ένας λυρισμός χωρίς φυσιολατρία, όπου ο ποιητής σε διάλογο με τη
φύση καταγγέλλει όλα τα δράματα του τόπου και των συντρόφων του, παγιδευμένων στη συγκυρία της Ιστορίας: πόλεμο, Κατοχή, Εμφύλιο. Μιλάει στα δέντρα, στα πουλιά και στα βουνά, όπως γίνεται στο δημοτικό τραγούδι. Για να γιατρευτεί το γενέθλιο τραύμα, η μετεμφυλιακή ήττα, η κομμένη γλώσσα από τη βία της εξουσίας, ο θάνατος των συντρόφων και η μοναξιά, χτίζονται ποιήματα παραμυθητικά και πεζογραφήματα, γιατί «το εγώ τίποτα δεν είναι / υπάρχουμε μόνον όταν υπάρχουμε μαζί.».
Θυμάμαι τον Μάρκο Μέσκο μακρινή γιγάντια φιγούρα στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ του Σεπτεμβρίου, στην παραλία της Θεσσαλονίκης, αρκετά χρόνια πριν, ανάμεσα στους νεότερους φίλους του. Τον συνάντησα αργότερα, στην παρουσίαση της Κατάθεσης, του βιβλίου της Κατερίνας Μάντη, ενώ συναπαντήματα υπήρξαν στο Κεντρί, στον Μπαράκα ή στο
Ζουρνάλ, τα πρωινά, όπου έπινε τον καφέ του με τις καλές του φίλες, τις Μαρίες, Αγαθοπούλου και Κουγιουμτζή, και την παρέα τους. Ένας λιγόλογος γίγαντας, με μισό χαμόγελο τρυφερότητας κι αμηχανίας. Πολύ αργότερα βρήκα το μονοπάτι για το Μαύρο δάσος της ποίησής του και για τα πεζογραφήματά του, και ήρθαν και ευθυγραμμίστηκαν ένα σωρό αγάπες κάτω κι από τις συγκινημένες του αναγνώσεις για τον Θεόκλητο Καρυπίδη ή και τις εξομολογήσεις του για τη Μέλπω Αξιώτη, ακόμα και η φιλία μου για έναν συντοπίτη του από την Έδεσσα, που δεν ζει πια, τον Γιώργο Σταμάτη, καθηγητή, δεν συναντήθηκαν ίσως ποτέ, έναν αδιάλλακτο άνθρωπο που έζησε με πάθος στις γραμμές της ιδεολογίας του -συνείδηση και πράξη- και στρατεύτηκε στην αγάπη των βουνών και της φύσης: Καϊμακτσαλάν, Έδεσσα, Γραμματικό.
.

ΚΙΝΗΤΗ ΓΙΟΡΤΗ

.
Λέγαμε τα κάλαντα, και τώρα μας τα λένε. Σήμερα ο μικρός μας γείτονας στο απέναντι μπαλκόνι, που όλη τη χρονιά του ζητούσαμε να έρθει να μας τα πει Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά, τα πρώτα του κάλαντα – μας ξύπνησε με δυνατά κλάμα- τα πρωί πρωί. Ήταν στην πόρτα μας καθ’ όλα έτοιμος με το
τρίγωνό του και την ωραία του μαμά, μόνο που καθώς έρχονταν με το ασανσέρ τούς είχε πέσει -στο φρεάτιο, αλίμονο-το σιδερένιο σήμαντρο του τριγώνου. Χάδια και παρηγοριές δεν ωφελούσαν, και δεν πειθόταν να αρχίσει να τα λέει, έτσι, χωρίς τρίγωνο κανονικό. Έστω, ας ερχόταν μέσα, να το
συζητούσαμε, να δει και τον Αλέξαντρο που κοιμάται ακόμα, όπως εκείνος όταν αργεί να σηκωθεί καμιά φορά για το σχολικό. Ένα μικρό κατσαβίδι που τρέξαμε να βρούμε αντικατέστησε την απώλεια, σε συνδυασμό με τις μεγάλες στρατηγικές. «Πέρνα μέσα να μας τα πεις. Νά, αυτός είναι το δικό μου το παιδάκι, που κοιμάται ακόμα – ξενύχτησε χτες.» Και νά, «Τρίγωνά-κάλαντά-μές-στη-γειτονιά….», ακούστηκε σε λίγο παρηγορημένος με τα μάγουλα ακόμα μουντζουρωμένα από τα μαύρα δάκρυα ο μικρός καλαντιστής.
«…Eponine et Azelma…», τα κοριτσάκια του Θερναδιέρου ντύνουν με κουρελάκια τις κούκλες τους μπροστά στο σβηστό τζάκι… Οι Άθλιοι, κι εμείς στο μάθημα της μετάφρασης, ήλιος που στραφταλίζει και παίζει στα τζάμια μπρος απ’ τη Λεωφόρο Στρατού, κι όταν βγαίνουμε απ’ την τάξη η αυλή είναι κατάλοιπη και η αίσθηση της χαράς τσουχτερή. Από τότε μοσχοβολούν στη μνήμη τα Χριστούγεννα με χιόνι, ήλιο και ένα βιβλίο. 
Η ρόδα του χρόνου γυρνάει πάνω κάτω φέρνοντας αγάπη ανάμεσα σε λύπες, ματαιώσεις κι απώλειες. Κατορθώματα και φίλους κι αγαπημένους και παιδιά -μια οικογένεια νέα- και αναμνήσεις κερδισμένες χρόνο τον χρόνο και
τέλος φτάνουμε εδώ, και η σημερινή ρουτίνα που ευχόμαστε να ανανεωθεί και πάλι είναι η αγκαλιά των φιλενάδων φορτωμένη δώρα και ιδέες, το ημερολόγιο των Ζαπατίστας, πράγματα και βιβλία αφιερωμένα εξαιρετικά, και σχέδια σπουδαία ή καθημερινά, στη συμφωνημένη συνάντηση στο καφέ στο κέντρο. Μια παλίρροια οι φίλοι έρχονται τώρα τις γιορτές με αστεία και ιστορίες και τη μικρή τους φιλοσοφία για τα προβλήματα, ένας παρηγορητικός ανθρώπινος αέρας. Η Αγγελική, η Λένα ή η Ευδοκία, η Δωροθέα, η Ξακουστή, η Χρύσα. Κύκλοι οι φιλίες, είναι αυτοί τα Χριστούγεννα, και εύχεσαι η ευλογημένη ρουτίνα, που πάει να εδραιωθεί χρόνο τον χρόνο, να επαναληφθεί και φέτος. Απερισκεψία η νεανική μας απέχθεια για την επανάληψη και τους κύκλους της ζωής, που είναι η γιορτή.
Καλωσορίζοντας νέους ανθρώπους και νέες προκλήσεις με μόνο ανάχωμα τον εαυτό μας, όπως λένε οι φιλενάδες μου που όλο και εγκαταλείπουν τις συλλογικότητες που απορροφούσαν όλο τους τον χρόνο παλιότερα, να καρφιτσώνουμε σημαιάκια αγάπης και συμμετοχής, καθώς προχωράμε, όσο κρατάει η γιορτή της ζωής.
.

ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ ΣΤΗ ΜΥΤΗ (2015)

.
Στο νησί, στα ενοικιαζόμενα αραχτοί -πόσα χρόνια πριν;- κι από το διπλανό δωμάτιο είχαν ακούσει για πρώτη φορά εκείνο το γέλιο να πιάνει όλο τον χώρο, να εξαπλώνεται -καλοκαιράκι απόγευμα και τα παράθυρα ανοιχτά- παραδεισένιο. Ερχόταν απ’ αλλού, αισθησιακό, ναρκισσευόμενο και κυκλογύριζε και ξεσπούσε ασυγκράτητο όλο εκρήξεις κι όλο δυνάμωνε σα να διηγιόταν μια ιστορία που κάποτε όλοι γνωρίζανε και με τον καιρό την είχανε ξεχάσει, κι ήταν γι’ αυτό έτσι βουτηγμένοι στην κατήφεια. Γέλιο νέας γυναίκας που αγκάλιαζε όλο το απόγευμα, το τετράγωνο, την πόλη. Ποια ήταν; Ήταν ευτυχισμένη με τόσο λίγα ή μήπως με πολλά; Της έδιναν πολλά αυτηνής, έναν απόλυτο έρωτα ίσως, μια τέτοια τελειότητα που αυτοί από καιρό είχαν πάψει να ονειρεύονται. Ήταν μήπως μια ξένη γυναίκα, μια μετανάστρια, μαθημένη με δυσκολία να κερδίζει τη ζωή και γι’ αυτό έτοιμη να αναγνωρίσει τη χαρά και να την υποδεχτεί όπως της πρέπει; Ήταν ένα νεαρό σαχλό κορίτσι που είχε δεχτεί το πρώτο ερωτικό φιλί και χαίρεται φιλάρεσκη με τον νεαρό εραστή πρωτόγνωρα αγκαλιάσματα και χάδια, θέλει να του αρέσει, δεν τον χορταίνει, κάτι τέτοιο; Ή μήπως πάλι είχαν βρεθεί ξανά -χαμένοι για χρόνια- κλεισμένοι σ’ ένα δωμάτιο οι παλιοί εραστές να διηγούνται ο ένας στον άλλο τη ζωή που έζησε ο καθένας χωρίς τον άλλο, τι άδικες, χαμένες, μάταιες ώρες προσπαθώντας να ταιριάξουν με το λάθος ταίρι, χωρίς κατανόηση ή διορατικότητα, χωρίς διαίσθηση ή πάθος, χωρίς να μπορούν ή να θέλουν να δώσουν και να πάρουν ικανοποίηση όπως αυτοί ήξεραν κάποτε.
.

ΦΕΥΓΩ ΑΛΛΑ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ (2014)

.

Τ0 ΜΕΡΤΙΚΟ ΜΟΥ ΑΠ’ ΤΗ ΧΑΡΑ

Κάθονταν στα ψηλά σκαμπό στη στοά με τα μπουφάν τους φορεμένα.
Μπροστά τους στη λαδόκολλα – όλα τα καλά του Θεού: μπιφτέκια, παντσέτες, λουκάνικα, πατάτες, καυτερές, φέτα λαδορίγανη, πικάντικη, κρεμμύδια με μικρά ίχνη μαϊντανού και από ένα τσίπουρο και κρασί στο καρτούτσο και σιγοέπιναν κάτω από τους ήχους ενός άκαιρου λάτιν, επετειακού ωστόσο, που χτυπούσε δυνατά κι αψυχολόγητα το στενό, τους ανθρώπους και τα πράγματα και γυρνούσε πίσω άπρακτο, κέφι δεν υπήρχε πουθενά, απουσίαζε εντελώς, κι ας ήταν κρεμασμένες μάσκες παντού, πιερότοι, σερπαντίνες, και οι σερβιτόροι ας φορούσαν κι αυτοί αστραφτερά καπέλα γουέστερν, ή κόκκινα σατανικά κέρατα ο ψήστης που έβγαινε κάθε τόσο και παρέδινε την καινούργια παραγγελία για τα γύρω τραπέζια. Κάθε τόσο έμπαιναν οι μελαχρινοί άνθρωποι ή μικρά παιδιά με ζουρνάδες, κλαρίνα και νταούλια, έπαιζαν για λίγο έναν παραδοσιακό σκοπό και τους άφηναν πάλι λεία στους δυνατούς ήχους του λάτιν να τους ξεκουφαίνουν, υπογραμμίζοντας την παγωνιά ένα γύρω. Λίγος κόσμος περνούσε. Κάτι συνταξιούχοι κοίταζαν έξω απ’ το υπαίθριο ρετσινάδικο, μπροστά, τις τιμές με τα κρεατικά στον πίνακα, ένα γύρω δυο τρεις τους θαμώνες, και συνέχιζαν τον δρόμο τους στη στοά. Λαχειοπώλες έμπαιναν, έλεγαν μονότονα το μάθημά τους κι έφευγαν πάλι γι’ αλλού. Κι έτσι, όταν πέρασε ο άνθρωπος με το ακορντεόν γεμίζοντας τον χώρο ένα γύρω με τους αισθαντικούς ήχους του, «το μερτικό μου απ’ τη χαρά μού το ’χουν πάρει άλλοι..,», προετοίμασε σχεδόν την είσοδό της. Μια όμορφη Αφρικανή ήταν, που πέρασε αργά από μπροστά τους με το θεσπέσιο χαμόγελό της, κρατώντας στα χέρια της για πώληση προφανώς κι επιδεικνύοντας τρία τέσσερα καρό κασκόλ μαϊμούδες, στο άλλο μπράτσο
περασμένα ρολόγια χειρός κάθε λογής, μαϊμούδες μάλλον κι αυτά, χαμογελώντας πέρασε από μπροστά τους, κι όπως στράφηκε να φύγει, είδαν το μωρό της που της ζέσταινε μακάριο την πλάτη φασκιωμένο σ’ έναν αυτοσχέδιο μάλλινο μάρσιπο.
Πλήρωσαν και βγήκαν. Προς την έξοδο της στοάς, απ’ το «Μπαζαγιάζι» ακουγόταν στη διαπασών ένας ξετρελαμένος Βαμβακάρης κράχτης, σχολιάζοντας την άδεια μας καρδιά.
20.2.2012

.

ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (2012)

.

Χαράζω τις φλέβες μου…

Με τον πατέρα, μαθήτρια, το καλοκαίρι του ’66 πρέπει να ’τανε, στο γήπεδο του Άρεως για τη μυθική συναυλία του Θεοδωράκη, με μια νέα κι άγνωστη μελαχρινή τραγουδίστρια. Θάμβος και περηφάνια. Για ανάταση μιλούσαν οι εφημερίδες της εποχής. «Δακρυσμένα μάτια νυσταγμένοι κήποι» – «Δραπετσώνα» – «Τι να την κάνω τη χαρά» – «Κράτησα τη ζωή μου» – «Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα» – «Χρυσοπράσινο φύλλο» (μόνο πρόσφατα έμαθε ότι είναι κάποιου άγνωστού της ώς σήμερα ποιητή, του Λεωνίδα Μαλένη). «Λιποτάκτες» – «Πολιτεία» – «Μαγική πόλη»
– «Επιφάνεια» – «Άξιον εστί», μαγικοί αστερισμοί που της έστελναν κυματιστό χαιρετισμό από κάπου μακριά, στοίχειωναν τη φαντασία της και μεθούσαν την καρδιά της. Στα εμβληματικά τραγούδια εκείνης της εποχής ήρθαν να προστεθούν στα «αγαπημένα της» η «Αυλή», «Τα τραγούδια του Αγώνα», η «Ωδή εις Σάμον», «Κάποτε θα ’ρθουν…» και οι Μπαλάντες του Αναγνωστάκη και τα Λυρικά του Τάσου Λειβαδίτη, η προίκα της, η προίκα μας. Τι διάβολο, είμαστε από καλή γενιά.
(Στο ίδιο γήπεδο είδαν κι άκουσαν και τη Σωτηρία Μπέλλου, απλή, σοβαρή και μετρημένη, στην εμφάνιση τουλάχιστον, σαν μια γυναίκα του λαού, που ήτανε άλλωστε.)
Η ζωή από κει και πέρα με προοπτική τη Χούντα και την ανυδρία, τη φίμωση και τη σιωπή που συνεπαγότανε. Στις συζητήσεις με τον πατέρα πόσο επαναστατούσε στην ιδέα της επιβεβλημένης σιωπής, ίσα-ίσα τώρα που άρχισαν να καταλαβαίνουν και ν’ αγαπούν τους συνθέτες, τους ποιητές, τα βιβλία, το θέατρο, την έκρηξη εκείνη που συνέπιπτε ακριβώς με το δικό τους μπουμπούκιασμα…
Η Ζωή του παιδιού και η πορεία τους Προς την Νίκη είχαν επιτέλους τελειώσει, και η ζωή ριγούσε τώρα προς κάτι δρόμους αλλιώτικους, θαυμαστούς. Διάβαζε τον Ταχυδρόμο του Σαββίδη και ήταν ένα παλλόμενο έλασμα από ανεκπλήρωτους πόθους, χαρά, περηφάνια, προσδοκία. Όταν πήγαν με την Άρτεμι στη Νομική για τις εγγραφές, πρωτοετείς, ντροπαλές και περήφανες συγχρόνως, ο εγκάθετος είχε πει καλοπιάνοντάς τες: «Αυτά είναι δικά μας παιδιά». Παχυλή αηδία. Δεν ήταν παιδιά κανενός τους. Ανακάλυπταν με περηφάνια τη φοιτητική ζωή και κανείς δεν μπορούσε να τις βάλει στο τσεπάκι του. Και δεν το ’κάνε.
Η ωραία ταμίας στο «Ναυαρίνο» χαμογέλασε με συγκατάβαση. Στα δεκατέσσερα εμείς, αλλά μας έβαλε στο ακατάλληλο έργο, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, όταν είχαμε καταπλεύσει μ’ ένα σωρό προσδοκίες και πάλι.
Ο μπαμπάς ένα βραδάκι ζεύτηκε μόνος του το κάρο και γύρισε σπίτι, τι είχε πάθει το άλογο; Βίοι παράλληλοι με τον Κλέοβι και τον Βίτωνα;
Στην πρώτη επέτειο της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, στη μεταπολίτευση, κυνηγητό στα λουλουδάδικα με τους χωροφύλακες στη Βασιλέως Ηρακλείου. Θυμάμαι τη μυρωδιά απ’ το χοιρόδερμα στην τσάντα της Όλγας, κολλητά στο πρόσωπό μου, κούρκουδα κρυμμένες καθώς είμαστε σε μια γωνιά. Η Όλγα κι ο Μιχάλης συμφοιτητές άλλοτε.

.

ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ (2004)

.

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ

Με τα μάτια κλαμένα, ξεχτένιστη, δραπετεύεις απ’ τους άσπρους τοίχους, σα στεναγμός.
Κι εκείνος, σφίγγοντας το ένα μέ το άλλο τα χοντρά άπραγα χέρια του, κάτω απ’ την μπλε εργατική φόρμα τα πλευρά του μπορείς να τα μετρήσεις — ρουφηγμένο το πρόσωπο με τη γκριμάτσα σα γέλιο, το κλάμα του. Περιμένει.
Μυρωδιά νοσοκομείου, άσπρες μπλούζες, σπουδή, πυρετός 42,
ορός, αποκάλυψη φλέβας, «πατέρα βοήθεια», φωνή βραχνή, που τον κρατάει απ’ τον ύπνο, τον παιδεύει. Δωμάτιο 336.
Ό μπαμπάς συνέχισε να περνάει απ’ την Εισαγγελία τα μεσημέρια. Ήταν ο δρόμος του. Δεν τον περίμενες πια κι ήταν αδυνατισμένος. Στην αγανάχτηση του, όταν μιλούσε για το άδικο ή για το Θεό — που είναι το ίδιο — ο εφιάλτης.
Η μαμά πηγαινοερχόταν για χρόνια σαν αυτόματο, ταχτοποιώντας το σπιτικό σου σκεφτική και απούσα, σα να άγγιζε τα δάκρυα των πραγμάτων που αγαπούσες. Στις μηχανικές της κινήσεις ο εφιάλτης πληροφορούσε το θάνατό σου.
Ανάγκαζα τον εαυτό μου να κοιτάξει τδ κενό. Ν’ ακούσει την απουσία σου. Το παράλογο με καταβρόχθιζε. Η γεύση του «ποτέ πια». Ό κλήρος μας να δεχτούμε ένα μέλλον απ’ οπού εσύ απουσίαζες. Να πρέπει να μιλάμε για σένα στον παρατατικό, αγαπούσε, ήθελε, φοβόταν.
Υπερευαίσθητη, με στόχο σου το απόλυτο. «Δε βγαίνουν έτσι στη ζωή, Μαρία, πιο λίγο πάθος», συμβούλευαν οι φρόνιμοι.
Ακολούθησες την καρδιά σου ως την άκρη της λύπης, της κούρασης, της στοργής, του φόβου.
Μαρία, τριαντάφυλλό μου, όπως θα ’λεγε κι ο μικρός πρίγκιπας, τόσο δίκιά μου. ’Αδύνατο να ξεμπλέξεις τις δυο ζωές μας, πλούσιες σε περιστατικά βιωμένα, φυλαγμένα στη μνήμη.
Ανεκπλήρωτη, με τάσεις κι αγάπες κι ιδέες χωρίς αντίκρισμα, με μόνη πολυτέλεια τη φιλία της Ηλέκτρας και της Δήμητρας, θερισμένη, χωρίς μέλλον.
Δεν είχα καταφέρει να ξορκίσω τους φόβους σου, την ανασφάλεια σου. Θησαύρισα τις λέξεις σου, τις τρομαγμένες σου μέρες στο νοσοκομείο. Ανάπλασα εικόνες, εντυπώσεις, όνειρα. Σ’ έχασα και σε ξαναβρήκα σε ανύποπτα όνειρα. Το πρωινό, αγγελτήριο τού θανάτου σου, άσπρο και μαύρο με πρόδινε. Κρύφτηκα. ’Έζησα. ’Επιβίωσα.
Στο γιό σου δεν μπορώ να μιλήσω για σένα. Του χαρίζω βιβλία, πουκάμισα παλιότερα, τού χαϊδεύω τρυφερά το κεφάλι. Είμαστε ντροπαλοί για να αγγίξουμε αυτή τη μνήμη που πονάει. Σου ’χα ορκιστεί κάποτε να ζήσω και για τις δυο μας, με πάθος και λαιμαργία. Δεν είναι πάντα εύκολο.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

.

Όπως η Μπερλίνα

.
.

ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

Η ΑΥΓΗ 17/4/2018
Ξεφυλλίζοντας τον εαυτό της σαν λεύκωμα
Από το 2004 που κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, κάνοντας μια μεγάλη παύση -οχτώ χρόνια-, αλλά μετά ανά δύο ή τρία χρόνια η Αρχοντούλα Διαβάτη γράφει, διαβάζει και δημοσιεύει μικρά στοχαστικά πεζά μικρά δοκίμια και διηγήματα που δίνουν αξία και αίσθημα στην καθημερινότητα, στην αυτοπαρατήρηση, στις αναγνώσεις της. Μια γραφή που έχω αγαπήσει πολύ, που διαβάζοντάς την έχω πάντα την αίσθηση ότι γίνομαι καλύτερη αφού με κάνει να αντιλαμβάνομαι τη σημασία των ελαχίστων, τα μικρά «τιποτάκια», τις λεπτομέρειες και τα συμβάντα που εντάσσονται στις συγγραφικές συνθέσεις της. Το βλέμμα και το βίωμα ενός υποψιασμένου ανθρώπου, ενός λόγιου γραφιά που αξίζει να τον παρακολουθείς γιατί αποκαλύπτει με τη γραφή της, την ειλικρίνειά της, την αισθαντικότητα και την ευαισθησία της την αθέατη και ουσιαστική όψη των πραγμάτων.
Είχα συνηθίσει τον τρόπο της Αρχοντούλας, τον σφιχτοδεμένο και πυκνό λόγο της – ειλικρινή, αυθόρμητο, διεισδυτικό, πάντα πρόσφορο για μελλοντικές επαναγνώσεις. Ένα χρονικό της εσωτερικής ζωής μιας γυναίκας της γενιάς μου στην αγαπημένη Θεσσαλονίκη. Περιμένω κάθε καινούργιο βιβλίο κάθε φορά με υψηλές αναγνωστικές προσδοκίες πιο πλούσιο και γεμάτο από εμπειρίες στην ίδια συχνότητα που την θεωρούσα σχεδόν δεδομένη. Ωστόσο, η Αρχοντούλα αποφάσισε να δοκιμάσει και άλλους τρόπους για να εκφράσει «το ίδιο και το άλλο». Με τον ανεξέλεγκτο τρόπο της ποίησης -τον τρόπο (της γραφής) που προσομοιάζει ίσως με το κλάμα ή την ασυδοσία ενός παιδιού- εξέδωσε μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Όπως η Μπερλίνα», ανακαλώντας μνήμες μακρινές από το ομαδικό παιχνίδι της παιδικής μας ηλικίας, με τους χαρακτηρισμούς, τον παιχνιώδη τρόπο της διαπόμπευσης, που με τη συγκίνηση και τον σαρκασμό επιχειρεί μια νέα, πιο τολμηρή κατάδυση στο προσωπικό βίωμα, στην καθημερινότητα, στον έρωτα, τη νοσταλγία τη θλίψη.
Χαμηλόφωνα και αισθαντικά, με λιτότητα και τόλμη «ξεφυλλίζει τον εαυτό της σαν λεύκωμα», ξεφυλλίζει τις μνήμες της παιδικής ηλικίας, έρχεται αντιμέτωπη με την απώλεια, το πένθος, την κανονικότητα, τη μοναξιά, την τέχνη της γραφής, την ποιητική και τόσες μικρές λεπτές αποχρώσεις της ατομικότητας, της ύπαρξης, του βάρους της ζωής.
Παρά το ότι ο χώρος της ποίησης έχει τους δικούς τους ρυθμούς, τους δικούς του χρόνους και τα κριτήρια, το δικό του ιδιαίτερο φως, τον έχουν υπηρετήσει άνθρωποι με ιδιαίτερες ευαισθησίες και θα έλεγα πως εκφράζει έναν άλλο τρόπο αντίληψης του κόσμου, έναν άλλο βηματισμό στη ζωή, η ανεπαίσθητη προσχώρηση της Αρχοντούλας Διαβάτη δεν ξενίζει, δεν εκπλήσσει, αλλά ανακουφίζει και αναπαύει. Η αμεσότητα στην έκφραση και την διαπραγμάτευση των θεμάτων που την έχουν απασχολήσει και στο πεζογραφικό της έργο με πιο οξύ και λοξό τρόπο, στο επίπεδο σχεδόν του λυγμού κάποιες φορές, εκτιθέμενη αλλά αυτοσυγκρατούμενη με τέχνη πάντα, δίνει ένα αποτέλεσμα που πλουτίζει και την ποίηση αλλά και δικαιώνει και το πεζογραφικό της έργο.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ προς τα βιβλία της:
Γεια σας βιβλία μου, χαίρετε. / Θέλησα να σας χαιρετήσω σήμερα, / αφημένα καθώς είστε στο γραφείο / ή στη βιβλιοθήκη των φίλων και γνωστών, / στον κίτρινο φάκελό σας ακόμα, / και με την αφιέρωση, / κύριον… κυρίαν…, με εκτίμηση, / φιλικά, με αγάπη, πολλή αγάπη, / να περιμένετε ντροπαλά με μετριοφροσύνη / -εδώ ο Καρυωτάκης περίμενε χρόνια με τις άκοπες σελίδες του / στο σπίτι του Καβάφη, / καμία σύγκριση παρόμοια εξάλλου δεν χωρεί.//
Ανεπίδοτα γράμματα τα βιβλία μας περιμένουν, / χωρισμένα με προσδοκίες ευφρόσυνες, / ένα ραντεβού όπου εκείνος ή εκείνη αργούν τόσο: / Η ζωή είναι μπροστά μας εξ άλλου αύριο είναι μια άλλη μέρα, / hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère!
.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

FRACTAL 09/05/2018
Ο συγκερασμός του ιδιωτικού και του συλλογικού 
στην ποιητική της Αρχοντούλας Διαβάτη
Σύμφωνα με τον Honoré de Balzac[1], όταν ο νεαρός ποιητής Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ εκθέτει αδρομερώς την υπόθεση του παρθενικού του μυθιστορήματος στον εκδότη Ντογκερό, αυτός συναινεί με ευμένεια σε μία πιθανή έκδοση. Μα μόλις ο νέος δημιουργός είχε την ιδέα να του παρουσιάσει και μια ανέκδοτη ποιητική συλλογή ο Ντογκερό ξαφνιάστηκε και απότομα του είπε: «Ώστε είστε ποιητής· δεν το θέλω πια το μυθιστόρημά σας. Οι ριμαδόροι την πατάνε όταν καταπιάνονται με την πρόζα. Στην πρόζα, δεν έχει φιοριτούρες, πρέπει οπωσδήποτε να πεις κάτι». Στην περίπτωσή της Διαβάτη ο Ντογκερό θα έλεγε το αντίθετο… «Μα είστε μία συγγραφέας[2], τι καταπιάνεστε με την ποίηση; Τι σχέση έχει ο πεζός λόγος με τον ποιητικό;»
Κι όμως η Αρχοντούλα Διαβάτη με την πρώτη της συλλογή, «όπως η μπερλίνα» (νησίδες, 2017), πέρασε τις σκοπέλους και με έναν άλλον λόγο, ποιητικό αυτή τη φορά, συνεχίζει τη διαδρομή του ασπρόμαυρου αναζητώντας απαντήσεις στο παλιό, όπως τούτο εμφανίζεται στην ομίχλη των αναμνήσεων. Άλλωστε, μοιάζουν με μαυρόασπρες φωτογραφίες που έπεσαν στα χέρια της και γέννησαν φθόγγους και συναισθήματα, τα βασικά υλικά της ποίησης. Και η ποίηση της Διαβάτη κινείται μεταξύ μνήμης και κοινωνικών παραστάσεων.
Αν επιχειρήσουμε μία περιοδολόγηση της Διαβάτη θα δυσκολευτούμε. Βιολογικά ανήκει βεβαίως στη γενιά του ’70. Μα λογοτεχνικά δεν ανήκει, επειδή άρχισε να γράφει μόλις στη δεύτερη δεκαετία του ΚΑ’ αιώνα. Και ως ύφος και προβληματισμούς δεν έχει καμία σχέση με τους συνομηλίκους της ποιητές. Άλλωστε, κάποιος εντάσσεται σε μια γενιά όχι μόνο βάσει βιολογικής ηλικίας, αλλά και πρώτης εμφάνισης στα γράμματα.
Μία γρήγορη ματιά στην ποιητική της την φέρνει κοντύτερα σε αυτό που ο Ηλίας Κεφάλας αποκάλεσε «ποίηση του ιδιωτικού οράματος», της γενιάς δηλαδή του ’80, παρά το ότι βέβαια -ξαναλέω- δημιουργεί στον ΚΑ’ αιώνα. Χωρίς έντονες κοινωνικές παραστάσεις στην εικαστική της και με χαρακτηριστικά «ποίησης κλειστού χώρου» προσανατολίζεται σε μία ανθρωποκεντρική οπτική με έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις (ο πόλεμος των φίλων, εις εαυτόν, χωρίς τον ξενοδόχο) με ευαισθησία για το διαφορετικό (κανονικότητα). Ακόμα κι όταν ο ποιητικός χώρος είναι εκτός «δωματίου», πάλι παραμένει κλειστοφοβικός (μούσαις χάρισι θύε, αιωνιότητα, αστυφιλία) είτε μέσω άρνησης και αντίθεσης περιορίζεται χωρικά (δεν τη χωράει ο τόπος, ιδρυματισμός).
Είναι όμως αναγκαίο να τονίσουμε ότι η ποιητική της Αρχοντούλας δεν είναι ατομοκεντρική. Με οξύνοια παρακολουθεί από το υποθετικό παράθυρο του κλειστού χώρου την κοινωνία (Πάσχα ελληνικό κανονικά, δεν τη χωράει ο τόπος, πρωτόλεια). Μολονότι δεν απαντώνται εικόνες κρίσης ή συγκρούσεων κοινωνικών, η ποιήτρια δεν παίρνει το μάτι της από τον κοινωνικό χώρο. Την ίδια, άλλωστε, εστίαση είχαμε δει στο «σκουλαρίκι στη μύτη», όπου η συγγραφέας επιμένει σε μία η διαχείριση του παρελθόντος (και του παρόντος).
Η συλλογή κινείται μεταξύ κοινωνικής και «ιδιωτικής» ποίησης. Οι συνθέσεις της συλλογής ξεκινώντας από την αυτοβιογραφία της ποιήτριας, καταλήγουν στην αυτοβιογραφία του κοινού. Χαρακτηριστικό είναι ότι αποφεύγει τη χρήση του α΄ πληθυντικού γραμματικού προσώπου, ενισχύοντας την ατομική προσέγγιση. Με έναν υβριδισμό μεταξύ συλλογικού κι ατομικού βρίσκεται στην αντίπερα όχθη του «ιδιωτικού οράματος», εκφράζοντας μία διάθεση αποκαρδίωσης για την ακοινωνησία των σύγχρονων ανθρώπων.
Μία οσμή, παράλληλα, λεπτής ειρωνείας αναδύεται από τα επιμύθια, συνδεδεμένη με μία αίσθηση πικρής απογοήτευσης για την αστική ζωή –κι όχι μόνο. Ενώ η τεχνολογική ανάπτυξη έχει μπει σχεδόν σε κάθε σπίτι και η ηλεκτρονική πρόοδος είναι ραγδαία, οι άνθρωποι απομονώνονται όλο και περισσότερο, η πόλη γίνεται όλο και πιο εχθρική προς τη φύση του ανθρώπου.
Σε αυτόν τον κλειστό χώρο δε μας προξενεί, λοιπόν, εντύπωση το γεγονός ότι η νύχτα –καταγεγραμμένη (δεν τη χωράει ο τόπος, ώρες, δύσκολες νύχτες, ξένος) ή συνυποδηλωτικά δοσμένη– είναι διαρκής (ερωτική νύχτα, το ταξίδι, το τέλος του παιχνιδιού).
Το ζήτημα της ηλικίας μπαίνει συχνά με μία νοσταλγική πνοή συνδυασμένο με τη μνήμη (ξένος, μπερλίνα, το τέλος του παιχνιδιού, καρουζέλ, ποιητική), όπως και ο φόβος του θανάτου (το ταξίδι), ενώ ο έρωτας στην ποιητική της διατηρεί μία νοσταλγική διάθεση (αιωνιότητα, λύπη, μούσαις χαρίσι θύε, ιδρυματισμός). Αγαπημένα πρόσωπα που χάθηκαν εμφανίζονται συχνά σε συνθέσεις της συλλογής (φιλόλογος, μπερλίνα, αι συνέπειαι της παλιάς ιστορίας, απουσία). Παράλληλα, δε, εισέρχονται και προβληματισμοί για την ίδια την ποιητική τέχνη και τα βιβλία (13 14 28 29 39 33).
Αν δούμε τα υλικά της ποιητικής της Αρχοντούλας Διαβάτη, θα παρατηρήσουμε ότι κινείται στον άξονα της λιτής προφορικότητας. Λίγα στολίδια ενίοτε σπάνε τη μονοτονία του εντελώς απέριττου. Κάποιες λίγες παρομοιώσεις, λίγες μεταφορές και διάσπαρτες λυρικές εικόνες φωτός ή φύσης εμποτίζουν το σκοτεινό ποιητικό της κάδρο. Έτσι όταν εντοπίζεται φως, το καναβάτσο διαχέει δόσεις αισιοδοξίας (ποιητική, παρών, Μάρτης τρελομάρτης). Η κύρια βέβαια εικονοποιία σταθερά είναι σε έναν κλειστό χώρο -συχνότατα σκοτεινό συνειρμικά- που γεμίζει με πρόσωπα σκυμμένα σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή ένα κινητό τηλέφωνο ή έναν χώρο που γεμίζει με μνήμες αγαπημένων και αναμνήσεις εποχών αθωότητας και παιδικότητας.
Κύριο συστατικό της έκφρασής της είναι το ουσιαστικό και το ρήμα. Η συχνή ύπαρξη δευτερευουσών προτάσεων επιμηκύνει τον ποιητικό λόγο γεννώντας επαυξημένες προτάσεις μέσα στον θρυμματισμένο στίχο. Και τούτο ενισχύει την αίσθηση της αγωνίας και «απλώνει» τον χρόνο της ανάμνησης. Το ίδιο και το ασύνδετο σχήμα που συχνά υιοθετεί η δημιουργός (εις εαυτόν, μπερλίνα, κανονικότητα, ξένος, Πάσχα ελληνικό κανονικά) ή άλλοτε ονοματικά σύνολα θρυμματίζουν τη μνήμη σε σπαράγματα.
Η προφορικότητα της εκφραστικής της διαχέει μία ανεπιτήδευτη –φαινομενικά– απλότητα. Οι πλήρεις προτάσεις ισορροπούν με τον διασπασμένο στίχο ορίζοντας έναν εσωτερικό ρυθμό που θεμελιώνεται στα επιμέρους συντακτικά σύνολα. Η αφηγηματική ροή κινείται με φυσικότητα, αποκαλύπτοντας τις πτυχές του συλλογικού κι ατομικού βίου που κάνουν την ποιήτρια να αγωνιά για το μέλλον της κοινωνίας.
Και αξίζει να σημειώσουμε ότι δεν είναι λίγες οι ποιητικές αναφορές της Διαβάτη στην ηλεκτρονική τεχνολογία. Και αυτό αφήνει ένα ενδιαφέρον στίγμα στον ποιητικό χάρτη, επειδή η σύγχρονη η ποίηση δε φάνηκε να αγκαλιάζει τα τεχνολογικά επιτεύγματα. Μολονότι ενίοτε τα πλησιάζει, σπάνια βλέπουμε καταγραφές σε ποιήματα. Βέβαια όπως η περίπτωση της Αρχοντούλας, όταν το έχουμε, διατηρεί μία διάσταση σαρκασμού και κοινωνικής κριτικής που εκθέτει μία κοινωνική αγωνία (έργα και ημέρες, αύριο, κόλλημα, όνειρο). Για παράδειγμα, η λέξη «κινητό (τηλέφωνο)» δεν απαντάται σε συλλογές, όπως επίσης ο ομιλών δεν έχει δει σε πολλές συλλογές τις λέξεις «facebook» ή «twitter«. Και σε τούτη την έκφραση κοινωνικής αγωνίας παρωδεί ακόμη και παραμύθια (Πάσχα ελληνικό κανονικά, δημιουργικότητα ή ο Η/Υ ξέρει).
Ένα αίσθημα απομόνωσης των ανθρώπων διαποτίζει τη στιχουργική της. Είναι η αστική μοναχικότητα –ακόμα κι όταν ο χώρος είναι κατάμεστος ανθρώπων– των απομονωμένων ανθρώπων μέσα στον αλλοτριωμένο αστικό χώρο που κατακερματίζεται από τη χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών. Η δημιουργός ασφυκτιά στο άστυ. Την πληγώνει ο απομονωτισμός των κατοίκων και βλέπει τη φύση σαν εξωτικό στοιχείο. Η δε απουσία φυσιολατρικών εικόνων συνδέεται με την αστική στειρότητα ως Άλλο –κατά Jeffrey Alexander– «πολιτισμικό τραύμα».
Επιλογικά, η πρώτη αυτή ποιητική συλλογή της Αρχοντούλας Διαβάτη αφήνει καλές εντυπώσεις. Με οδηγό το ατομικό βίωμα η ποιητική της αναζητά διέξοδο στον κοινωνικό χώρο προτείνοντας την εγκατάλειψη της αστικής και της ηλεκτρονικής απομόνωσης. Με οδηγό την καθημερινή γλώσσα και σε ένα αφηγηματικό ύφος η ποιήτρια ταξιδεύει τον ακροατή/αναγνώστη στις στοχαστικές διαδρομές της ποιητικής της αναζήτησης.
.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

ΦΡΕΑΡ 07/05/2018
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ;
Όπως η Μπερλίνα. Όπως η Αρχοντούλα Διαβάτη. Πού πάει να πει αληθινά, με χιούμορ και με αυτογνωσία. Που πάει να πει ειλικρινής κατάθεση ψυχής. Που πάει να πει ποιήματα απλά, συγκινητικά, χωρίς μεγάλους κραδασμούς, χωρίς υψιπετείς και μελοδραματικούς τόνους, χωρίς εξάρσεις και φαμφάρες. Με τον τρόπο των διηγημάτων και των αφηγημάτων της πεζογράφου Αρχοντούλας Διαβάτη. Που αποπειράται εδώ να χειριστεί τον ποιητικό λόγο. Κρατώντας τις αρετές του πεζογραφικού. Ευκρίνεια, δομή, σύλληψη, ανθρώπινες καθημερινές ιστορίες, νοσταλγία, ομορφιά. Κινηματογραφικές σεκάνς που εναλλάσσονται. Μία εξομολόγηση προσωπική που γίνεται καθολική καθώς οι εικόνες της ποιήτριας, οι φέτες δικής της ζωής που μας παραχωρεί με γενναιοψυχία γίνονται και δική μας ζωή, αφού τελικά όλες οι ζωές των ανθρώπων μοιάζουν απελπιστικά μεταξύ τους.
Ταυτόχρονα όμως με τις πεζογραφικές αρετές, διακρίνουμε και τις ποιητικές. Ρυθμός που αρχίζει από το πρώτο ποίημα και τελειώνει στο τελευταίο. Εσωτερική ενότητα ανάμεσα στα ποιήματα που αφηγούνται τελικά μία και μόνο ιστορία, την ανθρώπινη ζωή με το πάθος, τον πόθο, την αρρώστια, την φθοροποιά καθημερινότητα, την γραφή, τις σχέσεις μας με τους άλλους, την σχέση με τον εαυτό, τον φόβο του θανάτου. Ανάμεσα στα πεζογραφικά στοιχεία των ποιημάτων της Αρχοντούλας παρεμβάλλονται και εικόνες μεγάλης ποιητικής δύναμης: όπως
Κι η νύχτα κρέμεται ακόμα/στις κουρτίνες/στάζοντας ανάλγητη
Στις απέραντες ερήμους του απογεύματος/
Καθώς πλέανε ανώνυμοι στον ύπνο
Τι είναι όμως η Μπερλίνα; Η ίδια η συγγραφέας με αστερίσκο στο ομώνυμο ποίημα μας παραπέμπει σε ένα παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι. Στόχος του ήταν να μεγαλοποιήσει κάποια χαρακτηριστικά του παίκτη για να γελάσουν όλοι. Ένα παιδί επιλέγεται με κλήρο να είναι η Μπερλίνα και αυτό θα κάτσει στο κέντρο του κύκλου. Ένα άλλο παιδί θα είναι ο ταχυδρόμος. Τα υπόλοιπα παιδιά λεν στο αυτί του ταχυδρόμου ένα χαρακτηριστικό του χαρακτήρα ή της εμφάνισης της Μπερλίνας. Ο ταχυδρόμος πρέπει να της το μεταφέρει, χωρίς να της φανερώσει το όνομα του παιδιού που το είπε και η Μπερλίνα πρέπει να καταλάβει ποιο είναι το παιδί. Η στιχομυθία μεταξύ τους είναι η εξής:
Ταχυδρόμος: Πέρασα από την αγορά και έμαθα πολλά καλά και κακά για σένα.
Μπερλίνα: Τι άκουσες; Πες μου.
Ο 1ος μου είπε…., ο 2ος μου είπε… , ο 3ος μου είπε…, Ποιος είναι ποιος; Μάντεψε!». Στην διάρκεια του παιχνιδιού όλα τα παιδιά εναλλάξ θα περάσουν από την θέση της Μπερλίνας και θα ακούσουν τι έχουν να πουν τα άλλα παιδιά και γι αυτά τα ίδια. Ένα παιχνίδι που εξασκεί τα παιδιά στην τέχνη του γνήσιου κουτσομπολιού, της κουβέντας δηλαδή που, στην παραδοσιακή κοινότητα, έδενε την ομάδα και ισχυροποιούσε τους δεσμούς της, χωρίς να προσβάλλει.
Άλλωστε μια από τις επικρατέστερες ετυμολογικές ερμηνείες για το κουτσομπολιό είναι ότι προέρχεται από το «κόφτω» και «μπολιάζω». Ένα σοφό παιχνίδι όπως τα περισσότερα παιδικά παιχνίδια, σκληρό και αληθινό που θυμίζει μορφές σύγχρονων ψυχοθεραπευτικών ομάδων, όπου ο καθένας καλείται να εκφράσει τα αληθινά του αισθήματα προς τον άλλο. Ένα παιχνίδι όπου κάτω από το γέλιο και τα πειράγματα υπάρχει μεταμφιεσμένη η αλήθεια. Ένα παιχνίδι κοινωνικής κριτικής. Ένα δημόσιο παιχνίδι που συμβαίνει σε μία αγορά. Όπου η Μπερλίνα εκτίθεται στην γνώμη των υπολοίπων, όπου καλείται να φανταστεί και να μαντέψει και να αποτιμήσει. Όμως η δημόσια έκθεση, το κόφτω και μπολιάζω, η μαντική, η φαντασία, η απομόνωση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, η μεγιστοποίησή τους, η μεγέθυνση που θα προκαλέσει γέλιο αλλά και πόνο, η αλληλεπίδραση με τους άλλους, η αλήθεια, πόσο πραγματικά όλα αυτά τα στοιχεία μοιάζουν με την γραφή της Αρχοντούλας Διαβάτη; Ένα παιχνίδι Μπερλίνα είναι και όλη η γραφή. Εξομολόγησης και αλληλεπίδρασης, επινόησης και μπολιάσματος του προσωπικού βιώματος στο καθολικό. Η ποιήτρια και οι φίλες της, φανταστικοί και αληθινοί χαρακτήρες που στροβιλίζονται σε έναν κύκλο, η συγγραφέας με τους αναγνώστες της, hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère, όλοι εναλλάσσονται σε ένα παιχνίδι αλήθειας και ψέματος, γέλιου και πόνου, όπου κάποτε στην θέση της Μπερλίνας είναι ο ίδιος ο θάνατος, η απουσία και η απώλεια. Από το ομώνυμο ποίημα Μπερλίνα διαβάζω:
Πέρασα από την αγορά και έμαθα πολλά καλά για σένα/Ιωσηφίνα, Παναγιώτα και Μαρία …και πιο κάτω: χωρίς αναγγελία/ο θάνατος της μιας τους φίλης/και πάλι τα συμβάντα μετά:/ένα αφήγημα χωρίς εξάρσεις./Φιλοσοφούν για τον καιρό, τα γηρατειά/για τους γονείς στα τελευταία τους/για τα παιδιά και για τα εγγόνια/μαυρόασπρες φωτογραφίες ξεφυλλίζοντας/κανονικά σαν λεύκωμα
Μέσα στην ποιητική αυτή συλλογή όπως και σε όλο το πεζογραφικό της έργο η Διαβάτη αποτυπώνει σπαράγματα από μία ξεχασμένη παιδική ηλικία με τα παραδοσιακά της παιχνίδια, με το κρυφτό ή το κυνηγητό, με κάλαντα και καλούδια, με γεύσεις και αρώματα και μνήμες ξεχασμένες που αναβιώνουν. Υπάρχουν οι σκιές των γονέων, υπάρχει ένα λούνα παρκ, υπάρχει αγάπη. Διάχυτη, έκδηλη, σε διαφορετικές μορφές. Υπάρχουν οι φίλες, που στιγμιαία γίνονται καθρέφτης και γεφυρώνουν την μοναξιά. Στιγμιαία όμως η εγκαρδιότητα του εμείς. Πικρή μοίρα της ανθρώπινης φύσης η μοναξιά σύμφωνα με την ποιήτρια.
Στην ποιητική συλλογή αυτή θα επισκεφτούμε ακόμα το παλιο παντοπωλείο του Καχριμάνη, ή το μαγαζί του Δημήτρη του Μπέρδε. Εκεί υπάρχει ακόμα εν εξελίξει μία συνάντηση από το παρελθόν η καλύτερα με το ίδιο το παρελθόν που εκκρεμεί. Υπάρχει όμως και κάτι, αυτό το ασχημάτιστο, αδιαμόρφωτο, ανερμήνευτο κάτι, πνοή ανοιξιάτικου αέρα, η ζωή που δεν ζήσαμε, το παρελθόν που δεν
ΚΛΑΜΑ/Σαν κάπου να’χω ξεχασμένο/Κάτι δικό μου/Που με καλεί/Και κλαίει δυνατά μέσα στη νύχτα/Ποίημα, παιδί, αγάπη
όμως και το παρόν που ’ναι:
Αντηλιά, παιδικές φωνές και ήλιος που χρυσίζει/βάζουν σε κάδρο το απόλυτο μυστήριο του παρόντος. Θέλεις να φωνάξεις «Παρών»/και ν’ ανοιχτείς στον κόσμο (Από το ποίημα «Παρών»)
Αυτή η γοητευτική αντίθεση της κατάφασης αυτής της ζωής με την νοσταλγία κάποιας άλλης, μίας διαφορετικής εκδοχής που φαντάζει ίσως πληρέστερη, συγχωνεύονται στα ποιήματα της Διαβάτη και θα έλεγα ότι αποτελούν και την κινητήρια δύναμη της γραφής της.
Ο έρωτας στην συλλογή αυτή είναι αθόρυβος, υπόκωφος, διαδραματίζεται σε έρημα απογεύματα, σε σιδερένια κρεβάτια, φοράει εσώρουχα μακριές σκιές μέχρι τα γόνατα, πλέει μέσα σε ύπνους, κατοικεί αλλού. Είναι κομμάτι μιας άλλης ζωής, ενός άλλου παιχνιδιού Μπερλίνας, όπου όλοι ήμασταν νεώτεροι, πιο αθώοι, πιο έτοιμοι, πιο ανοιχτοί.
Τώρα υπάρχει πια και ένας ξενοδόχος. Που τελειώνει, που ορίζει, που μας απομονώνει. Που παίρνει τους ανθρώπους μακριά.
Τι θα ψιθυρίσει τώρα πια ο ταχυδρόμος στο αυτί της Μπερλίνας;
Ότι αυτό είναι τελικά το παιχνίδι. Και καιρός να αντέξουμε να το παίξουμε. Μέσα από τη γραφή. Μέσα από την ποιητική συλλογή της Αρχοντούλας Διαβάτη.
Όπως η Μπερλίνα. Όπως η Αρχοντούλα.
.

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

DIASTIXO 12/6/2018
Από το εξώφυλλο, η Αρχοντούλα Διαβάτη μάς προσκαλεί να παρακολουθήσουμε το μετέωρο βήμα της γραφής ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο. Στο εσώφυλλο το βιβλίο αποκαλείται «ποιήματα». Το εξώφυλλο, πολύσημο, με τίτλο Όπως η μπερλίνα, με τέλειο τροχαϊκό μέτρο, μας παραπέμπει σε παιδικό παιχνίδι, ενώ η ζωγραφιά απεικονίζει κοριτσίστικη φιγούρα, με μάτια καλυμμένα, με μάτια που δεν βλέπουν, έστω και για λίγο, την πεζή καθημερινότητα. Η ποιήτρια παίζει μαζί μας κρυφτό, παραμένει μικρό παιδί, όπως όλοι οι γνήσιοι ποιητές. Ένα παιδικό παιχνίδι η ποίηση, βιώνεται, γράφεται και, κατά κάποιον τρόπο, διαβάζεται με κλειστά μάτια: με το βλέμμα στραμμένο στον ενδότερο εαυτό. Η πεζογράφος συλλέγει εμπειρίες και η ποιήτρια τους δίνει ρυθμό και εικόνα, για να κατακτήσει τον κρυφό ψυχικό κόσμο των αναγνωστών της.
Όντως, η ποιητική συλλογή της σπουδαίας πεζογράφου χτίζεται πάνω σε πεζογραφικά στοιχεία που αλλάζουν λογοτεχνικό είδος, ενώ αρνούνται να προδώσουν το είδος τους: περιγράφουν διαρκώς και αφηγούνται, κρατούν αναλλοίωτη την ταυτότητά τους, περήφανα για την προέλευσή τους.
Διαβάζω το ποιητικό βιβλίο της Αρχοντούλας και θυμάμαι άθελά μου ένα παιχνίδι που έβαλα μια φοιτήτρια να παίξει με την ποίηση πριν από μερικές δεκαετίες. Καθόταν πάντα στην πρώτη σειρά, άκουγε προσεχτικά, αλλά δεν είχε πει ποτέ καμιά λέξη, να μου ζητήσει να εξηγήσω κάτι, να εκφράσει μια απορία. Μια μέρα τη ρώτησα, χαριτολογώντας, αν είχε δώσει όρκο σιωπής. Η απάντησή της άφησε άναυδη ολόκληρη την τάξη: «Λατρεύω το μάθημα, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτε». Συνειδητοποίησα ότι δεν καταλάβαινε την ποίηση γενικά και ότι περίμενε από εμένα να την ερμηνεύσω, αντί να τους κάνω να τη βλέπουν με τα δικά τους μάτια, κλειστά και ανοιχτά –όπως ακριβώς υπονοεί η Αρχοντούλα, αν τη διαβάζω σωστά–, και όχι με τα δικά μου.
Ζήτησα τότε από τους φοιτητές να ετοιμάσουν το επόμενο μάθημα οι ίδιοι, να διαλέξει ο καθένας το ποίημα που του αρέσει από τη συλλογή που χρησιμοποιούσαμε και να βρει στο ποίημα την αγαπημένη του λέξη, στη συνέχεια μια λέξη που ταιριάζει με την πρώτη, μία που αγκαλιάζει τις δύο πρώτες, μια άλλη που κάνει πόλεμο μαζί τους, ή οτιδήποτε σκεφτούν. Στο επόμενο μάθημα οι φοιτητές ξαναέγραφαν, με απίστευτη ικανότητα για δημιουργία, το ποίημα που είχαν επιλέξει. Μιλούσαν όλοι μαζί. Στο πανδαιμόνιο πρωτοστατούσε η σιωπηλή φοιτήτρια. Και τότε τους εξήγησα ότι o γνωστός ορισμός (του Mallarmé) «η ποίηση είναι λέξεις» δεν υπονοεί λέξεις χωρίς νοήματα, λέξεις χωρίς συναισθήματα, λέξεις που δεν προκαλούν, δεν μεταμορφώνουν τον αναγνώστη.
Αυτή ακριβώς την αίσθηση μου έδωσε η ποίηση της πεζογράφου Αρχοντούλας Διαβάτη, ποίηση που είχα ήδη διαβάσει, καθώς δημοσιεύει αδιαλείπτως στο περιοδικό Θευθ. Γράφει ποίηση αφηγηματική, λιτή, πυκνή, άμεση, με έντονο κοινωνικό προβληματισμό που ανατρέπει την υπαρξιακή αγωνία, με λέξεις που σε αγκαλιάζουν, σε ταρακουνούν, σε προκαλούν να γίνεις δημιουργικός αναγνώστης. Με άλλα λόγια, η ποίησή της δεν περιγράφει απλώς· δρα, κινητοποιεί, εμπνέει όσους ανοιγοκλείνουν τα μάτια, καθώς διαβάζουν την ποιητική συλλογή της.
Έκλεισα λοιπόν το βιβλίο και άρχισα να παίζω τη δική μου μπερλίνα, για να ανακαλύψω ακόμη μια φορά ότι, όσο απίστευτο και αν ακούγεται, η προσεχτική ανάγνωση οδηγεί στην ανακάλυψη της οπτικής γωνίας του ποιητή, φτάνει ο καθένας μας να το κατορθώσει μόνος του, με την παιδεία που έχει συσσωρεύσει. Έμεινα για λίγο αντιμέτωπη με το εξώφυλλο. Λέξη που επιλέγω ή, μάλλον, με επιλέγει: «μπερλίνα», επομένως παιδικό παιχνίδι. Γιατί όμως «όπως»; Τι συγκρίνεται με το συγκεκριμένο παιχνίδι; Η ζωή μας, η ποίηση; Όπως το παιχνίδι της ζωής και της τέχνης; Μήπως όπως το παιχνίδι του Σύμπαντος, που παίζεται για χάρη μας και εις βάρος μας; Στο ποίημα «Κανονικότητα» –μια έννοια που επανέρχεται στο βιβλίο, στο παράδειγμα που ακολουθεί συνυφασμένη με το παιχνίδι–, το ποιητικό υποκείμενο γράφει:
Και η ζωή τι είναι:
Βρέχει και βρέχομαι, χαμογελώ, χορεύω στη βροχή.
Τρέχω με τα πατίνια μου στην παραλία 
ή αγοράζω παγωτό (σ. 25).
Στη συνέχεια κοιτάω την εικόνα, τη φιγούρα του κοριτσιού με τα μάτια καλυμμένα. Μάλλον αναπαριστά την ποιήτρια να παίζει μαζί μας κρυφτό. Τώρα όμως όλα ανατρέπονται. Κλείνω τα μάτια μπροστά σε ποιο πράγμα; Λέξη που επαναλαμβάνεται στη συλλογή και αλλάζει νοήματα, όπως οφείλουν να κάνουν οι λέξεις σε ποιητικό βιβλίο, είναι το αρχέτυπο «καθρέφτης». Ωστόσο, αν η ποιήτρια καλύπτει τα μάτια για να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη, βλέπει τον εαυτό της αλλά με τα μάτια της ψυχής της, ή ίσως και με τα μάτια κάποιου ιδεατού αναγνώστη. Χρησιμοποιεί τα βάθη της ψυχής της και μαζί τον περίγυρό της, για να γράψει ποίηση και να αναδημιουργήσει τον κόσμο της και τον κόσμο γενικότερα.
Τι συμβαίνει όμως όταν βγάζουμε τη μάσκα και οι ρόλοι ανατρέπονται, καθώς αφήνουμε τον κόσμο να καθρεφτίζεται στα μάτια μας; Στο πρώτο ποίημα της συλλογής υπάρχει μια πρόσκληση να περάσουμε απέναντι, στην Καμάρα, αλλά σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι απέναντι βρισκόμαστε εμείς· δεν πρόκειται για πέρασμα σε άλλη όχθη, αλλά σε ένα τοπίο από τη δική μας πλευρά. Μήπως όταν βλέπουμε τον κόσμο στον καθρέφτη μας, τον φέρνουμε κοντά μας, δεν τον απομακρύνουμε; Μήπως η λέξη «απέναντι» αναφέρεται σε μια κρυμμένη δική μας όχθη;
Μες στα μάτια σου 
γλυκά καστανά 
καθρεφτίστηκε ο κόσμος
Πέρασε απέναντι 
ήρθε 
και σε συνάντησε (σ. 7).
Ο υπολογιστής, η γραφή, το ποίημα, όπως ο καθρέφτης, μας οδηγούν σε μια νέα θέαση του εγώ και του κόσμου. Αρκεί να πάρει το ποιητικό εγώ τη θέση του συντρόφου της στο κρεβάτι, για να δει τον κόσμο με τα δικά του μάτια:
Ξαπλώνω στη δική σου πλευρά στο κρεβάτι
Να δω πώς είναι από κει ο κόσμος (σ. 11).
Και σε λίγο η εμπειρία εμπλουτίζει τις δημιουργικές της δυνάμεις:
γυρίζω στο κρεβάτι μου
τον εαυτό μου ξανά να επινοήσω (σ. 12).
Το κρεβάτι δεν είναι το μόνο σύμβολο που παραπέμπει στη γνώση και την αυτογνωσία, όπως στην Παλαιά Διαθήκη. Οποιοσδήποτε χώρος που ενώνει το εγώ με το εσύ θυμίζει ότι ο έρωτας είναι εφήμερος όσο και η ζωή. Στο ποίημα «Καρουζέλ», το σφιχτό αγκάλιασμα προετοιμάζει για τον Αχέροντα που μας χωρίζει:
Στο λούνα παρκ της αγάπης μας
Με κρατάς σφιχτά απ’ τη μέση
Στα συγκρουόμενα εγώ
Αστείες γκριμάτσες κάνοντας
Με φουσκωμένα μάγουλα – σοβαρή 
Στους καθρέφτες εσύ
Λεζάντες βάζεις
Στις μέρες που έρχονται:
Έρωτας
Πολύς έρωτας
Τελειώσαμε.
Περνάμε τώρα απέναντι
Στον κήπο με τα φαντάσματα (σ. 35).
Ένα κέρμα που βρίσκει η ποιήτρια στο κρεβάτι της φέρνει στη σκέψη της τον γνωστό βαρκάρη, αλλά δεν σκέφτεται τον θάνατο. Ελπίζει ότι, καθώς δεν χρησιμοποιήθηκε ο οβολός, θα ξεγελάσει τον Χάρωνα, θα ακυρωθεί το ταξίδι (σ. 15). Προς το παρόν, τουλάχιστον, καθώς το αύριο πάντα καραδοκεί:
η ψυχή μου
απρόσμενα
Αύριο κάνει πανιά (σ. 16).
Η ποιήτρια ψάχνει διέξοδο στη γραφή, αλλά οι νέες τεχνολογίες δεν βοηθούν. Στο ποίημα «Κόλλημα» (σ. 24) θέλει να γράψει «πονάω, αγαπάω, κλαίω», αλλά ο υπολογιστής, όχι απλώς έχει κολλήσει, επεμβαίνει, διορθώνει, μπερδεύει τους φθόγγους με τα γράμματα και γράφει αυτόματα τα ρήματα με όμικρον, χτίζει μια φυλακή για την ποιήτρια, στρογγυλή όπως η γη, όπως το Σύμπαν, για να της δώσει χώρο να κρυφτεί. Και το επίθετο «μάταιο» που ακολουθεί τρεις φορές, γραμμένο σωστά, ενώ θα μπορούσαν να είχαν τελειώσει τα όμικρον, τονίζει τρεις φορές τον κύκλο και επιβεβαιώνει τη ματαιότητα κάθε προσπάθειας για ελευθερία. Το ποίημα κλείνει με τον στίχο «Τι να με συμβουλέψει άγλωσσο ένα μηχάνημα…» και ανάγει τη γλώσσα και την ελεύθερη έκφραση σε μόνη οδό προς την ελευθερία.
Αναζητεί τη λύση στην αιωνιότητα, στην οποία αποβλέπει ένα ποίημα ή ένα έντυπο βιβλίο, για να ανακαλύψει ότι, από την πλευρά της γραφής, το ποίημα είναι το «κενό ανάμεσα/ στην αστραπή και στη βροντή» (σ. 22), άρα είναι πολύ κοντά στο εφήμερο, ενώ, από την πλευρά της ανάγνωσης, τα βιβλία που χαρίζουμε είναι συχνά ανεπίδοτες επιστολές, σαν να είναι νεκρά, σαν να αναπαύονται στην άλλη όχθη:
Γεια σας, βιβλία μου, χαίρετε.
Θέλησα να σας χαιρετήσω σήμερα,
αφημένα καθώς είστε στο γραφείο
ή στη βιβλιοθήκη των φίλων και γνωστών,
στον κίτρινο φάκελό σας ακόμα […]
να περιμένετε ντροπαλά, με μετριοφροσύνη
– εδώ ο Καρυωτάκης περίμενε χρόνια με άκοπες τις σελίδες του στο σπίτι του Καβάφη, 
καμία σύγκριση παρόμοια εξ άλλου δεν χωρεί (σ. 13).
Αυτή η μετριοφροσύνη που διαβάζουμε ρητά μέσα στα ποιήματά της είναι η γοητεία της ποιητικής γραφής της. Γράφει ποίηση όπως αφηγείται, όπως επικοινωνεί, όπως μιλά για τα πιο σημαντικά κομμάτια της καθημερινότητάς μας, ανάγοντάς τη σε ποιητικό λόγο, με αναμνήσεις, μελωδία και ρυθμό.
Διάβασα το καινούργιο βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη με τα δικά μου μάτια, με την ελπίδα ότι θα το διαβάσετε κι εσείς προσεχτικά και θα παίξετε μαζί του κρυφτό, για να βρείτε τον θησαυρό που έχει κρύψει για τον καθένα μας.
.

ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ

BOOKPRESS 3/6/2018
Τα ποιήματα της πρώτης ποιητικής συλλογής της καταξιωμένης πεζογράφου Αρχοντούλας Διαβάτη θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως βιωματικά. Η αυτοαναφορικότητα, εξάλλου, αποτελεί ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της μέχρι τώρα πεζογραφίας της. Πίσω από το ποιητικό εγώ αχνοφαίνονται αυτοβιογραφικά σπαράγματα και ένα βιωματικό ίζημα της ποιήτριας και πεζογράφου. Στο πεδίο της γραφής, το υποκείμενο γίνεται ταυτόχρονα και αντικείμενο παρατήρησης, σχολιασμού και ενός ισολογισμού της ζωής με κέρδη και επώδυνες διαψεύσεις. Κάτω από την αφήγηση διακρίνεται η ποιήτρια παρά την όποια διστακτικότητα, την ευγένεια και τα ποικίλα μέσα που μετέρχεται.
Ένα δείγμα γραφής βλέπουμε ενδεικτικά στο ποίημα «Πρωτόλεια»:
Έκανε την κίνηση να βγάλει τα γυαλιά της / Την εμποδίζανε / Μα τα γυαλιά της λείπανε…
Stop
«ΟΠΩΣ Η ΜΠΕΡΛΙΝΑ», έτσι θα το κάνουμε!
Η «Μπερλίνα» είναι ένα παραδοσιακό παιχνίδι που εξασκεί τα παιδιά στην τέχνη του γνήσιου κουτσομπολιού, της κουβέντας δηλαδή που με πειράγματα και αστεία καλλιεργεί τη φαντασία τους και «δένει» την παρέα. Άλλωστε μία από τις επικρατέστερες ετυμολογικές ερμηνείες για το κουτσομπολιό είναι ότι προέρχεται από το «κόφτω» και «μπολιάζω». Το παιχνίδι παίζεται με τουλάχιστον τέσσερις παίκτες. Ένα παιδί είναι η Μπερλίνα και κάθεται στο κέντρο με δεμένα τα μάτια. Τα υπόλοιπα παιδιά σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω της. Ένα από αυτά είναι ο αγγελιαφόρος. Πηγαίνει από παιδί σε παιδί και κάθε ένα του λέει κρυφά στο αυτί κάτι για την Μπερλίνα – κάτι καλό ή κάτι κακό. Αφού ακούσει όλα τα παιδιά στον κύκλο, ο αγγελιαφόρος λέει δυνατά στη Μπερλίνα τα μυστικά που άκουσε από τα άλλα παιδιά, χωρίς να αποκαλύπτει ποιος είπε τι. Η Μπερλίνα πρέπει να βρει ποιος είπε τι για εκείνη για να κερδίσει.
Έτοιμοι;
Μπερλίνα πέρασα από την αγορά και έμαθα πολλά καλά και κακά για σένα
Ο 1ος μου είπε: Κάθε άνθρωπος, ένας μικρός κόσμος. Κινείσαι μέσα στον χρόνο, δένεις το παρελθόν με το παρόν. Σε ένα ανοιγόκλεισμα ματιών ξεπερνάς τη χρονική αλληλουχία μιας ζωής, στριμώχνεις ένα απόγευμα πριν χρόνια που δεν θα ξεχάσεις ποτέ, ένα απόγευμα που καλείσαι να διαχειριστείς. «Γεύεσαι στιγμές διάρκειας», όπως πολύ όμορφα λέει η Νίκη Γωγοπούλου στην «Ευτοπία» [1]. Λείπετε από τον κόσμο κι από το απόγευμα αυτό. / Ο πατέρας, / αντιγράφοντας φορτωτικές στο τραπέζι της κουζίνας. Η μητέρα πλένοντας / τα πιάτα και σωπαίνοντας. / Κι εσύ, με το περιοδικό σου καινουργιοαγορασμένο / στο χέρι, / υπογραμμίζοντας / λόγια και εικόνες, συμπεριφορές – όχι, δεν μου το δανείζεις, / πρώτη εσύ θα το διαβάσεις, εντάξει.
Ο 2ος μου είπε: Οι παλμοί, ο ρυθμός αναπνοής και η θερμοκρασία σε έξαρση. Τότε: στο στρατιωτικό σου αμπέχωνο εσύ / φιγούρα στην Καμάρα / μαγική, / αντίκρυ της. / Μες στα μάτια σου / γλυκά καστανά / καθρεφτίστηκε ο κόσμος. Τώρα: Οι παλμοί, ο ρυθμός αναπνοής και η θερμοκρασία σε καταστολή. Ο έρωτας μια νοσταλγία περισσότερο / που γνέφει / απ’ τις ρωγμές / στις φωτογραφίες τους / και στις μουσικές / στα ανύποπτα λόγια των άλλων / στο δρόμο / ή στο σινεμά. Τότε και τώρα: Κλείνω τα μάτια / Για να σε δω / Τέτοιος που ήσουνα / Βράχος πουλί καράβι / Και πάλι εδώ / Τότε και τώρα / Ένα τατού πάνω στο δέρμα μου / Μικρό / Που δεν παλιώνει.
Ο 3ος μου είπε: Τι είναι όνειρο και τι πραγματικότητα; Υπάρχουν φορές που δεν τα ξεχωρίζεις. Είναι ο ορατός κόσμος απατηλές εικόνες των αισθήσεων, στην σπηλιά του Πλάτωνα σκιές, αναρωτιέσαι. Καταδύεσαι στα όνειρα, απόνερα του ύπνου. Όνειρα παιδιά με μαυρισμένα γόνατα / έτρεξαν να κρυφτούν. Αδύνατον να τα φωνάξεις πίσω, / Αδύνατον να μάθεις κάτι απ’ αυτά. Και τα ποιήματασαν τα όνειρα, παιδιά, Παιδιά της νύχτας. / Όλο το βράδυ / πριονίζουν τον κορμό της γης / κάτω από τα πόδια της.
Ο 4ος μου είπε: «Παιδί του βιβλίου και εγγόνι της γραφής», όπως λέει ο Γάλλος ακαδημαϊκός Μισέλ Σερ στην «Κοντορεβιθούλα» [2], ανοίγεις τον υπολογιστή σου, έναν εγκέφαλο ο οποίος αντικαθιστά τους δικούς σου νευρώνες, τις δικές σου συνάψεις με giga ηλεκτρονικής μνήμης και ασύρματων καλωδιακών ιστών που κροταλίζουν κάθε λεπτό, δευτερόλεπτο, κλάσμα δευτερολέπτου. Όταν το βράδυ –περασμένα μεσάνυχτα– / έπεσε νυσταγμένη μπρος στο κομπιούτερ / σκέφτηκε πως / ούτε το ηλιοβασίλεμα είχε δει / ούτε στους φίλους της είχε μιλήσει / δεν γέλασε / ούτε είπε «σ’ αγαπώ». / Πάντως / ο αριθμός των λάικ στο στάτους της / Ικανοποιητικός.
Ο 5ος μου είπε: Κυλάς, σε χρόνια, μήνες, βδομάδες, μέρες, ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα, κλάσματα δευτερολέπτων, καταδύεσαι και στροβιλίζεσαι, πλησιάζεις μια πραγματικότητα, τη δική σου πραγματικότητα, γρήγορα, όμως, στρέφοντας το κεφάλι ψηλά, προς τα πάνω, κοιτάς πώς αλλάζει η πραγματικότητα, αδιαχώριστη από την πραγματικότητα των άλλων, κοιτάς πώς αλλάζει μέσα από την εξέλιξη και την κίνηση, και αναδύεσαι, αυτή είναι η πραγματικότητα, το αληθινό που υπάρχει, το γράφημα της ζωής σου. Το παλιό σχέδιο δε λειτούργησε / παρ’ όλο που οι ώρες χτυπούσαν / κανονικά: / δύο, τρεις, τέσσερις / πυροβολισμοί, και τότε ξαπλώνω στη δική σου μεριά στο κρεβάτι / Να δω πώς είναι από ’κει ο κόσμος / Κοπαδιαστά οι μαύρες σκέψεις / Φτεροκοπούν μακριά…
Ο 6ος μου είπε: Η ζωή δεν είναι παιχνίδι. Είναι παιχνίδι η ζωή. Η ζωή είναι στον ενεστώτα. Κι εσύ θέλεις να φωνάξεις «Παρών» / και ν’ ανοιχτείς στον κόσμο. Είναι δώρο η ζωή. Κατακαίνουργιος ο νέος χρόνος / -απ’ τις βιτρίνες που τον θαυμάζαμε εδώ και μέρες- / Τώρα το δώρο μας / -τον αποκτήσαμε ή μας απόκτησε;- / κι είμαστε οι τυχεροί / Να ξετυλίγουμε βασιλικό, τέτοιο ένα δώρο.
44 ποιήματα με λόγο ζωντανό, σύγχρονο, οικείο. Όπως η Μπερλίνα κάθεται στο κέντρο του κύκλου, έτσι και το ποίημα «Μπερλίνα», τοποθετημένο, διόλου τυχαία, στο κέντρο της συλλογής, είναι το ποίημα-κλειδί που ασκεί κεντρομόλο δύναμη στα άλλα ποιήματα, κι αυτά περιστρέφονται γύρω απ’ αυτό.
– ΜΠΕΡΛΙΝΑ, πες μας τα νέα, τα καλά και τα κακά.
– Ιωσηφίνα, Παναγιώτα και Μαρία
Βλέπω τα κορίτσια / Φιλοσοφούν για τον καιρό, τα γηρατειά, / για τους γονείς στα τελευταία τους / για τα παιδιά και για τα εγγόνια, / μαυρόασπρες φωτογραφίες ξεφυλλίζοντας / τον εαυτό τους ξεφυλλίζοντας, κανονικά σαν λεύκωμα.
Το «παιδί», «παρών» σε πολλά από τα 44 αυτά ποιήματα, αναδεικνύεται ως η λέξη-κλειδί της συλλογής. Ένα παιδί που επιμένει να ονειρεύεται, να αισθάνεται, να μένει ανικανοποίητο και να υποφέρει γιατί ο κόσμος δεν είναι στα μέτρα του. Στη συλλογή Όπως η Μπερλίνα το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται, με πρόσωπα και όχι προσωπεία: είναι το κοριτσάκι που λέει τα κάλαντα στο Χαριλάου, στη γειτονιά, είναι η επιστημόνισσα που ανοίγει φύλλο με καμάρι, είναι η ερωτευμένη που συναντά τον φίλο της στην Καμάρα, είναι η μάνα που ακούει τις υπερπόντιες φωνές τα παιδιών της στο skype, είναι η κόρη και η αδερφή που νοσταλγεί τους αγαπημένους που έφυγαν, είναι η λογοτέχνης που χαιρετάει τα βιβλία της τα οποία περιμένουν υπομονετικά να τα αγγίξει το βλέμμα φίλων και ομοτέχνων, είναι το «παιδί φανατικό για γράμματα», είναι η Αρχοντούλα Διαβάτη.
.

ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ

FRACTAL 31/01/2018
Το παιχνίδι της ενσυναίσθησης
Με μεγάλη χαρά πήρα στα χέρια μου τη ποιητική συλλογή «Όπως η Μπερλίνα», Εκδόσεις Νησίδες, της πεζογράφου Αρχοντούλας Διαβάτη.
Η Μπερλίνα είναι ένα παλιό ξεχασμένο παιχνίδι, κάτι σαν το παιχνίδι της αλήθειας. Ένα παιχνίδι που με έμμεσο τρόπο καλλιεργούσε την ενσυναίσθηση των συμμετεχόντων και συμμετεχουσών και διακωμωδούσε τη ζωή με έναν ανάλαφρο τρόπο: γέλια, πειράγματα και μυστικά που τα παιδιά μετέφεραν στον «αγγελιοφόρο» κι αυτός με την σειρά του στην «Μπερλίνα».
Στην Μπερλίνα που με κλειστά τα μάτια θα έπρεπε να μαντέψει ποιος είπε τί για εκείνην, συνδυάζοντας λέξεις και εικόνες σε μια γκροτέσκο παράσταση παιγμένη σε κύκλο, στο γύρω γύρω όλοι της ζωής.
Η ποιότητα του ποιητή, έλεγε ο Άγγλος ρομαντικός Σάμιουελ Κόλεριτζ, είναι πανταχού παρούσα και πουθενά ορατή σαν μία ξεχωριστή συγκίνηση. Ναι συγκίνηση. Την ίδια συγκίνηση και ευαισθησία που διακατέχει και το υπόλοιπο λογοτεχνικό έργο της συγγραφέως που χωρίς να φωνασκεί δρα υποδόρια, περιθάλποντας τις μικρές και μεγάλες αγωνίες μας, τις αδιαφανείς ραγισματιές μας.
Ραγισματιές πολύτιμες που η Αρχοντούλα Διαβάτη τις συρράπτει με την ιαπωνική τεχνική Kintsugi, με καθαρό χρυσάφι για να στομώσει τη λύπη ή να ημερώσει τον εφιάλτη.
«ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΝΥΧΤΕΣ», σελ.11
Ξαπλώνω στη δική σου μεριά στο κρεβάτι
Να δω πώς είναι από ’κει ο κόσμος-
Κοπαδιαστά οι μαύρες σκέψεις
Φτεροκοπούν μακριά…
Είναι εντυπωσιακό πώς στο σύνολο της ποιητικής συλλογής το σώμα, τα σώματα με την φθαρτότητα τους είναι παρόντα, αποτυπώνοντας συχνά την έλλειψη όχι κραυγαλέα αλλά ίσως και γι’ αυτό πιο σπαρακτική από την ίδια την σιωπή. Μια αίσθηση επείγοντος διατρέχει το βιβλίο, μια ενέργεια άκρως ερωτική αν και καμουφλαρισμένη διακριτικά. Όπως στο ποίημα με τον τίτλο ΚΛΑΜΑ, σελ. 39:
Σαν κάπου να ‘χω ξεχασμένο
Κάτι δικό μου
Που με καλεί
Και κλαίει δυνατά μέσα στη νύχτα
Ποίημα, παιδί, αγάπη
Ή είναι η ζωή μου αμεταχείριστη
Αυτή που ήθελα να ζήσω.
Μια συλλογή, άλλοτε με ποιήματα σαν αυτά που ονομάζουν οι Γάλλοι poèmes en prose, αυτά που εμείς ονομάζουμε κακόηχα, “πεζοποιήματα”, και άλλοτε με ποιήματα-μινιατούρες και αφορισμούς. Ποιήματα που κινούνται με ελεύθερο στίχο εκτός πλαισίου έμμετρου ή μη. Πόσες λέξεις να αφαιρέσεις για να το κάνεις αφορισμό ή τραγούδι; Πόσες να προσθέσεις για να μεταμορφωθεί σε σύγχρονο παραμύθι για μεγάλα και απαρηγόρητα παιδιά;
ΑΓΑΠΗ, σελ.19
Κλείνω τα μάτια
Για να σε δω
Τέτοιος που ήσουνα
Βράχος πουλί καράβι
Και πάλι εδώ
Τότε και τώρα
Ένα τατού πάνω στο δέρμα μου
Μικρό
Που δεν παλιώνει.
Το παραπάνω ποίημα το πιο μικρό και από τα μικρά, και την ΜΠΕΡΛΙΝΑ σελ 30, το πιο μεγάλο από τα μεγάλα με την νεαρή Σπυριδούλα «στο γειτονικό υφαντουργείο», να «καρικώνει τους κόμπους σε μιαν επιφάνεια μεγάλη μπρος της…».
Κόμποι!
Κάτι που με απασχολεί καιρό κάτι που συνεχώς μπροστά σε τέτοια κείμενα τριβελίζει την σκέψη μου, πού αρχίζει η ποίηση, πού τελειώνει το πεζό. Και μήπως όλο αυτό είναι ζωγραφιά και λόγος; Μήπως η πιο γλυκιά μουσική και τραγούδι;
Τραγούδια της καρδιάς μας λοιπόν τα ποιήματα της συλλογής και δεξαμενές για να αντλήσουμε άλλοτε ιστορίες σαγηνευτικές του βωβού κινηματογράφου και άλλοτε περιπαιχτικές και τσαχπίνικες μιας κάποιας μικρής Μπερλίνας της γειτονιάς.
Κλείνω με τον ίδιο τον χαιρετισμό της συγγραφέως και ποιήτριας Αρχοντούλας Διαβάτη:
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ, σελ.13
…Ανεπίδοτα γράμματα τα βιβλία μας περιμένουν,
Χαρισμένα με προσδοκίες ευφρόσυνες,
Ένα ραντεβού όπου εκείνος ή εκείνη αργούν τόσο:
Η ζωή είναι μπροστά μας εξάλλου, αύριο είναι μια άλλη μέρα,
hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère.
.
.

ΚΙΝΗΤΗ ΓΙΟΡΤΗ

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

ΦΡΕΑΡ 11/02/2019
Η αυθεντική ζωή και η γραφή από τη σκοπιά της Αρχοντούλας Διαβάτη
Βραδάκι Παρασκευής. Μόλις έχει σχολάσει μια ακόμη ποιητική βραδιά του Τόλη Νικηφόρου, από αυτές που διοργανώνει επιτυχημένα στην Εταιρία λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
Η πλατεία Αριστοτέλους σφύζει από κόσμο. Με την Αρχοντούλα Διαβάτη βρισκόμαστε πλέον στη στάση και περιμένουμε το λεωφορείο.
Τα μάτια μας τρώνε λαίμαργα την οθόνη δρομολογίων. Το εξάρι αργεί ακόμη· και το 58, γραμμή προς Πανόραμα-Χορτιάτη, δε φαίνεται να έρχεται γρήγορα.
«I feel good», ακούγεται η φωνή του Τζαίημς Μπράουν από το απέναντι πεζοδρόμιο.
-Και του χρόνου, και του χρόνου, φωνάζει μια κυρία στη φίλη της, καθώς ανεβαίνει στο λεωφορείο της δικής της γραμμής.
Στην κινούμενη οθόνη του απέναντι κτηρίου ένας πίνακας του Άντυ Γουώρχολ καθρεφτίζει την κατανάλωση των καιρών, ενώ δίπλα μας δυο νεαρά κορίτσια βγάζουν σέλφι.
«Κινητή γιορτή» η ζωή, σκέφτομαι και αναλογίζομαι το τελευταίο βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη που δε λέει να μου φύγει από το μυαλό. Το διάβασα πρόσφατα. Η άποψή του για τη ζωή με κέρδισε, όπως και ο κόσμος που περιγράφει, και είναι αυτός που ζούμε καθημερινά, στο δρόμο, στο λεωφορείο, στις διακοπές, στις σχέσεις.
«Με τις σέλφι οι άνθρωποι εξαργυρώνουν την ολιγόλεπτη διασημότητα που είχε διεκδικήσει για τους άσημους ο Άντυ Γουώρχολ», γράφει η Αρχοντούλα Διαβάτη και με την αφορμή έρχονται στο νου τα 37 αφηγήματα του βιβλίου, ευανάγνωστα και καίρια όσο δεν λέγεται. «Κανένας», «Σέλφι», «Christmas carol», «Συνθέτοντας τον φυλλοβόλο εαυτό μας», «Fractal ιστορίες», «Kalymnos by night», «Μικρές ιστορίες», «Αγάπης αγώνας άγονος», «Χριστουγεννιάτικος εφιάλτης», και άλλα.
Και αίφνης, καθώς τα πάντα γύρω μας κινούνται σαν σε γιορτή, ο χρόνος κόβεται στα δυο, και εμφανίζεται ο Γιώργος Ιωάννου.
– Γεια σας, ακούγεται να λέει χαμηλόφωνα. Έγραψα στη μεταπολεμική εποχή, κυρίως κείμενα μεταξύ διηγήματος, χρονογραφήματος και δοκιμίου. Το είδος αυτό το ονόμασα πεζογράφημα.
– Μα, η γραφή σας μού άρεσε πολύ, απάντησε η κ. Διαβάτη. «Μια συλλογή βιωματικών κειμένων μικρής φόρμας έγραψα και γω, που αυθαίρετα τα ονόμασα “διηγήματα”. Μ΄ αυτά χαρτογραφώ την καθημερινότητα. Τη μυθοποιώ μέσω της γλώσσας, για να αιχμαλωτίσω την συγκίνηση που αναδίδουν τα κοινότοπα, τα τετριμμένα και τα αόρατα και να νοηματοδοτήσω τον κόσμο».
– Χαίρομαι που σας έχω συνεχιστή μου, ακούστηκε η φωνή του Γιώργου Ιωάννου. Την ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης αποτύπωσα και γω, από την πλευρά ενός παρατηρητή. Με αφορμή ένα πρόσωπο, έναν χώρο, ένα αντικείμενο, ένα θέμα, παγίδεψα τις μικρές ασήμαντες και αθέατες όψεις της καθημερινής ζωής. Οι κριτικοί ονόμασαν τη γραφή μου «σωματική».
– Αυτό ακριβώς έκανα, απάντησε η κ. Αρχοντούλα Διαβάτη.
– Μα, και ο Χάκκας, τόλμησα να πω, την Καισαριανή δεν περιέγραψε στις δικές του συλλογές διηγημάτων; τα μικρά και καθημερινά δεν έχει ως θέμα του και εκείνος, και μάλιστα με την ίδια ακριβώς μέθοδο της «σωματικής γραφής»; Αλλά, μήπως και ο Χατζής στο «Τέλος της μικρής μας πόλης» κάτι ανάλογο δεν έπραξε; Ένα συλλογικό πορτρέτο των Ιωαννίνων στο μεταίχμιο μιας καινούργιας εποχής…
Η αυθεντική ζωή και η γραφή.
Μια καινοτομία στο διήγημα, την οποία ξεκίνησε ο Γιώργος Ιωάννου και συνεχίζει η Αρχοντούλα Διαβάτη με το βιβλίο της «Κινητή Γιορτή» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Νησίδες». Μικρογραφίες της καθημερινότητας, που κάποιες φορές μυθοποιούν την παιδική ηλικία, αλλά που στην ολότητά τους καταγράφουν με ρεαλισμό και ηθογραφική χροιά τα όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Επίκεντρο των αφηγημάτων, αλλά και συνδετικός τους ιστός, η πόλη της Θεσσαλονίκης, με τους δρόμους και τις πλατείες της, τα σπίτια, τα λεωφορεία της, τους ποιητές της. Με τη συγγραφέα ξεναγό πηγαίνουμε στον «Μπαράκα», όπου βρίσκουμε το Μάριο Μέσκο να πίνει τον καφέ του συζητώντας με τη Μαρία Κουγιουμτζή και τη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, περνάμε από τη Μητρόπολη, το στέκι της νεολαίας, για να κατεβούμε στην παραλία και μετά στο σινεμά «Οντεόν», στην Αριστοτέλους και στην Αγίας Σοφίας. Μεταφερόμαστε όμως χρονικά και στην εποχή της δικτατορίας, ζούμε το σεισμό, ταξιδεύουμε για διακοπές στα νησιά, εμβαθύνουμε πάνω σε ένα βιβλίο, μια ταινία, μια συνέντευξη, μια λογοτεχνική κριτική.
Θυμάμαι τον Μάρκο Μέσκο μακρινή γιγάντια φιγούρα στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ του Σεπτεμβρίου, στην παραλία της Θεσσαλονίκης, αρκετά χρόνια πριν, ανάμεσα στους νεότερους φίλους του. Τον συνάντησα αργότερα, στην παρουσίαση της «Κατάθεσης», του βιβλίου της Κατερίνας Μόντη, ενώ συναπαντήματα υπήρξαν στο «Κεντρί», στον «Μπαράκα» ή στο «Ζουρνάλ», τα πρωινά, όπου έπινε τον καφέ του με τις καλές του φίλες, τις Μαρίες, Αγαθοπούλου και Κουγιουμτζή, και την παρέα τους. Ένας λιγόλογος γίγαντας, με μισό χαμόγελο τρυφερότητας κι αμηχανίας. Πολύ αργότερα βρήκα το μονοπάτι για το «Μαύρο δάσος» της ποίησής του και για τα πεζογραφήματά του, και ήρθαν και ευθυγραμμίστηκαν ένα σωρό αγάπες κάτω κι από τις συγκινημένες του αναγνώσεις για τον Θεόκλητο Καρυπίδη ή και τις εξομολογήσεις του για τη Μέλπω Αξιώτη, ακόμα και η φιλία μου για έναν συντοπίτη του από την Έδεσσα, που δεν ζει πια, τον Γιώργο Σταμάτη, καθηγητή, δεν συναντήθηκαν ίσως ποτέ, έναν αδιάλλακτο άνθρωπο που έζησε με πάθος στις γραμμές της ιδεολογίας του –συνείδηση και πράξη– και στρατεύτηκε στην αγάπη των βουνών και της φύσης: Καϊμάκτσαλάν, Έδεσσα, Γραμματικό.
Ο αναγνώστης απολαμβάνει τις μικρές αυτές ξεναγήσεις στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης και βγαίνει ωφελημένος από την πνευματικότητα και τη σοφία τους, γιατί αναλύονται με τρόπο αξιόλογο, από την πλευρά ενός πλατιά και βαθιά μορφωμένου ανθρώπου.
Τα κείμενα προσπερνούν τις αφηγηματικές συμβάσεις. Η συγγραφέας υιοθετεί την ιμπρεσσιονιστική απόδοση των γεγονότων και τις μοντερνιστικές τεχνικές: τη χρήση εσωτερικού μονολόγου, τη συνειρμική γραφή, την αφήγηση με διαφορετικούς αφηγητές και πολλαπλή εστίαση. Παρεμβάλλει επίσης σχολιασμούς και δοκιμιακό λόγο.
Όμως, με την εναλλαγή εσωτερικού μονολόγου και αφήγησης σε τρίτο πρόσωπο, με τις αλλεπάλληλες διολισθήσεις της οπτικής γωνίας του αφηγητή, αλλά και μέσα από το παιχνίδι με το χρόνο, οι ιστορίες κινούνται ανάμεσα στην εσωτερικότητα και την εξωτερική παρατήρηση. Το έργο έτσι γίνεται πολυπρόσωπο, αποκτά πολυφωνία.
Για παράδειγμα, κάνοντας χρήση πρώτου προσώπου, δίνει χροιά αυτοβιογραφίας στις αφηγήσεις. Χρησιμοποιώντας το τρίτο πρόσωπο, παρουσιάζεται ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής που καταγράφει αντικειμενικά τα γεγονότα. Άλλες πάλι φορές εναλλάσσει το γ΄ με το α΄ πρόσωπο. Ο αφηγητής τότε εμφανίζεται ως αυτόπτης μάρτυρας, αλλά και ταυτόχρονα ως πρόσωπο μιας ιστορίας στην οποία μετέχει. Γι΄ αυτό και πολλά αφηγήματα θυμίζουν χρονογράφημα.
Κάνει όμως και χρήση δευτέρου προσώπου το οποίο συναντάμε σπάνια στην πεζογραφία και σε διηγήσεις αυτοβιογραφικού τύπου. Το βρίσκουμε κυρίως στον Ιωάννου και στον Τσίρκα.
Ωστόσο το βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη είναι αξιόλογο όχι μόνο γιατί συνεχίζει την παράδοση του Γιώργου Ιωάννου στη Θεσσαλονίκη ως προς είδος του σύντομου εξομολογητικού κειμένου ανάμεσα στο διήγημα, το χρονογράφημα και το δοκίμιο ή γιατί χρησιμοποιεί τις μοντερνιστικές τεχνικές που παραπέμπουν στη λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης», εισηγητή του μοντερνισμού στην Ελλάδα, αλλά και γιατί το διακρίνει υψηλή λογοτεχνικότητα.
Οι μυθοπλασίες διαθέτουν αληθοφάνεια. Οι σκηνές μέσα στο λεωφορείο είναι μοναδικές. Η ιστορία με την κωφάλαλη Αργυρώ από τις πιο ωραίες, με ανεξάρτητο πλάγιο λόγο, ρυθμό, ομοιοτέλευτα, ποιητικότητα. Στις αφηγήσεις, ούτε μια λέξη περιττή, ενώ ο απλός, καθημερινός λόγος που χρησιμοποιεί είναι ο βιωμένος λόγος με τις ιδιολέκτους των διαφόρων κοινωνικών ομάδων που ανασυνθέτουν με ακρίβεια την πραγματικότητα.
Η Κινητή γιορτή είναι ένα κολάζ από στιγμές στις οποίες όλοι μετέχουμε καθημερινά. Τα μικρά προσωπικά σπαράγματα της Αρχοντούλας Διαβάτη εγγράφονται στο συλλογικό γίγνεσθαι και διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουμε επικαιρότητα. Η συγγραφέας, άλλοτε ως διηγηματογράφος, άλλοτε ως δοκιμιογράφος και άλλοτε ως χρονογράφος αποκωδικοποιεί τα τεκταινόμενα με τρόπο πρωτότυπο, πολυπρόσωπο και αυθεντικό, δημιουργώντας τη δική της αφηγηματική φωνή που είναι ξεχωριστή, μοναδική.
.

ΤΟΥΛΑ ΑΝΤΩΝAΚΟΥ

FRACTAL 16/01/2019
Η Ρόδα του Χρόνου πάλι
«ΚΙΝΗΤΗ ΓΙΟΡΤΗ», Αρχοντούλα Διαβάτη, εκδ. Νησίδες 2018
Με το γνώριμο πλέον στυλ των μικρών βιωματικών κειμένων και με τον γνωστό πυκνό της λόγο, το ύφος και τη δουλεμένη γλώσσα- λιτή, κοφτή, χωρίς επίθετα, χαρακτηριστικά που καθιστούν αναγνωρίσιμα τα κείμενα – στο καινούριο της βιβλίο η Αρχοντούλα Διαβάτη γράφει για την καθημερινότητα, τα μικρά και ασήμαντα γεγονότα που ομορφαίνουν και δίνουν νόημα στη ζωή μας. Γράφει για τους φίλους, τις παρέες, τις γιορτές, τις εκδρομές, για όλες εκείνες οι καταστάσεις όπου από μεμονωμένα άτομα γινόμαστε «εμείς» και η ζωή νοστιμεύει. «Το εγώ τίποτε δεν είναι τίποτε /υπάρχουμε μόνον όταν υπάρχουμε μαζί», δανείζεται από το Μάρκο Μέσκο.
Δεν είναι τυχαίο που ξεκινάει με το διήγημα ΚΑΝΕΝΑΣ, έναν άγριο σαρκασμό για τη μοναξιά και την ανάγκη για συντρόφιασμα και σχέσεις ενός νέου ανθρώπου και συνεχίζει με το ΣΕΛΦΙ, όπου παρατηρεί γλυκόπικρα τις δυσκολίες στις σχέσεις ακόμα και με τους παλιούς φίλους – ή μήπως κυρίως μ’ αυτούς.
Σε μια σειρά ιδιότυπων χρονογραφημάτων, όπου μια βόλτα, μια συνάντηση, μια συζήτηση, ένα γεγονός, τα βιβλία που διαβάζει, οι ταινίες που βλέπει, γίνονται αφετηρία για συνειρμούς και για μια παραγωγική σύνθεση αναμνήσεων και αναγνωσμάτων με πολιτικές, κοινωνικές και φιλοσοφικές αιχμές
Ιδιότυπες είναι και οι κριτικές αναγνώσεις της σε βιβλία, όπως η εξαιρετική ανάγνωση του Μάρκου Μέσκου στο ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΑΣ ΠΟΛΗΣ, όταν στέκεται στον παραγκωνισμό της μειονοτικής γλώσσας, ή στον πατριωτισμό της Αριστεράς. Με την παρατήρησή της για το πόσο οι νέες μεταφράσεις, που παρακολουθούν το σημερινό νεανικό ιδιόλεκτο, ανανεώνουν παλιά θρυλικά βιβλία, μας ξανασυστήνει τον ΦΥΛΑΚΑ ΣΤΗ ΣΙΚΑΛΗ. Απευθυνόμενη ποιητικά σε λογοτεχνικούς ήρωες , μέλη της Κομμούνας του Σικάγο, που θαύμασε στη ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΦΤΕΡΝΑ, μας ενημερώνει για τις νέες εκδόσεις και επανεκδόσεις, καταλήγοντας ότι «η καλή λογοτεχνία είναι από μόνη της, σημαίνει, ένα κατόρθωμα της γλώσσας» – Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ.
Παρατηρώντας την πορεία της (και πορεία όλων μας) ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ, όπως ο ίππος στο σκάκι, καταθέτει βαθυστόχαστα μικρά διηγήματα, όπου εντοπίζονται ο φόβος του κενού, της μελαγχολίας, της ανίας, η προσδοκία της γιορτής, ο ρόλος του φέισμπουκ ως σχέσης, η αγάπη για το καλοκαίρι έναντι «του κοινωνικού δαρβινισμού του χειμώνα», ο θαυμασμός για τις γυναίκες της επαρχίας, η ιαματική δύναμη της τέχνης.
Στο διήγημα ΑΣΠΙΔΑ διεισδύει στην ψυχοσύνθεση των φιλόδοξων σύγχρονων γυναικών με τους πολλαπλούς εαυτούς που είναι και μητέρες.
Ποιητική αντίληψη της πολυπολιτισμικότητας και του μεταναστευτικού στο μικροδιήγημα ΚΙΒΩΤΟΣ , πίκρα για το αμετάκλητο της φευγάτης αγάπης – «δεν χωρούν ένδικα μέσα»- στο μικροδιήγημα ΚΩΔΙΚΕΣ. Εξαιρετική η περιγραφή μιας διαδρομής στο αστικό λεωφορείο στα ΝΕΑ ΗΘΗ.
Σασπένς αλλά και χιούμορ στο διήγημα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ (ποιος είναι ο ξένος τελικά;), ανάγλυφο το κλίμα της δικτατορίας στο διήγημα ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ, σαρκασμός και αυτοσαρκασμός στο ΔΕΛΤΙΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, λογοτεχνική ανάδειξη της ανάγκης για επικοινωνία μιας κωφάλαλης γυναίκας στο διήγημα ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΩΔΩΝ.
Θνησιγενής ο έρωτας και απαιτεί συχνό «πότισμα» στο διήγημα Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ καιαυτοψυχανάλυση στο SCRABBLE για την αποφυγή πολλής σκέψης και στρατηγικής στη ζωή , ως άλλοθι.
Στο ομώνυμο διήγημα ΚΙΝΗΤΗ ΓΙΟΡΤΗ, ευλογημένη ρουτίνα και γιορτές, καινούριοι φίλοι και παλιοί, συνθέτουν ένα κράμα πίκρας και αισιοδοξίας. « Η ρόδα του χρόνου γυρνάει πάνω κάτω φέρνοντας αγάπη ανάμεσα σε λύπες, ματαιώσεις και απώλειες…», αλλά η κορύφωσή του είναι μια ένεση αισιοδοξίας: « Καλωσορίζοντας νέους ανθρώπους και νέες προκλήσεις με μόνο ανάχωμα τον εαυτό μας …..να καρφιτσώνουμε σημαιάκια αγάπης και συμμετοχής, καθώς προχωράμε, όσο κρατάει η γιορτή της ζωής».
Όχι τυχαία κλείνει το βιβλίο με το διήγημα « ΘΕΡΜΗ ΣΙΩΠΗ», έναν στοχασμό για το «καλό», με αναφορές στη Σιμόν Βέιγ, στον εργάτη πατέρα της, στον Κρασναχορκάι και στον περίγυρο των θερινών διακοπών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: