19.12.18

Umberto Eco: «Τα όρια της ερμηνείας» και «Περί φασισμού και πολέμου»

Τα όρια της ερμηνείας
Ουμπέρτο Έκο: Ο Μέγας Πρωταγόρας στο Logos Club! Έτσι, Μέγα Πρωταγόρα αποκαλεί τον Ουμπέρτο Έκο ο Λοράν Μπινέ (Η έβδομη λειτουργία της γλώσσας, μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, Εκδ. Όπερα 2018), θέλοντας βεβαίως να τιμήσει και να αποδείξει ποιος είναι ο μέγας σημειολόγος της εποχής μας· όσο για το Logos Club, μάλλον δεν υπάρχει, αλλά και μόνο η μυθοπλασία το έκανε υπαρκτό.
Για τον Ουμπέρτο Έκο λοιπόν ο λόγος, τον μέγα σημειολόγο, και τα βιβλία του Τα όρια της ερμηνείας (μετάφραση Μαριάννας Κονδύλη) και Περί φασισμού και πολέμου (μετάφραση Άννας Παπασταύρου) από τα Ελληνικά Γράμματα, που επανέκαμψαν στη βιβλιαγορά με πολύ ενδιαφέρουσες εκδόσεις.

Με Τα όρια της ερμηνείας ο Έκο επαναφέρει στο προσκήνιο ένα πολύ σοβαρό θέμα, τη λογοτεχνία και την πρόσληψή της. Η πρώτη εμφάνιση του βιβλίου στα ελληνικά το 1993 από τις Εκδόσεις Γνώση έκανε αίσθηση. Είναι επομένως μια ευτυχισμένη στιγμή η επανεμφάνισή του, καθώς το γοητευτικό, αλλά λαβυρινθώδες θέμα του, που αφορά την πολυμορφία και πολυσημία της γλώσσας, τις άπειρες δυνατότητές της, τους ορατούς και αόρατους συσχετισμούς της, των οποίων τη σημασία δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει σε μια ερμηνεία, είναι πάντα ανοικτό. Τα κείμενα τα οποία θα επισκεφθεί ο Έκο για να αποδείξει και να τεκμηριώσει τις απόψεις του είναι πολλά, καθώς πολλοί είναι και οι επιστήμονες των οποίων την άποψη θα συνεκτιμήσει.
Και περνάμε στην πρώτη ουσιώδη επισήμανση: «το ερμηνευόμενο κείμενο επιβάλλει περιορισμούς στους ερμηνευτές του. Τα όρια της ερμηνείας συμπίπτουν με τα δικαιώματα του κειμένου (το οποίο δεν πάει να πει ότι συμπίπτουν με τα δικαιώματα του συγγραφέα του)». Με άλλα λόγια, φεύγουμε μακριά από το τι απλώς και μόνο ήθελε να πει ο δημιουργός. Ο Έκο επαναφέρει στο προσκήνιο τον «επαρκή αναγνώστη», τον suffisant lecteur, τον ideal reader, κατά τον Τζόις, ο οποίος μπορεί να ανακαλύψει κάτι που δεν είχε κατά νου ο δημιουργός. Και τέτοιος είναι αυτός που ξαγρυπνά με το κείμενο και το επανεξετάζει πάλι και πάλι, επ’ άπειρον. Ο Έκο μάς λέει πως σε ένα κείμενο υπάρχουν τρεις τύποι προθέσεων· τι θέλει να πει ο ποιητής, intentio auctoris, τι θέλει να πει το ίδιο το κείμενο, intentio operis, και ότι «Υπάρχει πάντα μια πρόθεση που εκδηλώνεται στους αναγνώστες που διαθέτουν κοινό νου». Τέλος, η πρόθεση του αναγνώστη, intentio lectoris ή τι καταλαβαίνει ο αναγνώστης, ο οποίος θα πρέπει να βρίσκεται στο ίδιο ψυχολογικό, κοινωνικό, μορφωτικό, πολιτισμικό στρώμα, με άλλα λόγια ο συγγραφέας απευθύνεται σε κάποιον από τον οποίο έχει προσδοκίες, περιμένει να τον καταλάβει, εννοώντας ότι ανάμεσα σ’ αυτόν και στον αναγνώστη υπάρχει μια κοινή βάση δεδομένων. Όμως η intentio του αναγνώστη επηρεάζεται αφενός από συστήματα σημασιοδότησης του ίδιου του έργου και αφετέρου από συστήματα σημασιοδότησης προσωπικά του.
Η ερμηνεία έχει να κάνει με το άπειρο των νοημάτων που έχει εισαγάγει ο συγγραφέας στο έργο του, υπάρχει όμως και το άπειρο των νοημάτων που αγνοεί. Απλό και λιτό παράδειγμα ο Οιδίπους τύραννος. Αν το έργο είναι μονοσήμαντο, τότε μπορεί να διαβαστεί σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου το μόνο ενδιαφέρον είναι να ανακαλυφθεί ο ένοχος (το δικό του έργο, Το όνομα του ρόδου, συνιστά το καλύτερο παράδειγμα της θεωρίας του). Ένα έργο, που εξετάζεται πάλι και πάλι στους αιώνες, εμπλουτίζεται διότι ο συγγραφέας/ποιητής μπορεί να γράφει όπως θέλει, ο επιστήμονας όμως με τα εργαλεία του οφείλει να εργαστεί πάνω στο κειμενικό σώμα, το οποίο είναι «ανοιχτό σύμπαν, όπου ο ερμηνευτής μπορεί να ανακαλύψει άπειρες διασυνδέσεις». Η γνώση δεν χρησιμεύει για να συλλαμβάνουμε μια μοναδική και προϋπάρχουσα σημασία (ως πρόθεση του συγγραφέα). Ο Τοντόροφ, από τη δική του πλευρά, μας λέει ότι «ένα κείμενο είναι απλώς ένα πικ νικ, όπου ο συγγραφέας φέρνει τις λέξεις και οι αναγνώστες το νόημα» και έτσι δίνει βήμα στον αναγνώστη. Ωστόσο, μπορεί ένα κείμενο να προκαλέσει «άπειρες αναγνώσεις», αλλά «δεν επιτρέπει οποιαδήποτε δυνατή ανάγνωση». Το σίγουρο πάντως είναι ότι «συχνά τα κείμενα λένε περισσότερα απ’ όσα οι συγγραφείς τους ήθελαν να πουν». Προσέχουμε ότι αφού «ένα κείμενο δεν παράγεται για έναν μεμονωμένο αποδέκτη αλλά για μια κοινότητα αναγνωστών, ο συγγραφέας ξέρει ότι το κείμενο δεν θα ερμηνευτεί σύμφωνα με τις προθέσεις του, αλλά σύμφωνα με την πολύπλοκη στρατηγική των αλληλεπιδράσεων που εμπλέκει και τους αναγνώστες, μαζί με τη γλωσσική τους επάρκεια ως κοινωνική κληρονομιά». Κι εδώ προσοχή: «αν θέλω να ερμηνεύσω ένα κείμενο […] πρέπει να σεβαστώ το πολιτισμικό και γλωσσικό του υπόβαθρο».
Ο Έκο γίνεται διαλλακτικός λέγοντας ότι «Αν αποκλείσουμε την περίπτωση του διεστραμμένου συγγραφέα που οχυρώνεται σε ένα πεισματάρικο “ποτέ δεν σκέφτηκα να πω αυτό”», μένουν δύο πιθανότητες· η μία: «Δεν ήθελα να πω αυτό, μα πρέπει να συμφωνήσω ότι το κείμενο το λέει και ευχαριστώ τον αναγνώστη που με έκανε να το συνειδητοποιήσω». Υπάρχει και η ευγενική άρνηση: «Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν ήθελα να πω αυτό, […] μια παρόμοια ερμηνεία… νομίζω ότι το κείμενο δεν την υποστηρίζει».
Στο ογκώδες βιβλίο από το οποίο δώσαμε μόνο χαρακτηριστικά αποσπάσματα, ο αναγνώστης θα βρει όλες τις απαντήσεις που αφορούν την ερμηνεία του έργου. Τις ποικίλες θέσεις και απόψεις που αναπτύχθηκαν από τον ίδιο τον Έκο σε μια πορεία τριάντα χρόνων, αφού πέρασε από την πρόσληψη και την ερμηνεία, στην πρωτοβουλία του ερμηνευτή και την πιστότητα στο πρωτότυπο, για να φτάσουμε στο σήμερα και στην ανεξέλεγκτη ελευθερία του ερμηνευτή. Ζήτημα παραμένει η ισορροπία ανάμεσα στην πρόθεση του αναγνώστη και την πρόθεση του έργου, ενώ η πρόθεση του συγγραφέα παραμένει απροσπέλαστη.
Όταν ο Τοντόροφ υποστηρίζει πως «Όλα είναι ερμηνεία» δεν εννοεί πως όλες οι ερμηνείες ισχύουν. Παρομοίως και ο Έκο, όταν παραδέχεται πως οι ερμηνείες ενός έργου μπορεί να είναι άπειρες, αυτό δεν σημαίνει πως όλες είναι και αποδεκτές. Και αυτό είναι κάτι που περιορίζει την αυθαιρεσία του αναγνώστη.
Περί φασισμού και πολέμου
Το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο με τίτλο Περί φασισμού και πολέμου, και υπότιτλο Πέντε ηθικά κείμενα, ασχολείται με θέματα της επικαιρότητας. Θέματα που δεν αφορούν μόνο την Ιταλία, αλλά όλον τον κόσμο. Έχουν περιστασιακό θέμα αλλά ηθικό περιεχόμενο, το οποίο εντοπίζεται «σε αυτό που καλό θα ήταν να γίνει», «σε αυτό που δεν θα έπρεπε να γίνει» ή «σε αυτό που δεν μπορεί, κατά κανέναν τρόπο, να γίνει».
Το πρώτο, με τον τίτλο «Σκεφτόμαστε τον πόλεμο», έχει να κάνει με τον πόλεμο του Κόλπου και με τον τρόπο που «διάφορες εκκλήσεις» μέμφονταν τους διανοούμενους γιατί δεν έπαιρναν θέση, με αποτέλεσμα ο διανοούμενος να παίρνει τη στάμπα είτε του «φιλοκαπιταλιστή πολεμοκάπηλου» είτε του «φιλοάραβα ειρηνιστή». Το χρέος του διανοούμενου είναι να κρίνει, λέει ο Έκο. Μπορεί να επιλέξει τη σιωπή, αλλά αυτή η σιωπή πρέπει «να δηλωθεί μεγαλόφωνα». Συμπέρασμα: ο πόλεμος εκμηδενίζει τη ζωή.
Στο δεύτερο κείμενο, «Ο αιώνιος φασισμός», ξεκινάει με μια αυτοβιογραφική πληροφορία: «το 1942, σε ηλικία δέκα ετών, κέρδισα το πρώτο βραβείο στα ludi Juveniles, έναν διαγωνισμό με ελεύθερη συμμετοχή για νέους Ιταλούς φασίστες – με άλλα λόγια, για όλους τους Ιταλούς. Είχα επεξεργαστεί το θέμα: “Πρέπει να πεθάνουμε εμείς για να δοξάσουμε τον Μουσολίνι και το αθάνατο πεπρωμένο της Ιταλίας;”. Η απάντησή μου ήταν καταφατική. Ήμουν έξυπνο παιδί εγώ».
Το χρέος του διανοούμενου είναι να κρίνει, λέει ο Έκο. Μπορεί να επιλέξει τη σιωπή, αλλά αυτή η σιωπή πρέπει «να δηλωθεί μεγαλόφωνα».
Από το παραπάνω απόσπασμα ο αναγνώστης καταλαβαίνει τη σοβαρότητα του πράγματος, κάτω από το χιούμορ, όπως καταλαβαίνει και το ότι η περίσταση δεν επιτρέπει σε κανέναν μαθητή να μην ανήκει στη φασιστική νεολαία στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα ή όπου αλλού. Ο Έκο πιάνεται από αυτή την αυτοαναφορά για να κάνει μια περιήγηση στη λέξη «ελευθερία», να την παρατηρήσει ανάμεσα σε Ες Ες φασίστες και σε παρτιζάνους που πυροβολούν οι μεν τους δε, την ώρα που ο ίδιος μαθαίνει πώς να αποφεύγει τις σφαίρες. Μετά οι παρτιζάνοι θριαμβεύουν, πυροβολώντας στον αέρα, ενώ ίδιος με τα άλλα παιδιά τρέχουν να μαζέψουν τους κάλυκες. Στη συνέχεια μπαίνουν οι Αμερικανοί στην Ιταλία και τότε γνωρίζει τον Τζόζεφ, τον μαύρο Γιάνκη που τον μύησε στα θαύματα. Μετά ο λοχαγός Μάντι τού έμαθε την τσίχλα, τον Μάιο ο πόλεμος τελείωσε και ανακάλυψε την Αντίσταση, είδε φωτογραφίες από το Ολοκαύτωμα και έμαθε τη σημασία του πριν από τη λέξη. Έτσι, εκκινώντας δήθεν με χιούμορ από την περιδιάβαση στην παιδική ηλικία, θα μπει στα σοβαρά:
Ο απελευθερωτικός πόλεμος ήταν μια τραγική περίοδος διχόνοιας και πολλά τα δεινά που έφερε ο φασισμός, ένα καθεστώς εδραιωμένο σε ένα «νεφέλωμα σκοτεινών ενστίκτων και ανεξερεύνητων παρορμήσεων». Ο ιταλικός φασισμός ιδεολογία δεν είχε, όσο για τον Μουσολίνι, αυτός μόνο ρητορική δεινότητα είχε. Η πρόκλησή του να τον κατακεραυνώσει ο Θεός, αν υπάρχει, δεν εισακούστηκε· ο Θεός μάλλον ήταν αφηρημένος, λέει ο Έκο. Κι έτσι ο Ντούτσε απέδειξε πως Θεός δεν υπάρχει. Ο φασισμός είναι η πρώτη δεξιά δικτατορία ως αντίπαλο δέος στον ανερχόμενο κομμουνισμό, με τη μόδα του ντυσίματος –πιο ελκυστική από του Βερσάτσε, Μπένετον και Αρμάνι– ένα συνονθύλευμα από αντιφάσεις και ασάφειες, ένα κολάζ διαφόρων πολιτικών και φιλοσοφικών ιδεών, με καλλιτεχνικά ρεύματα και λογοτέχνες αποδεκτούς, λόγω αδυναμίας των ελεγκτικών μηχανισμών. Εν τέλει ο όρος φασισμός χωράει σε κάθε αντίδραση. Μερικά από τα χαρακτηριστικά του είναι: η λατρεία της παράδοσης και η απόρριψη του μοντερνισμού, ο ανορθολογισμός, η διαφωνία και απόρριψη της κριτικής, η στροφή προς τις «βασανισμένες μεσαίες τάξεις», η εντοπιότητα και ο «εθνικισμός». Ο φασισμός εκείνος ήταν τότε και πάει, πέρασε, προσοχή όμως, μπορεί να επιστρέψει με αθώα ρούχα. Καθήκον μας είναι να τον ξεμασκαρέψουμε. «Μην ξεχνάτε».
Στο κείμενο «Για τον Τύπο», θα μας πει ότι η τέταρτη εξουσία –ο Τύπος– που είναι για να ασκεί έλεγχο στις άλλες τρεις, σε μια χώρα ελεύθερη, επηρεάζει την πολιτική ζωή και γεννά άποψη. Ωστόσο, το θέμα, που δεν περιορίζεται από σύνορα, είναι διεθνές, αποκαλύπτει τις ύποπτες σχέσεις της τέταρτης εξουσίας με τις άλλες τρεις, των εφημερίδων με τα πολιτικά κόμματα, της είδησης με το σχόλιο, της αντικειμενικότητας που μόνο στο «δελτίο καιρικών συνθηκών» τηρείται, της σελιδοθέτησης σε μια εφημερίδα, εφόσον και αυτή έχει τη σκοπιμότητά της. Από την άλλη, όλα στο φως. Οι πολιτικοί μιλούν apertis verbis για τον ερωτικό τους σύντροφο και για τις σεξουαλικές τους επιδόσεις. Στη συνέχεια μιλάει για την αντιπαλότητα εφημερίδας-τηλεόρασης, τον αγώνα για τη διαφήμιση, τη δημιουργία ζητήματος εκ του μη όντος, την υπερπληροφόρηση και, τέλος, για τα μέτρα που πρέπει να λάβει ο Τύπος, αν θέλει να εξακολουθεί να υπάρχει.
Το επόμενο, «Όταν έρχεται ο άλλος στο προσκήνιο», είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο εν είδει επιστολής, στο οποίο απαριθμεί τα δικαιώματα όλων εκείνων των πλασμάτων τα οποία βρέθηκαν σε άλλα πολιτικά ή θρησκευτικά περιβάλλοντα, με αποτέλεσμα να πληρώσουν με την άσκηση βίας στο σώμα τους ή και με τη ζωή τους μόνο και μόνο επειδή ανήκουν στην κατηγορία «άλλος». Ο Έκο προβάλλει την αγάπη προς τους άλλους ανεξαρτήτως του αν πιστεύει κανείς ή δεν πιστεύει στον Θεό. Η φυσική ηθική, λέει, διαπνέεται από βαθιά θρησκευτικότητα και μπορεί να συναντηθεί με τις αρχές της υπερβατικότητας, που είναι φυσικές αρχές, χαραγμένες στην καρδιά. Εκείνο που πρέπει να υπερισχύει είναι το έλεος και η σωφροσύνη.
Ο Έκο επαναφέρει στο προσκήνιο τον «επαρκή αναγνώστη», τον suffisant lecteur, τον ideal reader, κατά τον Τζόις, ο οποίος μπορεί να ανακαλύψει κάτι που δεν είχε κατά νου ο δημιουργός.
Τέλος, το κείμενο με τον τίτλο «Οι μεταναστεύσεις, η ανεκτικότητα και το μη ανεκτό» μπαίνει στο θέμα της πολυπολιτισμικότητας του κόσμου μας. Με αφορμή το έτος 2000 που εορτάστηκε με τόσο ενθουσιασμό, μας θυμίζει πως η χρονολογία αυτή σημαίνει κάτι μόνο για τους χριστιανούς, αφού πρόκειται για έτος που μετράει 2.000 χρόνια από τη γέννηση του Χριστού. Ωστόσο, αν και οι πιστοί άλλων θρησκευμάτων έχουν άλλες χρονικές αφετηρίες, θα εορτάσουνε «χριστιανικά». Και με αφορμή αυτό θα περάσει στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, και θα μιλήσει για το χωνευτήρι λαών και το ανακάτεμα των θρησκειών, τη μειονότητα των λευκών, τη δημιουργία των κρεολών, την επιμειξία των ντόπιων και ξένων πληθυσμών. Στη συνέχεια, θα κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στους μετανάστες και απόδημους. Από τους πρώτους δεν υπάρχει κίνδυνος, οι απόδημοι όμως μπορούν να επιφέρουν αλλαγές στον τόπο όπου εγκαθίστανται. Με την αφορμή που του προσφέρει η επικαιρότητα θα επεκταθεί σε όλες τις ιστορικές αποδημίες των λαών και τις συνακόλουθες εξελίξεις. Το μέλλον της Ευρώπης προβλέπεται πολυπολιτισμικό, οι λαοί του Νότου χτυπούν την πόρτα της Ευρώπης, παράλληλα ανεβαίνει ο ρατσισμός προς τους ξένους, ο οποίος αφορά κυρίως τους φτωχούς και όχι τους πλούσιους, και οι άνθρωποι που έχουν πάθει, εύκολα γενικεύουν με αφορμή την προσωπική τους περίπτωση. Μια διαρκής εκπαίδευση θα καταπολεμήσει το κακό στη ρίζα του.
photo Umberto EcoΟ Έκο ξέρει να γοητεύει τον αναγνώστη του με τη θεωρία της λογοτεχνίας, ξέρει και να τον προβληματίζει με τη μελέτη της κοινωνικής παρατήρησης, διαθέτει ένα ανεξάντλητο επιστημονικό υποστηρικτικό υλικό, έχει την άνεση να μεταβαίνει από την ιστορία στην πολιτική ή να κατεβαίνει στην καθημερινή ζωή, προβλέπει σαν προφήτης και γίνεται σύμβουλος πρόληψης ενός επερχόμενου κακού. Με ζωντάνια, με κέφι, με γνώση, με εμπειρία, με πλήθος αναφορές, με γοητεία.
Λένε πως το επώνυμό του –ECO– προέρχεται από τη φράση Ex Caelis Oblatus, που σημαίνει «δώρο εξ ουρανού».

Τα όρια της ερμηνείας
Umberto Eco
μετάφραση: Μαριάννα Κονδύλη
Ελληνικά Γράμματα
480 σελ.
ISBN 978-960-19-0710-9
Τιμή €25,90
 https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/11179-oria-ermhneias

Δεν υπάρχουν σχόλια: