13.12.18

Η αγαπημένη Saloniko και ο πολυσήμαντος Αβραάμ

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

«Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ» μυθιστόρημα, Έλενα Χουζούρη, εκδόσεις Πατάκη

Τι δεν ξέρουμε, τελικά, σ’ αυτή την ίδια μας τη χώρα που θα έπρεπε να ξέρουμε; Ποιος έχει δίκιο; Από τι είμαστε φτιαγμένοι;  Τι εξακολουθεί επιτέλους να μας στοιχειώνει;
Τα ερωτήματα της Αλίζα, ηρωίδας του μυθιστορήματος της Έλενας Χουζούρη, μπορεί να αποτελούν την αφορμή για την προσωπική της πορεία προς τη γνώση και την αυτογνωσία, έτσι όπως η μυθοπλασία την κατευθύνει στην πλοκή της  ιστορίας, ταυτόχρονα, όμως, οδηγούν σε επώδυνες (στη γενίκευσή τους) διαπιστώσεις για αυτά που μας στοιχειώνουν, όχι μόνον στον μικρόκοσμό μας αλλά
(κυρίως) στα σκοτεινά  περάσματα της συλλογικής μας συνείδησης.  Το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί και μέσα από αυτή την αναγνωστική εκδοχή παράλληλα με την ιστορία των ηρώων της.
Η Αλίζα, όπως τη θέλει η συγγραφέας, έχει πολλά πιθανά ονόματα που γράφουν μέσα της σαν αληθινά (Κοέν, Μόλχο, Νατάν, Πάρδο ή Αμπραβανέλ, Φερναντέζ, Ματαλόν, Αρούχ ή Μπενβενίστε, Αλίζα Μπενγιαμόρ, Φερναντέζ, Ναρ, Μάνο ή Αρδίττι, Ματαλόν, Μποτόν, Μόλχο, Πάρδο, Μομπούργκο),γιατί η ίδια το παραδέχεται:
Θα μπορούσαν αυτές οι οικογένειες να ήταν η δική μου οικογένεια. Θα μπορούσα εγώ, να είμαι η απόγονος όλων, να έχω όλων τα επίθετα.
Η Αλίζα θα μπορούσε να συνοψίζει στην περίπτωσή της όλες τις ομοειδείς· μέσα στο προσωπικό της δράμα αλλά και στην προσωπική της πορεία ανίχνευσης της αλήθειας αντιφεγγίζουν και οι ιστορίες των άλλων και κορυφώνονται στο δράμα ενός λαού που ως τα σήμερα αντιπαλεύει μέσα του την πατρογονική ιστορία με τη σύγχρονη πορεία του, την εβραϊκή θρησκεία με το πολιτικό/εθνικιστικό κίνημα του σιωνισμού, με τις αντιδράσεις μας να ποικίλλουν από την αποστροφή για τις πολιτικές επιλογές της χώρας τους ως τη συμπαράσταση για το δράμα τους ως λαού/αποδιοπομπαίου στα χρόνια της ναζιστικής λαίλαπας.
Η Λούνα, η ουσιαστική ηρωίδα του βιβλίου μέσα από την εγκιβωτισμένη δική της ιστορία, σε αναδρομική αφήγηση, ενσωματώνει στο προσωπικό της δράμα όλους εκείνους που επέλεξαν τη ζωή και όχι τον θάνατο (ανάμεσα στα έτσι κι αλλιώς μηδενικά περιθώρια που είχαν) και αγωνίστηκαν να παραμείνουν ζωντανοί κουβαλώντας την ενοχή, τις προσωπικές τους Ερινύες, τα δικά τους φαντάσματα. Αλλά και βαθιά να τους τρώει το ερώτημα:
Τελικά δεν μπόρεσα ακόμη να απαντήσω στο μεγάλο μου ερωτηματικό. Γιατί έπρεπε να συμβούν όλα αυτά; Γι’ αυτό περιορίζομαι μόνο σε μια ευχή: Να μη ξανασυμβούν ποτέ.
Είναι η «φωνή» της Λούνα που μέσα από γράμματα και φωτογραφίες θα κινητοποιήσει την εγγονή της, την Αλίζα, να ερευνήσει το παρελθόν.
Η Ρέινα, είναι η άλλη γιαγιά,  με τα τραύματα στο σώμα της και την αλαλία της, απομεινάρι περιεκτικό όλων των κυνηγημένων, βασανισμένων και αφανισμένων από τη θηριωδία του ναζισμού στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
[…] η γιαγιά Ρέινα που καθόταν κάτω από τη μεγάλη μας ομπρέλα και μας κοιτούσε με τα μεγάλα καστανά της μάτια δεν άντεξε τη ζέστη και σήκωσε τα μανίκια της, δεν είχαμε έως εκείνην τη στιγμή της ζωής μας δει γυμνά τα χέρια της γιαγιάς Ρέινα, πάντα είχε κατεβασμένα τα μανίκια της πρώτος διέκρινε τους έξι αριθμούς που είχαν χρώμα μπλαβί σαν κάτι σάπιο και τρομακτικό μαζί ο αδελφός μου, από κοντά του έτρεξα κι εγώ κι έπειτα μικρά παιδιά ήμασταν δεν ξέραμε, πώς να ξέρουμε, η γιαγιά Ρέινα έκανε τατού στο χέρι της, αρχίσαμε να φωνάζουμε και οι δυο μαζί και να δείχνουμε τη γιαγιά Ρέινα πες μας τους αριθμούς, γιαγιά Ρέινα, πες μας να τους γράψουμε στην άμμο και τότε από τα μάτια της γιαγιάς Ρέινα άρχισαν να τρέχουν δάκρυα και μόνον δάκρυα […]
Η μοναδική φράση που διασώζει η καταργημένη γλωσσική της επικοινωνία είναι σημαδιακή: Μας ταπείνωσαν. Στη φράση αυτή συμπυκνώνεται η πεμπτουσία του δράματος του λαού της.
Ο πατέρας της Λούνα, ο Ιακώβ ή Τζάκο, έμπορος στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, στην πραγματικότητα μη θρησκευόμενος, ακολουθεί όλες τις εβραϊκές παραδόσεις πιστεύοντας πως έτσι δεν αποκόπτεται από τον δεσμό που τον κρατάει μέσα στην πανάρχαια κοινότητα και του δίνει την ιδιαίτερη ταυτότητα (μέσα σε μια πολυεθνική Θεσσαλονίκη, τη δική του Saloniko) με όποιο κόστος φέρει μαζί της.
[…] δεν μπορούσε να φανταστεί έξω από τη Θεσσαλονίκη τη ζωή του, τη ζωή της οικογένειας του, τη ζωή των προγόνων του, αυτήν τη μακρά πατρογονική σειρά τη χαμένη στα βάθη πέντε αιώνων. Μια τεράστια δεξαμενή μνήμης μέσα στην οποία αναπαυόταν δεκάδες εκατοντάδες κουκούλια γεμάτα από πρόσωπα, ιστορίες, παραμύθια, τραγούδια, γεύσεις. Δεν έχανε την ευκαιρία να δηλώνει με περισσή περηφάνια ότι ήταν Σαλονικιός και αμέσως μετά Ευρωπαίος και να νιώθει θαυμάσια σ’ αυτήν τη διττή ταυτότητά του.
Είναι αυτός που θα δει την αλλαγή που έρχεται στη ζωή της οικογένειάς του και των ομοφύλων του και θα θέσει το τραγικό ερώτημα:
Μήπως, λοιπόν, ούτε εδώ; Αλλά τότε πού;
Η μητέρα της Αλίζα, η Νόρα, με την άρνησή της προς τη δική της μητέρα, με την απαξιωτική της συμπεριφορά προς τη Λούνα, αδυνατεί να δεχθεί την επιλογή της (έτσι πιστεύει) να καταφύγει στο Βουνό εγκαταλείποντας τους δικούς της να οδεύσουν προς τον χαμό στα στρατόπεδα εξόντωσης. Κι όμως, υπήρχε η συμβολή των Εβραίων στην αντίσταση (πόσο ελάχιστα γνωρίζουμε και για το θέμα αυτό) υπήρχε η δική τους σκληρή αναμέτρηση με τον κατακτητή, κάτω από μια ιδεολογία που βρήκε πρόσφορο έδαφος και στη Θεσσαλονίκη. Θα φθάσει κι αυτή στην αλήθεια, έτσι όπως η Αλίζα κομμάτι κομμάτι θα την αποκαλύπτει. Υπάρχει περιθώριο να αλλάξουν οι αντιλήψεις, να συγχωρεθούν οι άνθρωποι και να συγχωρέσουν; Ναι, αρκεί να αφήσουν ανοιχτή τη συνείδησή τους στην αλήθεια.
-Θα ξαναπάς στη Θεσσαλονίκη;
-Ναι, οπωσδήποτε. Δεν τελείωσα με το μεταπτυχιακό μου. ο θείος Αβραάμ με περιμένει, ακούγεται σταθερά η απάντηση της Αλίζα.
-Όταν θα ξαναπάς, θα έρθω κι εγώ μαζί σου.
Ο Παύλος, μυημένος στις σοσιαλιστικές ιδέες, φίλος των παιδιών του Ιακώβ αλλά και άντρας της Λούνα, εκεί στο Πάικο, στο Βουνό όπου έδρασε το αντάρτικο, ήταν από τους Έλληνες εκείνους που δεν έβλεπαν διαχωριστικές γραμμές να τους χωρίζουν από τους Εβραίους γείτονές τους, που ένιωθαν πως η πόλη τους ήταν φτιαγμένη από κοινότητες, και κάθε μία από αυτές συνέβαλλε στην προκοπή της. Αυτή η μερίδα ήταν που βοήθησε τους καταδιωκόμενους στα δύσκολα χρόνια. Σε πλήρη αντιδιαστολή με όσους τους αρνήθηκαν το δικαίωμα στη ζωή και στην περιουσία, αρνούμενοι στην ουσία ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της πόλης τους, το σεφαραδίτικο, από τα πιο σπουδαία σ’ αυτήν την πόλη που κατοικήθηκε από ένα πολύμορφο πλήθος και κέρδισε γι’ αυτό τη μοναδική της φυσιογνωμία.


Έλενα Χουζούρη

Το Πριν της ιστορίας πηγαίνει πίσω στο 1931 για να σταματήσει στο πογκρόμ του Κάμπελ, στη φωτιά – νέα φωτιά αυτή η σκόπιμη, που ήρθε να κατακάψει ό,τι είχε αφήσει όρθιο ή άλλη, του 1917, η τυχαία. Και ακολούθησε η καταστροφή των περιουσιών των Εβραίων από εθνικιστικά και φασιστικά στοιχεία, τους τριεψιλίτες (Ε.Ε.Ε.) μαζί με χαμάληδες του λιμανιού και πρόσφυγες (Καμένοι και ξεσπιτωμένοι από ποιους; από αυτούς που είχαν έρθει στην πόλη τους επίσης καμένοι και ξεσπιτωμένοι). Η αφήγηση θα φτάσει μέχρι το 1939, τότε που όλα προμηνούσαν τη σκοτεινή πορεία που θα ακολουθούσε αλλά δεν την έβλεπαν όλοι. Κι όσοι την έβλεπαν, θαρρούσαν πως δεν θα τους αγγίξει η συμφορά. Κι ακολουθεί το Τότε της ιστορίας, που φτάνει ως τον Εμφύλιο, για να δώσει μιαν ακόμα διάσταση στο δράμα της οικογένειας του Ιακώβ, που το βιώνει στον  μικρόκοσμό της, αλλά και στο δράμα της ευρύτερης κοινωνίας μια πόλης που δεν ήταν πια η ίδια. Γιατί, τα τρία μεγάλα κεφάλαια, στα οποία χωρίζεται το μυθιστόρημα (Πριν, Τότε, Μετά) πέρα από τη ιστορία των ανθρώπων αφορούν και την πόλη, που τόσο εύστοχα ο Mark Mazower ονόμασε στο δικό του βιβλίο Πόλη των Φαντασμάτων.
Στον τίτλο ο Αβραάμ, πατριάρχης και εθνάρχης των Εβραίων, σε μια ανάγνωση του εμβληματικού ονόματος, είναι και αυτός ένα πανάρχαιο φάντασμα που συνδέει την πόλη με το κομμάτι του παρελθόντος της που φαίνεται να έχει ξεχάσει – όχι γιατί έτσι γίνεται με τα παλαιά της μνήμης αλλά γιατί θέλησε να διαγράψει ένα κομμάτι από το σώμα της, το εβραϊκό-σεφαραδίτικο, που ήταν κάποτε ολοζώντανο. Ο Αβραάμ της ιστορίας, όμως, είναι, σε μια δεύτερη ανάγνωση,  ένα άλλο λαμπρό παιδί αυτής της πόλης, πάλι ξεχασμένο και κατακρεουργημένο από τις πολιτικές που κυριάρχησαν αλλά και από τους ομοϊδεάτες που δεν τους άρεσαν οι διαφωνίες του. Ο Αβραάμ Μπεναρόγια (1887-1979), από τους πρώτους σοσιαλιστές, που έδεσε τη μορφή του με την προοδευτική πνοή της πόλης, ήταν η αφορμή για την κατάδυση της Αλίζα στο παρελθόν. Από αυτόν, ως θέμα της μεταπτυχιακής της εργασίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, ξεκίνησε όλο το ταξίδι που την οδήγησε στη γνώση της αληθινής ιστορίας και στην αυτογνωσία.
Η Έλενα Χουζούρη έδωσε το υλικό της δικής της έρευνας εν μέρει με τον τρόπο τον δημοσιογραφικό, παραθέτοντας εμβόλιμα πληροφορίες και ντοκουμέντα, με διάχυτη ωστόσο τη λογοτεχνική επεξεργασία, με τη συγκίνηση που φανερά διαπνέει όλη τη γραφή της – αυτό συμβαίνει όταν το θέμα δεν είναι μόνον αφορμή για ένα ακόμα μυθιστόρημα αλλά ο τρόπος να πεις κάποια πράγματα που νιώθεις να σε καίνε. Έτσι, ως αποτέλεσμα, έχουμε ένα βιβλίο που προσφέρεται για διαφορετικές αναγνώσεις (όπως γίνεται με όλα τα καλά βιβλία). Κυρίως έχουμε μια ιστορία (μυθοπλαστική στην κεντρική της θεματική) που ενσωματώνει με εύστοχο τρόπο την ευρύτερη ιστορία του τόπου και έρχεται ταυτόχρονα να καταθέσει τη μνήμη ως αξία πολύτιμη. Καθόλου τυχαία «προλογίζει» το βιβλίο η φράση του Ζέμπαλντ:
Ηθική ραχοκοκαλιά της λογοτεχνίας είναι η μνήμη
W.G.Sebald
Φράση που αναδεικνύει το ήθος της λογοτεχνίας. Όχημα η χρησιμοποίηση της μνήμης στην ηθική της διάσταση από τον εκάστοτε συγγραφέα, που θα στραφεί προς το παρελθόν για να το αναπλάσει και να το φωτίσει. Παράλληλα συντελείται η κινητοποίηση της μνήμης του αναγνώστη. Είναι, επομένως, ο «θείος Αβραάμ» της Χουζούρη ένα μυθιστόρημα πρόκληση/πρόσκληση προς τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει την ιστορία του τόπου με τη συνειδητοποίηση πως όλα είναι ανοιχτά στη γνώση και στην ανανέωση της εικόνας που έχουμε δημιουργήσει γι’ αυτά. Το ήθος της λογοτεχνίας αφορά την αναβάπτιση στη συλλογική μνήμη, με όση καθαρότητα σκέψης μπορεί να επιστρατεύσει ο καθένας μας, με όση αλήθεια αντέχει.


 http://fractalart.gr/o-theios-abraam-menei-panta-edw/?fbclid=IwAR15H4nrH6ClLAb1AETqNwizv5rT7ug_K_f4g98UEGAGDjOdAsMm3jC4ORw

Δεν υπάρχουν σχόλια: