Δεν γράφω για τον συγκινησιακό απόηχο του μεγάλου βιώματος, ούτε για τη λέξη που αυτονομείται και υπερβαίνει τον κόσμο. Γράφω για τη Λίτσα, που κοιμάται με τις άηχες πατούσες της στο αριστερό μου χέρι».
Τι περισσότερο να πούμε, όταν η ίδια η συγγραφέας περιγράφει τόσο καλά το συγγραφικό της εγχείρημα; «Χωρίς φιλολογία, χωρίς λόγια περιττά» (αλλά με μια ιδιαίτερη ροπή προς τη μεταφορά και την πολυσημία), εκδρομεύς με πλήρη εξάρτυση στους τόπους όπου την «παραμονεύει εκδικητικά η γλώσσα», «ραίνει με μέλι» τις «άφωνες, γραπτές λέξεις» της. Ολόκληρο το βιβλίο της είναι η αποθέωση της γλώσσας, εξάλλου.
Είναι, βεβαίως, ένα βιβλίο υβριδικό, με
κείμενα που μετεωρίζονται ανάμεσα στο σύντομο αφήγημα και την οιονεί ημερολογιακή γραφή, το ποίημα και την ακαριαία σκέψη, μια σκέψη που συχνά έχει την πυκνότητα ενός αφορισμού. Ποιητικά πεζά, και ποιήματα συναρθρωμένα σε έξι ενότητες, φαινομενικά αυτόνομες, ενωμένες όμως το γερό νήμα της γλωσσικής ευρηματικότητας που κατά καιρούς γίνεται ηδονική σχεδόν γλωσσοπλασία, αποτυπώνουν εικόνες και σκέψεις από κάποιο ταξίδι στη Ρωσία (from Russia with love), αποκτούν έναν σχεδόν αναθηματικό χαρακτήρα στην ενότητα «Πάτερ ημών» καθώς μοιάζουν με προσφορές σε όσους τη σφράγισαν και την ενέπνευσαν –προχείρως να ονομάσω τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Μίμη Σουλιώτη ο οποίος επανέρχεται και σε άλλες ενότητες του βιβλίου, μιλούν για τη γραφή στο «Εκ κοιλίας μητρός» και για τη Μουσική στην ομώνυμη ενότητα, αποκτούν απτή σωματικότητα στην ενότητα περί έρωτος και θανάτου και περιδιαβάζουν στα trivia μετατονίζοντάς τα σε στιγμές θαύματος στην τελευταία ενότητα που επιγράφεται «Και άλλα τινά».
Με αφομοιωμένη την παράδοση του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού, το ευρωπαϊκό παράλογο, την παράδοση του Σολωμού, του Εμπειρίκου και του Σαχτούρη, αφήνοντας ελεύθερη την εικονοκλαστική και εικονοπλαστική φαντασία της, η Πεχλιβάνη χειρίζεται έξοχα την ειρωνεία, κι έτσι ούτε χαρίζεται στο πάθος, ούτε ενδίδει σε ιδέες που βαδίζουν συμμετρικά, δυο δυο, τρεις τρεις, πιασμένες από το χέρι. Τη στιγμή που η γλωσσική ευφορία γίνεται πυρετική, η Αγγελική Πεχλιβάνη χαμογελάει λοξά, κάνει έναν μορφασμό κι αρχίζει ένα νέο σκοπό. Κατακερματίζοντας τις αποπνικτικές ολότητες, βάζει στη θέση τους μιαν ενότητα πνευματική, εσωτερική. Αγγελική Πεχλιβάνη, «Πεζή οχούμενη», εκδ. Κίχλη Σε μια πρώτη ματιά, θα ’λεγε κανείς ότι η «Πεζή οχούμενη» είναι ένα βιβλίο για τη μοναξιά, την απώλεια, το πένθος. Είναι όμως, ταυτόχρονα, κι ένα βιβλίο για την επιθυμία. Για την εναλλαξιμότητα των ρόλων, ή αλλιώς για το πώς το αντικείμενο της επιθυμίας μπορεί να γίνει, ανεπαισθήτως, το υποκείμενο που επιθυμεί. Για τη δυσκολία να παγιωθεί μια διαλογική σχέση μεταξύ του εγώ και του εσύ, στη βάση μιας αμοιβαιότητας. Για το τέλος των πραγμάτων και για τη σωτήρια δυνατότητα να ξαναρχίσουν. Για την αναπάντεχη ρωγμή που μπορεί να σκίσει σαν αστραπή την καθημερινότητα, όχι για να την καταστρέψει, αλλά για να της δώσει την ευκαιρία να ανασυνταχθεί σε διαφορετική κλίμακα. Είναι το βιβλίο μιας γυναίκας στοχαστικής, που υποτάσσει την επιφάνεια στην ουσία, που επιστρατεύει την αποσιώπηση, τον υπαινιγμό, τη σύντμηση, τον κερματισμό, μακριά από τον ρητορικό αυτοματισμό και τη ροπή των ωραίων φράσεων. Απολαμβάνοντας την πυκνότητα της ολιγογραφίας της, αναπνέουμε τον οξύ, καυτό και σπάνιο αέρα της βουνοκορφής, το καθαρό οξυγόνο του πνεύματος.
https://www.athensvoice.gr/culture/book/527532_meli-tis-eironeias?fbclid=IwAR0aALU2-anHw1czUAyQPCvJvoNW66rurmXGUnSIS0zU9EgVEkhXd0W70fU
κείμενα που μετεωρίζονται ανάμεσα στο σύντομο αφήγημα και την οιονεί ημερολογιακή γραφή, το ποίημα και την ακαριαία σκέψη, μια σκέψη που συχνά έχει την πυκνότητα ενός αφορισμού. Ποιητικά πεζά, και ποιήματα συναρθρωμένα σε έξι ενότητες, φαινομενικά αυτόνομες, ενωμένες όμως το γερό νήμα της γλωσσικής ευρηματικότητας που κατά καιρούς γίνεται ηδονική σχεδόν γλωσσοπλασία, αποτυπώνουν εικόνες και σκέψεις από κάποιο ταξίδι στη Ρωσία (from Russia with love), αποκτούν έναν σχεδόν αναθηματικό χαρακτήρα στην ενότητα «Πάτερ ημών» καθώς μοιάζουν με προσφορές σε όσους τη σφράγισαν και την ενέπνευσαν –προχείρως να ονομάσω τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Μίμη Σουλιώτη ο οποίος επανέρχεται και σε άλλες ενότητες του βιβλίου, μιλούν για τη γραφή στο «Εκ κοιλίας μητρός» και για τη Μουσική στην ομώνυμη ενότητα, αποκτούν απτή σωματικότητα στην ενότητα περί έρωτος και θανάτου και περιδιαβάζουν στα trivia μετατονίζοντάς τα σε στιγμές θαύματος στην τελευταία ενότητα που επιγράφεται «Και άλλα τινά».
Με αφομοιωμένη την παράδοση του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού, το ευρωπαϊκό παράλογο, την παράδοση του Σολωμού, του Εμπειρίκου και του Σαχτούρη, αφήνοντας ελεύθερη την εικονοκλαστική και εικονοπλαστική φαντασία της, η Πεχλιβάνη χειρίζεται έξοχα την ειρωνεία, κι έτσι ούτε χαρίζεται στο πάθος, ούτε ενδίδει σε ιδέες που βαδίζουν συμμετρικά, δυο δυο, τρεις τρεις, πιασμένες από το χέρι. Τη στιγμή που η γλωσσική ευφορία γίνεται πυρετική, η Αγγελική Πεχλιβάνη χαμογελάει λοξά, κάνει έναν μορφασμό κι αρχίζει ένα νέο σκοπό. Κατακερματίζοντας τις αποπνικτικές ολότητες, βάζει στη θέση τους μιαν ενότητα πνευματική, εσωτερική. Αγγελική Πεχλιβάνη, «Πεζή οχούμενη», εκδ. Κίχλη Σε μια πρώτη ματιά, θα ’λεγε κανείς ότι η «Πεζή οχούμενη» είναι ένα βιβλίο για τη μοναξιά, την απώλεια, το πένθος. Είναι όμως, ταυτόχρονα, κι ένα βιβλίο για την επιθυμία. Για την εναλλαξιμότητα των ρόλων, ή αλλιώς για το πώς το αντικείμενο της επιθυμίας μπορεί να γίνει, ανεπαισθήτως, το υποκείμενο που επιθυμεί. Για τη δυσκολία να παγιωθεί μια διαλογική σχέση μεταξύ του εγώ και του εσύ, στη βάση μιας αμοιβαιότητας. Για το τέλος των πραγμάτων και για τη σωτήρια δυνατότητα να ξαναρχίσουν. Για την αναπάντεχη ρωγμή που μπορεί να σκίσει σαν αστραπή την καθημερινότητα, όχι για να την καταστρέψει, αλλά για να της δώσει την ευκαιρία να ανασυνταχθεί σε διαφορετική κλίμακα. Είναι το βιβλίο μιας γυναίκας στοχαστικής, που υποτάσσει την επιφάνεια στην ουσία, που επιστρατεύει την αποσιώπηση, τον υπαινιγμό, τη σύντμηση, τον κερματισμό, μακριά από τον ρητορικό αυτοματισμό και τη ροπή των ωραίων φράσεων. Απολαμβάνοντας την πυκνότητα της ολιγογραφίας της, αναπνέουμε τον οξύ, καυτό και σπάνιο αέρα της βουνοκορφής, το καθαρό οξυγόνο του πνεύματος.
https://www.athensvoice.gr/culture/book/527532_meli-tis-eironeias?fbclid=IwAR0aALU2-anHw1czUAyQPCvJvoNW66rurmXGUnSIS0zU9EgVEkhXd0W70fU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου