της Ευγενίας Μπογιάνου
«...είμαι ευτυχισμένος/ που οδηγούμε το αυτοκίνητο με τον αδερφό μου/ και πίνουμε Old Crow από το μπουκάλι./ Δεν έχουμε κάπου συγκεκριμένα να πάμε,/ απλώς οδηγούμε./ Μια στιγμή να κλείσω τα μάτια μου/ και θα χαθώ, κι όμως/ ευχαρίστως θα ξάπλωνα και θα κοιμόμουν για πάντα/ στο πλάι αυτού του δρόμου./ Ο αδελφός μου με σκουντάει./ Από στιγμή σε στιγμή κάτι θα γίνει, το ξέρω». Στο παραπάνω ποίημα του Κάρβερ -ο ίδιος άλλωστε αντιμετώπιζε τη συγγραφή ενός ποιήματος ή ενός διηγήματος με τον ίδιο τρόπο- συμπυκνώνεται όλη η ουσία της ιδιοσυγκρασίας και της κατάστασης των ηρώων του: άνθρωποι που ζουν την καθημερινότητά τους μπαίνοντας σ’ αυτήν όπως μπαίνεις σε μια επικίνδυνη περιπέτεια, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για το ίδιο το θαύμα της