11.12.18

Βασίλης Βασιλικός: «Ο ιατροδικαστής»

Ένα βιβλίο μπορεί να έχει διαφορετικές αναγνώσεις ανάλογα με την εποχή που γράφτηκε, που εκδόθηκε, που διαβάστηκε, που ξαναδιαβάστηκε, που επανεκδόθηκε. Σε ένα όμως πολιτικό μυθιστόρημα, είναι απογοητευτικό για την εποχή μας όταν το κυρίαρχο μήνυμα παραμένει διαχρονικό.
Κάπως έτσι συμβαίνει με τον Ιατροδικαστή του Βασίλη Βασιλικού, ένα ιδιαίτερα τολμηρό μυθιστόρημα για την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε σε συνέχειες στην Ελευθεροτυπία. Ιδιαίτερα τολμηρό μια και, διαβάζοντάς το, όπως τραγουδούσε και ο Κηλαηδόνης, όλο κάτι να θυμίζει και να μην ξέρουμε τι.

Ο Βασιλικός το έχει πει, κάθε του σχεδόν βιβλίο είναι εμπνευσμένο από κάποιο άλλο βιβλίο. Έτσι, αυτό που μας θυμίζει μπορεί να είναι απλώς κάτι που έχουμε διαβάσει σε κάποιο άλλο βιβλίο ενός άλλου συγγραφέα. Καμιά σχέση με δημοσιεύματα σε εφημερίδες για γεγονότα που στιγμάτισαν την ελληνική κοινωνία. Εξάλλου, είναι η εποχή που η Χούντα ελέγχει τι μπορεί να γραφτεί και τι όχι στις εφημερίδες. Κι αν κάτι μας θυμίζει, είναι διότι κάποιοι γράφουν χρόνια και ίσως τα έχουν ήδη πει. Γι’ αυτό πρέπει τα λόγια να επιλεγούν με προσοχή. Και ο Βασίλης Βασιλικός γνωρίζει πραγματικά πώς να κάνει τα λόγια του να ξεχωρίζουν.
Το θέμα του βιβλίου, ένας ιατροδικαστής που θα κληθεί μέσα στη νύχτα από έναν εφοπλιστή να πιστοποιήσει τον θάνατο της γυναίκας του από βαρβιτουρικά που πήρε με πρόθεση την αυτοκτονία. Μόνο που από την αρχή γίνεται φανερό στον ιατροδικαστή ότι πρόκειται για εγκληματική ενέργεια. Τα μελανά σημάδια στο σώμα της, η βεβαιότητα σχεδόν ότι την έχουν κλοτσήσει, τα σημάδια στον λαιμό της. Και ο ιατροδικαστής έχει τον δικό του τρόπο για να δει πώς δέχτηκε η νεκρή το τέλος της. «Τρόμος ή χαρά, ηδονή κι οδύνη, αποτελούσαν κατά τη μακραίωνη υπηρεσία του στις δυνάμεις του σκότους, τα δυο άσφαλτα κριτήρια, για να μετρήσει πώς δέχτηκε το θύμα το τέλος του». Και το συγκεκριμένο θύμα έχει τρομοκρατηθεί.
Αφηγητής ο ανιψιός του ιατροδικαστή, ο οποίος παρακολουθεί την υπόθεση από κοντά απ’ την αρχή. Ένας αφηγητής που σε ένα μέρος της ιστορίας θα κρατήσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο ανιψιός τα βλέπει όλα με μια διάχυτη ειρωνεία, με το χιούμορ που του δανείζει η πένα του Βασίλη Βασιλικού, ενώ γράφει την ιστορία για να ξεφύγει από τη βαρεμάρα στην οποία έχει περιέλθει όταν επέλεξε τη ζωή του τρομοκράτη, η οποία κατά 99% είναι βαρετή.
Η πορεία της ζωής του είναι μάλλον μια σειρά από συμπτώσεις. Αρχικά, ο άλλος θείος του ήθελε να τον πάρει στην Αμερική. «Πρόσφερε ψωμί και λάντζα. Είναι αλήθεια, το σκέφτηκα να φύγω. Αλλά με κράτησαν στον τόπο μου σκέψεις καθαρά πρακτικές: αφού η Ελλάδα ήταν τότε προτεκτοράτο της Αμερικής, γιατί να μετακινηθώ; Έτσι κι αλλιώς, είτε στη μητρόπολη είτε στην αποικία της, βασίλευαν οι ίδιες νόρμες, θέλω να πω αξίες. Εκεί θα είχα κι όλες τις δυσκολίες του μετανάστη, ενώ στον τόπο μου απολάμβανα τον αμερικάνικο τρόπο ζωής, χωρίς μετοικεσία».
Ουσιαστικά όλα ξεκινάνε «μια νύχτα κατά τις τρεις ή τέσσερις το πρωί, όταν το τηλέφωνο με τίναξε από έναν ύπνο βαθύ, γεμάτο κακοφτιαγμένα όνειρα: όνειρα θανάτων, κηδειών μ’ εκείνη την περίεργη μη αντιθετικότητα του ονείρου...». Ο θείος μόλις έχει επιστρέψει από τη Θήβα, όπου είχε πάει για να διαπιστώσει «τον ομαλό θάνατο κάποιου εργάτη που τον σκότωσαν στο ξύλο μες στην Ασφάλεια, επειδή έγραφε αντιχουντικά συνθήματα στους τοίχους. Κι είχε αφήσει εμένα στο τηλέφωνο, μέσα στο εργαστήρι του, όπου τα βάζα δεν είχαν σπιτίσια γλυκά, αλλά ανθρώπινα σπλάχνα διατηρημένα στη φορμόλη». Και στο τηλέφωνο είναι κάποιος «μεγάλος», κάποιος που απαιτεί να γίνει η ιατροδικαστική έρευνα για τη γυναίκα του που πέθανε, άμεσα και μόνο από τον συγκεκριμένο ιατροδικαστή. Έτσι θα βρεθούν με ελικόπτερο στο ιδιωτικό νησί, όπου την προηγούμενη είχε γίνει ένα μεγάλο πάρτι.
Θα μπορούσε να πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα. Μόνο που για τον ιατροδικαστή είναι φανερό σχεδόν από την αρχή ποιος είναι ο δολοφόνος. Κι ας παρακολουθούμε στην πορεία μαρτυρίες από σχεδόν όλους όσοι θα μπορούσαν να ξέρουν κάτι ή να είναι ύποπτοι για τον θάνατο, μια και ο ανιψιός βρίσκεται κοντά και στον ανακριτή, που αμφιβάλλει για το αρχικό πόρισμα. Εκεί θα μπορέσει να παρακολουθήσει τις μαρτυρίες όσων συμμετείχαν στο πάρτι, «ζεύγη παρτουζιάρικα, με ζιγκολό, μοιχευμένα, όλες οι αποχρώσεις, τέλος, του μη νορμάλ» .
Γι’ αυτό πρέπει τα λόγια να επιλεγούν με προσοχή. Και ο Βασίλης Βασιλικός γνωρίζει πραγματικά πώς να κάνει τα λόγια του να ξεχωρίζουν.
Διότι ναι μεν ο ιατροδικαστής θα υπογράψει την αυτοκτονία, από επαγγελματική διαστροφή όμως, ή από ανάγκη να προφυλαχτεί, δεν θα κρύψει κανένα από τα ευρήματα. Όπως τις μελανιές γύρω από τον λαιμό της νεκρής. «Δεν προσπαθώ να δικαιολογήσω ένα γεννημένο κάθαρμα σαν τον θείο μου», θα γράψει ο ανιψιός. Όμως, «προκαταβολικά, θέλω να διαλύσω τις κατηγορίες που έχουν στοιβαχτεί για τον θείο μου. [...] Μα ποιος έφταιγε; Ο θείος μου ή αυτοί που τον είχαν τόσο φριχτά ανάγκη; [...] Δεν είναι εύκολο να επηρεάσεις ένα γιατρό στη διάγνωσή του. Αλλά ένας δικαστής, εξαρτημένος όπως είναι από το σύστημα που φτιάχνει τους νόμους (αφού κάθε νομοθεσία είναι εντέλει ταξική) γίνεται πιο ευάλωτος στα συμφέροντα της τάξης που τον διορίζει».

Ο ιατροδικαστής λοιπόν δεν έχει μόνο τον όρκο στον Ιπποκράτη, αλλά υπάρχει και ένας Ισοκράτης. Μόνο που γι’ αυτό ακριβώς το «ίσο» κάθε κοινωνία έχει τη δική της θεωρία. Ο συγγραφέας παίζει γενικά με τις λέξεις, κεντώντας την ιστορία. «Για το “βεβιασμένο πόρισμα” θα πω παρακάτω. Γιατί το πόρισμα μονάχα βιαστικό δεν ήτανε. Βιασμένο ναι, βεβιασμένο σίγουρα όχι». Δημιουργεί και ιδιαίτερη λέξη για αυτό που έχει συμβεί, «δολοκτονία», αυτοκτονία και δολοφονία ανάμεικτα.
Το βιβλίο όμως βγάζει και ιδιαίτερο αισθησιασμό. Ο Βασίλης Βασιλικός γνωρίζει πώς να περιγράφει τα ερωτικά παιχνίδια κι εδώ, οι πλούσιοι με τα πάρτι τους, τα κότερά τους και τις όμορφες γυναίκες τού δίνουν πλούσιο υλικό.
Ο συγγραφέας δεν αφήνει κανέναν χωρίς να τον στηλιτεύσει. Τον μόνιμα ανταγωνιστή εφοπλιστή, ο οποίος είναι πρόθυμος και αυτός να λαδώσει. Και φυσικά τον Άγγλο εμπειρογνώμονα, που έρχεται κι αυτός να δώσει τα φώτα του σχετικά με το φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε για την αυτοκτονία. «Η σεκονάλη δεν κυκλοφορεί στον τόπο σας, στον Παναμά (κι αμέσως διόρθωσε “στην Ελλάδα”, μπερδεύοντας τη σημαία των εφοπλιστών που τον πλήρωναν με τη χώρα όπου βρισκόταν για να γνωμοδοτήσει. Ποιος ξέρει πόσες περιπτώσεις κάλυψε, πόσοι ναύτες είχαν χαθεί σε ατυχήματα εργασίας κι εκείνος πρόσφερε τα φώτα του σκοταδιού του)». Ο ανιψιός, από την άλλη, θα χρειαστεί να κάνει τη δική του διαδρομή, επηρεασμένος από ό,τι έχει δει…
vasilikos vasΈνα βιβλίο που περιγράφει ένα σύστημα με πλούσιους που μπορούν να έχουν τη δική τους δικαιοσύνη και που η αγάπη μετριέται πάντα με το χρήμα. Είναι κάτι που θα ανακαλύψει και ο γιος του εφοπλιστή «τώρα επιτέλους μετρά κι αυτός την αγάπη του πατέρα του με την προθυμία ή την απροθυμία του να πληρώσει τα λύτρα που ζητάμε».

Ο ιατροδικαστής
Βασίλης Βασιλικός
Ιωλκός
271 σελ.
ISBN 978-960-426-942-6
Τιμή €12,00
 Έρικα Αθανασίου
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/11120-iatrodikasths-vasilikos-athanasiou 

Δεν υπάρχουν σχόλια: